2. 18 Θ έμα Tετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009 Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009 Θ έμα 19
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ «ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ», ΣΗΜΕΙΩΝΕ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Χριστούγεννα στα πελάγη της παπαδιαμαντικής γραφής
«αρδιά του χειμώνος. Χριστούγεν-
Κ
να, Αις-Βασίλης, Φώτα […]». Έτσι
ξεκινάει ο παπαδιαμαντικός Έρω-
τας στα χιόνια. Δημοσιευμένο την Χριστούγεννα του 1910
1η Ιανουαρίου του 1896 στην εφη-
« μερίδα «Ακρόπολις», το διήγημα
ξεκινά με τη συμπύκνωση όλων των
Πρωτοχρονιά του 1911
στοιχείων του συλλογικού κλίματος
που δίνουν υπόσταση στη γιορτή. Εκατό χρόνια πριν, στη Σκιάθο φυσούσε
Αφού γιορτή δίχως κοινοτική εμπει- πάλι ένας αέρας-κραταιός βορράς-χιο-
ρία πίστης και ευχαριστίας είναι νιστής. Κι όλα τα μάραινε. Από τα 1908,
ο Παπαδιαμάντης είχε αποχαιρετίσει την
χρυσόχαρτο που περιτυλίγει το
«πόλιν των πλουτοκρατών και της δου-
κενό. Κι αν πάσχουμε, εμείς οι
λοπαροικίας», την Αθήνα, που τον στράγ-
μετανεωτερικοί άνθρωποι από κάτι,
γιξε. Τρία χρόνια, για να βοηθήσει τις
στην εποχή της (κατά Παναγιώτη αδελφές του, μετέφραζε και έγραφε στέλ-
Κονδύλη) «μαζικο-δημοκρατικής νοντας την εργασία του ταχυδρομικώς
συνθήκης», είναι ακριβώς το κενό στον Βλαχογιάννη, τον Γαβριηλίδη και
και η απουσία νοήματος. τους άλλους φίλους του. Ένιωθε ότι το
επίγειο τέλος του είναι κοντά. Φεύγει
ξημερώματα της 2ας προς 3η Ιανουαρί-
του Δημήτρη Κοσμόπουλου
ου. Ο πρωτοπρεσβύτερος και οικονόμος
info@isfina.gr
του νησιού πατήρ Γεώργιος Ρήγας εξι-
στορεί τις τελευταίες μέρες του Παπα-
Όμως ο λόγος του Παπαδιαμάντη, διαμάντη: «O δε θάνατός του συνέβη ως
«τα θαμνώδη ρήματα και τα καταπράσι- εξής: Ησθένησε την 29ην Νοεμβρίου του
να φύλλα της γλώσσας», κατά τον ποι- 1910. Την τρίτην ημέραν της ασθενείας
ητή Νίκο Καρούζο, είναι του ελιποθύμησε. Όταν δε συνήλθε, “Τι
πάντα εδώ. Αστρά- Φωτογραφία όπου εικονίζεται ο «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Άγιος Ελισαίος, σε φωτογραφία του Γ. Βαλέτα (1940). μου συνέβη;”, είπε. “Δεν είναι τίποτε. Μια
«Τα πάθια και οι φτοντας από τη λαμ- λιποθυμία μικρά”, του είπον αι περι-
Τι θα κάνουμε με τον Παπαδιαμάντη;
καϋμοί του κόσμου περή ακτημοσύνη της
αγάπης, συναντά παλίμ- Το ερώτημα το έθεσε πρώτος ο Ζήσι-
ο Μακρυγιάννης– εξορίσαμε από το νεοελ-
ληνικό βίο, παρ’ ότι αποτελούν τους πολύ-
(κατά το λόγο του Κόντογλου) δεν είναι
επετειακό μέγεθος. Ούτε μπορεί να ταυ-
βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την
μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου
ζητώντας πρώτα εκείνο «ου εστί χρεία».
