SlideShare a Scribd company logo
1 of 12
Download to read offline
422 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
Εισαγγελικές παραγγελίες
ΕγκΕισΑΠ 2/2013
Διατάξεις: άρθρα 6 Ν 3492/2006, ΠΔ 24/2008, 1 Ν 4081/2012, 42
[παρ. 2, 4] ΚΠΔ
Σύσταση Επιτροπών στη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών
Ελέγχων του ΓΛΚ, Διαβίβαση εισαγγελικών παραγγελιών κα-
τόπιν ανώνυμων ή εντελώς αόριστων καταγγελιών πολιτών
για κακοδιαχείριση πόρων του δημόσιου τομέα
Παρακαλούνται οι διευθύνοντες τις Εισαγγελίες όπως,
κατά τον χειρισμό υποθέσεων που αφορούν καταγγελί-
ες πολιτών για κακοδιαχείριση πόρων του στενού ή του
ευρύτερου δημόσιου τομέα, γίνεται ενδελεχής αξιολό-
γηση του περιεχομένου αυτών, έτσι ώστε για τις υποβαλ-
λόμενες ανωνύμως ή ψευδωνύμως, εφόσον κρίνεται ότι
με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτές δεν δικαιολογείται η διε-
ρεύνησή τους με παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης,
να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 42 παρ. 2 και 4
ΚΠΔ, για όσες δε αξιολογούνται ως σοβαρές και άξιες δι-
καστικής διερεύνησης, εφόσον ο εισαγγελικός λειτουργός
που χειρίζεται την υπόθεση ήθελε κρίνει ότι είναι απολύ-
τως απαραίτητος ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος, αυ-
τός να οριοθετείται σαφώς κατά το αντικείμενό του (τόπο,
χρόνο και λοιπές περιστάσεις) στη σχετική παραγγελία.
Προς τους κ.κ. διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών και δι’ αυ-
τών προς τους κ.κ. διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών του
Κράτους
Σχετικά:α)τομεαριθμόπρωτοκόλλου2/9086/Γ.Δ.Δ.Ε./29.1.2013
έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, β) το με
αριθμό πρωτοκόλλου 2/24184/Γ.Δ.Δ.Ε./5.3.2013 έγγραφο της
Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γ.Λ.Κ.
Με την υπ’ αριθμ. 270212/0004/8.10.2012 απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών, συγκροτήθηκαν στη Γενική Διεύθυνση
Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γ.Λ.Κ. και από 1.11.2012 άρχι-
σαν να λειτουργούν τρεις νέες Διευθύνσεις, ήτοι η Διεύθυνση
Ελέγχου Υπουργείων, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, η
Διεύθυνση Ελέγχων Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ.λπ. και η Διεύθυνση Υποστήριξης
και Επικοινωνίας. Η σύσταση των Διευθύνσεων αυτών προβλέ-
πεται από το άρθρο 6 του Ν 3492/2006, η διάρθρωση δε και οι
αρμοδιότητές τους από το ΠΔ 24/2008. Με την ίδια Υπουργική
απόφαση συγκροτήθηκε και άρχισε να λειτουργεί από 1.11.2012
η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του Ν 4081/2012 Επιτροπή
Συντονισμού Ελέγχων (ΕΣΕΛ), η οποία επιλαμβάνεται θεμάτων
προετοιμασίας, έγκρισης και αξιολόγησης των διενεργούμενων
από τις ως άνω Διευθύνσεις δημοσιονομικών ελέγχων. Κύρια
αποστολή των ως άνω Διευθύνσεων είναι η διασφάλιση της
χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του κρατικού προϋπολο-
γισμού και του προϋπολογισμού των φορέων του στενού και του
ευρύτερουδημόσιουτομέα,διενεργούνδεπρογραμματισμένους
ετήσιους ελέγχους, καθώς και έκτακτους ελέγχους μετά από κα-
ταγγελίες ή αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή μετά από πα-
ραγγελίες των κατά τόπους Εισαγγελικών Αρχών.
Επειδή σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικής κρίσης, περισσεύει
η καχυποψία των πολιτών για τη χρηστότητα της δημοσιονομι-
κής διαχείρισης, ευθύς μετά την έναρξη λειτουργίας των ως άνω
Διευθύνσεων, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα ανωτέρω α΄ και β΄
σχετικά, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αθρόας αποστολής σ’
αυτές εισαγγελικών παραγγελιών, στα πλαίσια διενεργούμενων
από τις εισαγγελικές αρχές προκαταρκτικών εξετάσεων, με αίτη-
μα τη διενέργεια έκτακτων διαχειριστικών ελέγχων, με αφορμή
πολλές φορές ανώνυμες ή εντελώς αόριστες καταγγελίες πολιτών
για κακοδιαχείριση πόρων του στενού ή του ευρύτερου δημό-
σιου τομέα. Ήδη μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2013 είχαν διαβιβασθεί
σ’ αυτές 102 εισαγγελικές παραγγελίες από όλη την Επικράτεια.
Το γεγονός αυτό συνδυαζόμενο με την ελλιπή στελέχωση των ως
άνω υπηρεσιών (σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα ανωτέρω σχε-
τικά και στις τρεις διευθύνσεις υπηρετούν σήμερα 31 υπάλληλοι
εκ των οποίων 12 σε θέσεις ευθύνης), οδηγεί αναπόφευκτα στην
ακύρωση της κύριας αποστολής τους, όπως αυτή διαγράφεται
ανωτέρω.
Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε όπως, κατά τον χειρισμό
υποθέσεων που αφορούν καταγγελίες σχετικές με το αντικείμε-
νο περί του οποίου πρόκειται, να γίνεται ενδελεχής αξιολόγηση
του περιεχομένου αυτών, έτσι ώστε για τις υποβαλλόμενες ανω-
νύμως ή ψευδωνύμως, εφόσον κρίνεται ότι με βάση τα εκτιθέμε-
να σ’ αυτές δεν δικαιολογείται η διερεύνησή τους με παραγγελία
προκαταρκτικής εξέτασης, να ακολουθείται η διαδικασία του άρ-
θρου 42 παρ. 2 και 4 του ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την τροποποίησή
του με το άρθρο 27 παρ. 3 του Ν 4055/2012, για όσες δε αξιολο-
γούνται ως σοβαρές και άξιες δικαστικής διερεύνησης, εφόσον ο
εισαγγελικός λειτουργός που χειρίζεται την υπόθεση ήθελε κρίνει
ότι είναι απολύτως απαραίτητος ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγ-
χος, αυτός να οριοθετείται σαφώς κατά το αντικείμενό του (τόπο,
χρόνο και λοιπές περιστάσεις) στη σχετική παραγγελία, με ανα-
φορά στο πιθανό έγκλημα στην αναζήτηση του οποίου σκοπεί
ο έλεγχος και της φύσης του αναζητούμενου εγκλήματος ως κα-
κουργήματος ή πλημμελήματος καθώς και ο πιθανολογούμενος
χρόνος παραγραφής.
Οικ.κ.ΕισαγγελείςΕφετώνπαρακαλούνται,κατάτηνΕπιθεώρηση
των Εισαγγελιών Πρωτοδικών της περιφέρειας, να ερευνούν ειδι-
κά την τήρηση της παρούσας.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
ΝικόλαοςΠαντελής
V. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 423
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr
Κλητήριο θέσπισμα
ΔιατΕισΕφΑθ 101/2013
Διατάξεις: άρθρα 101, 171 [παρ. 1 στοιχ. δ΄], 173, 176, 321 [παρ.
1, 4], 273 [παρ. 2], 322 [παρ. 1] ΚΠΔ, 5 [παρ. 2], 6 [παρ. 3] ΕΣΔΑ, 9
[παρ. 2], 14 [παρ. 3] ΔΣΑΠΔ
Προσφυγή κατά κλητηρίου θεσπίσματος, Ακυρότητες προδικα-
σίας, Υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου, Ενημέρωση
κατηγορουμένου για την κατηγορία
Οι ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυ-
ρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται
τούτο από το νόμο, όμως είναι δυνατόν η ακυρότητα πρά-
ξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον
του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ’ άρ-
θρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών,
εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής
του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εν προκειμένω,
απορρίπτονται οι προσφυγές των κατηγορουμένων κατά
του κλητηρίου θεσπίσματος διά του οποίου παραπέμφθη-
καν αυτοί να δικασθούν για νομιμοποίηση εσόδων από
εγκληματική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, προκύπτει
με απόλυτη βεβαιότητα ότι η επίδικη κατηγορία εξετέθη
στους προσφεύγοντες και ότι αυτοί πληροφορήθηκαν την
εν λόγω κατηγορία και ενημερώθηκαν γι’ αυτήν, ότι κατά
την προανακριτική διαδικασία εφαρμόσθηκαν οι επιταγές
των ισχυόντων σχετικώς κανόνων δικαίου και τηρήθηκαν
οι παραδοχές της διαμορφωθείσας νομολογίας του ΑΠ και
του ΕΔΔΑ, ότι οι προσφεύγοντες επέλεξαν να μην απο-
λογηθούν, εγγράφως ή προφορικώς, παρά την κατά τα
ανωτέρω σύννομη ενημέρωσή τους και ότι εν κατακλείδι
δεν συντρέχει περίπτωση ούτε απόλυτης ακυρότητας της
προδικασίας, ούτε, βεβαίως, κηρύξεως της ακυρότητας
του υπό κρίση κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία επικα-
λούνται οι προσφεύγοντες, προκειμένου να επιστραφεί
η δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για να
λάβουν γνώση του εις βάρος τους κατηγορητηρίου, του
οποίου όμως ήδη έλαβαν γνώση, ώστε να αντιμετωπίσουν
την κατηγορία που τους αποδίδεται.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 322 παρ. 1 του ΚΠΔ, ο κα-
τηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα
στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου έχει δικαίωμα, αφού
ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον αρμόδιο
Εισαγγελέα Εφετών εντός προθεσμίας δέκα ημερών, η οποία δεν
παρεκτείνεται εξ αιτίας της απόστασης, επικαλούμενος ουσιαστι-
κούς ή τυπικούς λόγους για την εσφαλμένη παραπομπή του. Για
την προσφυγή αυτή, που συνιστά «οιονεί» ένδικο μέσο, υπό
την έννοια ότι δι’ αυτής προσάπτεται μομφή κατά πράξεως του
Εισαγγελέα και όχι κατά βουλεύματος ή αποφάσεως της οποίας
κριτήριο αποτελεί το είδος του δικαστηρίου, στο οποίο παρα-
πέμπεται ο προσφεύγων και όχι αυτή καθ’ εαυτή η πράξη (Α.
Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-
Θεσσαλονίκη,β΄έκδοσηαναθεωρημένη,2004,Κεφ.Δ΄,παρ.1.5.1
σελ. 405-407 και κατ’ αυτόν, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία,
Ένδικα Μέσα, 2000, Καλφέλης, Η προσφυγή κατά της απευθείας
κλήσεως, 1990, σελ. 44 επ.), συντάσσεται έκθεση ενώπιον του
γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ή του γραμματέα του
Ειρηνοδικείου της διαμονής του προσφεύγοντος. Ο Εισαγγελέας
Εφετών αποφασίζει: «... απορρίπτοντας την προσφυγή (αν κρίνει
ότι η παραπομπή στο ακροατήριο είναι ορθή) ή διατάσσοντας
προανάκριση ή και συμπλήρωση της προανακρίσεως που προη-
γήθηκε μετά την ολοκλήρωση της οποίας ο Εισαγγελέας (Εφετών)
ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπό-
θεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Μπορεί επίσης να διατάξει την
ενέργεια κυρίας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας
εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ,
χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή» (άρθρο 322 παρ. 2α΄
ΚΠΔ). Επίσης, με το άρθρο 33 παρ. 3 Ν 4055/2012 και με το άρ-
θρο 93 παρ. 2Β΄ Ν 4139/2013, στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου
322 ΚΠΔ, όπως η εν λόγω παράγραφος συμπληρώθηκε προστέ-
θηκαν εδάφια έχοντα ως εξής: «Ο προσφεύγων υποχρεούται να
καταθέσειπαράβολουπέρτουΔημοσίουποσούτριακοσίων(300)
ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση
των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
ΑνθρωπίνωνΔικαιωμάτων.Ανδενκατατεθείτοπαράβολο,ηπρο-
σφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών.
Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυ-
γήδιατάσσεικαιτηνεπιστροφήτουπαραβόλουστονκαταθέσαντα
αυτό.Σεπερίπτωσηπουηπροσφυγήασκείταιαπόπερισσοτέρους
κατηγορουμένους,κατατίθεταιμόνοέναπαράβολο».
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ συ-
νιστά οιονεί ένδικο μέσο, εφ’ όσον δι’ αυτής «προσάπτεται μομ-
φή» κατά πράξεως του Εισαγγελέα (δηλαδή κατά πράξεως, μο-
νοπρόσωπου δικαστικού οργάνου), η επανεξέτασή της γίνεται
από ανώτερο δικαστικό όργανο και η εκδίκαση της υποθέσεως
αναστέλλεται μέχρι την έκδοση οριστικής κρίσης επ’ αυτής. Είναι
γνωστό, ότι, επί των «οιονεί» ενδίκων μέσων εφαρμόζονται οι
γενικές αρχές των ενδίκων μέσων, με την επιφύλαξη, τυχόν, αντί-
θετης ρύθμισης (π.χ. το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέ-
σων κατ’ άρθρο 469 ΚΠΔ, Α. Παπαδαμάκης, ως ανωτ., σελ. 505
και κατ’ αυτόν, Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, Γ΄ 1977, σελ. 95,
Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, σελ. 717, Μαργαρίτης,
Ποινική Δικονομία - Ένδικα Μέσα, 2000, σελ. 13), καθώς και ότι,
κατά την ποινική αξιολόγηση αυτών από το ανώτερο δικαστικό
όργανο, διερευνάται ό,τι προσβάλλεται. Επίσης, με την άσκηση
των ενδίκων μέσων σκοπείται η διόρθωση λάθους, η αποκατά-
σταση αδικίας και η διατύπωση νέας σωστής κρίσης, ο ίδιος δε
στόχος αλλά με τους περιορισμούς των προαναφερομένων αντι-
θέτων ρυθμίσεων σκοπείται και με τα οιονεί ένδικα μέσα. Κατά
συνέπεια, επί της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος
(άρθρο 322 ΚΠΔ), μπορούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρ-
θρων 462-476 ΚΠΔ, με την προϋπόθεση ότι είναι συμβατές με τη
λειτουργία αυτής ως θεσμού και δεν έρχονται σε αντίθεση με τους
ορισμούς του άρθρου 322 ΚΠΔ (Α. Παπαδαμάκης, ως ανωτ., σελ.
406). Εξ αυτού του λόγου και κατά λογική αναγκαιότητα, συνάγε-
ται ότι επί της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ μπορεί να ισχύσει
ό,τι και επί των ενδίκων μέσων μόνον εφ’ όσον δεν τίθεται ζήτημα
συγκρούσεως με όσα ειδικώς και περιοριστικώς ορίζονται στις
διατάξεις αυτού του άρθρου. Βάσει των οριζομένων ευθέως και
με απόλυτη σαφήνεια στις διατάξεις του άρθρου 322 παρ. 2 ΚΠΔ,
ο Εισαγγελέας Εφετών, κατά την επανεξέταση της κατηγορίας του
424 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
προσφεύγοντος, έχει συγκεκριμένη αρμοδιότητα, η οποία περι-
ορίζεται: «ή στο να απορρίψει την προσφυγή ή στο να διατάξει
προανάκρισηήσυμπληρωματικήπροανάκριση,μετάτηνολοκλή-
ρωση της οποίας απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την εισα-
γωγή της υποθέσεως στο Δικαστικό Συμβούλιο ή στο να διατάξει
κυρία ανάκριση, κατ’ άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ», (βλ. ανωτ.), όμως,
η εν λόγω αρμοδιότητά του επεκτείνεται, όπως και επί των ενδί-
κωνμέσων(Α.Παπαδαμάκης,ωςανωτ.σελ.578),στηδιερεύνηση
και στην εξέταση λόγων ουσιαστικών ή δικονομικών, οι οποίοι
δεν προβάλλονται από τον προσφεύγοντα αλλά ανήκουν στην
κατηγορία των ζητημάτων που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν
αυτεπαγγέλτως κατά το στάδιο της προδικασίας, και εφ’ όσον, βε-
βαίως, δεν ανακύπτει ζήτημα οιασδήποτε αντιθέσεως προς το χα-
ρακτήρακαιμετοσκοπότηςπροσφυγήςτουάρθρου322ΚΠΔ.
Ιδιαιτέρως αναφέρεται ότι κατά τη διαδικασία που προηγείται
της παραπομπής στο ακροατήριο, δεν αξιώνεται από τους φορείς
της δικαστικής κρίσεως, εξ αντικειμένου, απόδειξη της ενοχής και
σχηματισμός δικαστικής πεποίθησης, υπό την έννοια της υπερβά-
σεως των οιωνδήποτε αμφιβολιών τους. Η εν λόγω «ενδιάμεση»
κρίση παραμένει και υποκειμενικά στο επίπεδο της πιθανολόγη-
σης της ενοχής, έχουσα μάλιστα κατά βάση προγνωστικό χαρα-
κτήρα. Στο μέτρο αυτό, η «ενδιάμεση» κρίση δεν επηρεάζεται ού-
τεαπότοτεκμήριοτηςαθωότηταςτουκατηγορουμένου,τοοποίο
παραμένει «ζωντανό» και μετά την παραπομπή του στο ακροατή-
ριο, αλλά σε μεγάλη έκταση ούτε και από το αξίωμα in dubio pro
reo, το οποίο θα μπορούσε, κατά μια άποψη, να έχει εφαρμογή,
το πολύ σε σχέση με την παραδοχή ως δεδομένων των περιστατι-
κών που στηρίζουν την πιθανολόγηση (δηλαδή την ένδειξη ή τις
ενδείξεις). Όμως εκείνο που μετράει στο επίπεδο της υπό ευρείαν
έννοια προδικασίας δεν είναι η βεβαιότητα της συνδρομής των
ενδείξεων αλλά η προγνωστική τους αξία. Το κριτήριο για την
αξιολόγηση των στοιχείων που απαιτούνται για την παραπομπή
στο ακροατήριο διαμορφώνεται από το συνδυασμό των θεσπι-
σμένων, με τα άρθρα 310 παρ. 1, 313 και 270 παρ. 1 ΚΠΔ, παρά
τη διαφορετική ορολογία που χρησιμοποιείται σ’ αυτά, για τον
«προσδιορισμό του βαθμού των ενδείξεων που απαιτείται για
την παραπομπή». Κατ’ αναλογική εφαρμογή, αναφέρεται ότι σε
περίπτωση παραπομπής διά βουλεύματος, απαιτείται να στηρίζε-
ται η κρίση του Συμβουλίου επί ενδείξεων που είναι σοβαρές και
επαρκείς για να υποβληθεί αυτή στη βάσανο του ακροατηρίου,
δηλαδή θα πρέπει αυτές οι ενδείξεις να είναι αποχρώσες.
Επίσης, κατά πάγια νομολογία του ΑΠ (ΑΠ 1801/2007, ΣΤ΄
Ποινικού Τμήματος, βλ. και κατωτ.), αρκεί η γενική κατά το είδος
μνημόνευση των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να είναι αναγκαία
ούτε η αναλυτική παράθεση αυτών, ούτε η έκθεση των πραγμα-
τικών περιστατικών, τα οποία προέκυψαν από έκαστο εξ αυτών,
αλλ’ ούτε και η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ η ιδιαί-
τερη μνημόνευση ορισμένων αποδεικτικών μέσων οφείλεται
