More Related Content
Similar to Project Aor B (20)
Project Aor B
- 1. http://www.gennadeio.blogspot.com
Αόρι στ ος δεύτ ερος ( β ‘ )
Ενεργητική φωνή
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
1.Ενικ. ἔ-βαλ-ο-ν βάλ-ω βάλ-οι-μι
2.Ενικ. ἔ-βαλ-ε-ς βάλ-ῃς βάλ-οι-ς
Αόριστος
3.Ενικ. ἔ-βαλ-ε(ν) βάλ-ῃ βάλ-οι
β′
1.Πληθ. ἐ-βάλ-ο-μεν βάλ-ω-μεν βάλ-οι- μεν
2.Πληθ. ἐ-βάλ-ε-τε βάλ-η-τε βάλ-οι-τε
3.Πληθ. ἔ-βαλ-ο-ν βάλ-ω-σι(ν) βάλ-οι-εν
Απαρέμφατο Μετοχή Προστακτική
βαλ-ών βάλ-ε
βαλ-όντος βαλ-έ-τω
Αόριστος
βαλ-εῖν βαλ-οῦσα
β′
βαλ-ούσης
βάλ-ε-τε
βαλ-ό-ντων
βαλ-όν
βαλ-όντος
1
- 2. http://www.gennadeio.blogspot.com
Μέση Φωνή
Οριστική Υποτακτική Ευκτική
1.Ενικ. ἐ-βαλ-ό-μην βάλ-ω-μαι βαλ-οί-μην
2.Ενικ. ἐ-βάλ-ου βάλ-ῃ βάλ-οι-ο
Αόριστος
3.Ενικ. ἐ-βάλ-ε-το βάλ-η-ται βάλ-οι-το
β′
1.Πληθ. ἐ-βαλ-ό-μεθα βαλ-ώ-μεθα βαλ-οί-μεθα
2.Πληθ. ἐ-βάλ-ε-σθε βάλ-η-σθε βάλ-οι-σθε
3.Πληθ. ἐ-βάλ-ο-ντο βάλ-ω-νται βάλ-οι-ντο
Απαρέμφατο Μετοχή Προστακτική
βαλ-ό-μενος βαλ-οῦ
βαλ-ο-μένου βαλ-έ-σθω
Αόριστος
βαλ-ο-μένη
β′
βαλ-έ-σθαι βαλ-ο-μένης
βάλ-ε-σθε
βαλ-έ-σθων
βαλ-ό-μενον
βαλ-ο-μένου
2
- 3. http://www.gennadeio.blogspot.com
Ρήματα με Αόριστο β′
Ενεστώτας Αόριστος β′ Προσοχή στους τύπους
1 ἀγορεύω εἶπον εἴπω [1.εν. Υποτ.], εἰπεῖν [Απαρ.], εἰπέ [2.εν.
Προστ.], εἶπε [3.εν. Οριστ.]
2 ἄγω ἤγαγον ἀγάγω [1.εν. Υποτ.], ἀγαγεῖν [Απαρ.]
3 ἄγομαι ἠγαγόμην ἀγάγωμαι [1.εν. Υποτ.], ἀγαγοῦ [2.εν. Προστ.],
ἀγαγέσθαι [Απαρ.]
4 αἱρέω εἷλον ἕλω [1.εν. Υποτ.], ἕλε [2.εν. Προστ.], ἑλεῖν
[Απαρ.], ἑλών [Μτχ. αρσ. γέν.]
5 αἱρέομαι εἱλόμην εἵλου [2.εν. Οριστ.], ἕλωμαι [1.εν. Υποτ.], ἑλοῦ
[2.εν. Προστ.], ἑλέσθαι [Απαρ.]
6 αἰσθάνομαι ᾐσθόμην αἴσθωμαι [1.εν. Υποτ.], αἰσθέσθαι [Απαρ.]
7 ἁμαρτάνω ἥμαρτον ἁμάρτω [1.εν. Υποτ.], ἅμαρτε [2.εν. Προστ.],
ἥμαρτε [3.εν. Οριστ.], ἁμαρτεῖν [Απαρ.],
ἁμαρτών [Μτχ. αρσ. γέν.]
8 ἀνέχομαι ἠνεσχόμην ἀνάσχου [2.εν. Προστ.], ἀνασχέσθαι [Απαρ.]
9 ἀπεχθάνομαι ἀπηχθόμην ἀπεχθοῦ [2.εν. Προστ.], ἀπεχθέσθαι [Απαρ.]