Τη ζωοποιό σχέση με τον Χριστό, που
στοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί
του. “Τόσα έτη”, λέγει ο Αλέξαν-
δεν έχουν τελει- ψηστος και διαυγής μος Λορεντζάτος στο περίφημο κείμενό τιμους μαργαρίτες της συλλογικής μας τίζεται με τη διεστραμμένη εκδοχή των εορ- “παρθένος καθέζεται τα Χερουβίμ μιμου- εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Καμία ανώ- δρος, “εγώ δεν ελιποθύμησα. δεν
ωμό», έγραφε, γιατί την ηχώ που φωλιάζει του για τον Παπαδιαμάντη, στα πενήντα παρακαταθήκης. Εάν όχι, τότε τον Παπα- τών, εκείνη δηλαδή του ανόητου διάκο- μένη” [...]», γράφει στο περίφημο διή- δυνη θρησκευτική ωραιολογία. Εκκλη- εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του
στις ψυχές όλων μας. χρόνια από την κοίμησή του το 1911. «…Θα διαμάντη τον ενσωματώνουμε στη δικτα- σμου και της «διασκέδασης». Ο ριζορθό- γημα « Στο Χριστό στο κάστρο», δημο- σιαστικός τρόπος του υπάρχειν, σημαί- θανάτου μου; Φέρετε αμέσως τον
γνώριζε πως τα Και που οι τρέχουσες πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε τορία της καταναλωτικής μας πραγματι- δοξος κόσμος των εορταστικών διηγημά- σιευμένο στο περιοδικό «Εστία» ανήμε- νει για τον Παπαδιαμάντη να κρατάς τον παπά και μην αναβάλλετε”. Εθρήνουν
πάντα αλλάζουν καταναλωτικές επιχω- με τον Παπαδιαμάντη […]». Αφού ο λόγος κότητας. Και τον κάνουμε διάκοσμο, με των του μας βγάζει από την ψεύτικη και ρα Χριστούγεννα του 1892. Κι αμέσως πόνο στο σωστό του ύψος. Για τούτο βρί- τότε αι αδελφαί του, ο δε Παπαδια-
ματώσεις και τα μπά- του μας ακτινογραφεί. Θέλουμε ή δεν ταγάρια και εκκλησάκια σ’ ένα ανώδυνο τυποποιημένη εκδοχή των εορτών και μας έρχεται η αύρα του αυθεντικού κόσμου σκουμε τον εαυτό μας στην πολυέλεη μάντης βλέπων αυτάς και συλλογιζό-
μόνο αν αλλάξει
ζα των παραισθητικών θέλουμε ως Νεοέλληνες την επαναφορά φολκλόρ. Όμως ο Αλέξανδρος Παπαδια- εισάγει στο αληθινό τους πνεύμα: της ευχαριστιακής κοινότητας. Στο ίδιο γραφή του. Γιατί είναι αντηχείο καταγω- μενος ότι εάν αποθάνη δεν έχουσιν
ο άνθρωπος εικόνων δεν μπορούν στα προτάγματα που εκείνος εξέφραζε; Σ’ μάντης, το μακάριο γλαροπούλι της άνω «[…] Η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλα- διήγημα, γράφει: «Όταν έφτασαν εις το γικών αρχετύπων και μας ξεπλένει από άλλον βοηθόν και συντηρητήν, ταις
να την πνίξουν. Αυτήν όλα, όσα βιαίως και –«στανικά» θα ’λεγε Σκιάθου, αυτός ο «χριστιανός ντερβίσης» ξε την φ’στάνα της την βρεγμένην κ’ εφό- Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του τη λάσπη της φθοράς και της αλλοτρίωσής απέτεινε τους εξής παρηγόρους λόγους:
ανασύρει ο λόγος του ρεσεν άλλην στεγνήν […] έδεσε μέγα Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την μας. Τα διηγήματά του («Η Σταχομαζώ- “ Έχω καλούς φίλους,
Μεγαλέξανδρου της λογοτεχνίας μας σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι, χτρα», «Ο πολιτισμός εις το χωρίον», «Η οι οποίοι θα εκδώ-
και της πνευματικότητάς μας. Και μας και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του αν και ενύσταζον τινές αυτών, ησθάν- Γλυκοφιλούσα», «Ο Αμερικάνος» και σουν τα έργα μου.
τυλίγει. Και μας ξεπλένει. ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν θησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και άλλα, γραμμένα μεταξύ 1889 και 1891) ησυχάσατε φιλό-
επιμελώς τα κανδήλια και ήναψαν μέγα του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρ- μας φανερώνουν τα Χριστούγεννα ως στοργές μου αδελ-
«Τρέφων αλλοκότους ιδέας» πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια [...] μα της πορείας των, εις τον ναόν του Χριστού Γέννα, κι όχι ως ευκαιρία οινο- φές”. Μετ’ ολίγον κλη-
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης δήλωνε το Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστρα- κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα ποσιών και φαγοποτιού μέχρι σκασμού θέντες ήλθον συγ-
1909 ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγα- ψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκρά- και πάσα κόπωσις…». Τίποτε το επίπλα- όπως σήμερα. Η γιορτή έχει πυρήνα της χρόνως και ο ιερεύς
λύτερος Έλληνας ποιητής. Παραδοξο- τωρ με την μεγάλην κ’ επιβλητικήν μορ- στο, το διατεταγμένο, το ιδεολογικά προ- την Ενανθρώπιση κι όχι ψώνια σε πολυ- και ο ιατρός.