στη βαρύνουσα σημασία τους και όχι στο ότι το Δικαστήριο ή το
Δικαστικό Συμβούλιο αγνόησε ή δεν συνεκτίμησε τα υπόλοιπα
(βλ. ΑΠ 1999/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 402, ΑΠ 1101/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄,
413, ΑΠ 1074/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 405, ΑΠ 197/2005 ΠΛογ 2005,
261, ΑΠ 300/2005 ΠΛογ 2005, 306). Τέλος, κατά τη διάταξη του
άρθρου 313 ΚΠΔ, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, απαιτούνται «επαρκείς»
(αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον
του, ενώ πλήρης απόδειξη απαιτείται μόνον για την καταδίκη, η
οποία λαμβάνει χώρα στο ακροατήριο (ΑΠ Ολ 9/2001 ΠοινΧρ
ΝΑ΄, 788 επ., ΑΠ 529/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄, 33, ΑΠ 26/1989 ΠοινΧΡ
ΛΘ΄, 652).
Στην παρούσα περίπτωση, το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπι-
σμα επιδόθηκε στους προσφεύγοντες την 1η Απριλίου 2013 και
οι υπό κρίσιν προσφυγές ασκήθηκαν στις 10.4.2013 ενώπιον της
αρμοδίας γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών,
..., και ως εκ τούτου η άσκηση αυτών είναι εμπρόθεσμη (βλ.
ανωτ.). Περαιτέρω, στο δικόγραφο των ανωτέρω εκθέσεων πε-
ριλαμβάνονται οι προβαλλόμενοι λόγοι της ασκήσεώς τους, οι
οποίοι αφορούν σε νομικές πλημμέλειες της ποινικής διαδικα-
σίας, που προηγήθηκε της παραπεμπτικής κρίσης του Εισαγγελέα
Πρωτοδικών και συγκεκριμένα παρατίθενται «πλημμέλειες - αι-
τιάσεις», που ανάγονται, κατά την άποψη των προσφευγόντων,
στην απόλυτη ακυρότητα της προανακρίσεως και συναρτώνται
με τη μη γνωστοποίηση και επίδοση σ’ αυτούς εγγράφου κατη-
γορητηρίου, ως εκ των οποίων βάλλεται η νομική βασιμότητα της
παραπομπής τους στο προαναφερόμενο ακροατήριο και ζητείται:
«1. Να γίνουν δεκτές οι παρούσες προσφυγές. 2. Να ακυρωθεί το
προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα. 3. Να κηρυχθεί ακυρότητα
της προδικασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των
άρθρων 171 παρ. 1δ΄ και 176 παρ. 2 ΚΠΔ, αναλογικώς εφαρμο-
ζόμενες, διότι κατά την κλήση τους σε απολογία δεν τους γνωστο-
ποιήθηκε εγγράφως η υπό κρίσιν κατηγορία και 4. Να διαταχθεί
η επιστροφή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Αθηνών, προκειμένου να λάβουν γνώση του εγγράφου κατηγο-
ρητηρίου, ώστε να εκθέσουν απολογούμενοι τις απόψεις τους».
Προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων παραπέμπουμε στο πλή-
ρες κείμενο των υπό κρίσιν προσφυγών. Επειδή εκ των ανωτέρω
συνάγεται ότι οι παρούσες προσφυγές ασκήθηκαν παραδεκτώς,
νομίμως και εμπροθέσμως, αυτές είναι τυπικά παραδεκτές και
νομικά βάσιμες και πρέπει να διερευνηθούν κατ’ ουσίαν τα δι’
αυτών υποβαλλόμενα αιτήματα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, διά των
υπό κρίσιν προσφυγών ζητείται η κήρυξη της απόλυτης ακυρό-
τητας της προδικασίας και της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπί-
σματος, επειδή δεν γνωστοποιήθηκε εγγράφως η επίδικη κατη-
γορία στους προσφεύγοντες κατηγορουμένους. Σχετικώς, με τα
εν λόγω νομικά ζητήματα της προκλήσεως ή μη απόλυτης ακυρό-
τητας της προδικασίας και της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπί-
σματος, συνεπεία του ότι αυτό δεν γνωστοποιήθηκε εγγράφως η
υπό κρίσιν κατηγορία στους προσφεύγοντες κατηγορουμένους
αναφέρονται τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 173 παρ. 2
του ΚΠΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο
άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπο-
ρούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο
ακροατήριο. Κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμό-
διο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι
το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο
ακροατήριο, τόσο της κύριας όσο και της προπαρασκευαστικής,
αρμόδιο είναι το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της
κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται
ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι
την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατή-
ριο, διότι διαφορετικά καλύπτονται με αποτέλεσμα, να μη μπο-
ρούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, καθώς και ότι
αρμόδιο για την κήρυξη ή μη ως ακύρων των εν λόγω, πράξεων
(τηςπροδικασίας)είναιτοΔικαστικόΣυμβούλιο.Ανοιακυρότητες
της προδικασίας προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστι-
++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 425
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr
κό συμβούλιο, δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν
καιπάλιενώπιοντουδικαστηρίουπουαναλαμβάνειτηνεκδίκαση
της κατηγορίας, αφού το Δικαστήριο δεν έχει ούτε αρμοδιότητα
για να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας, ού-
τε εξουσία για να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση,
προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακρι-
τική πράξη. Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 321 παρ. 1 και
4 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει επί ποινή
ακυρότητας να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν παρίσταται
ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κα-
τηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου ενώπιον
του οποίου αυτός καλείται, γ) τη χρονολογία, ημέρα της εβδομά-
δας και ώρα της εμφανίσεως αυτού, δ) τον ακριβή καθορισμό της
πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του προβλέποντας
αυτήν άρθρου του ποινικού νόμου και ε) τον αριθμό του, την επί-
σημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα ή του δημό-
σιουκατηγόρουήτουπταισματοδίκηκατάτοάρθρο27παρ.2.Τα
ανωτέρω στοιχεία που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να περιέχει
τοκλητήριοθέσπισμαορίζονταιπεριοριστικώς.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι ακυρότητες της προδικασί-
ας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος,
αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο, όμως, είναι δυνατόν, η ακυ-
ρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον
του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ’ άρθρο 322
ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνά-
πτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου
στο ακροατήριο (ΑΠ Ολ 1/2008, ΑΠ 539/1989). Σύμφωνα με την
ΑΠ Ολ 1/2008, ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται, εφόσον κρίνει ότι
οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι,
ενώ από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται n παραπομπή του
κατηγορουμένουστοακροατήριο,ναδιατάξειτησυμπλήρωσητης
διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν οι ακυρότητες της προδικασί-
ας δεν προεβλήθησαν διά της κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγής ή
προβληθείσεςαπορρίφθηκαναπότονΕισαγγελέαΕφετών,δενεπι-
δρούνεπίτουκύρουςτηςδιάκλητηρίουθεσπίσματοςπαραπομπής
του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται
να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας
αυτής (ΑΠ 539/1989). Κατά την ΑΠ 1260/2000 (την οποία επικα-
λούνται οι προσφεύγοντες), οι ανωτέρω δικονομικές διατάξεις δεν
αντίκεινται στις περί ευθυδικίας (χρηστής δίκης) [ειδικότερα υπέρ
του κατηγορουμένου] δικονομικές εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ.
3 της Συμβάσεως της Ρώμης του 1950, οι οποίες (όπως αναφέρεται
στην εν λόγω απόφαση), δεν διακρίνουν περί προδικασίας και κυ-
ρίας διαδικασίας στην ποινική δίκη. Κατά τον τελεολογικό σκοπό
της ως άνω έχουσας αυξημένη τυπική ισχύ Συμβάσεως (28 Συντ.),
που συνίσταται στο ότι θα πρέπει η ποινική διαδικασία, ως σύνολο
θεωρουμένη,ανεξαρτήτωςτωνεπιμέρουςδικονομικώντύπωντης,
να μπορεί να εκτιμηθεί ότι απηχεί τη χρηστή δίκη, που δικαιολογεί
την έκδοση καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, οι ανωτέρω εγ-
γυήσεις έχουν την έννοια ότι πρέπει να δίδεται το δικαίωμα στον
κατηγορούμενοναακουσθείπλήρωςκατάτηνεκδίκασητηςουσίας
τηςκατηγορίαςυπότουδικαστούπουεκδίδειτηνοριστικήαπόφα-
ση. Συνεπώς, οι διατάξεις του επίμαχου άρθρου 6 παρ. 3 εφαρμό-
ζονται κατά τη δίκη, κυρίως, στο ακροατήριο και αναλογικώς μό-
νο στη μη επιβαλλόμενη από τη Σύμβαση προανάκριση, όταν και
όπου η τελευταία αυτή προβλέπεται προς βάσανο της κατηγορίας
σε προανακριτικό στάδιο, τόσο υπέρ του νόμου όσο και υπέρ του
κατηγορουμένου προσώπου. Η ανάλογη εφαρμογή ιδίως συμβαί-
νει όταν στο στάδιο της προδικασίας λαμβάνονται δικαστικά μέτρα
κατάτηςπροσωπικήςελευθερίαςκαιασφάλειαςτουκατηγορουμέ-
νου (άρθρο 5 της Συμβάσεως), οπότε αυτός πρέπει προηγουμένως
ναακουσθεί(επίόλωντωνανωτέρωΑΠ1260/2000).
Περαιτέρω, στο άρθρο του, σήμερα Αντεισαγγελέως του ΑΠ, Αθ.
Κονταξή, με τίτλο «Υπάρχει υποχρέωση γραπτού κατηγορητηρί-
ου;», το οποίο είναι δημοσιευμένο στα ΠοινΧρ ΝΔ΄, 2004 (476
και 477), αναγράφονται, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: «Η υ-
ποχρέωση τήρησης γραπτού κατηγορητηρίου δεν προβλέπεται
από γραπτή διάταξη του νόμου, αφού, άλλωστε, δεν υπάρχει
διάταξη νόμου που να ορίζει τα στοιχεία αυτού και δη με ποινή
ακυρότητας, ούτε αποτελεί περιεχόμενο της έκθεσης εξετάσεως
του κατηγορουμένου ή έγγραφη σ’ αυτή κατηγορία (βλ. άρθρο
151 ΚΠΔ, αφού, σ’ αυτή (= έκθεση απολογίας) περιέχονται όσα
ο κατηγορούμενος αναφέρει - απολογείται. Αντίθετα, μάλιστα, η
διάταξη του άρθρου 273 παρ. 2, που σαφώς αναφέρεται και στην
προανάκριση (βλ. παρ. 1 αυτού), ρητά αναγράφει: ότι «Εκείνος,
που ενεργεί την εξέτασή του, εκθέτει με πληρότητα ...». Εκθέτω
σημαίνει αφηγούμαι, γνωστοποιώ, περιγράφω, αναπτύσσω, εξι-
στορώ, διηγώ, εξηγώ, ανακοινώνω και δη «εκθέτει την πράξη»
λέγει το άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ και όχι το περιεχόμενο (ποιο;)
του κατηγορητηρίου. Ο όρος «κατηγορητήριο αναφέρεται όχι σε
γραπτό κείμενο αλλά, στην κατηγορία» …
Εξ άλλου και το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α΄ ΕΣΔΑ αναγράφει «πας κα-
τηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) όπως πληροφορηθή... και εν λε-
πτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον της κατηγορίας»
(πρβλ. και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. α΄ ΔΣΑΠΔ που κυρώθηκε
με το Ν 2462/1997). Όμως τα ανωτέρω άρθρα έχουν εφαρμογή
μόνο στο ακροατήριο, όχι και στην προδικασία για την οποία
ισχύει το άρθρο 5 ΕΣΔΑ, και στη σχετική διαδικασία του μπο-
ρούν να τύχουν εφαρμογής οι κατ' ιδίαν εκφάνσεις της δίκαιης
δίκης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ που προσαρμόζονται σ' αυτή (πρβλ.
ΑΠ 1260/2000). Το ότι τα ανωτέρω άρθρα (= 6 παρ. 3 εδ. α΄ ΕΣΔΑ,
14 παρ. 3 εδ. α΄ Ν 2462/1997) και δη στο ανώτερο σημείο που
ενδιαφέρει εδώ αναφέρονται μόνο στο ακροατήριο προκύπτει
σαφώς και από το ότι κάνει λόγο για «δικαστήριο», αλλά και από
το ότι ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης που ακολουθεί (στο δικα-
στήριο) δεν επηρεάζεται σοβαρά από την αδυναμία τηρήσεως
της (έγγραφης) ανακοίνωσης της κατηγορίας στην προδικασία,
η οποία είναι αυτοτελής έναντι του ακροατηρίου, η δε προετοι-
μασία της υπεράσπισης στο ακροατήριο στηρίζεται στο κλητήριο
θέσπισμα ή παραπεμπτικό βούλευμα που επιδίδεται οπωσδήπο-
τε στον κατηγορούμενο. Επίδοση «κατηγορητηρίου» δεν γίνεται
ούτε προβλέπεται στην προδικασία, στο δε ακροατήριο λέγεται
κλητήριο θέσπισμα (άρθρο 321 ΚΠΔ). Άλλωστε τα άρθρα αυτά
δεν θεσπίζουν υποχρέωση γραπτής ανακοίνωσης της κατηγορίας
(βλ. υποθέσεις Kamasinski της 19.12.1989, παρ. 78 επ., Pelissier
Sassi, παρ. 53, βλ. και Σπινέλλη, ΠοινΧρ ΜΗ΄, 14 No 51, πρβλ. και
σελ. 9, Κοκκινάκη, ΠοινΔικ 2001, 1280, Frowein - Peukert (1996),
άρ. 6, No 77). Τόσο η Επιτροπή, όσο και το Δικαστήριο, κατά πα-
γία νομολογία, υιοθετούν την άποψη ότι η πληροφόρηση του
κατηγορουμένου για τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κα-
τηγορίας δεν απαιτείται να γίνεται γραπτώς. Χαρακτηριστικό είναι
μάλιστα ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ ακόμη και το κατηγορη-
τήριο με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροα-
τήριο δεν είναι απαραίτητο να δοθεί γραπτώς στον κατηγορού-
μενο (βλ. π.χ. τη θεμελιώδη απόφαση Kamasinski κατά Αυστρίας
της 19.12.1989 (Α΄ 168), παρ. 78 επ. Παρομοίως στην απόφαση
Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας τονίζεται (παρ. 53) ότι το άρθρο 6
426 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
παρ. 3α΄ της ΕΣΔΑ δεν θεσπίζει ειδικές τυπικές προϋποθέσεις σε
σχέση με τον τρόπο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος θα πλη-
ροφορηθεί τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κατηγορίας.
Έτσι και ο Δ. Σπινέλλης, ΠοινΧρ ΜΗ΄, 5 επ., 14). Την ίδια άποψη
ακολουθεί το ΕΔΔΑ και σε σχέση με την παρεμφερή διάταξη του
άρθρου 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ («Παν συλληφθέν πρόσωπον δέον να
πληροφορείται, κατά το δυνατόν συντομότερον και εις γλώσσαν
την οποίαν εννοεί, τους λόγους της συλλήψεώς του, ως και πάσαν
διατυπουμένην εναντίον του κατηγορίαν»). Βλ. παρόμοια διά-
ταξη και στο άρθρο 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ. Και εδώ γίνεται δεκτό
ότι δεν απαιτείται να γνωστοποιούνται γραπτώς στον κατηγορού-
μενο οι λόγοι της συλλήψεώς του και n εναντίον του κατηγορία,
αλλά ότι αρκεί μια γενική πληροφόρησή του ως προς αυτά. Βλ.
Σπινέλλη, ΠοινΧρ ΜΗ΄, 9, J. Frowein/W. Peukert, Europdische
Menschen-rechtskonvention, 2η έκδ., 1996, άρ. 6, αριθ. 104,
Jakobs/White, The European Convention of Human Rights,
21996, σελ. 87. Εν γένει πάντως οι απαιτήσεις για πληροφόρηση
που θέτει το άρθρο 6 παρ. 1α΄ είναι σαφώς υψηλότερες σε σχέση
με αυτές του άρθρου 5 παρ. 2, διότι, όπως υποστηρίζεται, στην
πρώτη περίπτωση η αναλυτική πληροφόρηση χρησιμεύει στην
προετοιμασία της υπερασπίσεως, ενώ στη δεύτερη έχει κυρίως
σημασία για τη νομιμοποίηση της συλλήψεως αυτής καθεαυτής.
Η πλήρης ενημέρωση του κατηγορουμένου στην προδικασία
μπορεί να λάβει χώρα με τη χορήγηση αντιγράφων όλων των εγ-
γράφωντηςδικογραφίαςκαιμετηντήρησητουάρθρου308παρ.
6 ΚΠΔ. Τέλος, για να προσλάβει κάποιος την ιδιότητα του κατηγο-
ρουμένου δεν απαιτείται ούτε προβλέπεται από κάποια διάταξη
νόμουηεπίδοσηεγγράφουκατηγορητηρίουσ'αυτόν(βλ.άρθρο
72, 101 εδ. α΄ ΚΠΔ)».
Από τη συνδυαστική εκτίμηση των προεκτεθέντων, στο πλαίσιο
τωνδιατάξεωντουΣυντάγματος,τηςΕΣΔΑ,τουΔΣΑΠΔ,τουΚΠΔ,
της διαμορφωθείσας νομολογίας του ΑΠ και του ΕΔΔΑ, όπως και
της θεωρίας, συνάγεται ότι κατά το στάδιο της προανακρίσεως,
όταν ο κατηγορούμενος καλείται για να απολογηθεί, δεν υπάρχει
υποχρέωση για έγγραφη γνωστοποίηση σ' αυτόν της κατηγορίας
που του αποδίδεται, δεδομένου ότι η έγγραφη γνωστοποίηση
της κατηγορίας δεν επιβάλλεται (σε οποιαδήποτε περίπτωση) από
τις διατάξεις της ΕΣΔΑ ή του ΔΣΑΠΔ αλλά μόνον από τις διατάξεις
του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, επί παραπομπής διά κλητηρίου θε-
σπίσματος (και βεβαίως, κατά μείζονα λόγο, τεκμαίρεται επί πα-
ραπομπής διά βουλεύματος), περαιωθείσας της προανακρίσεως
(δηλαδή όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη κληθεί σε απολογία,
άρθρο 245 ΚΠΔ), και τούτο, διότι: Το κατηγορητήριο δεν συνιστά
έγγραφο, υπό την έννοια με την οποία αυτός ο όρος είναι εντεταγ-
μένος στο εδάφιο στ΄ του άρθρου 178 ΚΠΔ, αναφερόμενος στα
«έγγραφα», ως ίδια και αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, αλλά απλώς
προσδιορίζει τον έγγραφο τύπο, με τον οποίο πρέπει να περιβάλ-
λεται η κατηγορία επί απ' ευθείας παραπομπής στο ακροατήριο
διά κλητηρίου θεσπίσματος (ειδικ. βλ. κατωτ., υπενθυμιζομένου
και ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν συνιστά έγγραφο, γι’ αυτό η
μη συγκεκριμένη μνημόνευση αυτής στο βούλευμα ως αποδει-
