ΓΔΛ ΜΟΙΡΩΝ
΢ΧΟΛΙΚΟ ΔΣΟ΢ 2011-2012


        ΠΑΡΑΓΟ΢Η ΚΑΙ ΜΟΝΣΔΡΝΙ΢ΜΟ΢ ΢ΣΗ
             ΝΔΟΔΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗ΢Η


                                                      Β΄ ομάδα
Ἀριςτοτζλησ Βαλαωρίτησ- Ἡπρὸσ τὴν Πατρίδα Ἀγάπη μου

Δὲν εἶ ναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μζρα
ςχίηει τὰ νζφθ καὶ περνᾷ γοργὸ ςὰν τὸν ἀγζρα,
οὔτε κιςςόσ, π᾿ ἀναίςκθτοσ τὴν πζτρα περιπλζκει
οὔτ᾿ ἀςτραπι, ποὺ ςβφνεται χωρὶ σ ἀςτροπελζκι,
δὲν εἶ ναι νεκροκάλαςςα, βοὴ χωρὶ σ ςειςμό,
νοιϊκω γιὰ ςζ, πατρίδα μου, ςτὰ ςπλάγχνα χαλαςμό.


Κ.Γ. Καρυωτάκησ,
Όλοι μαζί…
Όινη καδί θηλνύκε, ζπξθεηόο,
γπξεύνληαο νκνηνθαηαιεμία.
Mηα ηόζν επγεληθηά θηινδνμία
έγηλε ηεο δωήο καο ν ζθνπόο.

Aιιάδνπκε κε ήρνπο θαη ζπιιαβέο
ηα αηζζήκαηα ζηε ράξηηλε θαξδηά καο,
δεκνζηεύνπκε ηα πνηήκαηά καο
γηα λα ηηηινθνξνύκεζα πνηεηέο.

Aθήλνπκε ζην αγέξη ηα καιιηά
θαη ηε γξαβάηα καο. Παίξλνπκε πόδα.
Aλππόθνξε λνκίδνπκε πξόδα
ηωλ θαιώλ αλζξώπωλ ηε ζπληξνθηά.

Mόλν γηα καο ππάξρνπλ ηνπ Θενύ
ηα πιάζκαηα θαη, βέβαηα, όιε ε θύζηο.
Σηε Γε γηα λα ζηέιλνπκε αληαπνθξίζεηο,
αλεβήθακε ζη' άζηξα η' νπξαλνύ.

Kη αλ πεηλαιένη γπξλάκε νιεκεξίο,
θη αλ μελπρηνύκε θάηνπ απ' ηα γεθύξηα,
επέζακε ζύκαηα εμηιαζηήξηα
ηνπ «πεξηβάιινληνο», ηεο «επνρήο».



                                         1
(από ηα Ποιήματα και Πεζά, Εξκήο 1972)

Κ. Καρυωτάκησ, [Είμαςτε κάτι...]
Eίμαςτε κάτι ξεχαρβαλωμζνεσ
κικάρεσ. O άνεμοσ, όταν περνάει,
ςτίχουσ, ιχουσ παράφωνουσ ξυπνάει
ςτισ χορδζσ που κρζμονται ςαν καδζνεσ.

Eίμαςτε κάτι απίςτευτεσ αντζνεσ.
Yψϊνονται ςα δάχτυλα ςτα χάθ,
ςτθν κορυφι τουσ τ' άπειρο αντθχάει,
μα γριγορα κα πζςουνε ςπαςμζνεσ.

Eίμαςτε κάτι διάχυτεσ αιςκιςεισ,
χωρίσ ελπίδα να ςυγκεντρωκοφμε.
Στα νεφρα μασ μπερδεφεται όλθ θ φφςισ.

Στο ςϊμα, ςτθν ενκφμθςθ πονοφμε.
Mασ διϊχνουνε τα πράγματα, κι θ ποίθςισ
είναι το καταφφγιο που φκονοφμε.

Ναπολζων Λαπαθιώτησ, Παραμφθι
Μηὰ θνξὰ θη ἕ λα θαηξό,
πᾶ λε ηώξα ρξόληα,
ζ᾿ ἕ λα ηόπν καθξηλό,
ηοῦςαν μζς᾿ ςτὰ χιόνια.