λογία; Κάθε άλλο. Ο παπαδιαμαντικός φήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και καθορισμένο. Βασανισμένος κόσμος ο καταστήματα. Αυτό είναι το νερό που Ο Παπαδιαμάντης προ ως τις ειρωνεία του ανηγ-
λειμώνας φιλοξενεί τα πλέον θεσπέσια λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμ- κόσμος του, που υπέμενε τα βάσανα διά φέρνει το αμάραντο χέρι του στην άνυ- πάντων ήτο χριστια- γέλη η απονομή της παρα-
βλαστήματα του νεοελληνικού ποιητικού πλον, με τας περικαλλείς της αρίστης της υπομονής και της ταπεινώσεως, δρη ιδιωτεία μας. νός, και χριστιανός σημοφορίας του διά του
τρόπου. Κι είναι καλύτερο να τα χαίρε- ευσεβής. Μόλις λοι- Σταυρού του Σωτήρος.
σαι μελετώντας τα παρά να μιλάς γι’ αυτά.
Γιατί κάθε λόγος είναι τεκμήριο αποτυ- Μερικά από τα βιβλία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη πόν είδε τον ιατρόν, είπεν εις αυτόν: “Τι
θέλεις συ εδώ;”. “ Ήρθα να σε ιδώ”, του
Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παρα-
μονήν του θανάτου του, “Ανάψτε ένα
χίας απέναντι στο κάλλος της φωταύ- λέγει ο ιατρός. “Να ησυχάσεις”, του λέγει κηρί”, είπε, “φέρτε μου ένα βιβλίο” (Σημ.
γειας και των μυστικών θελγήτρων. Οι ο ασθενής, “εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλη- δηλ. εκκλησιαστικόν βιβλίον). Το κηρίον
ήρωές του είναι άνθρωποι με πάθη, με σιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοή- ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το
αδυναμίες, με βάσανα. Η ορθόδοξη οπτι- θειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ”. βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπα-
κή του τον καθιστούσε ρεμβώδη και συνά- –“ Ήθελα να κάμω το παληκάρι”, έλεγε διαμάντης είπε: “Αφήστε το βιβλίο, από-
μα βαθύ ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής. κατά το διάστημα της ασθενείας του, ψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ’ όξω”.
«Τα πάθια και οι καυμοί του κόσμου δεν “αλλά την έπαθα”. –«Άμα λείψω απ’ αυτόν Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά “Την
έχουν τελειωμό» έγραφε, γιατί γνώριζε τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χείρα σου την αψαμένην” (Σημ. Είναι τού-
πως τα πάντα αλλάζουν μόνο αν αλλά- χρήσιμος είμαι”, έλεγε κατά τας προ του το τροπάριον εκ των Ωρών της παραμο-
ξει η φύση του ανθρώπου. Αν μεταμορ-
φωθεί με τη φιλοκαλική «καλήν αλλοί-
Γλυκυτάτη εορτή θανάτου του ημέρας. Είχε σώας τας φρέ-
νας του μέχρι τέλους και επεθύμει να
νής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευ-
ταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διό-
ωση». Κι αυτό δεν επιτυγχάνεται παρά Στην «Εφημερίδα» στα 1887, ανήμερα Χριστούγεννα και πάλι, ο Παπαδιαμάντης συγγράψη διήγημα τι. Ο νους του μέχρι τι την ιδίαν νύκτα κατά την 2αν μετά το
μέσα από τη σταυρική υπομονή των κατα- γράφει: «[..] Ενώ το Πάσχα είναι λαμπρότατη εορτή τα Χριστούγεννα είναι εορ- της τελευταίας του αναπνοής ήτο αφιε- μεσονύκτιον ώραν, εξημέρωνεν η 3η
δρομών της ζωής. Αυτά πίστευε, και με τή γλυκυτάτη και συγκινικωτάτη […]». Γι’ αυτό μέσα στα χριστουγεννιάτικά του ρωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολί- Ιανουαρίου, παρέδωκεν την ψυχήν του
τις ιστορίες των βασανισμένων ηρώων διηγήματα τρεμοσαλεύει «το θάλπος και η άφατος γλυκύτης». Ο κόσμος για γας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κλη- εις χείρας του Πλάστου». (Απόσπασμα
του οδηγούσε τη γλώσσα στα διάφωτα τον Παπαδιαμάντη είναι δωρεά, και η πραγματικότητα, το φαίνεσθαι των πραγ- θή ο ιερεύς διά να κοινωνήσει. “Ξεύρεις, επιστολής π. Γ. Ρήγα, στον εκδότη Δικαίο,
της αφθαρσίας. Εκεί που –κατά πως έγρα- μάτων υπακούει σ’ ένα ιερό είναι που το νοηματοδοτεί. Ο κόσμος δεν «προ- μήπως αργότερα δεν καταπίνω!”, έλεγε. 1911). Υποκλινόμαστε κι ανάβουμε αυτά
φε ο περινούστατος Παλαμάς– οι άνθρω- οδεύει» ποσοτικά στο πεδίο της υλικής ευδαιμονίας, αλλά μεταμορφώνεται ποι- –Ήτο η παραμονή του θανάτου του, και τα λόγια κερί στη μνήμη του.
ποι είναι «λυτρωμένοι απ’ την αρρώστια οτικά μέσα από την αγαπητική πράξη που νικάει το θάνατο.
της ιδέας».