κτικού μέσου συνιστά έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ΑΠ1034/2008
ΠοινΧρ ΝΘ΄, 2009, 347, ΑΠ 1399/2008 ΠοινΧρ ΝΘ΄, 2009, 465,
ΑΠ 426/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 2008, 124, ΑΠ 343/2007, 395/2007,
769/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 2008, 51, 57 και 231 αντ/χως), και ως εκ
τούτου, το κατηγορητήριο δεν εντάσσεται στα κατά το άρθρο
178 ΚΠΔ «αποδεικτικά μέσα», τα οποία πρέπει να γνωστοποι-
ούνται στον κατηγορούμενο όταν αυτός καλείται ν' απολογηθεί
ούτε ταυτίζεται με το δικόγραφο, δηλ. με τον έγγραφο τύπο της
κατηγορίας, αλλά αποτελεί τη δικονομική προϋπόθεση που είναι
αναγκαία για την απολογία του κατηγορουμένου, διά της οποίας
πρέπει να περατώνεται η ανακριτική διαδικασία και εν προκειμέ-
νω η προανάκριση (κατά το άρθρο 245 παρ. 1 ΚΠΔ), της οποίας
όμως (της απολογίας) η παροχή προϋποθέτει την εκ μέρους του
κατηγορουμένου γνώση των στοιχείων της κατηγορίας, δηλαδή
των στοιχείων από τα οποία προκύπτει αυτή και όχι εγγράφου
(δικογράφου) στο οποίο να αναγράφεται η κατηγορία.
Το άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ επιβάλλει μόνον «έκθεση της κατηγο-
ρίας» (άρθρο 273 παρ. 2. ΚΠΔ: «... Αφού, εξακριβωθεί η ταυτό-
τητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του,
συμφωνά με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του
εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κα-
τηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα
μέσα της υπεράσπισής του ...»), και όχι έγγραφη γνωστοποίηση
αυτής διά της επιδόσεως αντιστοίχου κατηγορητηρίου, η οποία
(γνωστοποίηση) εφαρμόζεται μόνο δυνάμει των διατάξεων του
άρθρου 321 ΚΠΔ μετά την απολογία και πριν από την εκδίκαση
της υποθέσεως (ως ανωτ.).
Τοάρθρο101ΚΠΔεπίπροανακρίσεωςερμηνεύεταισεσυνδυασμό
με τις διατάξεις των άρθρων 245 παρ. 1, 273 παρ. 2 ΚΠΔ, 5 παρ. 2
της ΕΣΔΑ και 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ. Από τις διατάξεις των άρθρων
5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ, βάσει των οποίων δια-
μορφώθηκαν και οι παραδοχές της προαναφερθείσας αποφάσεως
ΑΠ 1260/2000, προκύπτει ευθέως ότι ακόμη και επί συλλήψεως,
δεν είναι αναγκαίο να γνωστοποιηθεί εγγράφως στον συλλαμβα-
νόμενο η κατηγορία με την οποία βαρύνεται αυτός, αλλ' απαιτείται
μόνον η σχετική ενημέρωση (κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ)
ή η πληροφόρηση αυτού (κατά το άρθρο 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ). Κατά
συνέπεια, επί προανακρίσεως, η κατά ανωτέρω γνώση της κατηγο-
ρίας τελεί σε αναγκαία συνάρτηση: α) Με την «έκθεση με πληρότη-
τα και σαφήνεια της πράξης, στην οποία αναφέρεται η κατηγορία»
(άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ), και όχι με τον έγγραφο τύπο της κατηγο-
ρίαςκαιβ)μετηγνωστοποίησητουσυνόλουτηςδικογραφίαςστον
κατηγορούμενο, διά της χορηγήσεως αντιγράφων αυτής, σύμφω-
να με αντίστοιχο αίτημά του, και ως εκ τούτου, εάν συντρέχει γνώ-
ση της κατηγορίας ή εάν οι αρμόδιες δικαστικές και αστυνομικές
Αρχές προέβησαν σε όλες τις εκάστοτε αναγκαίες ενέργειες, για την
εκ μέρους του κατηγορουμένου γνώση της κατηγορίας, υπό την
προαναφερθείσαέννοια,κατάτηνκλήτευσηαυτούγιαν'απολογη-
θεί, τότε πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που είναι θεσπισμένες
με την παρ. 3α΄ του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και με την παρ. 3α΄ του άρ-
θρου14τουΔΣΑΠΔ.
Εν προκειμένω, από το σύνολο των στοιχείων της υπό κρίσιν δικο-
γραφίαςκαισεσυνδυασμόαυτώνμετοπεριεχόμενοτωνεπιδίκων
προσφυγών, όχι μόνο δεν προέκυψε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ακό-
μη και ως υπόνοια, ότι οι αρμόδιες δικαστικές Αρχές δεν γνωστο-
ποίησαν στους προσφεύγοντες κατηγορουμένους το περιεχόμενο
τηςπαρούσαςεναντίοντουςσχηματισθείσαςποινικήςδικογραφίας
(εξάλλουακόμηκαιοιίδιοιδεναναφέρουνο,τιδήποτεσχετικόδιά
των επιδίκων προσφυγών τους), αλλ' αντιθέτως, από όλα τα στοι-
χεία αυτής προκύπτει, πλέον ή επαρκώς, ότι οι προσφεύγοντες-
κατηγορούμενοι, όταν κλήθηκαν για ν' απολογηθούν έλαβαν γνώ-
ση του περιεχομένου της υπό κρίσιν ποινικής δικογραφίας και της
αποδιδομένης σ' αυτούς επίδικης κατηγορίας, δεδομένου ότι: Α)
Στην πρώτη σελίδα των από 10 Σεπτεμβρίου 2012 δύο εκθέσεων
απολογίας κατηγορουμένου που συνετάγησαν κατά την εμφάνιση
των προσφευγόντων ως κατηγορουμένων για ν' απολογηθούν
++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 427
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr
ενώπιον του Πταισματοδίκη του 29ου Τμήματος Αθηνών, είναι
γραμμένα τα άρθρα των ειδικών ποινικών νόμων, διά των οποίων
στοιχειοθετείται και τιμωρείται η αξιόποινη πράξη για την οποία
κατηγορούνται και στην οποία αναφέρεται το προσβαλλόμενο
κλητήριο θέσπισμα και Β) Στις από 18ης Σεπτεμβρίου 2012 (δύο)
έγγραφες αιτήσεις των προσφευγόντων προς τον προαναφερόμε-
νο Πταισματοδίκη, με τις οποίες αυτοί ζητούν να τους ανακοινωθεί
εγγράφως το περιεχόμενο «του εναντίον τους κατηγορητηρίου»,
αναγράφεται επί λέξει: «... Λαμβάνοντας αντίγραφα της σχηματι-
σθείσας δικογραφίας την 10.9.2012, μου δόθηκε προθεσμία για
κατάθεσηαπολογητικούυπομνήματος,μέχρικαιτην18.9.2012...»
(βλ.τησελ.2τωνενλόγωαιτήσεων).
Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει, με απόλυτη βεβαιότητα,
ότι η επίδικη κατηγορία εξετέθη στους προσφεύγοντες (άρθρο
273 παρ. 2 ΚΠΔ) και ότι αυτοί πληροφορήθηκαν την εν λόγω κα-
τηγορία (άρθρα 5 παρ. 2, 6 παρ. 3α΄ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3α΄ του
ΔΣΑΠΔ)καιενημερώθηκανγι’αυτήν(άρθρο9παρ.2τουΔΣΑΠΔ),
ότι κατά την προανακριτική διαδικασία εφαρμόσθηκαν οι επιταγές
των ισχυόντων σχετικώς κανόνων δικαίου και τηρήθηκαν οι πα-
ραδοχές της διαμορφωθείσας νομολογίας του ΑΠ και του ΕΔΔΑ,
ότι οι προσφεύγοντες επέλεξαν να μην απολογηθούν, εγγράφως
ή προφορικώς, παρά την κατά τα ανωτέρω σύννομη ενημέρω-
σή τους και ότι εν κατακλείδι, ως εκ των ανωτέρω, δεν συντρέχει
περίπτωση ούτε απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, ούτε,
βεβαίως, κηρύξεως της ακυρότητας του υπό κρίσιν κλητηρίου θε-
σπίσματος την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες (ως ανωτ.
ΑΠ Ολ 1/2008), προκειμένου να επιστραφεί η δικογραφία στον
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για να λάβουν γνώση του εις βάρος
τους κατηγορητηρίου (όπως οι ίδιοι ζητούν διά των υπό κρίσιν
προσφυγών τους), του οποίου όμως (κατηγορητηρίου), πληρού-
ντος τις προϋποθέσεις του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, ήδη έλαβαν
γνώση ώστε ν' αντιμετωπίσουν την κατηγορία που τους αποδίδε-
ται, προσδιορισθείσα για τις 15.5.2013 ενώπιον του ακροατηρίου
του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατ' ακολουθία, θα
πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν οι υπό κρίσιν προσφυγές και
να επιδοθεί αντίγραφο της παρούσας Διατάξεως στους προσφεύ-
γοντες.[...]
Η Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών,
ΜαρίαΜαλλούχου
Παρατηρήσεις
Α. 1. Σύμφωνα με το άρθρο 173 παρ. 2 ΚΠΔ, από τις από-
λυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171
ΚΠΔ, όσες μεν αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας,
μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η
παραπομπή στο ακροατήριο, κατά δε το άρθρο 176 παρ.
1 του ιδίου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα
των πράξεων της προδικασίας, είναι το δικαστικό συμ-
βούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροα-
τήριο, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της
κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών
συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας
προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κα-
τηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτο-
νται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη
ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυ-
τών είναι το δικαστικό συμβούλιο.
2. Ακυρότητες της προδικασίας, δεν αποτελούν λόγο
ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν
ορίζεται τούτο από το νόμο. Δύναται, όμως, ακυρότητα
πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώ-
πιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την
κατ' άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα
Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παρα-
πομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ Ολ
1/2008 ΠοινΔικ 2008, 275, ΠΛογ 2008, 21, ΑΠ 539/1989,
ΔιατΕισΕφΚερκ 19/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
2.1. Στην περίπτωση αυτή, ο Εισαγγελέας Εφετών δύνα-
ται, εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρό-
τητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, να διατάξει τη συ-
μπλήρωση της διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν δε οι
ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν διά της
κατ' άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγής ή, προβληθείσες, απορ-
ρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν επιδρούν επί
του κύρους της, διά κλητηρίου θεσπίσματος, παραπο-
μπήςτουκατηγορουμένουστοακροατήριοκαι,συνεπώς,
δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου,
ως λόγος ακυρότητας αυτής.
3. Στην περίπτωση που απασχόλησε τη σχολιαζομένη
Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οι κατηγορού-
μενοι, λαμβάνοντας αντίγραφα της σχηματισθείσης δι-
κογραφίας από τους προανακριτικούς υπαλλήλους του
Πταισματοδικείου Αθηνών, έλαβαν μεν προθεσμία για
κατάθεση απολογητικού υπομνήματος, πλην όμως, ου-
δέποτε τους δόθηκε αντίγραφο του εναντίον τους κατη-
γορητηρίου, παρά μόνο απλά αντίγραφα των εγγράφων
εκ του φακέλου, χωρίς να υπάρχει, έστω και εν συνόψει,
μνεία των πραγματικών περιστατικών, τα οποία υπάγο-
νται στους συγκεκριμένους νομικούς κανόνες, για τους ο-
ποίους ζητήθηκε η απολογία τους, αν και ο νόμος ρητώς
επιτάσσειότι«εκείνοςπουενεργείτηνεξέτασητουκατηγο-
ρουμένου εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη
γιατηνοποίακατηγορείται»(άρθρο273παρ.2ΚΠΔ).
4. Όπως είναι γνωστό, πρωταρχική προϋπόθεση για την
ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος απολογίας του κα-
τηγορουμένου, κατά τα άρθρα 101 παρ. 1, 104 και 273
παρ. 2 ΚΠΔ, είναι η γνωστοποίηση σε αυτόν της κατη-
γορίας, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς την οποία
είναι αδύνατη η αποτελεσματική δόμηση ενός συγκρο-
τημένου συστήματος υπερασπίσεως, ενώ, ταυτόχρονα, η
απολογία εκφυλίζεται σε μία ανούσια και, κατά κανόνα,
δικονομικά επικίνδυνη διαδικασία. Η απλή μνεία των
άρθρων του ποινικού νόμου στην (: κατά κανόνα) μονο-
σέλιδη Εισαγγελική Παραγγελία για «λήψη απολογιών
των κατηγορουμένων» προς τον Πταισματοδίκη, δεν θα
μπορούσε παρά να είναι ατελής, στο βαθμό που ο κατη-
γορούμενος, δεν είναι, κατά κανόνα, σε θέση να εκτιμή-
σει τις πραγματικές και νομικές διαστάσεις της, καθώς και
την ιδιαίτερη δικονομική θέση του και τους κινδύνους
428 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
που αυτή μπορεί, ως προς αυτόν, να συνεπάγεται (επ'
αυτού, βλ. την εξαιρετική ΓνωμΕισΠρωτΘεσ Ε. Ζαχαρή
1729/1999 σε Υπερ 1999, 1256, αλλά και Α. Καρρά, Η
υποχρέωση έγγραφης και λεπτομερούς ανακοίνωσης της
κατηγορίας στον κατηγορούμενο, ΠοινΧρ 2000, 754, Λ.
Μαργαρίτη, Οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του
Ν 2408/1996, Υπερ 1997, 519).
5. Ο κατηγορούμενος, δεν απολογείται σε σχέση με αυτά
που καταθέτουν οι μάρτυρες, ή με όσα περιέχονται στα
έγγραφα, αλλά απολογείται αναφορικά με ταπραγματικά
περιστατικά που συνιστούν την εναντίον του κατηγορία.
Πρέπει, συνεπώς, να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι τα πε-
ριστατικά για τα οποία κατηγορείται και δεν μπορεί τα
περιστατικά αυτά να τα «συνάγει» και, κατά μείζονα λόγο,
να τα «υποθέτει» ή να τα «εικάζει» από το αποδεικτικό
υλικό της δικογραφίας, δεδομένου ότι από τις καταθέ-
σεις και τα έγγραφα προκύπτουν, κατά κανόνα, πολλά
και διάφορα περιστατικά και το ποια ακριβώς από αυ-
τά τα περιστατικά τα θεωρεί ο ανακριτικός υπάλληλος ή
ο Εισαγγελέας ως στοιχεία κατηγορίας εναντίον του και
ως ενδείξεις ενοχής του και ποια τα θεωρεί ως άσχετα ή
αδιάφορα, προκύπτει αποκλειστικάκαιμόνοαπό τη δια-
τυπούμενη έγγραφη κατηγορία.
6. Η απολογία, με άλλα λόγια, αποτελεί δικαίωμα του κα-
τηγορουμένου και θα πρέπει να λαμβάνεται κατά τα ορι-
ζόμενα στο άρθρο 273 ΚΠΔ. Κάθε άλλος τρόπος λήψεως
αυτής, είναι παράνομος και οδηγεί σε απόλυτη ακυρότη-
τα την προδικασία, κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ
(Π.Α. Καίσαρη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος Ε΄,
1992, σελ. 3643-3647, Δ.Α. Βαρελά, Η απολογία του κα-
τηγορουμένου στην ποινική δίκη, ΝοΒ 1988, 853).
6.1. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στην υπ’ αριθμ.
3/2718/4.10.1999 Εγκύκλιο του Εισαγγελέα του ΑΠ, δυ-
νάμει της οποίας ορίζεται ότι: «μας καταγγέλλεται, φερ’
ειπείν, ότι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να λαμβά-
νονται προανακριτικές απολογίες από γενικούς ανακρι-
τικούς υπαλλήλους (άρθρο 33 ΚΠΔ) με έντυπα υποδείγ-
ματα «εκθέσεως εξετάσεως κατηγορουμένων» τα οποία
εντύπως εμφανίζουν τον κατηγορούμενο να δηλώνει
ότι παραιτείται των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του.
Θα πρέπει να εναρμονιστούν τέτοια έντυπα με τα άρθρα
104, 105 ΚΠΔ, 6 ΕΣΔΑ και 20 Συντάγματος. Επίσης οι
προανακριτές θα αναγράφουν με σαφήνεια ολόκληρο
το περιεχόμενο της κατηγορίας επί της οποίας καλείται
οκατηγορούμενοςνααπολογηθεί. Επισημαίνεται ακόμη
ότι κάθε εξέταση που λαμβάνεται κατά παράβαση του
άρθρου 105 ΚΠΔ είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπ’
όψιν. Το γεγονός αυτό σαφώς υπονομεύει όλο το οικο-
δόμημα της κατηγορίας, με όλες τις ευρύτερες συνέπειες
που επισύρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο (...)».
7. Η γνωστοποίηση της πράξεως (των πραγματικών πε-
ριστατικών) θεωρείται στοιχειώδες και αδιαμφισβήτητο
περιεχόμενο του δικαιώματος του κατηγορουμένου, να
πληροφορηθεί την κατηγορία και τούτο διότι, αν δεν τε-
θούν υπόψη του κατηγορουμένου τα πραγματικά εκείνα
περιστατικά που στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη,
ο κατηγορούμενος δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει ποια
από τα διάφορα γεγονότα, που θα μπορούσαν να υπα-
χθούν στην υπό κρίση διάταξη, είναι εκείνα που, εν συνε-
χεία, θα αποτελέσουν τελικά το περιεχόμενο της ελάσσο-
νος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Αποτέλεσμα
αυτού, θα είναι να μην δύναται ο κατηγορούμενος να
προστατευθεί από αιφνιδιασμούς, να μην γνωρίζει ποια
γεγονότα θα πρέπει να αντικρούσει, ως προς το νόμω
και ουσία βάσιμο της κατηγορίας, δηλαδή να μην μπορεί,
πρακτικά, να απολογηθεί και, έτσι, να φαλκιδεύεται το
δικαίωμά του να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπε-
ράσπισή του (Χρ. Μυλωνόπουλος, Υπόθεση παραπομπής
του Πρύτανη ΕΜΠ, Υπερ 1992, 442, Α. Κονταξής, Κώδικας
Ποινικής Δικονομίας, σελ. 871, ΔιατΕισΕφΠειρ 64/2012
ΠοινΔικ 2013, 151, ΔιατΕισΕφΑθ 430/2001 ΠΛογ 2001,
1152,ΒουλήτωνΕλλήνων,Δ/σηΕπιστημονικώνΜελετών,
ΈκθεσηστοΣχέδιοΝ2408/1996,ΠοινΧρΜΣΤ΄,761).
8. Στην περίπτωση που εξέτασε η σχολιαζομένη Διάταξη,
οι κατηγορούμενοι, με σχετική έγγραφη αίτησή τους που
κατατέθηκε συννόμως από τους ίδιους στους προανα-
κριτικούς υπαλλήλους του Πταισματοδικείου Αθηνών,
όταν κλήθηκαν προς απολογία, για παράβαση του Ν
3691/2008 (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες), ζήτησαν όπως τους ανακοινωθεί εγ-
γράφως το περιεχόμενο του εναντίον τους κατηγορη-
τηρίου, επί του οποίου ζητήθηκε (χωρίς, όμως, να τους
δοθεί!) να απολογηθούν, πλην όμως, αυτό ουδέποτε
συνέβη, εκδοθέντος, εν συνεχεία του προσβαλλομένου
κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς να τους έχει δοθεί η ευ-