Πάγωναν τὰ λοφλουδα,
μίςευαν τ᾿ ἀθδόνια,
καλοκαίρι ηφγωνε
κι ἦταν ὅλο χιόνια!

Μάτια πάντα ςκοτεινά,
μζτωπα ςκυμμζνα,
κι ἄνκρωποι δὲ βάδιηαν
μὲ ρυκμὸ κανζνα...

Μιὰν ἀγάπθ πζραςε,
-μετὰ πόςα χρόνια;-
καὶ τὰ μάτια δάκρυςαν
κι ἕλιωςαν τὰ χιόνια...

Καρυωτάκησ Kώςτασ, [΢αν δζςμη από τριαντάφυλλα...]
Σαν δζςμθ από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυςι, λεπτότατθ
ςτουσ δρόμουσ ευωδιά.
Kαι ςτθν καρδιά
αιφνίδια καλοςφνθ.
Στα χζρια το παλτό,

                                          2
ςτ' ανεςτραμμζνο πρόςωπο θ ςελινθ.
Hλεκτριςμζνθ από φιλιματα
κα 'λεγεσ τθν ατμόςφαιρα.
H ςκζψισ, τα ποιιματα,
βάροσ περιττό.

Ζχω κάτι ςπαςμζνα φτερά.
Δεν ξζρω καν γιατί μασ ιρκε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανζλπιςτθ χαρά,
για ποιεσ αγάπεσ,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

Κ.Παλαμάσ, Ὁγκρεμιςτήσ
Ἀκοῦςτε. ἖γὼεἶ μαι ὁ γκρεμιςτισ, γιατί εἶ μ᾿ ἐγὼκι ὁ κτίςτθσ,
ὁ διαλεχτὸσ τῆσ ἄρνθςθσ κι ὁ ἀκριβογιὸσ τῆσ πίςτθσ.
Καὶ κζλει καὶ τὸ γκρζμιςμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χζρι.
Στοῦ μίςουσ τὰ μεςάνυχτα τρζμει ἑνὸσ πόκου ἀςτζρι.
Κι ἂν εἶ μαι τῆσ νυχτιᾶσ βλαςτόσ, τοῦ χαλαςμοῦ πατζρασ,
πάντα κοιτάηω πρὸσ τὸ φῶ τὸ ἀπόμακρο τῆσ μζρασ.
                           σ
ἐγὼὁ ςειςμὸσ ὁ ἀλφπθτοσ, ἐγὼκι ὁ ἀνοιχτομάτθσ·
τοῦ μακρεμζνου ἀγναντευτισ, κι ὁ κλζφτθσ κι ὁ ἀπελάτθσ
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χζρςα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶ   ςτε, ἀγκριαγκακιζσ, καὶ κάλλιο οὐρλιάςτε, λφκοι,
κάλλιο φουςκῶ   ςτε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖ χτε τάφοι,
καί, δυναμίτθ, βρόντθξε καὶ ςιγοςτάλαξε αἷ μα,
παρὰ ςὲ πφργουσ ἄρχοντασ καὶ ςὲ ναοὺσ τὸ Ψζμα.
Τῶ πρωτογζννθτων καιρῶ ἡ πλάςθ μὲ τ᾿ ἀγρίμια
   ν                       ν
ξανάρχεται. Καλῶ νὰ ῾ ρκῆ. Γκρεμίηω τὴν ἀςκιμια.
                   σ
Εἶ μ᾿ ἕνα ἀνιμπορο παιδὶ ποὺ ςκλαβωμζνο τό ῾ χει
τὸ δείλιαςμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μιτε ναὶ μιτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείσ, καὶ πάει κι ὅλο προςμζνει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δζνει
Μὰ τὸ τςεκοῦρι μοναχὰ ςτὸ χζρι ςὰν κρατιςω,
καὶ τὸ τςεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα κυμὸ περίςςο.
Τάχα ποιὸσ μάγοσ, ποιὸ ςτοιχειὸ τοῦ δοφλεψε τ᾿ ἀτςάλι
καὶ νιϊκω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ κζλω νὰ τραβιξω ἐμπρὸσ καὶ πλατωςιὲσ ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ μ᾿ ἕνα Ὄ νὰ βροντιξω;
                            ,        χι
Καβάλα ςτὸ νοθτάκι μου, δὲν τρζμω ςασ ὅποιοι εἶ ςτε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μζςα του μιὰ προςταγι: Γκρεμίςτε!