10 ἀποθνῄσκω ἀπέθανον
11 ἀποκτείνω ἀπέκτανον
12 ἀπολείπω ἀπέλιπον
13 ἀπόλλυμαι ἀπωλόμην ἀπολοῦ [2.εν. Προστ.], ἀπολέσθαι [Απαρ.]
14 ἀφικνέομαι-οῦμαι ἀφικόμην
15 βάλλω ἔβαλον
16 βιβρώσκω ἔφαγον
17 γίγνομαι ἐγενόμην
18 ἐγείρομαι ἠγρόμην ἤγρου [2.εν. Οριστ.], ἐγροῦ [2.εν. Προστ.],
ἐγρέσθαι [Απαρ.]
19 ἐπιλανθάνομαι ἐπελαθόμην ἐπελάθου [2.εν. Οριστ.], ἐπιλαθοῦ [2.εν.
3
- 4. http://www.gennadeio.blogspot.com
Προστ.]
20 ἕπομαι / ἐφέπομαι ἑσπόμην / ἐφεσπόμην σπῶμαι [1.εν. Υποτ.], ἐπίσπωμαι [1.εν. Υποτ.],
σποίμην [1.εν. Ευκτ.], ἐπίσποιτο [3.εν. Ευκτ.],
σποῦ [2.εν. Προστ.], ἐπίσπου [2.εν. Προστ.],
σπέσθαι [Απαρ.], ἐπισπέσθαι [Απαρ.]
21 ἔρχομαι / ἐξέρχομαι ἦλθον / ἐξῆλθον ἔλθω [1.εν. Υποτ.], ἐλθέ [2.εν. Προστ.], ἔξελθε
[2.εν. Προστ.], ἐλθεῖν [Απαρ.]
22 ἐρωτάω-ῶ ἠρόμην ἔρωμαι [1.εν. Υποτ.], ἐρέσθαι [Απαρ.]
23 ἐσθίω ἔφαγον
24 εὑρίσκω ηὗρον & εὗρον εὕρω [1.εν. Υποτ.], εὑρέ [2.εν. Προστ.]
25 ἔχω / παρέχω ἔσχον / παρέσχον σχῶ [1.εν. Υποτ.], παράσχω [1.εν. Υποτ.], σχές
[2.εν. Προστ.], παράσχες [2.εν. Προστ.], σχεῖν
[Απαρ.], παρασχεῖν [Απαρ.], σχών [Μτχ. αρσ.
γέν.], παρασχών [Μτχ. αρσ. γέν.]
26 ἔχομαι / παρέχομαι ἐσχόμην / σχοῦ [2.εν. Προστ.], παράσχου [2.εν. Προστ.]
παρεσχόμην
27 θέω ἔδραμον
28 ἱκνέομαι-οῦμαι ἱκόμην
29 κάμνω ἔκαμον
30 λαγχάνω ἔλαχον ἔλαχε [3.εν. Οριστ.], λάχε [2.εν. Προστ.]
31 λαμβάνω / παρα- ἔλαβον /παρέλαβον λαβέ [2.εν. Προστ.], παράλαβε [2.εν. Προστ.]
32 λανθάνω ἔλαθον λάθε [2.εν. Προστ.]
33 λείπω ἔλιπον
34 μανθάνω ἔμαθον μάθε [2.εν. Προστ.]
35 ὄλλυμαι ὠλόμην ὀλοῦ [2.εν. Προστ.], ὀλέσθαι [Απαρ.]
36 ὁράω-ῶ εἶδον ἴδω [1.εν. Υποτ.], ἰδέ [2.εν. Προστ.]
37 ὀφλισκάνω ὦφλον
38 πάσχω ἔπαθον
4
- 5. http://www.gennadeio.blogspot.com
39 πίνω ἔπιον
40 πίπτω ἔπεσον
41 πυνθάνομαι ἐπυθόμην
42 τέμνω ἔτεμον (& ἔταμον)
43 τίκτω ἔτεκον
44 τρέπομαι ἐτραπόμην
45 τρέχω ἔδραμον
46 τυγχάνω ἔτυχον τύχε [2.εν. Προστ.]
47 ὑπισχνέομαι-οῦμαι ὑπεσχόμην ὑπόσχωμαι [1.εν. Υποτ.], ὑπόσχου [2.εν.
Προστ.], ὑποσχέσθαι [Απαρ.]
48 ὑπολείπω ὑπέλιπον
49 φέρω ἤνεγκον ἐνέγκω [1.εν. Υποτ.], ἐνεγκεῖν [Απαρ.]
50 φεύγω ἔφυγον φύγω [1.εν. Υποτ.], φυγεῖν [Απαρ.]
5