καιρία, όπως είχαν δικαίωμα, να αναπτύξουν τις απόψεις
τους, αφού δενγνώριζανγιατίακριβώςκατηγορούνται.
9. Η (απορριπτική της προσφυγής) αιτιολογία της σχολια-
ζομένης Διάταξης, ότι στις εκθέσεις απολογίας των κατη-
γορουμένων που συνετάγησαν κατά την εμφάνισή τους
στο Πταισματοδικείο «είναι γραμμένα τα άρθρα των ει-
δικών ποινικών νόμων, διά των οποίων στοιχειοθετείται
και τιμωρείται η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγο-
ρούνται» και ότι, δι' αυτού, «η επίδικη κατηγορία εξετέθη
στους προσφεύγοντες (άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ) και αυτοί
πληροφορήθηκαν την εν λόγω κατηγορία (άρθρα 5 παρ.
2, 6 παρ. 3α΄ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3α΄ του ΔΣΑΠΔ) και
ενημερώθηκαν γι' αυτήν (άρθρο 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ)»,
είναι προδήλως λανθασμένη, εφόσον η κατηγορία (δηλ.
η έκθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης)
ουδέποτε έλαβε χώρα, αν οι κατηγορούμενοι ρητά δήλω-
σαν ότι δεν απολογούνται, αν δεν τους δοθεί έγγραφο
κατηγορητήριο.
10. Η έλλειψη, όμως, αυτή των προανακριτικών υπαλ-
λήλων, αν και τους υποβλήθηκε ειδικό αίτημα από τους
εξεταζόμενους κατηγορουμένους, συνιστά, όπως εκτέθη-
κε συνοπτικά ανωτέρω, παραβίαση (μη τήρηση) των δια-
τάξεων των άρθρων 245 και 273 παρ. 2 ΚΠΔ, οι οποίες
++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 429
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr
έχουν, κατά τούτο, ουσιαστικό περιεχόμενο, αφού κα-
θορίζουν την υπεράσπισή των κατηγορουμένων και την
άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από αυ-
τές.
ΠέτροςΝικ.Πανταζής,
Δικηγόρος Πειραιώς,
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Ενδοοικογενειακή βία
ΔιατΕισΕφΘεσ 29/2013
Διατάξεις: άρθρα 1 [παρ. 2], 6 [παρ. 1 εδ. α΄], 7 [παρ. 2] Ν 3500/2006,
308 [παρ. 1], 315 [παρ. 1α΄], 333 ΠΚ, 42 [παρ. 4], 46, 322 ΚΠΔ
Έννοια οικογένειας, Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη,
Ενδοοικογενειακή απειλή, Ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός
πράξης, Έλλειψη έγκλησης
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν 3500/2006, στην οι-
κογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγε-
νείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό.
Βασικό στοιχείο για να υπαχθούν τα πρόσωπα συγγενείς
εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό στην
έννοια της οικογένειας είναι η μεταξύ τους συνοίκηση. Αν
τα πρόσωπα αυτά δεν συνοικούν, παρ’ όλο που συνδέο-
νται με συγγενικό δεσμό, δεν νοούνται ως «οικογένεια»
κατά την έννοια του Ν 3500/2006. Στην προκειμένη περί-
πτωση, δράστης και παθών είναι αδέλφια, πλην όμως δεν
συνοικούν και οι σχέσεις τους είναι διαταραγμένες, ως
εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν 3500/2006, οπό-
τε οι οικείες συμπεριφορές δεν πληρούν τη νομοτυπική
μορφή των αδικημάτων της απλής ενδοοικογενειακής
σωματικής βλάβης και ενδοοικογενειακής απειλής για τις
οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε με
απευθείας κλήση ο προσφεύγων και οι οποίες διώκονται
αυτεπαγγέλτως, αλλά πληρούν τη νομοτυπική μορφή των
αδικημάτων της απλής σωματικής βλάβης και της απειλής
και οι οποίες διώκονται κατ' έγκληση. Στην υπό κρίση
περίπτωση όμως ο παθών με την κατάθεση της έγκλησής
του, δεν κατέθεσε, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, το προ-
βλεπόμενο παράβολο, οπότε, μετά τον ορθότερο νομικό
χαρακτηρισμό της πράξης, θα πρέπει να παύσει η σε βά-
ρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη, ενόψει και του ότι έχει
παρέλθει η προθεσμία των τριών μηνών για την κατάθεση
παραδεκτής εγκλήσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, όπως στην παρ. 1
προστέθηκαν τα τελευταία τέσσερα εδάφια με το άρθρο 33 παρ. 3
του Ν 4055/2012, ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας
με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμε-
λειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανά-
κριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε
δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος ... γι'
αυτή την προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα
της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικεί-
ου διαμονής του … Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει
παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ...
Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως
απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο ει-
σαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την
επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό. Ο εισαγγε-
λεύς των εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει, απορρίπτοντας
την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση
της προηγηθείσης προανακρίσεως, μετά την ολοκλήρωση της
οποίας ο εισαγγελεύς των εφετών ή απορρίπτει την προσφυγή ή
διατάσσει την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο.
Μπορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια κυρίας ανακρίσεως, με-
τά την ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται
στο άρθρο 308 παρ. 3, χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι το «οιονεί» ένδικο
μέσον της προσφυγής κατά της απ’ ευθείας κλήσεως στο ακροα-
τήριο θεσπίσθηκε για να αποτρέψει την προπετή και άτοπο παρα-
πομπή σε δίκη, από την οποία ο κατηγορούμενος υποβάλλεται
ματαίως σε δαπάνες, την ταλαιπωρία και τον διασυρμό (ΕφΑθ
474/1962 ΠοινΧρ ΙΒ΄, 445). Από τις συνδυασμένες διατάξεις
των άρθρων 148, 153, 322 παρ. 1, 474 παρ. 2 και 476 του ΚΠΔ,
προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η άσκηση της προσφυγής,
πρέπει στην έκθεση με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο να δια-
τυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκείται τούτο, διαφορε-
τικά απορρίπτεται αφού δεν υφίσταται δικονομική δυνατότητα
αυτεπάγγελτης έρευνας (βλ. υπό άρθρο 322 ΚΠΔ, Λ. Μαργαρίτη,
σελ. 1423). Το λεγόμενο ότι οι λόγοι προσφυγής μπορούν να
αναφέρονται σε οποιαδήποτε πραγματική ή νομική πλημμέλεια
στην παραπεμπτική κρίση του Εισαγγελέα (βλ. Α.Χ. Παπαδαμάκη,
Ποινική Δικονομία, Θεωρία - Πράξη - Νομολογία, εκδόσεις
Σάκκουλα, 2002, σελ. 380 και Λ.Χ. Μαργαρίτη/Α.Κ. Ζαχαριάδη,
Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, εκδόσεις Σάκκουλα, 1999,
σελ. 120 και τις εκεί παραπομπές) αναφέρεται στις νομικές προϋ-
ποθέσεις κατάφασης ενός εγκλήματος (στοιχεία αντικειμενικής
και υποκειμενικής υπόστασης της νομοτυπικής μορφής ενός
εγκλήματος) και όχι στην ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος
για οποιοδήποτε λόγο που αναφέρεται στο άρθρο 321 ΚΠΔ (βλ.
και ΔιατΕισΕφΘεσ (Π. Ραπτόπουλου) 30/2004 Αρμ 2004, 1329
και ΠοινΧρ ΝΕ΄, 170). Αι αιτιάσεις δηλ. κατά του κύρους του κλη-
τηρίου θεσπίσματος δεν μπορούν να προταθούν με προσφυγή,
δεδομένου ότι αφορούν πράξεις της προπαρασκευαστικής για το
ακροατήριο διαδικασίας, ανήκουν κατά τα άρθρα 174 παρ. 2 και
176 παρ. 1 ΚΠΔ στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου που θα επι-
ληφθεί την εκδίκαση της κατηγορίας (Μπουρόπουλος, Ερμ. του
ΚΠΔ, έκδ. β΄, τόμ. α΄, σελ. 246 και 248). Το συμβούλιο πλημμελει-
οδικών, στο οποίο έχει τη δυνατότητα να διατάξει την υποβολή
της υποθέσεως ο εισαγγελεύς εφετών, δεν έχει αρμοδιότητα να
κρίνει το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος και να κηρύξει την
ακυρότητα τούτου. Συνεπώς προσφυγή, που περιέχει ως λόγο
ασκήσεως αυτής την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος,
είναι απαράδεκτος (βλ. όμως και Γρ. Καλφέλη, Η προσφυγή κατά
της απ’ ευθείας κλήσεως, σελ. 70, Ζησιάδου, Ποιν. Δικον. εκδ. γ΄,
τόμ. β΄, σελ. 426). Ακυρότητες της προδικασίας δεν μπορούν να
αποτελέσουν παραδεκτούς λόγους προσφυγής κατά του κλητη-
ρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται αυτό από το νόμο. Μπορεί
όμως ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτά-
430 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
θηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την
κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών,
εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατη-
γορουμένου στο ακροατήριο, όπως λ.χ. εάν ο κατηγορούμενος
δεν εκλήθη προς απολογία (βλ. ΑΠ Ολ 1/2008 ΠοινΧρ 2008,
305, υπό άρθρο 322 ΚΠΔ, Λ. Μαργαρίτη, σελ. 1425). Περαιτέρω
στην ποινική διαδικασία είναι δυνατόν να αποφασισθεί από τον
αρμόδιο κάθε φορά εισαγγελέα η απευθείας παραπομπή του
υπόπτου ή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου
δικαστηρίου με την έκδοση σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος:
α) είτε κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, αστυνομι-
κής προανάκρισης ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, β) είτε μετά
το πέρας της προανάκρισης και γ) είτε μετά το πέρας της κυρίας
ανάκρισης επί πλημμελημάτων μετά τη σύμφωνη γνώμη και του
ανακριτή (υπό άρθρο 322 ΚΠΔ, Λ. Μαργαρίτη, σελ. 1415). Με το
άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως ήδη είχε αντικατασταθεί με το
άρθρο 5 του Ν 3346/2005, η προκαταρκτική εξέταση αποκτά δι-
καστικό-δικαιοδοτικό (και όχι διοικητικό) χαρακτήρα (ΕγκΕισΑΠ
1/2009 Γ. Σανιδά), αφού εντάσσεται πλέον ρητά στους θεσμούς
τηςποινικήςδίκηςκαιεξομοιώνεταιμετηνπροανάκριση,εφόσον
απαιτούνται επαρκείς ενδείξεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης για
την άσκηση της ποινικής δίωξης, λειτουργεί ουσιαστικά ως προα-
νάκριση και ο «ύποπτος» έχει τα πλήρη δικαιώματα του κατηγο-
ρουμένου, όπως επιτάσσει και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Απαραίτητη
δε προϋπόθεση για τη νόμιμη περάτωσή της αποτελεί η κλήτευση
του «υπόπτου», του προσώπου εκείνου στο οποίο αποδίδεται η
αξιόποινη πράξη, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα κατ'
άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠΔ.
Η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως.
Είναι δε εμπρόθεσμη αφού το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε
στον προσφεύγοντα στις 7.1.2013 και η υπό κρίση προσφυγή
ασκήθηκε στις 15.1.2013, ήτοι μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών
από την επίδοσή του, ενώπιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας
Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ). Είναι δε
νομότυπη καθόσον ασκήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο
του, που ήταν εφοδιασμένη με την απαιτούμενη πληρεξουσιό-
τητα (άρθρα 96 παρ. 2β΄ και 465 παρ. 1 ΚΠΔ), με δήλωση ενώ-
πιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης
(άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ), για την οποία συντάχθηκε η υπό ιδία
ημερομηνία έκθεση που περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της
προσφυγής,σύμφωναμεταοριζόμεναστιςδιατάξειςτουάρθρου
322 παρ. 1 ΚΠΔ, ο δε αναφερόμενος λόγος ακυρότητας πράξεως
της προδικασίας συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής
του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω είναι φανε-
ρό και το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, αφού με την
προσφυγή του επιδιώκει τη διά βουλεύματος απαλλαγή του από
τις παραπάνω κατηγορίες και στρέφεται κατά κλητηρίου θεσπί-
σματος με το οποίο κλητεύθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου. Επομένως εφόσον συντρέχουν όλες οι απαι-
τούμενες δικονομικές προϋποθέσεις και κατατέθηκε και το απαι-
τούμενο παράβολο των τριακοσίων (300) ευρώ, σύμφωνα το
εδάφιο που προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 322 του ΚΠΔ με
τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 3 του Ν 4055/2012, πρέπει η κρι-
νόμενη προσφυγή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαι-
τέρω η ουσιαστική βασιμότητά της.
Με το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα αποδίδεται στον προ-
σφεύγοντα κατηγορούμενο ότι (αυτολεξεί, κατ' αντιγραφή): «Στη
Ν. Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, στις 29.11.2010 και περί ώρα 20:00:
1) Με πρόθεση, όντας μέλος οικογένειας, προξένησε σε άλλο μέ-
λος οικογένειας σωματικές κακώσεις υπό την έννοια του εδαφίου
α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του ΠΚ, και συγκεκριμένα, χτύπησε
επανειλημμένα, με γροθιές στο κεφάλι και στο στήθος, τον εγκα-
λούντα, αδελφό του, Δ.Γ., προξενώντας του εκχυμώσεις και εκ-
δορές στις παρειές του προσώπου, το αριστερό αντιβράχιο και
άκρα χείρα, καθώς επίσης και δύο παράλληλες μεταξύ τους εκδο-
ρές στην αριστερή παρειά, οφειλόμενες σε απόξεση του δέρματος
από νύχια, ήτοι σωματικές κακώσεις υπό την έννοια του εδαφίου
α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του ΠΚ και 2) Με πρόθεση, όντας
μέλος οικογένειας, προκάλεσε σε άλλο μέλος οικογένειας τρόμο,
απειλώντας το με παράνομη πράξη και συγκεκριμένα απείλησε
τον εγκαλούντα, αδελφό, Δ.Γ., με την παράνομη πράξη της αν-
θρωποκτονίας, απευθύνοντάς του τις φράσεις: “θα σε σκοτώσω,
θα σε λιανίσω”, με αποτέλεσμα να φοβηθεί αυτός υπερβολικά
και να αισθάνεται ανασφαλής».
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα χρόνιο και σύνθετο κοινωνι-
κό φαινόμενο, το οποίο εμφανίζεται σε όλα τα κοινωνικά και οικο-
νομικά στρώματα και περιλαμβάνει μια σειρά από διαφορετικής
ποινικής βαρύτητας εγκληματικές συμπεριφορές, όπως τη λεκτική,
τη σωματική, τη σεξουαλική και την ψυχολογική βία ακόμα και την
παραμέληση, που ειδικότερα συνίσταται στην έλλειψη φροντίδας,
στέρηση ιατρικής φροντίδας και εκπαίδευσης. Η βία στην οικογέ-
νεια, ως κοινωνική πραγματικότητα, κινήθηκε και δυστυχώς εξα-
κολουθεί να κινείται μεταξύ σιωπής, ανοχής και συγκάλυψης και
αυτόγιατί,σύμφωναμετηνπαραδοσιακήαντίληψη,οιόποιεςμορ-
φές βίας στην οικογένεια λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο ιδιωτι-
κότητας, αυτό της οικογενειακής ζωής και επομένως δεν αφορούν
καιδενενδιαφέρουντοκοινωνικόπλαίσιοπουκινείταιηόποιαοι-
κογένεια και πολύ περισσότερο την οποιαδήποτε μορφής κρατική
παρέμβαση. Με το Ν 3500/2006 ο νομοθέτης εστίασε στον κύκλο
των οικογενειακών σχέσεων και απομόνωσε εκείνες που αφορού-
σαν περιστατικά άσκησης βίας σωματικής, λεκτικής, σεξουαλικής
καιψυχολογικήςσεβάροςενόςευρύτερουκύκλουευάλωτωνπρο-
σώπων, τα οποία εννόησε ως «οικογένεια» και υποδηλώνει τη θέ-
λησή του να αποτρέψει φαινόμενα μετατροπής της οικογένειας σε
τόπο ατιμώρητης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο
νόμος αυτός είναι το πρώτο ελληνικό νομοθέτημα που αναφέρεται
αυτοτελώς στο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Ειδικότερα
σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου «Σκοπός είναι να
αντιμετωπιστείτοφαινόμενοτηςενδοοικογενειακήςβίαςστηβάση
των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιαθέσεως και της αξιοπρέπει-
ας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική διαβίωση των προ-
σώπων στο πλαίσιο της οικογένειας». Έτσι προβάλλει, ως έννομο
αγαθό η αρμονική συμβίωση στο πλαίσιο της οικογένειας, η οποία
μπορεί να απειληθεί από προσβολές των επί μέρους εννόμων αγα-
θών της σωματικής ακεραιότητας, της ελευθερίας, της γενετήσιας
ελευθερίας (που προστατεύει ήδη ο ΠΚ, αλλά εν προκειμένω στα
πλαίσιατηςοικογένειαςτυγχάνουνειδικήςμεταχείρισης),τηςενδο-
οικογενειακής γενετήσιας αξιοπρέπειας (νέα ρύθμιση) πρωτίστως
των γυναικών, των ανηλίκων, των υπερηλίκων και γενικώς των
ανήμπορων ατόμων. Στόχος του νόμου αυτού φαίνεται να είναι η
προστασία όλων των ατόμων που βρίσκονται σε αδύναμη θέση
σταπλαίσιατηςοικογένειας.Ηπιoουσιαστικήδεαλλαγήτουνομο-
σχεδίουαυτούείναιότιόλεςοιπράξειςπουδιώκονταιμεέγκληση,
σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, θα διώκονται πλέον, με βάση το
GNOMODOT.indd
GNOMODOT.indd
GNOMODOT.indd