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ΢
Όςο μπορείσ
Κι αν δεν μπορείσ να κάμεισ τθν ηωι ςου όπωσ τθν κζλεισ,
τοφτο προςπάκθςε τουλάχιςτον
όςο μπορείσ: μθν τθν εξευτελίηεισ
μεσ ςτθν πολλι ςυνάφεια του κόςμου,
μεσ ςτεσ πολλζσ κινιςεισ κι ομιλίεσ.
Μθν τθν εξευτελίηεισ πθαίνοντάσ τθν,


                                             3
γυρίηοντασ ςυχνά κι εκκζτοντάσ τθν
ςτων ςχζςεων και των ςυναναςτροφϊν
τθν κακθμερινιν ανοθςία,
ωσ που να γίνει ςα μια ξζνθ φορτικι.

Σείχη
Χωρίσ περίςκεψιν, χωρίσ λφπθν, χωρίσ αιδϊ
μεγάλα κ’ υψθλά τριγφρω μου ζκτιςαν τείχθ.
Και κάκομαι και απελπίηομαι τϊρα εδϊ.
Άλλο δεν ςκζπτομαι: τον νουν μου τρϊγει αυτι θ τφχθ·
διότι πράγματα πολλά ζξω να κάμω είχον.
Α όταν ζκτιηαν τα τείχθ πϊσ να μθν προςζξω.
Αλλά δεν άκουςα ποτζ κρότον κτιςτϊν ι ιχον.
Ανεπαιςκιτωσ μ’ ζκλειςαν από τον κόςμον ζξω.

CHE FECE… IL GRAN RIFIUTO
Σε μερικοφσ ανκρϊπουσ ζρχεται μια μζρα
που πρζπει το μεγάλο Ναι ι το μεγάλο το Όχι
να ποφνε. Φανερϊνεται αμζςωσ όποιοσ τόχει
ζτοιμο μζςα του το Ναι, και λζγοντάσ το πζρα
πθγαίνει ςτθν τιμι και ςτθν πεποίκθςί του.
Ο αρνθκείσ δεν μετανοιϊνει. Αν ρωτιοφνταν πάλι,
όχι κα ξαναζλεγε. Κι όμωσ τον καταβάλλει2
εκείνο τ’ όχι –το ςωςτό– εισ όλθν τθν ηωι του.
[1901]

Σα παράθυρα
Σ’ αυτζσ τεσ ςκοτεινζσ κάμαρεσ, που περνϊ
μζρεσ βαρυζσ, επάνω κάτω τριγυρνϊ
για νάβρω τα παράκυρα. –Όταν ανοίξει
ζνα παράκυρο κάναι παρθγορία–.
Μα τα παράκυρα δεν βρίςκονται, ι δεν μπορϊ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίςωσ να μθν τα βρω.
Ίςωσ το φωσ κάναι μια νζα τυραννία.
Ποιοσ ξζρει τι καινοφρια πράγματα κα δείξει.


Οδυςςζα Ελφτη, [Πίνοντασ ήλιο κορινθιακό]
Πίνοντασ ιλιο κορινκιακό
Διαβάηοντασ τα μάρμαρα
Δραςκελίηοντασ αμπζλια κάλαςςεσ
Σθμαδεφοντασ με το καμάκι
Ζνα τάμα ψάρι που γλιςτρά
Βρικα τα φφλλα που ο ψαλμόσ του ιλιου αποςτθκίηει
Τθ ηωντανι ςτεριά που ο πόκοσ χαίρεται
Ν’ ανοίγει.