More Related Content

What's hot

αυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεε
αυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεεαυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεε
αυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεεtaxalia
 
Σχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις
Σχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές ΕπενδύσειςΣχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις
Σχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές ΕπενδύσειςNotis Mitarachi
 
Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...
Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...
Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...Konstantinos Tzikas Mediation Law firm
 
Πειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσεις
Πειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσειςΠειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσεις
Πειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσειςdakekavalas
 

What's hot (12)

αυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεε
αυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεεαυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεε
αυτεπαγγελτη αναζητηση πιστοποιητικων ικα οαεε
 
Σχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις
Σχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές ΕπενδύσειςΣχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις
Σχέδιο Νόμου για Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις
 
E2090 2019
E2090 2019E2090 2019
E2090 2019
 
G36 4-110-18
G36 4-110-18G36 4-110-18
G36 4-110-18
 
ΔΕΦΚΦ Β 1182030 ΕΞ14-12-2016
ΔΕΦΚΦ Β 1182030 ΕΞ14-12-2016ΔΕΦΚΦ Β 1182030 ΕΞ14-12-2016
ΔΕΦΚΦ Β 1182030 ΕΞ14-12-2016
 
Pol 1213 2018
Pol 1213 2018Pol 1213 2018
Pol 1213 2018
 
4ακπ6 ι1-signed
4ακπ6 ι1-signed4ακπ6 ι1-signed
4ακπ6 ι1-signed
 
E2128pro
E2128proE2128pro
E2128pro
 
Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...
Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...
Δικαιούμαι να κατέχω όπλο; (Am I entitled to own a gun?) - Τζίκας Κωνσταντίνο...
 
Πειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσεις
Πειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσειςΠειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσεις
Πειθαρχικό εκπαιδευτικών, νέες ρυθμίσεις
 
105a 18
105a 18105a 18
105a 18
 
Kanonismos
KanonismosKanonismos
Kanonismos
 

Similar to GNOMODOT.indd (9)

1456b 18
1456b 181456b 18
1456b 18
 
Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014
Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014
Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014
 
αποφαση θρησκευτικα
αποφαση θρησκευτικααποφαση θρησκευτικα
αποφαση θρησκευτικα
 
A1226fek
A1226fekA1226fek
A1226fek
 
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ CNC
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ CNCΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ CNC
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ CNC
 
Egk.35 17
Egk.35 17Egk.35 17
Egk.35 17
 
Efka2 20
Efka2 20Efka2 20
Efka2 20
 
4939b 20
4939b 204939b 20
4939b 20
 
E2173
E2173E2173
E2173
 

GNOMODOT.indd

  • 1. 422 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 Εισαγγελικές παραγγελίες ΕγκΕισΑΠ 2/2013 Διατάξεις: άρθρα 6 Ν 3492/2006, ΠΔ 24/2008, 1 Ν 4081/2012, 42 [παρ. 2, 4] ΚΠΔ Σύσταση Επιτροπών στη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του ΓΛΚ, Διαβίβαση εισαγγελικών παραγγελιών κα- τόπιν ανώνυμων ή εντελώς αόριστων καταγγελιών πολιτών για κακοδιαχείριση πόρων του δημόσιου τομέα Παρακαλούνται οι διευθύνοντες τις Εισαγγελίες όπως, κατά τον χειρισμό υποθέσεων που αφορούν καταγγελί- ες πολιτών για κακοδιαχείριση πόρων του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, γίνεται ενδελεχής αξιολό- γηση του περιεχομένου αυτών, έτσι ώστε για τις υποβαλ- λόμενες ανωνύμως ή ψευδωνύμως, εφόσον κρίνεται ότι με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτές δεν δικαιολογείται η διε- ρεύνησή τους με παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης, να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 42 παρ. 2 και 4 ΚΠΔ, για όσες δε αξιολογούνται ως σοβαρές και άξιες δι- καστικής διερεύνησης, εφόσον ο εισαγγελικός λειτουργός που χειρίζεται την υπόθεση ήθελε κρίνει ότι είναι απολύ- τως απαραίτητος ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος, αυ- τός να οριοθετείται σαφώς κατά το αντικείμενό του (τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις) στη σχετική παραγγελία. Προς τους κ.κ. διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών και δι’ αυ- τών προς τους κ.κ. διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών του Κράτους Σχετικά:α)τομεαριθμόπρωτοκόλλου2/9086/Γ.Δ.Δ.Ε./29.1.2013 έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, β) το με αριθμό πρωτοκόλλου 2/24184/Γ.Δ.Δ.Ε./5.3.2013 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γ.Λ.Κ. Με την υπ’ αριθμ. 270212/0004/8.10.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, συγκροτήθηκαν στη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γ.Λ.Κ. και από 1.11.2012 άρχι- σαν να λειτουργούν τρεις νέες Διευθύνσεις, ήτοι η Διεύθυνση Ελέγχου Υπουργείων, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, η Διεύθυνση Ελέγχων Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ.λπ. και η Διεύθυνση Υποστήριξης και Επικοινωνίας. Η σύσταση των Διευθύνσεων αυτών προβλέ- πεται από το άρθρο 6 του Ν 3492/2006, η διάρθρωση δε και οι αρμοδιότητές τους από το ΠΔ 24/2008. Με την ίδια Υπουργική απόφαση συγκροτήθηκε και άρχισε να λειτουργεί από 1.11.2012 η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του Ν 4081/2012 Επιτροπή Συντονισμού Ελέγχων (ΕΣΕΛ), η οποία επιλαμβάνεται θεμάτων προετοιμασίας, έγκρισης και αξιολόγησης των διενεργούμενων από τις ως άνω Διευθύνσεις δημοσιονομικών ελέγχων. Κύρια αποστολή των ως άνω Διευθύνσεων είναι η διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του κρατικού προϋπολο- γισμού και του προϋπολογισμού των φορέων του στενού και του ευρύτερουδημόσιουτομέα,διενεργούνδεπρογραμματισμένους ετήσιους ελέγχους, καθώς και έκτακτους ελέγχους μετά από κα- ταγγελίες ή αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή μετά από πα- ραγγελίες των κατά τόπους Εισαγγελικών Αρχών. Επειδή σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικής κρίσης, περισσεύει η καχυποψία των πολιτών για τη χρηστότητα της δημοσιονομι- κής διαχείρισης, ευθύς μετά την έναρξη λειτουργίας των ως άνω Διευθύνσεων, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα ανωτέρω α΄ και β΄ σχετικά, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αθρόας αποστολής σ’ αυτές εισαγγελικών παραγγελιών, στα πλαίσια διενεργούμενων από τις εισαγγελικές αρχές προκαταρκτικών εξετάσεων, με αίτη- μα τη διενέργεια έκτακτων διαχειριστικών ελέγχων, με αφορμή πολλές φορές ανώνυμες ή εντελώς αόριστες καταγγελίες πολιτών για κακοδιαχείριση πόρων του στενού ή του ευρύτερου δημό- σιου τομέα. Ήδη μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2013 είχαν διαβιβασθεί σ’ αυτές 102 εισαγγελικές παραγγελίες από όλη την Επικράτεια. Το γεγονός αυτό συνδυαζόμενο με την ελλιπή στελέχωση των ως άνω υπηρεσιών (σύμφωνα με όσα εκτίθενται στα ανωτέρω σχε- τικά και στις τρεις διευθύνσεις υπηρετούν σήμερα 31 υπάλληλοι εκ των οποίων 12 σε θέσεις ευθύνης), οδηγεί αναπόφευκτα στην ακύρωση της κύριας αποστολής τους, όπως αυτή διαγράφεται ανωτέρω. Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε όπως, κατά τον χειρισμό υποθέσεων που αφορούν καταγγελίες σχετικές με το αντικείμε- νο περί του οποίου πρόκειται, να γίνεται ενδελεχής αξιολόγηση του περιεχομένου αυτών, έτσι ώστε για τις υποβαλλόμενες ανω- νύμως ή ψευδωνύμως, εφόσον κρίνεται ότι με βάση τα εκτιθέμε- να σ’ αυτές δεν δικαιολογείται η διερεύνησή τους με παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης, να ακολουθείται η διαδικασία του άρ- θρου 42 παρ. 2 και 4 του ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 παρ. 3 του Ν 4055/2012, για όσες δε αξιολο- γούνται ως σοβαρές και άξιες δικαστικής διερεύνησης, εφόσον ο εισαγγελικός λειτουργός που χειρίζεται την υπόθεση ήθελε κρίνει ότι είναι απολύτως απαραίτητος ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγ- χος, αυτός να οριοθετείται σαφώς κατά το αντικείμενό του (τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις) στη σχετική παραγγελία, με ανα- φορά στο πιθανό έγκλημα στην αναζήτηση του οποίου σκοπεί ο έλεγχος και της φύσης του αναζητούμενου εγκλήματος ως κα- κουργήματος ή πλημμελήματος καθώς και ο πιθανολογούμενος χρόνος παραγραφής. Οικ.κ.ΕισαγγελείςΕφετώνπαρακαλούνται,κατάτηνΕπιθεώρηση των Εισαγγελιών Πρωτοδικών της περιφέρειας, να ερευνούν ειδι- κά την τήρηση της παρούσας. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ΝικόλαοςΠαντελής V. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
  • 2. ++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 423 Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr Κλητήριο θέσπισμα ΔιατΕισΕφΑθ 101/2013 Διατάξεις: άρθρα 101, 171 [παρ. 1 στοιχ. δ΄], 173, 176, 321 [παρ. 1, 4], 273 [παρ. 2], 322 [παρ. 1] ΚΠΔ, 5 [παρ. 2], 6 [παρ. 3] ΕΣΔΑ, 9 [παρ. 2], 14 [παρ. 3] ΔΣΑΠΔ Προσφυγή κατά κλητηρίου θεσπίσματος, Ακυρότητες προδικα- σίας, Υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου, Ενημέρωση κατηγορουμένου για την κατηγορία Οι ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυ- ρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο, όμως είναι δυνατόν η ακυρότητα πρά- ξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ’ άρ- θρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εν προκειμένω, απορρίπτονται οι προσφυγές των κατηγορουμένων κατά του κλητηρίου θεσπίσματος διά του οποίου παραπέμφθη- καν αυτοί να δικασθούν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, προκύπτει με απόλυτη βεβαιότητα ότι η επίδικη κατηγορία εξετέθη στους προσφεύγοντες και ότι αυτοί πληροφορήθηκαν την εν λόγω κατηγορία και ενημερώθηκαν γι’ αυτήν, ότι κατά την προανακριτική διαδικασία εφαρμόσθηκαν οι επιταγές των ισχυόντων σχετικώς κανόνων δικαίου και τηρήθηκαν οι παραδοχές της διαμορφωθείσας νομολογίας του ΑΠ και του ΕΔΔΑ, ότι οι προσφεύγοντες επέλεξαν να μην απο- λογηθούν, εγγράφως ή προφορικώς, παρά την κατά τα ανωτέρω σύννομη ενημέρωσή τους και ότι εν κατακλείδι δεν συντρέχει περίπτωση ούτε απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, ούτε, βεβαίως, κηρύξεως της ακυρότητας του υπό κρίση κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία επικα- λούνται οι προσφεύγοντες, προκειμένου να επιστραφεί η δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για να λάβουν γνώση του εις βάρος τους κατηγορητηρίου, του οποίου όμως ήδη έλαβαν γνώση, ώστε να αντιμετωπίσουν την κατηγορία που τους αποδίδεται. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 322 παρ. 1 του ΚΠΔ, ο κα- τηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών εντός προθεσμίας δέκα ημερών, η οποία δεν παρεκτείνεται εξ αιτίας της απόστασης, επικαλούμενος ουσιαστι- κούς ή τυπικούς λόγους για την εσφαλμένη παραπομπή του. Για την προσφυγή αυτή, που συνιστά «οιονεί» ένδικο μέσο, υπό την έννοια ότι δι’ αυτής προσάπτεται μομφή κατά πράξεως του Εισαγγελέα και όχι κατά βουλεύματος ή αποφάσεως της οποίας κριτήριο αποτελεί το είδος του δικαστηρίου, στο οποίο παρα- πέμπεται ο προσφεύγων και όχι αυτή καθ’ εαυτή η πράξη (Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη,β΄έκδοσηαναθεωρημένη,2004,Κεφ.Δ΄,παρ.1.5.1 σελ. 405-407 και κατ’ αυτόν, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα, 2000, Καλφέλης, Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, 1990, σελ. 44 επ.), συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ή του γραμματέα του Ειρηνοδικείου της διαμονής του προσφεύγοντος. Ο Εισαγγελέας Εφετών αποφασίζει: «... απορρίπτοντας την προσφυγή (αν κρίνει ότι η παραπομπή στο ακροατήριο είναι ορθή) ή διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση της προανακρίσεως που προη- γήθηκε μετά την ολοκλήρωση της οποίας ο Εισαγγελέας (Εφετών) ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπό- θεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Μπορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια κυρίας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ, χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή» (άρθρο 322 παρ. 2α΄ ΚΠΔ). Επίσης, με το άρθρο 33 παρ. 3 Ν 4055/2012 και με το άρ- θρο 93 παρ. 2Β΄ Ν 4139/2013, στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 322 ΚΠΔ, όπως η εν λόγω παράγραφος συμπληρώθηκε προστέ- θηκαν εδάφια έχοντα ως εξής: «Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσειπαράβολουπέρτουΔημοσίουποσούτριακοσίων(300) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και ΑνθρωπίνωνΔικαιωμάτων.Ανδενκατατεθείτοπαράβολο,ηπρο- σφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυ- γήδιατάσσεικαιτηνεπιστροφήτουπαραβόλουστονκαταθέσαντα αυτό.Σεπερίπτωσηπουηπροσφυγήασκείταιαπόπερισσοτέρους κατηγορουμένους,κατατίθεταιμόνοέναπαράβολο». Όπως ήδη αναφέρθηκε, η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ συ- νιστά οιονεί ένδικο μέσο, εφ’ όσον δι’ αυτής «προσάπτεται μομ- φή» κατά πράξεως του Εισαγγελέα (δηλαδή κατά πράξεως, μο- νοπρόσωπου δικαστικού οργάνου), η επανεξέτασή της γίνεται από ανώτερο δικαστικό όργανο και η εκδίκαση της υποθέσεως αναστέλλεται μέχρι την έκδοση οριστικής κρίσης επ’ αυτής. Είναι γνωστό, ότι, επί των «οιονεί» ενδίκων μέσων εφαρμόζονται οι γενικές αρχές των ενδίκων μέσων, με την επιφύλαξη, τυχόν, αντί- θετης ρύθμισης (π.χ. το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέ- σων κατ’ άρθρο 469 ΚΠΔ, Α. Παπαδαμάκης, ως ανωτ., σελ. 505 και κατ’ αυτόν, Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, Γ΄ 1977, σελ. 95, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, σελ. 717, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία - Ένδικα Μέσα, 2000, σελ. 13), καθώς και ότι, κατά την ποινική αξιολόγηση αυτών από το ανώτερο δικαστικό όργανο, διερευνάται ό,τι προσβάλλεται. Επίσης, με την άσκηση των ενδίκων μέσων σκοπείται η διόρθωση λάθους, η αποκατά- σταση αδικίας και η διατύπωση νέας σωστής κρίσης, ο ίδιος δε στόχος αλλά με τους περιορισμούς των προαναφερομένων αντι- θέτων ρυθμίσεων σκοπείται και με τα οιονεί ένδικα μέσα. Κατά συνέπεια, επί της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 322 ΚΠΔ), μπορούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρ- θρων 462-476 ΚΠΔ, με την προϋπόθεση ότι είναι συμβατές με τη λειτουργία αυτής ως θεσμού και δεν έρχονται σε αντίθεση με τους ορισμούς του άρθρου 322 ΚΠΔ (Α. Παπαδαμάκης, ως ανωτ., σελ. 406). Εξ αυτού του λόγου και κατά λογική αναγκαιότητα, συνάγε- ται ότι επί της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ μπορεί να ισχύσει ό,τι και επί των ενδίκων μέσων μόνον εφ’ όσον δεν τίθεται ζήτημα συγκρούσεως με όσα ειδικώς και περιοριστικώς ορίζονται στις διατάξεις αυτού του άρθρου. Βάσει των οριζομένων ευθέως και με απόλυτη σαφήνεια στις διατάξεις του άρθρου 322 παρ. 2 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας Εφετών, κατά την επανεξέταση της κατηγορίας του
  • 3. 424 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 προσφεύγοντος, έχει συγκεκριμένη αρμοδιότητα, η οποία περι- ορίζεται: «ή στο να απορρίψει την προσφυγή ή στο να διατάξει προανάκρισηήσυμπληρωματικήπροανάκριση,μετάτηνολοκλή- ρωση της οποίας απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την εισα- γωγή της υποθέσεως στο Δικαστικό Συμβούλιο ή στο να διατάξει κυρία ανάκριση, κατ’ άρθρο 308 παρ. 3 ΚΠΔ», (βλ. ανωτ.), όμως, η εν λόγω αρμοδιότητά του επεκτείνεται, όπως και επί των ενδί- κωνμέσων(Α.Παπαδαμάκης,ωςανωτ.σελ.578),στηδιερεύνηση και στην εξέταση λόγων ουσιαστικών ή δικονομικών, οι οποίοι δεν προβάλλονται από τον προσφεύγοντα αλλά ανήκουν στην κατηγορία των ζητημάτων που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως κατά το στάδιο της προδικασίας, και εφ’ όσον, βε- βαίως, δεν ανακύπτει ζήτημα οιασδήποτε αντιθέσεως προς το χα- ρακτήρακαιμετοσκοπότηςπροσφυγήςτουάρθρου322ΚΠΔ. Ιδιαιτέρως αναφέρεται ότι κατά τη διαδικασία που προηγείται της παραπομπής στο ακροατήριο, δεν αξιώνεται από τους φορείς της δικαστικής κρίσεως, εξ αντικειμένου, απόδειξη της ενοχής και σχηματισμός δικαστικής πεποίθησης, υπό την έννοια της υπερβά- σεως των οιωνδήποτε αμφιβολιών τους. Η εν λόγω «ενδιάμεση» κρίση παραμένει και υποκειμενικά στο επίπεδο της πιθανολόγη- σης της ενοχής, έχουσα μάλιστα κατά βάση προγνωστικό χαρα- κτήρα. Στο μέτρο αυτό, η «ενδιάμεση» κρίση δεν επηρεάζεται ού- τεαπότοτεκμήριοτηςαθωότηταςτουκατηγορουμένου,τοοποίο παραμένει «ζωντανό» και μετά την παραπομπή του στο ακροατή- ριο, αλλά σε μεγάλη έκταση ούτε και από το αξίωμα in dubio pro reo, το οποίο θα μπορούσε, κατά μια άποψη, να έχει εφαρμογή, το πολύ σε σχέση με την παραδοχή ως δεδομένων των περιστατι- κών που στηρίζουν την πιθανολόγηση (δηλαδή την ένδειξη ή τις ενδείξεις). Όμως εκείνο που μετράει στο επίπεδο της υπό ευρείαν έννοια προδικασίας δεν είναι η βεβαιότητα της συνδρομής των ενδείξεων αλλά η προγνωστική τους αξία. Το κριτήριο για την αξιολόγηση των στοιχείων που απαιτούνται για την παραπομπή στο ακροατήριο διαμορφώνεται από το συνδυασμό των θεσπι- σμένων, με τα άρθρα 310 παρ. 1, 313 και 270 παρ. 1 ΚΠΔ, παρά τη διαφορετική ορολογία που χρησιμοποιείται σ’ αυτά, για τον «προσδιορισμό του βαθμού των ενδείξεων που απαιτείται για την παραπομπή». Κατ’ αναλογική εφαρμογή, αναφέρεται ότι σε περίπτωση παραπομπής διά βουλεύματος, απαιτείται να στηρίζε- ται η κρίση του Συμβουλίου επί ενδείξεων που είναι σοβαρές και επαρκείς για να υποβληθεί αυτή στη βάσανο του ακροατηρίου, δηλαδή θα πρέπει αυτές οι ενδείξεις να είναι αποχρώσες. Επίσης, κατά πάγια νομολογία του ΑΠ (ΑΠ 1801/2007, ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος, βλ. και κατωτ.), αρκεί η γενική κατά το είδος μνημόνευση των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να είναι αναγκαία ούτε η αναλυτική παράθεση αυτών, ούτε η έκθεση των πραγμα- τικών περιστατικών, τα οποία προέκυψαν από έκαστο εξ αυτών, αλλ’ ούτε και η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ η ιδιαί- τερη μνημόνευση ορισμένων αποδεικτικών μέσων οφείλεται στη βαρύνουσα σημασία τους και όχι στο ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο αγνόησε ή δεν συνεκτίμησε τα υπόλοιπα (βλ. ΑΠ 1999/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 402, ΑΠ 1101/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 413, ΑΠ 1074/2006 ΠοινΧρ ΝΖ΄, 405, ΑΠ 197/2005 ΠΛογ 2005, 261, ΑΠ 300/2005 ΠΛογ 2005, 306). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 313 ΚΠΔ, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, απαιτούνται «επαρκείς» (αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του, ενώ πλήρης απόδειξη απαιτείται μόνον για την καταδίκη, η οποία λαμβάνει χώρα στο ακροατήριο (ΑΠ Ολ 9/2001 ΠοινΧρ ΝΑ΄, 788 επ., ΑΠ 529/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄, 33, ΑΠ 26/1989 ΠοινΧΡ ΛΘ΄, 652). Στην παρούσα περίπτωση, το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπι- σμα επιδόθηκε στους προσφεύγοντες την 1η Απριλίου 2013 και οι υπό κρίσιν προσφυγές ασκήθηκαν στις 10.4.2013 ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ..., και ως εκ τούτου η άσκηση αυτών είναι εμπρόθεσμη (βλ. ανωτ.). Περαιτέρω, στο δικόγραφο των ανωτέρω εκθέσεων πε- ριλαμβάνονται οι προβαλλόμενοι λόγοι της ασκήσεώς τους, οι οποίοι αφορούν σε νομικές πλημμέλειες της ποινικής διαδικα- σίας, που προηγήθηκε της παραπεμπτικής κρίσης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και συγκεκριμένα παρατίθενται «πλημμέλειες - αι- τιάσεις», που ανάγονται, κατά την άποψη των προσφευγόντων, στην απόλυτη ακυρότητα της προανακρίσεως και συναρτώνται με τη μη γνωστοποίηση και επίδοση σ’ αυτούς εγγράφου κατη- γορητηρίου, ως εκ των οποίων βάλλεται η νομική βασιμότητα της παραπομπής τους στο προαναφερόμενο ακροατήριο και ζητείται: «1. Να γίνουν δεκτές οι παρούσες προσφυγές. 2. Να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα. 3. Να κηρυχθεί ακυρότητα της προδικασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1δ΄ και 176 παρ. 2 ΚΠΔ, αναλογικώς εφαρμο- ζόμενες, διότι κατά την κλήση τους σε απολογία δεν τους γνωστο- ποιήθηκε εγγράφως η υπό κρίσιν κατηγορία και 4. Να διαταχθεί η επιστροφή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να λάβουν γνώση του εγγράφου κατηγο- ρητηρίου, ώστε να εκθέσουν απολογούμενοι τις απόψεις τους». Προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων παραπέμπουμε στο πλή- ρες κείμενο των υπό κρίσιν προσφυγών. Επειδή εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι παρούσες προσφυγές ασκήθηκαν παραδεκτώς, νομίμως και εμπροθέσμως, αυτές είναι τυπικά παραδεκτές και νομικά βάσιμες και πρέπει να διερευνηθούν κατ’ ουσίαν τα δι’ αυτών υποβαλλόμενα αιτήματα. Όπως ήδη αναφέρθηκε, διά των υπό κρίσιν προσφυγών ζητείται η κήρυξη της απόλυτης ακυρό- τητας της προδικασίας και της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπί- σματος, επειδή δεν γνωστοποιήθηκε εγγράφως η επίδικη κατη- γορία στους προσφεύγοντες κατηγορουμένους. Σχετικώς, με τα εν λόγω νομικά ζητήματα της προκλήσεως ή μη απόλυτης ακυρό- τητας της προδικασίας και της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπί- σματος, συνεπεία του ότι αυτό δεν γνωστοποιήθηκε εγγράφως η υπό κρίσιν κατηγορία στους προσφεύγοντες κατηγορουμένους αναφέρονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 173 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπο- ρούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμό- διο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, τόσο της κύριας όσο και της προπαρασκευαστικής, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατή- ριο, διότι διαφορετικά καλύπτονται με αποτέλεσμα, να μη μπο- ρούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, καθώς και ότι αρμόδιο για την κήρυξη ή μη ως ακύρων των εν λόγω, πράξεων (τηςπροδικασίας)είναιτοΔικαστικόΣυμβούλιο.Ανοιακυρότητες της προδικασίας προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστι-