Πίνω νερό κόβω καρπό
Χϊνω το χζρι μου ςτισ φυλλωςιζσ του άνεμου
Οι λεμονιζσ αρδεφουνε τθ γφρθ τθσ καλοκαιριάσ
Τα πράςινα ποφλια ςκίηουν τα όνειρά μου


                                           4
Φεφγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόςμοσ ξαναγίνεται
Όμορφοσ από τθν αρχι ςτα μζτρα τθσ καρδιάσ.

Μίλτοσ ΢αχτοφρησ, Η αποκριά
Μακριά ς' ζνα άλλο κόςμο γίνθκε αυτι
θ αποκριά
το γαϊδουράκι γφριηε μεσ ςτουσ ζρθμουσ δρόμουσ
όπου δεν ανάπνεε κανείσ
πεκαμζνα παιδιά ανζβαιναν ολοζνα ςτον ουρανό
κατζβαιναν μια ςτιγμι να πάρουν τουσ αετοφσ τουσ
που τουσ είχαν ξεχάςει
ζπεφτε χιόνι γυάλινοσ χαρτοπόλεμοσ
μάτωνε τισ καρδιζσ
μια γυναίκα γονατιςμζνθ
ανάςτρεφε τα μάτια τθσ ςα νεκρι
μόνο περνοφςαν φάλαγγεσ ςτρατιϊτεσ εν δυο
εν δυο με παγωμζνα δόντια
Το βράδυ βγικε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίςοσ
το δζςαν και το πζταξαν ςτθ κάλαςςα
μαχαιρωμζνο
Μακριά ς' ζνα άλλο κόςμο γίνθκε αυτι
θ αποκριά.


                                        ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
   1. Να ςυγκρίνετε τα ποιιματα του Καρυωτάκθ με παραδοςιακά ποιιματα και
      εντοπίςετε τισ διαφορζσ τθσ καρυωτακικισ από τθν παραδοςιακι ποίθςθ ςτο
      περιεχόμενο και ςτθ μορφι.
   2. Να ςυγκρίνετε τα ποιιματα του Καβάφθ με τα παραδοςιακά ποιιματα και
      εντοπίςετε τισ διαφορζσ τθσ καβαφικισ από τθν παραδοςιακι ποίθςθ ςτο
      περιεχόμενο και ςτθ μορφι.
   3. Να εντοπίςετε τα ςφμβολα ςε όςα ποιιματα υπάρχουν και να τα κατατάξετε ςε
      κατθγορίεσ ανάλογα με το είδοσ τουσ (αντικείμενα, φυςικά φαινόμενα, εικόνεσ,
      ιχοι).
   4. Να εντοπίςετε πιο «ποιθτικζσ» και τισ πιο «κακθμερινζσ» λζξεισ ςτα ποιιματα και να
      τισ τοποκετιςετε ςε πίνακα με δφο ι περιςςότερεσ ςτιλεσ.
   5. Ποια ςτοιχεία τθσ ποιθτικισ του Ελφτθ τον κακιςτοφν ζναν από τουσ βαςικότερουσ
      ειςθγθτζσ του μοντερνιςμοφ ςτθν Ελλάδα;
   6. To ποίθμα του Μ. Σαχτοφρθ είναι υπερρεαλιςτικό. Να εξθγιςετε για ποιο λόγο το
      κατατάςςουμε ςϋ αυτό το λογοτεχνικό κίνθμα.
   7. Che fece... il gran rifiuto «Σε μερικοφσ ανκρϊπουσ ζρχεται μια μζρα που πρζπει το
      μεγάλο Ναι ι το μεγάλο το Όχι να ποφνε» αναφζρει ο Κ.Π. Καβάφθσ. Πϊσ
      αντιλαμβάνεςτε αυτι τθ κζςθ του ποιθτι; Πιςτεφετε ότι είναι επίκαιρα τα λόγια
      του ιδιαίτερα ςτθν κρίςιμθ εποχι που ηοφμε; Να γράψετε ζνα ςφντομο δοκίμιο
      όπου κα παρουςιάςετε τισ απόψεισ ςασ (περίπου 300 λζξεισ).




                                          5
6

γελ εργασια β ομαδα

  • 1.
    ΓΔΛ ΜΟΙΡΩΝ ΢ΧΟΛΙΚΟ ΔΣΟ΢2011-2012 ΠΑΡΑΓΟ΢Η ΚΑΙ ΜΟΝΣΔΡΝΙ΢ΜΟ΢ ΢ΣΗ ΝΔΟΔΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗ΢Η Β΄ ομάδα Ἀριςτοτζλησ Βαλαωρίτησ- Ἡπρὸσ τὴν Πατρίδα Ἀγάπη μου Δὲν εἶ ναι διαβατάρικο πουλί, ποὺ γιὰ μία μζρα ςχίηει τὰ νζφθ καὶ περνᾷ γοργὸ ςὰν τὸν ἀγζρα, οὔτε κιςςόσ, π᾿ ἀναίςκθτοσ τὴν πζτρα περιπλζκει οὔτ᾿ ἀςτραπι, ποὺ ςβφνεται χωρὶ σ ἀςτροπελζκι, δὲν εἶ ναι νεκροκάλαςςα, βοὴ χωρὶ σ ςειςμό, νοιϊκω γιὰ ςζ, πατρίδα μου, ςτὰ ςπλάγχνα χαλαςμό. Κ.Γ. Καρυωτάκησ, Όλοι μαζί… Όινη καδί θηλνύκε, ζπξθεηόο, γπξεύνληαο νκνηνθαηαιεμία. Mηα ηόζν επγεληθηά θηινδνμία έγηλε ηεο δωήο καο ν ζθνπόο. Aιιάδνπκε κε ήρνπο θαη ζπιιαβέο ηα αηζζήκαηα ζηε ράξηηλε θαξδηά καο, δεκνζηεύνπκε ηα πνηήκαηά καο γηα λα ηηηινθνξνύκεζα πνηεηέο. Aθήλνπκε ζην αγέξη ηα καιιηά θαη ηε γξαβάηα καο. Παίξλνπκε πόδα. Aλππόθνξε λνκίδνπκε πξόδα ηωλ θαιώλ αλζξώπωλ ηε ζπληξνθηά. Mόλν γηα καο ππάξρνπλ ηνπ Θενύ ηα πιάζκαηα θαη, βέβαηα, όιε ε θύζηο. Σηε Γε γηα λα ζηέιλνπκε αληαπνθξίζεηο, αλεβήθακε ζη' άζηξα η' νπξαλνύ. Kη αλ πεηλαιένη γπξλάκε νιεκεξίο, θη αλ μελπρηνύκε θάηνπ απ' ηα γεθύξηα, επέζακε ζύκαηα εμηιαζηήξηα ηνπ «πεξηβάιινληνο», ηεο «επνρήο». 1
  • 2.
    (από ηα Ποιήματακαι Πεζά, Εξκήο 1972) Κ. Καρυωτάκησ, [Είμαςτε κάτι...] Eίμαςτε κάτι ξεχαρβαλωμζνεσ κικάρεσ. O άνεμοσ, όταν περνάει, ςτίχουσ, ιχουσ παράφωνουσ ξυπνάει ςτισ χορδζσ που κρζμονται ςαν καδζνεσ. Eίμαςτε κάτι απίςτευτεσ αντζνεσ. Yψϊνονται ςα δάχτυλα ςτα χάθ, ςτθν κορυφι τουσ τ' άπειρο αντθχάει, μα γριγορα κα πζςουνε ςπαςμζνεσ. Eίμαςτε κάτι διάχυτεσ αιςκιςεισ, χωρίσ ελπίδα να ςυγκεντρωκοφμε. Στα νεφρα μασ μπερδεφεται όλθ θ φφςισ. Στο ςϊμα, ςτθν ενκφμθςθ πονοφμε. Mασ διϊχνουνε τα πράγματα, κι θ ποίθςισ είναι το καταφφγιο που φκονοφμε. Ναπολζων Λαπαθιώτησ, Παραμφθι Μηὰ θνξὰ θη ἕ λα θαηξό, πᾶ λε ηώξα ρξόληα, ζ᾿ ἕ λα ηόπν καθξηλό, ηοῦςαν μζς᾿ ςτὰ χιόνια. Πάγωναν τὰ λοφλουδα, μίςευαν τ᾿ ἀθδόνια, καλοκαίρι ηφγωνε κι ἦταν ὅλο χιόνια! Μάτια πάντα ςκοτεινά, μζτωπα ςκυμμζνα, κι ἄνκρωποι δὲ βάδιηαν μὲ ρυκμὸ κανζνα... Μιὰν ἀγάπθ πζραςε, -μετὰ πόςα χρόνια;- καὶ τὰ μάτια δάκρυςαν κι ἕλιωςαν τὰ χιόνια... Καρυωτάκησ Kώςτασ, [΢αν δζςμη από τριαντάφυλλα...] Σαν δζςμθ από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό. Kάποια χρυςι, λεπτότατθ ςτουσ δρόμουσ ευωδιά. Kαι ςτθν καρδιά αιφνίδια καλοςφνθ. Στα χζρια το παλτό, 2