  • 4. ++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 425 Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr κό συμβούλιο, δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν καιπάλιενώπιοντουδικαστηρίουπουαναλαμβάνειτηνεκδίκαση της κατηγορίας, αφού το Δικαστήριο δεν έχει ούτε αρμοδιότητα για να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας, ού- τε εξουσία για να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακρι- τική πράξη. Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠΔ προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει επί ποινή ακυρότητας να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν παρίσταται ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κα- τηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αυτός καλείται, γ) τη χρονολογία, ημέρα της εβδομά- δας και ώρα της εμφανίσεως αυτού, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του προβλέποντας αυτήν άρθρου του ποινικού νόμου και ε) τον αριθμό του, την επί- σημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα ή του δημό- σιουκατηγόρουήτουπταισματοδίκηκατάτοάρθρο27παρ.2.Τα ανωτέρω στοιχεία που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να περιέχει τοκλητήριοθέσπισμαορίζονταιπεριοριστικώς. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι ακυρότητες της προδικασί- ας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο, όμως, είναι δυνατόν, η ακυ- ρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνά- πτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ Ολ 1/2008, ΑΠ 539/1989). Σύμφωνα με την ΑΠ Ολ 1/2008, ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται, εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, ενώ από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται n παραπομπή του κατηγορουμένουστοακροατήριο,ναδιατάξειτησυμπλήρωσητης διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν οι ακυρότητες της προδικασί- ας δεν προεβλήθησαν διά της κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγής ή προβληθείσεςαπορρίφθηκαναπότονΕισαγγελέαΕφετών,δενεπι- δρούνεπίτουκύρουςτηςδιάκλητηρίουθεσπίσματοςπαραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής (ΑΠ 539/1989). Κατά την ΑΠ 1260/2000 (την οποία επικα- λούνται οι προσφεύγοντες), οι ανωτέρω δικονομικές διατάξεις δεν αντίκεινται στις περί ευθυδικίας (χρηστής δίκης) [ειδικότερα υπέρ του κατηγορουμένου] δικονομικές εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 3 της Συμβάσεως της Ρώμης του 1950, οι οποίες (όπως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση), δεν διακρίνουν περί προδικασίας και κυ- ρίας διαδικασίας στην ποινική δίκη. Κατά τον τελεολογικό σκοπό της ως άνω έχουσας αυξημένη τυπική ισχύ Συμβάσεως (28 Συντ.), που συνίσταται στο ότι θα πρέπει η ποινική διαδικασία, ως σύνολο θεωρουμένη,ανεξαρτήτωςτωνεπιμέρουςδικονομικώντύπωντης, να μπορεί να εκτιμηθεί ότι απηχεί τη χρηστή δίκη, που δικαιολογεί την έκδοση καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, οι ανωτέρω εγ- γυήσεις έχουν την έννοια ότι πρέπει να δίδεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενοναακουσθείπλήρωςκατάτηνεκδίκασητηςουσίας τηςκατηγορίαςυπότουδικαστούπουεκδίδειτηνοριστικήαπόφα- ση. Συνεπώς, οι διατάξεις του επίμαχου άρθρου 6 παρ. 3 εφαρμό- ζονται κατά τη δίκη, κυρίως, στο ακροατήριο και αναλογικώς μό- νο στη μη επιβαλλόμενη από τη Σύμβαση προανάκριση, όταν και όπου η τελευταία αυτή προβλέπεται προς βάσανο της κατηγορίας σε προανακριτικό στάδιο, τόσο υπέρ του νόμου όσο και υπέρ του κατηγορουμένου προσώπου. Η ανάλογη εφαρμογή ιδίως συμβαί- νει όταν στο στάδιο της προδικασίας λαμβάνονται δικαστικά μέτρα κατάτηςπροσωπικήςελευθερίαςκαιασφάλειαςτουκατηγορουμέ- νου (άρθρο 5 της Συμβάσεως), οπότε αυτός πρέπει προηγουμένως ναακουσθεί(επίόλωντωνανωτέρωΑΠ1260/2000). Περαιτέρω, στο άρθρο του, σήμερα Αντεισαγγελέως του ΑΠ, Αθ. Κονταξή, με τίτλο «Υπάρχει υποχρέωση γραπτού κατηγορητηρί- ου;», το οποίο είναι δημοσιευμένο στα ΠοινΧρ ΝΔ΄, 2004 (476 και 477), αναγράφονται, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: «Η υ- ποχρέωση τήρησης γραπτού κατηγορητηρίου δεν προβλέπεται από γραπτή διάταξη του νόμου, αφού, άλλωστε, δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να ορίζει τα στοιχεία αυτού και δη με ποινή ακυρότητας, ούτε αποτελεί περιεχόμενο της έκθεσης εξετάσεως του κατηγορουμένου ή έγγραφη σ’ αυτή κατηγορία (βλ. άρθρο 151 ΚΠΔ, αφού, σ’ αυτή (= έκθεση απολογίας) περιέχονται όσα ο κατηγορούμενος αναφέρει - απολογείται. Αντίθετα, μάλιστα, η διάταξη του άρθρου 273 παρ. 2, που σαφώς αναφέρεται και στην προανάκριση (βλ. παρ. 1 αυτού), ρητά αναγράφει: ότι «Εκείνος, που ενεργεί την εξέτασή του, εκθέτει με πληρότητα ...». Εκθέτω σημαίνει αφηγούμαι, γνωστοποιώ, περιγράφω, αναπτύσσω, εξι- στορώ, διηγώ, εξηγώ, ανακοινώνω και δη «εκθέτει την πράξη» λέγει το άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ και όχι το περιεχόμενο (ποιο;) του κατηγορητηρίου. Ο όρος «κατηγορητήριο αναφέρεται όχι σε γραπτό κείμενο αλλά, στην κατηγορία» … Εξ άλλου και το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α΄ ΕΣΔΑ αναγράφει «πας κα- τηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) όπως πληροφορηθή... και εν λε- πτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον της κατηγορίας» (πρβλ. και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. α΄ ΔΣΑΠΔ που κυρώθηκε με το Ν 2462/1997). Όμως τα ανωτέρω άρθρα έχουν εφαρμογή μόνο στο ακροατήριο, όχι και στην προδικασία για την οποία ισχύει το άρθρο 5 ΕΣΔΑ, και στη σχετική διαδικασία του μπο- ρούν να τύχουν εφαρμογής οι κατ' ιδίαν εκφάνσεις της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ που προσαρμόζονται σ' αυτή (πρβλ. ΑΠ 1260/2000). Το ότι τα ανωτέρω άρθρα (= 6 παρ. 3 εδ. α΄ ΕΣΔΑ, 14 παρ. 3 εδ. α΄ Ν 2462/1997) και δη στο ανώτερο σημείο που ενδιαφέρει εδώ αναφέρονται μόνο στο ακροατήριο προκύπτει σαφώς και από το ότι κάνει λόγο για «δικαστήριο», αλλά και από το ότι ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης που ακολουθεί (στο δικα- στήριο) δεν επηρεάζεται σοβαρά από την αδυναμία τηρήσεως της (έγγραφης) ανακοίνωσης της κατηγορίας στην προδικασία, η οποία είναι αυτοτελής έναντι του ακροατηρίου, η δε προετοι- μασία της υπεράσπισης στο ακροατήριο στηρίζεται στο κλητήριο θέσπισμα ή παραπεμπτικό βούλευμα που επιδίδεται οπωσδήπο- τε στον κατηγορούμενο. Επίδοση «κατηγορητηρίου» δεν γίνεται ούτε προβλέπεται στην προδικασία, στο δε ακροατήριο λέγεται κλητήριο θέσπισμα (άρθρο 321 ΚΠΔ). Άλλωστε τα άρθρα αυτά δεν θεσπίζουν υποχρέωση γραπτής ανακοίνωσης της κατηγορίας (βλ. υποθέσεις Kamasinski της 19.12.1989, παρ. 78 επ., Pelissier Sassi, παρ. 53, βλ. και Σπινέλλη, ΠοινΧρ ΜΗ΄, 14 No 51, πρβλ. και σελ. 9, Κοκκινάκη, ΠοινΔικ 2001, 1280, Frowein - Peukert (1996), άρ. 6, No 77). Τόσο η Επιτροπή, όσο και το Δικαστήριο, κατά πα- γία νομολογία, υιοθετούν την άποψη ότι η πληροφόρηση του κατηγορουμένου για τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κα- τηγορίας δεν απαιτείται να γίνεται γραπτώς. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ ακόμη και το κατηγορη- τήριο με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροα- τήριο δεν είναι απαραίτητο να δοθεί γραπτώς στον κατηγορού- μενο (βλ. π.χ. τη θεμελιώδη απόφαση Kamasinski κατά Αυστρίας της 19.12.1989 (Α΄ 168), παρ. 78 επ. Παρομοίως στην απόφαση Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας τονίζεται (παρ. 53) ότι το άρθρο 6
  • 5. 426 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 παρ. 3α΄ της ΕΣΔΑ δεν θεσπίζει ειδικές τυπικές προϋποθέσεις σε σχέση με τον τρόπο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος θα πλη- ροφορηθεί τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κατηγορίας. Έτσι και ο Δ. Σπινέλλης, ΠοινΧρ ΜΗ΄, 5 επ., 14). Την ίδια άποψη ακολουθεί το ΕΔΔΑ και σε σχέση με την παρεμφερή διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ («Παν συλληφθέν πρόσωπον δέον να πληροφορείται, κατά το δυνατόν συντομότερον και εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί, τους λόγους της συλλήψεώς του, ως και πάσαν διατυπουμένην εναντίον του κατηγορίαν»). Βλ. παρόμοια διά- ταξη και στο άρθρο 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ. Και εδώ γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται να γνωστοποιούνται γραπτώς στον κατηγορού- μενο οι λόγοι της συλλήψεώς του και n εναντίον του κατηγορία, αλλά ότι αρκεί μια γενική πληροφόρησή του ως προς αυτά. Βλ. Σπινέλλη, ΠοινΧρ ΜΗ΄, 9, J. Frowein/W. Peukert, Europdische Menschen-rechtskonvention, 2η έκδ., 1996, άρ. 6, αριθ. 104, Jakobs/White, The European Convention of Human Rights, 21996, σελ. 87. Εν γένει πάντως οι απαιτήσεις για πληροφόρηση που θέτει το άρθρο 6 παρ. 1α΄ είναι σαφώς υψηλότερες σε σχέση με αυτές του άρθρου 5 παρ. 2, διότι, όπως υποστηρίζεται, στην πρώτη περίπτωση η αναλυτική πληροφόρηση χρησιμεύει στην προετοιμασία της υπερασπίσεως, ενώ στη δεύτερη έχει κυρίως σημασία για τη νομιμοποίηση της συλλήψεως αυτής καθεαυτής. Η πλήρης ενημέρωση του κατηγορουμένου στην προδικασία μπορεί να λάβει χώρα με τη χορήγηση αντιγράφων όλων των εγ- γράφωντηςδικογραφίαςκαιμετηντήρησητουάρθρου308παρ. 6 ΚΠΔ. Τέλος, για να προσλάβει κάποιος την ιδιότητα του κατηγο- ρουμένου δεν απαιτείται ούτε προβλέπεται από κάποια διάταξη νόμουηεπίδοσηεγγράφουκατηγορητηρίουσ'αυτόν(βλ.άρθρο 72, 101 εδ. α΄ ΚΠΔ)». Από τη συνδυαστική εκτίμηση των προεκτεθέντων, στο πλαίσιο τωνδιατάξεωντουΣυντάγματος,τηςΕΣΔΑ,τουΔΣΑΠΔ,τουΚΠΔ, της διαμορφωθείσας νομολογίας του ΑΠ και του ΕΔΔΑ, όπως και της θεωρίας, συνάγεται ότι κατά το στάδιο της προανακρίσεως, όταν ο κατηγορούμενος καλείται για να απολογηθεί, δεν υπάρχει υποχρέωση για έγγραφη γνωστοποίηση σ' αυτόν της κατηγορίας που του αποδίδεται, δεδομένου ότι η έγγραφη γνωστοποίηση της κατηγορίας δεν επιβάλλεται (σε οποιαδήποτε περίπτωση) από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ ή του ΔΣΑΠΔ αλλά μόνον από τις διατάξεις του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, επί παραπομπής διά κλητηρίου θε- σπίσματος (και βεβαίως, κατά μείζονα λόγο, τεκμαίρεται επί πα- ραπομπής διά βουλεύματος), περαιωθείσας της προανακρίσεως (δηλαδή όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη κληθεί σε απολογία, άρθρο 245 ΚΠΔ), και τούτο, διότι: Το κατηγορητήριο δεν συνιστά έγγραφο, υπό την έννοια με την οποία αυτός ο όρος είναι εντεταγ- μένος στο εδάφιο στ΄ του άρθρου 178 ΚΠΔ, αναφερόμενος στα «έγγραφα», ως ίδια και αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, αλλά απλώς προσδιορίζει τον έγγραφο τύπο, με τον οποίο πρέπει να περιβάλ- λεται η κατηγορία επί απ' ευθείας παραπομπής στο ακροατήριο διά κλητηρίου θεσπίσματος (ειδικ. βλ. κατωτ., υπενθυμιζομένου και ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν συνιστά έγγραφο, γι’ αυτό η μη συγκεκριμένη μνημόνευση αυτής στο βούλευμα ως αποδει- κτικού μέσου συνιστά έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ΑΠ1034/2008 ΠοινΧρ ΝΘ΄, 2009, 347, ΑΠ 1399/2008 ΠοινΧρ ΝΘ΄, 2009, 465, ΑΠ 426/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 2008, 124, ΑΠ 343/2007, 395/2007, 769/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 2008, 51, 57 και 231 αντ/χως), και ως εκ τούτου, το κατηγορητήριο δεν εντάσσεται στα κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ «αποδεικτικά μέσα», τα οποία πρέπει να γνωστοποι- ούνται στον κατηγορούμενο όταν αυτός καλείται ν' απολογηθεί ούτε ταυτίζεται με το δικόγραφο, δηλ. με τον έγγραφο τύπο της κατηγορίας, αλλά αποτελεί τη δικονομική προϋπόθεση που είναι αναγκαία για την απολογία του κατηγορουμένου, διά της οποίας πρέπει να περατώνεται η ανακριτική διαδικασία και εν προκειμέ- νω η προανάκριση (κατά το άρθρο 245 παρ. 1 ΚΠΔ), της οποίας όμως (της απολογίας) η παροχή προϋποθέτει την εκ μέρους του κατηγορουμένου γνώση των στοιχείων της κατηγορίας, δηλαδή των στοιχείων από τα οποία προκύπτει αυτή και όχι εγγράφου (δικογράφου) στο οποίο να αναγράφεται η κατηγορία. Το άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ επιβάλλει μόνον «έκθεση της κατηγο- ρίας» (άρθρο 273 παρ. 2. ΚΠΔ: «... Αφού, εξακριβωθεί η ταυτό- τητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, συμφωνά με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κα- τηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του ...»), και όχι έγγραφη γνωστοποίηση αυτής διά της επιδόσεως αντιστοίχου κατηγορητηρίου, η οποία (γνωστοποίηση) εφαρμόζεται μόνο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 321 ΚΠΔ μετά την απολογία και πριν από την εκδίκαση της υποθέσεως (ως ανωτ.). Τοάρθρο101ΚΠΔεπίπροανακρίσεωςερμηνεύεταισεσυνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 245 παρ. 1, 273 παρ. 2 ΚΠΔ, 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ. Από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ, βάσει των οποίων δια- μορφώθηκαν και οι παραδοχές της προαναφερθείσας αποφάσεως ΑΠ 1260/2000, προκύπτει ευθέως ότι ακόμη και επί συλλήψεως, δεν είναι αναγκαίο να γνωστοποιηθεί εγγράφως στον συλλαμβα- νόμενο η κατηγορία με την οποία βαρύνεται αυτός, αλλ' απαιτείται μόνον η σχετική ενημέρωση (κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ) ή η πληροφόρηση αυτού (κατά το άρθρο 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ). Κατά συνέπεια, επί προανακρίσεως, η κατά ανωτέρω γνώση της κατηγο- ρίας τελεί σε αναγκαία συνάρτηση: α) Με την «έκθεση με πληρότη- τα και σαφήνεια της πράξης, στην οποία αναφέρεται η κατηγορία» (άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ), και όχι με τον έγγραφο τύπο της κατηγο- ρίαςκαιβ)μετηγνωστοποίησητουσυνόλουτηςδικογραφίαςστον κατηγορούμενο, διά της χορηγήσεως αντιγράφων αυτής, σύμφω- να με αντίστοιχο αίτημά του, και ως εκ τούτου, εάν συντρέχει γνώ- ση της κατηγορίας ή εάν οι αρμόδιες δικαστικές και αστυνομικές Αρχές προέβησαν σε όλες τις εκάστοτε αναγκαίες ενέργειες, για την εκ μέρους του κατηγορουμένου γνώση της κατηγορίας, υπό την προαναφερθείσαέννοια,κατάτηνκλήτευσηαυτούγιαν'απολογη- θεί, τότε πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που είναι θεσπισμένες με την παρ. 3α΄ του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και με την παρ. 3α΄ του άρ- θρου14τουΔΣΑΠΔ. Εν προκειμένω, από το σύνολο των στοιχείων της υπό κρίσιν δικο- γραφίαςκαισεσυνδυασμόαυτώνμετοπεριεχόμενοτωνεπιδίκων προσφυγών, όχι μόνο δεν προέκυψε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ακό- μη και ως υπόνοια, ότι οι αρμόδιες δικαστικές Αρχές δεν γνωστο- ποίησαν στους προσφεύγοντες κατηγορουμένους το περιεχόμενο τηςπαρούσαςεναντίοντουςσχηματισθείσαςποινικήςδικογραφίας (εξάλλουακόμηκαιοιίδιοιδεναναφέρουνο,τιδήποτεσχετικόδιά των επιδίκων προσφυγών τους), αλλ' αντιθέτως, από όλα τα στοι- χεία αυτής προκύπτει, πλέον ή επαρκώς, ότι οι προσφεύγοντες- κατηγορούμενοι, όταν κλήθηκαν για ν' απολογηθούν έλαβαν γνώ- ση του περιεχομένου της υπό κρίσιν ποινικής δικογραφίας και της αποδιδομένης σ' αυτούς επίδικης κατηγορίας, δεδομένου ότι: Α) Στην πρώτη σελίδα των από 10 Σεπτεμβρίου 2012 δύο εκθέσεων απολογίας κατηγορουμένου που συνετάγησαν κατά την εμφάνιση των προσφευγόντων ως κατηγορουμένων για ν' απολογηθούν
  • 6. ++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 427 Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr ενώπιον του Πταισματοδίκη του 29ου Τμήματος Αθηνών, είναι γραμμένα τα άρθρα των ειδικών ποινικών νόμων, διά των οποίων στοιχειοθετείται και τιμωρείται η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορούνται και στην οποία αναφέρεται το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα και Β) Στις από 18ης Σεπτεμβρίου 2012 (δύο) έγγραφες αιτήσεις των προσφευγόντων προς τον προαναφερόμε- νο Πταισματοδίκη, με τις οποίες αυτοί ζητούν να τους ανακοινωθεί εγγράφως το περιεχόμενο «του εναντίον τους κατηγορητηρίου», αναγράφεται επί λέξει: «... Λαμβάνοντας αντίγραφα της σχηματι- σθείσας δικογραφίας την 10.9.2012, μου δόθηκε προθεσμία για κατάθεσηαπολογητικούυπομνήματος,μέχρικαιτην18.9.2012...» (βλ.τησελ.2τωνενλόγωαιτήσεων). Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι η επίδικη κατηγορία εξετέθη στους προσφεύγοντες (άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ) και ότι αυτοί πληροφορήθηκαν την εν λόγω κα- τηγορία (άρθρα 5 παρ. 2, 6 παρ. 3α΄ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3α΄ του ΔΣΑΠΔ)καιενημερώθηκανγι’αυτήν(άρθρο9παρ.2τουΔΣΑΠΔ), ότι κατά την προανακριτική διαδικασία εφαρμόσθηκαν οι επιταγές των ισχυόντων σχετικώς κανόνων δικαίου και τηρήθηκαν οι πα- ραδοχές της διαμορφωθείσας νομολογίας του ΑΠ και του ΕΔΔΑ, ότι οι προσφεύγοντες επέλεξαν να μην απολογηθούν, εγγράφως ή προφορικώς, παρά την κατά τα ανωτέρω σύννομη ενημέρω- σή τους και ότι εν κατακλείδι, ως εκ των ανωτέρω, δεν συντρέχει περίπτωση ούτε απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, ούτε, βεβαίως, κηρύξεως της ακυρότητας του υπό κρίσιν κλητηρίου θε- σπίσματος την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες (ως ανωτ. ΑΠ Ολ 1/2008), προκειμένου να επιστραφεί η δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για να λάβουν γνώση του εις βάρος τους κατηγορητηρίου (όπως οι ίδιοι ζητούν διά των υπό κρίσιν προσφυγών τους), του οποίου όμως (κατηγορητηρίου), πληρού- ντος τις προϋποθέσεις του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, ήδη έλαβαν γνώση ώστε ν' αντιμετωπίσουν την κατηγορία που τους αποδίδε- ται, προσδιορισθείσα για τις 15.5.2013 ενώπιον του ακροατηρίου του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατ' ακολουθία, θα πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν οι υπό κρίσιν προσφυγές και να επιδοθεί αντίγραφο της παρούσας Διατάξεως στους προσφεύ- γοντες.[...] Η Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών, ΜαρίαΜαλλούχου Παρατηρήσεις Α. 1. Σύμφωνα με το άρθρο 173 παρ. 2 ΚΠΔ, από τις από- λυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171 ΚΠΔ, όσες μεν αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας, είναι το δικαστικό συμ- βούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροα- τήριο, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κα- τηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτο- νται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυ- τών είναι το δικαστικό συμβούλιο. 2. Ακυρότητες της προδικασίας, δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο. Δύναται, όμως, ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώ- πιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ' άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παρα- πομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ Ολ 1/2008 ΠοινΔικ 2008, 275, ΠΛογ 2008, 21, ΑΠ 539/1989, ΔιατΕισΕφΚερκ 19/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 2.1. Στην περίπτωση αυτή, ο Εισαγγελέας Εφετών δύνα- ται, εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρό- τητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, να διατάξει τη συ- μπλήρωση της διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν δε οι ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν διά της κατ' άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγής ή, προβληθείσες, απορ- ρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους της, διά κλητηρίου θεσπίσματος, παραπο- μπήςτουκατηγορουμένουστοακροατήριοκαι,συνεπώς, δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου, ως λόγος ακυρότητας αυτής. 3. Στην περίπτωση που απασχόλησε τη σχολιαζομένη Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οι κατηγορού- μενοι, λαμβάνοντας αντίγραφα της σχηματισθείσης δι- κογραφίας από τους προανακριτικούς υπαλλήλους του Πταισματοδικείου Αθηνών, έλαβαν μεν προθεσμία για κατάθεση απολογητικού υπομνήματος, πλην όμως, ου- δέποτε τους δόθηκε αντίγραφο του εναντίον τους κατη- γορητηρίου, παρά μόνο απλά αντίγραφα των εγγράφων εκ του φακέλου, χωρίς να υπάρχει, έστω και εν συνόψει, μνεία των πραγματικών περιστατικών, τα οποία υπάγο- νται στους συγκεκριμένους νομικούς κανόνες, για τους ο- ποίους ζητήθηκε η απολογία τους, αν και ο νόμος ρητώς επιτάσσειότι«εκείνοςπουενεργείτηνεξέτασητουκατηγο- ρουμένου εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη γιατηνοποίακατηγορείται»(άρθρο273παρ.2ΚΠΔ). 4. Όπως είναι γνωστό, πρωταρχική προϋπόθεση για την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος απολογίας του κα- τηγορουμένου, κατά τα άρθρα 101 παρ. 1, 104 και 273 παρ. 2 ΚΠΔ, είναι η γνωστοποίηση σε αυτόν της κατη- γορίας, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η αποτελεσματική δόμηση ενός συγκρο- τημένου συστήματος υπερασπίσεως, ενώ, ταυτόχρονα, η απολογία εκφυλίζεται σε μία ανούσια και, κατά κανόνα, δικονομικά επικίνδυνη διαδικασία. Η απλή μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου στην (: κατά κανόνα) μονο- σέλιδη Εισαγγελική Παραγγελία για «λήψη απολογιών των κατηγορουμένων» προς τον Πταισματοδίκη, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ατελής, στο βαθμό που ο κατη- γορούμενος, δεν είναι, κατά κανόνα, σε θέση να εκτιμή- σει τις πραγματικές και νομικές διαστάσεις της, καθώς και την ιδιαίτερη δικονομική θέση του και τους κινδύνους