  • 3.
    ςτ' ανεςτραμμζνο πρόςωποθ ςελινθ. Hλεκτριςμζνθ από φιλιματα κα 'λεγεσ τθν ατμόςφαιρα. H ςκζψισ, τα ποιιματα, βάροσ περιττό. Ζχω κάτι ςπαςμζνα φτερά. Δεν ξζρω καν γιατί μασ ιρκε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιαν ανζλπιςτθ χαρά, για ποιεσ αγάπεσ, για ποιο ταξίδι ονειρευτό. Κ.Παλαμάσ, Ὁγκρεμιςτήσ Ἀκοῦςτε. ἖γὼεἶ μαι ὁ γκρεμιςτισ, γιατί εἶ μ᾿ ἐγὼκι ὁ κτίςτθσ, ὁ διαλεχτὸσ τῆσ ἄρνθςθσ κι ὁ ἀκριβογιὸσ τῆσ πίςτθσ. Καὶ κζλει καὶ τὸ γκρζμιςμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χζρι. Στοῦ μίςουσ τὰ μεςάνυχτα τρζμει ἑνὸσ πόκου ἀςτζρι. Κι ἂν εἶ μαι τῆσ νυχτιᾶσ βλαςτόσ, τοῦ χαλαςμοῦ πατζρασ, πάντα κοιτάηω πρὸσ τὸ φῶ τὸ ἀπόμακρο τῆσ μζρασ. σ ἐγὼὁ ςειςμὸσ ὁ ἀλφπθτοσ, ἐγὼκι ὁ ἀνοιχτομάτθσ· τοῦ μακρεμζνου ἀγναντευτισ, κι ὁ κλζφτθσ κι ὁ ἀπελάτθσ καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χζρςα τὸ χωράφι. Κάλλιο φυτρῶ ςτε, ἀγκριαγκακιζσ, καὶ κάλλιο οὐρλιάςτε, λφκοι, κάλλιο φουςκῶ ςτε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖ χτε τάφοι, καί, δυναμίτθ, βρόντθξε καὶ ςιγοςτάλαξε αἷ μα, παρὰ ςὲ πφργουσ ἄρχοντασ καὶ ςὲ ναοὺσ τὸ Ψζμα. Τῶ πρωτογζννθτων καιρῶ ἡ πλάςθ μὲ τ᾿ ἀγρίμια ν ν ξανάρχεται. Καλῶ νὰ ῾ ρκῆ. Γκρεμίηω τὴν ἀςκιμια. σ Εἶ μ᾿ ἕνα ἀνιμπορο παιδὶ ποὺ ςκλαβωμζνο τό ῾ χει τὸ δείλιαςμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μιτε ναὶ μιτε ὄχι δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείσ, καὶ πάει κι ὅλο προςμζνει τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δζνει Μὰ τὸ τςεκοῦρι μοναχὰ ςτὸ χζρι ςὰν κρατιςω, καὶ τὸ τςεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα κυμὸ περίςςο. Τάχα ποιὸσ μάγοσ, ποιὸ ςτοιχειὸ τοῦ δοφλεψε τ᾿ ἀτςάλι καὶ νιϊκω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι, καὶ κζλω νὰ τραβιξω ἐμπρὸσ καὶ πλατωςιὲσ ν᾿ ἀνοίξω, καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ μ᾿ ἕνα Ὄ νὰ βροντιξω; , χι Καβάλα ςτὸ νοθτάκι μου, δὲν τρζμω ςασ ὅποιοι εἶ ςτε γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μζςα του μιὰ προςταγι: Γκρεμίςτε! Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ΢ Όςο μπορείσ Κι αν δεν μπορείσ να κάμεισ τθν ηωι ςου όπωσ τθν κζλεισ, τοφτο προςπάκθςε τουλάχιςτον όςο μπορείσ: μθν τθν εξευτελίηεισ μεσ ςτθν πολλι ςυνάφεια του κόςμου, μεσ ςτεσ πολλζσ κινιςεισ κι ομιλίεσ. Μθν τθν εξευτελίηεισ πθαίνοντάσ τθν, 3
  • 4.
    γυρίηοντασ ςυχνά κιεκκζτοντάσ τθν ςτων ςχζςεων και των ςυναναςτροφϊν τθν κακθμερινιν ανοθςία, ωσ που να γίνει ςα μια ξζνθ φορτικι. Σείχη Χωρίσ περίςκεψιν, χωρίσ λφπθν, χωρίσ αιδϊ μεγάλα κ’ υψθλά τριγφρω μου ζκτιςαν τείχθ. Και κάκομαι και απελπίηομαι τϊρα εδϊ. Άλλο δεν ςκζπτομαι: τον νουν μου τρϊγει αυτι θ τφχθ· διότι πράγματα πολλά ζξω να κάμω είχον. Α όταν ζκτιηαν τα τείχθ πϊσ να μθν προςζξω. Αλλά δεν άκουςα ποτζ κρότον κτιςτϊν ι ιχον. Ανεπαιςκιτωσ μ’ ζκλειςαν από τον κόςμον ζξω. CHE FECE… IL GRAN RIFIUTO Σε μερικοφσ ανκρϊπουσ ζρχεται μια μζρα που πρζπει το μεγάλο Ναι ι το μεγάλο το Όχι να ποφνε. Φανερϊνεται αμζςωσ όποιοσ τόχει ζτοιμο μζςα του το Ναι, και λζγοντάσ το πζρα πθγαίνει ςτθν τιμι και ςτθν πεποίκθςί του. Ο αρνθκείσ δεν μετανοιϊνει. Αν ρωτιοφνταν πάλι, όχι κα ξαναζλεγε. Κι όμωσ τον καταβάλλει2 εκείνο τ’ όχι –το ςωςτό– εισ όλθν τθν ηωι του. [1901] Σα παράθυρα Σ’ αυτζσ τεσ ςκοτεινζσ κάμαρεσ, που περνϊ μζρεσ βαρυζσ, επάνω κάτω τριγυρνϊ για νάβρω τα παράκυρα. –Όταν ανοίξει ζνα παράκυρο κάναι παρθγορία–. Μα τα παράκυρα δεν βρίςκονται, ι δεν μπορϊ να τάβρω. Και καλλίτερα ίςωσ να μθν τα βρω. Ίςωσ το φωσ κάναι μια νζα τυραννία. Ποιοσ ξζρει τι καινοφρια πράγματα κα δείξει. Οδυςςζα Ελφτη, [Πίνοντασ ήλιο κορινθιακό] Πίνοντασ ιλιο κορινκιακό Διαβάηοντασ τα μάρμαρα Δραςκελίηοντασ αμπζλια κάλαςςεσ Σθμαδεφοντασ με το καμάκι Ζνα τάμα ψάρι που γλιςτρά Βρικα τα φφλλα που ο ψαλμόσ του ιλιου αποςτθκίηει Τθ ηωντανι ςτεριά που ο πόκοσ χαίρεται Ν’ ανοίγει. Πίνω νερό κόβω καρπό Χϊνω το χζρι μου ςτισ φυλλωςιζσ του άνεμου Οι λεμονιζσ αρδεφουνε τθ γφρθ τθσ καλοκαιριάσ Τα πράςινα ποφλια ςκίηουν τα όνειρά μου 4
  • 5.
    Φεφγω με μιαματιά Ματιά πλατιά όπου ο κόςμοσ ξαναγίνεται Όμορφοσ από τθν αρχι ςτα μζτρα τθσ καρδιάσ. Μίλτοσ ΢αχτοφρησ, Η αποκριά Μακριά ς' ζνα άλλο κόςμο γίνθκε αυτι θ αποκριά το γαϊδουράκι γφριηε μεσ ςτουσ ζρθμουσ δρόμουσ όπου δεν ανάπνεε κανείσ πεκαμζνα παιδιά ανζβαιναν ολοζνα ςτον ουρανό κατζβαιναν μια ςτιγμι να πάρουν τουσ αετοφσ τουσ που τουσ είχαν ξεχάςει ζπεφτε χιόνι γυάλινοσ χαρτοπόλεμοσ μάτωνε τισ καρδιζσ μια γυναίκα γονατιςμζνθ ανάςτρεφε τα μάτια τθσ ςα νεκρι μόνο περνοφςαν φάλαγγεσ ςτρατιϊτεσ εν δυο εν δυο με παγωμζνα δόντια Το βράδυ βγικε το φεγγάρι αποκριάτικο γεμάτο μίςοσ το δζςαν και το πζταξαν ςτθ κάλαςςα μαχαιρωμζνο Μακριά ς' ζνα άλλο κόςμο γίνθκε αυτι θ αποκριά. ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢ 1. Να ςυγκρίνετε τα ποιιματα του Καρυωτάκθ με παραδοςιακά ποιιματα και εντοπίςετε τισ διαφορζσ τθσ καρυωτακικισ από τθν παραδοςιακι ποίθςθ ςτο περιεχόμενο και ςτθ μορφι. 2. Να ςυγκρίνετε τα ποιιματα του Καβάφθ με τα παραδοςιακά ποιιματα και εντοπίςετε τισ διαφορζσ τθσ καβαφικισ από τθν παραδοςιακι ποίθςθ ςτο περιεχόμενο και ςτθ μορφι. 3. Να εντοπίςετε τα ςφμβολα ςε όςα ποιιματα υπάρχουν και να τα κατατάξετε ςε κατθγορίεσ ανάλογα με το είδοσ τουσ (αντικείμενα, φυςικά φαινόμενα, εικόνεσ, ιχοι). 4. Να εντοπίςετε πιο «ποιθτικζσ» και τισ πιο «κακθμερινζσ» λζξεισ ςτα ποιιματα και να τισ τοποκετιςετε ςε πίνακα με δφο ι περιςςότερεσ ςτιλεσ. 5. Ποια ςτοιχεία τθσ ποιθτικισ του Ελφτθ τον κακιςτοφν ζναν από τουσ βαςικότερουσ ειςθγθτζσ του μοντερνιςμοφ ςτθν Ελλάδα; 6. To ποίθμα του Μ. Σαχτοφρθ είναι υπερρεαλιςτικό. Να εξθγιςετε για ποιο λόγο το κατατάςςουμε ςϋ αυτό το λογοτεχνικό κίνθμα. 7. Che fece... il gran rifiuto «Σε μερικοφσ ανκρϊπουσ ζρχεται μια μζρα που πρζπει το μεγάλο Ναι ι το μεγάλο το Όχι να ποφνε» αναφζρει ο Κ.Π. Καβάφθσ. Πϊσ αντιλαμβάνεςτε αυτι τθ κζςθ του ποιθτι; Πιςτεφετε ότι είναι επίκαιρα τα λόγια του ιδιαίτερα ςτθν κρίςιμθ εποχι που ηοφμε; Να γράψετε ζνα ςφντομο δοκίμιο όπου κα παρουςιάςετε τισ απόψεισ ςασ (περίπου 300 λζξεισ). 5
  • 6.