  • 7. 428 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 που αυτή μπορεί, ως προς αυτόν, να συνεπάγεται (επ' αυτού, βλ. την εξαιρετική ΓνωμΕισΠρωτΘεσ Ε. Ζαχαρή 1729/1999 σε Υπερ 1999, 1256, αλλά και Α. Καρρά, Η υποχρέωση έγγραφης και λεπτομερούς ανακοίνωσης της κατηγορίας στον κατηγορούμενο, ΠοινΧρ 2000, 754, Λ. Μαργαρίτη, Οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του Ν 2408/1996, Υπερ 1997, 519). 5. Ο κατηγορούμενος, δεν απολογείται σε σχέση με αυτά που καταθέτουν οι μάρτυρες, ή με όσα περιέχονται στα έγγραφα, αλλά απολογείται αναφορικά με ταπραγματικά περιστατικά που συνιστούν την εναντίον του κατηγορία. Πρέπει, συνεπώς, να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι τα πε- ριστατικά για τα οποία κατηγορείται και δεν μπορεί τα περιστατικά αυτά να τα «συνάγει» και, κατά μείζονα λόγο, να τα «υποθέτει» ή να τα «εικάζει» από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, δεδομένου ότι από τις καταθέ- σεις και τα έγγραφα προκύπτουν, κατά κανόνα, πολλά και διάφορα περιστατικά και το ποια ακριβώς από αυ- τά τα περιστατικά τα θεωρεί ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο Εισαγγελέας ως στοιχεία κατηγορίας εναντίον του και ως ενδείξεις ενοχής του και ποια τα θεωρεί ως άσχετα ή αδιάφορα, προκύπτει αποκλειστικάκαιμόνοαπό τη δια- τυπούμενη έγγραφη κατηγορία. 6. Η απολογία, με άλλα λόγια, αποτελεί δικαίωμα του κα- τηγορουμένου και θα πρέπει να λαμβάνεται κατά τα ορι- ζόμενα στο άρθρο 273 ΚΠΔ. Κάθε άλλος τρόπος λήψεως αυτής, είναι παράνομος και οδηγεί σε απόλυτη ακυρότη- τα την προδικασία, κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ (Π.Α. Καίσαρη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος Ε΄, 1992, σελ. 3643-3647, Δ.Α. Βαρελά, Η απολογία του κα- τηγορουμένου στην ποινική δίκη, ΝοΒ 1988, 853). 6.1. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στην υπ’ αριθμ. 3/2718/4.10.1999 Εγκύκλιο του Εισαγγελέα του ΑΠ, δυ- νάμει της οποίας ορίζεται ότι: «μας καταγγέλλεται, φερ’ ειπείν, ότι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να λαμβά- νονται προανακριτικές απολογίες από γενικούς ανακρι- τικούς υπαλλήλους (άρθρο 33 ΚΠΔ) με έντυπα υποδείγ- ματα «εκθέσεως εξετάσεως κατηγορουμένων» τα οποία εντύπως εμφανίζουν τον κατηγορούμενο να δηλώνει ότι παραιτείται των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του. Θα πρέπει να εναρμονιστούν τέτοια έντυπα με τα άρθρα 104, 105 ΚΠΔ, 6 ΕΣΔΑ και 20 Συντάγματος. Επίσης οι προανακριτές θα αναγράφουν με σαφήνεια ολόκληρο το περιεχόμενο της κατηγορίας επί της οποίας καλείται οκατηγορούμενοςνααπολογηθεί. Επισημαίνεται ακόμη ότι κάθε εξέταση που λαμβάνεται κατά παράβαση του άρθρου 105 ΚΠΔ είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν. Το γεγονός αυτό σαφώς υπονομεύει όλο το οικο- δόμημα της κατηγορίας, με όλες τις ευρύτερες συνέπειες που επισύρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο (...)». 7. Η γνωστοποίηση της πράξεως (των πραγματικών πε- ριστατικών) θεωρείται στοιχειώδες και αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο του δικαιώματος του κατηγορουμένου, να πληροφορηθεί την κατηγορία και τούτο διότι, αν δεν τε- θούν υπόψη του κατηγορουμένου τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη, ο κατηγορούμενος δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει ποια από τα διάφορα γεγονότα, που θα μπορούσαν να υπα- χθούν στην υπό κρίση διάταξη, είναι εκείνα που, εν συνε- χεία, θα αποτελέσουν τελικά το περιεχόμενο της ελάσσο- νος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Αποτέλεσμα αυτού, θα είναι να μην δύναται ο κατηγορούμενος να προστατευθεί από αιφνιδιασμούς, να μην γνωρίζει ποια γεγονότα θα πρέπει να αντικρούσει, ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο της κατηγορίας, δηλαδή να μην μπορεί, πρακτικά, να απολογηθεί και, έτσι, να φαλκιδεύεται το δικαίωμά του να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπε- ράσπισή του (Χρ. Μυλωνόπουλος, Υπόθεση παραπομπής του Πρύτανη ΕΜΠ, Υπερ 1992, 442, Α. Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, σελ. 871, ΔιατΕισΕφΠειρ 64/2012 ΠοινΔικ 2013, 151, ΔιατΕισΕφΑθ 430/2001 ΠΛογ 2001, 1152,ΒουλήτωνΕλλήνων,Δ/σηΕπιστημονικώνΜελετών, ΈκθεσηστοΣχέδιοΝ2408/1996,ΠοινΧρΜΣΤ΄,761). 8. Στην περίπτωση που εξέτασε η σχολιαζομένη Διάταξη, οι κατηγορούμενοι, με σχετική έγγραφη αίτησή τους που κατατέθηκε συννόμως από τους ίδιους στους προανα- κριτικούς υπαλλήλους του Πταισματοδικείου Αθηνών, όταν κλήθηκαν προς απολογία, για παράβαση του Ν 3691/2008 (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), ζήτησαν όπως τους ανακοινωθεί εγ- γράφως το περιεχόμενο του εναντίον τους κατηγορη- τηρίου, επί του οποίου ζητήθηκε (χωρίς, όμως, να τους δοθεί!) να απολογηθούν, πλην όμως, αυτό ουδέποτε συνέβη, εκδοθέντος, εν συνεχεία του προσβαλλομένου κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς να τους έχει δοθεί η ευ- καιρία, όπως είχαν δικαίωμα, να αναπτύξουν τις απόψεις τους, αφού δενγνώριζανγιατίακριβώςκατηγορούνται. 9. Η (απορριπτική της προσφυγής) αιτιολογία της σχολια- ζομένης Διάταξης, ότι στις εκθέσεις απολογίας των κατη- γορουμένων που συνετάγησαν κατά την εμφάνισή τους στο Πταισματοδικείο «είναι γραμμένα τα άρθρα των ει- δικών ποινικών νόμων, διά των οποίων στοιχειοθετείται και τιμωρείται η αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγο- ρούνται» και ότι, δι' αυτού, «η επίδικη κατηγορία εξετέθη στους προσφεύγοντες (άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ) και αυτοί πληροφορήθηκαν την εν λόγω κατηγορία (άρθρα 5 παρ. 2, 6 παρ. 3α΄ της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3α΄ του ΔΣΑΠΔ) και ενημερώθηκαν γι' αυτήν (άρθρο 9 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ)», είναι προδήλως λανθασμένη, εφόσον η κατηγορία (δηλ. η έκθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης) ουδέποτε έλαβε χώρα, αν οι κατηγορούμενοι ρητά δήλω- σαν ότι δεν απολογούνται, αν δεν τους δοθεί έγγραφο κατηγορητήριο. 10. Η έλλειψη, όμως, αυτή των προανακριτικών υπαλ- λήλων, αν και τους υποβλήθηκε ειδικό αίτημα από τους εξεταζόμενους κατηγορουμένους, συνιστά, όπως εκτέθη- κε συνοπτικά ανωτέρω, παραβίαση (μη τήρηση) των δια- τάξεων των άρθρων 245 και 273 παρ. 2 ΚΠΔ, οι οποίες
  • 8. ++++ ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) 429 Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr έχουν, κατά τούτο, ουσιαστικό περιεχόμενο, αφού κα- θορίζουν την υπεράσπισή των κατηγορουμένων και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από αυ- τές. ΠέτροςΝικ.Πανταζής, Δικηγόρος Πειραιώς, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Ενδοοικογενειακή βία ΔιατΕισΕφΘεσ 29/2013 Διατάξεις: άρθρα 1 [παρ. 2], 6 [παρ. 1 εδ. α΄], 7 [παρ. 2] Ν 3500/2006, 308 [παρ. 1], 315 [παρ. 1α΄], 333 ΠΚ, 42 [παρ. 4], 46, 322 ΚΠΔ Έννοια οικογένειας, Ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, Ενδοοικογενειακή απειλή, Ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός πράξης, Έλλειψη έγκλησης Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν 3500/2006, στην οι- κογένεια περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, συγγε- νείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό. Βασικό στοιχείο για να υπαχθούν τα πρόσωπα συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό στην έννοια της οικογένειας είναι η μεταξύ τους συνοίκηση. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν συνοικούν, παρ’ όλο που συνδέο- νται με συγγενικό δεσμό, δεν νοούνται ως «οικογένεια» κατά την έννοια του Ν 3500/2006. Στην προκειμένη περί- πτωση, δράστης και παθών είναι αδέλφια, πλην όμως δεν συνοικούν και οι σχέσεις τους είναι διαταραγμένες, ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν 3500/2006, οπό- τε οι οικείες συμπεριφορές δεν πληρούν τη νομοτυπική μορφή των αδικημάτων της απλής ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και ενδοοικογενειακής απειλής για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε με απευθείας κλήση ο προσφεύγων και οι οποίες διώκονται αυτεπαγγέλτως, αλλά πληρούν τη νομοτυπική μορφή των αδικημάτων της απλής σωματικής βλάβης και της απειλής και οι οποίες διώκονται κατ' έγκληση. Στην υπό κρίση περίπτωση όμως ο παθών με την κατάθεση της έγκλησής του, δεν κατέθεσε, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, το προ- βλεπόμενο παράβολο, οπότε, μετά τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, θα πρέπει να παύσει η σε βά- ρος του ασκηθείσα ποινική δίωξη, ενόψει και του ότι έχει παρέλθει η προθεσμία των τριών μηνών για την κατάθεση παραδεκτής εγκλήσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, όπως στην παρ. 1 προστέθηκαν τα τελευταία τέσσερα εδάφια με το άρθρο 33 παρ. 3 του Ν 4055/2012, ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμε- λειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανά- κριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος ... γι' αυτή την προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικεί- ου διαμονής του … Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ... Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο ει- σαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό. Ο εισαγγε- λεύς των εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή και συμπλήρωση της προηγηθείσης προανακρίσεως, μετά την ολοκλήρωση της οποίας ο εισαγγελεύς των εφετών ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο. Μπορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια κυρίας ανακρίσεως, με- τά την ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3, χωρίς να επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι το «οιονεί» ένδικο μέσον της προσφυγής κατά της απ’ ευθείας κλήσεως στο ακροα- τήριο θεσπίσθηκε για να αποτρέψει την προπετή και άτοπο παρα- πομπή σε δίκη, από την οποία ο κατηγορούμενος υποβάλλεται ματαίως σε δαπάνες, την ταλαιπωρία και τον διασυρμό (ΕφΑθ 474/1962 ΠοινΧρ ΙΒ΄, 445). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 148, 153, 322 παρ. 1, 474 παρ. 2 και 476 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η άσκηση της προσφυγής, πρέπει στην έκθεση με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο να δια- τυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκείται τούτο, διαφορε- τικά απορρίπτεται αφού δεν υφίσταται δικονομική δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας (βλ. υπό άρθρο 322 ΚΠΔ, Λ. Μαργαρίτη, σελ. 1423). Το λεγόμενο ότι οι λόγοι προσφυγής μπορούν να αναφέρονται σε οποιαδήποτε πραγματική ή νομική πλημμέλεια στην παραπεμπτική κρίση του Εισαγγελέα (βλ. Α.Χ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Θεωρία - Πράξη - Νομολογία, εκδόσεις Σάκκουλα, 2002, σελ. 380 και Λ.Χ. Μαργαρίτη/Α.Κ. Ζαχαριάδη, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, εκδόσεις Σάκκουλα, 1999, σελ. 120 και τις εκεί παραπομπές) αναφέρεται στις νομικές προϋ- ποθέσεις κατάφασης ενός εγκλήματος (στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της νομοτυπικής μορφής ενός εγκλήματος) και όχι στην ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για οποιοδήποτε λόγο που αναφέρεται στο άρθρο 321 ΚΠΔ (βλ. και ΔιατΕισΕφΘεσ (Π. Ραπτόπουλου) 30/2004 Αρμ 2004, 1329 και ΠοινΧρ ΝΕ΄, 170). Αι αιτιάσεις δηλ. κατά του κύρους του κλη- τηρίου θεσπίσματος δεν μπορούν να προταθούν με προσφυγή, δεδομένου ότι αφορούν πράξεις της προπαρασκευαστικής για το ακροατήριο διαδικασίας, ανήκουν κατά τα άρθρα 174 παρ. 2 και 176 παρ. 1 ΚΠΔ στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου που θα επι- ληφθεί την εκδίκαση της κατηγορίας (Μπουρόπουλος, Ερμ. του ΚΠΔ, έκδ. β΄, τόμ. α΄, σελ. 246 και 248). Το συμβούλιο πλημμελει- οδικών, στο οποίο έχει τη δυνατότητα να διατάξει την υποβολή της υποθέσεως ο εισαγγελεύς εφετών, δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος και να κηρύξει την ακυρότητα τούτου. Συνεπώς προσφυγή, που περιέχει ως λόγο ασκήσεως αυτής την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι απαράδεκτος (βλ. όμως και Γρ. Καλφέλη, Η προσφυγή κατά της απ’ ευθείας κλήσεως, σελ. 70, Ζησιάδου, Ποιν. Δικον. εκδ. γ΄, τόμ. β΄, σελ. 426). Ακυρότητες της προδικασίας δεν μπορούν να αποτελέσουν παραδεκτούς λόγους προσφυγής κατά του κλητη- ρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται αυτό από το νόμο. Μπορεί όμως ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτά-
  • 9. 430 ΠοινΔικ 5/2013 (ΕΤΟΣ 16ο) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 θηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ’ άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατη- γορουμένου στο ακροατήριο, όπως λ.χ. εάν ο κατηγορούμενος δεν εκλήθη προς απολογία (βλ. ΑΠ Ολ 1/2008 ΠοινΧρ 2008, 305, υπό άρθρο 322 ΚΠΔ, Λ. Μαργαρίτη, σελ. 1425). Περαιτέρω στην ποινική διαδικασία είναι δυνατόν να αποφασισθεί από τον αρμόδιο κάθε φορά εισαγγελέα η απευθείας παραπομπή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με την έκδοση σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος: α) είτε κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, αστυνομι- κής προανάκρισης ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, β) είτε μετά το πέρας της προανάκρισης και γ) είτε μετά το πέρας της κυρίας ανάκρισης επί πλημμελημάτων μετά τη σύμφωνη γνώμη και του ανακριτή (υπό άρθρο 322 ΚΠΔ, Λ. Μαργαρίτη, σελ. 1415). Με το άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως ήδη είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 5 του Ν 3346/2005, η προκαταρκτική εξέταση αποκτά δι- καστικό-δικαιοδοτικό (και όχι διοικητικό) χαρακτήρα (ΕγκΕισΑΠ 1/2009 Γ. Σανιδά), αφού εντάσσεται πλέον ρητά στους θεσμούς τηςποινικήςδίκηςκαιεξομοιώνεταιμετηνπροανάκριση,εφόσον απαιτούνται επαρκείς ενδείξεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης για την άσκηση της ποινικής δίωξης, λειτουργεί ουσιαστικά ως προα- νάκριση και ο «ύποπτος» έχει τα πλήρη δικαιώματα του κατηγο- ρουμένου, όπως επιτάσσει και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Απαραίτητη δε προϋπόθεση για τη νόμιμη περάτωσή της αποτελεί η κλήτευση του «υπόπτου», του προσώπου εκείνου στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠΔ. Η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Είναι δε εμπρόθεσμη αφού το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στον προσφεύγοντα στις 7.1.2013 και η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε στις 15.1.2013, ήτοι μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την επίδοσή του, ενώπιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ). Είναι δε νομότυπη καθόσον ασκήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, που ήταν εφοδιασμένη με την απαιτούμενη πληρεξουσιό- τητα (άρθρα 96 παρ. 2β΄ και 465 παρ. 1 ΚΠΔ), με δήλωση ενώ- πιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠΔ), για την οποία συντάχθηκε η υπό ιδία ημερομηνία έκθεση που περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της προσφυγής,σύμφωναμεταοριζόμεναστιςδιατάξειςτουάρθρου 322 παρ. 1 ΚΠΔ, ο δε αναφερόμενος λόγος ακυρότητας πράξεως της προδικασίας συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω είναι φανε- ρό και το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, αφού με την προσφυγή του επιδιώκει τη διά βουλεύματος απαλλαγή του από τις παραπάνω κατηγορίες και στρέφεται κατά κλητηρίου θεσπί- σματος με το οποίο κλητεύθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Επομένως εφόσον συντρέχουν όλες οι απαι- τούμενες δικονομικές προϋποθέσεις και κατατέθηκε και το απαι- τούμενο παράβολο των τριακοσίων (300) ευρώ, σύμφωνα το εδάφιο που προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 322 του ΚΠΔ με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 3 του Ν 4055/2012, πρέπει η κρι- νόμενη προσφυγή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαι- τέρω η ουσιαστική βασιμότητά της. Με το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα αποδίδεται στον προ- σφεύγοντα κατηγορούμενο ότι (αυτολεξεί, κατ' αντιγραφή): «Στη Ν. Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, στις 29.11.2010 και περί ώρα 20:00: 1) Με πρόθεση, όντας μέλος οικογένειας, προξένησε σε άλλο μέ- λος οικογένειας σωματικές κακώσεις υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του ΠΚ, και συγκεκριμένα, χτύπησε επανειλημμένα, με γροθιές στο κεφάλι και στο στήθος, τον εγκα- λούντα, αδελφό του, Δ.Γ., προξενώντας του εκχυμώσεις και εκ- δορές στις παρειές του προσώπου, το αριστερό αντιβράχιο και άκρα χείρα, καθώς επίσης και δύο παράλληλες μεταξύ τους εκδο- ρές στην αριστερή παρειά, οφειλόμενες σε απόξεση του δέρματος από νύχια, ήτοι σωματικές κακώσεις υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του ΠΚ και 2) Με πρόθεση, όντας μέλος οικογένειας, προκάλεσε σε άλλο μέλος οικογένειας τρόμο, απειλώντας το με παράνομη πράξη και συγκεκριμένα απείλησε τον εγκαλούντα, αδελφό, Δ.Γ., με την παράνομη πράξη της αν- θρωποκτονίας, απευθύνοντάς του τις φράσεις: “θα σε σκοτώσω, θα σε λιανίσω”, με αποτέλεσμα να φοβηθεί αυτός υπερβολικά και να αισθάνεται ανασφαλής». Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα χρόνιο και σύνθετο κοινωνι- κό φαινόμενο, το οποίο εμφανίζεται σε όλα τα κοινωνικά και οικο- νομικά στρώματα και περιλαμβάνει μια σειρά από διαφορετικής ποινικής βαρύτητας εγκληματικές συμπεριφορές, όπως τη λεκτική, τη σωματική, τη σεξουαλική και την ψυχολογική βία ακόμα και την παραμέληση, που ειδικότερα συνίσταται στην έλλειψη φροντίδας, στέρηση ιατρικής φροντίδας και εκπαίδευσης. Η βία στην οικογέ- νεια, ως κοινωνική πραγματικότητα, κινήθηκε και δυστυχώς εξα- κολουθεί να κινείται μεταξύ σιωπής, ανοχής και συγκάλυψης και αυτόγιατί,σύμφωναμετηνπαραδοσιακήαντίληψη,οιόποιεςμορ- φές βίας στην οικογένεια λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο ιδιωτι- κότητας, αυτό της οικογενειακής ζωής και επομένως δεν αφορούν καιδενενδιαφέρουντοκοινωνικόπλαίσιοπουκινείταιηόποιαοι- κογένεια και πολύ περισσότερο την οποιαδήποτε μορφής κρατική παρέμβαση. Με το Ν 3500/2006 ο νομοθέτης εστίασε στον κύκλο των οικογενειακών σχέσεων και απομόνωσε εκείνες που αφορού- σαν περιστατικά άσκησης βίας σωματικής, λεκτικής, σεξουαλικής καιψυχολογικήςσεβάροςενόςευρύτερουκύκλουευάλωτωνπρο- σώπων, τα οποία εννόησε ως «οικογένεια» και υποδηλώνει τη θέ- λησή του να αποτρέψει φαινόμενα μετατροπής της οικογένειας σε τόπο ατιμώρητης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο νόμος αυτός είναι το πρώτο ελληνικό νομοθέτημα που αναφέρεται αυτοτελώς στο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Ειδικότερα σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου «Σκοπός είναι να αντιμετωπιστείτοφαινόμενοτηςενδοοικογενειακήςβίαςστηβάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιαθέσεως και της αξιοπρέπει- ας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική διαβίωση των προ- σώπων στο πλαίσιο της οικογένειας». Έτσι προβάλλει, ως έννομο αγαθό η αρμονική συμβίωση στο πλαίσιο της οικογένειας, η οποία μπορεί να απειληθεί από προσβολές των επί μέρους εννόμων αγα- θών της σωματικής ακεραιότητας, της ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας (που προστατεύει ήδη ο ΠΚ, αλλά εν προκειμένω στα πλαίσιατηςοικογένειαςτυγχάνουνειδικήςμεταχείρισης),τηςενδο- οικογενειακής γενετήσιας αξιοπρέπειας (νέα ρύθμιση) πρωτίστως των γυναικών, των ανηλίκων, των υπερηλίκων και γενικώς των ανήμπορων ατόμων. Στόχος του νόμου αυτού φαίνεται να είναι η προστασία όλων των ατόμων που βρίσκονται σε αδύναμη θέση σταπλαίσιατηςοικογένειας.Ηπιoουσιαστικήδεαλλαγήτουνομο- σχεδίουαυτούείναιότιόλεςοιπράξειςπουδιώκονταιμεέγκληση, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, θα διώκονται πλέον, με βάση το