1. ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ
ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ!
Ο μικρόσ Μιχϊλησ εύναι ϋνα παιδύ που
πηγαύνει ςτην πρώτη δημοτικού. Έχει πολλϊ
παιχνύδια και τα αγαπϊ πολύ. Έχει
αυτοκινητϊκια , ςτρατιωτϊκια , κϊςτρα ,
ςβούρεσ και πολλϊ ϊλλα παιχνύδια ςτο δωμϊτιό
του. Παύζει κϊθε μϋρα μαζύ τουσ. Τα
περιςςότερα του τα φϋρνει ο πατϋρασ του που
δουλεύει ςε ϋνα μεγϊλο κατϊςτημα παιχνιδιών.
Μερικϋσ φορϋσ πηγαύνει κι εκεύνοσ μαζύ του και
φτιϊχνουν τα ρϊφια των παιχνιδιών και μετϊ
ανούγουν τισ πόρτεσ για να υποδεχτούν τουσ
πελϊτεσ.
Ο Μιχϊλησ μια μϋρα γύριςε από το ςχολεύο
και εύχε μια απορύα.
<< Ζωντανεύουν τα παιχνύδια;>> ρώτηςε τον
μπαμπϊ του.
<<Ναι, φυςικϊ και ζωντανεύουν . Γι’ αυτό
ϊλλωςτε πρϋπει να φτιϊχνουμε τα ρϊφια κϊθε
πρωύ! Γιατύ το βρϊδυ ζωντανεύουν!>>.
2. << Αλόθεια ; Αυτό εύναι φοβερό! Μακϊρι να
μπορούςα να τουσ μιλόςω! >>εύπε ο μικρόσ
γεμϊτοσ χαρϊ.
<< Εςύ τουσ ϋχεισ μιλόςει ποτϋ μπαμπϊ;>>.
<<Μα φυςικϊ και τουσ ϋχω μιλόςει!>>.
<<Θα με πασ κι εμϋνα μια μϋρα να τα γνωρύςω
κι εγώ;>>.
<< Βϋβαια! Τι λεσ για ςόμερα το βρϊδυ;>> .
<<Ναι, ναι ςόμερα το βρϊδυ!!!>> εύπε ο μικρόσ
με ανυπομονηςύα.
Το βρϊδυ ο Μιχϊλησ με τον πατϋρα του
ϊνοιξαν το μαγαζύ και μπόκαν μϋςα. Όλα τα
παιχνύδια όταν ακύνητα.
<<Γιατύ δεν κουνιούνται;>> ρώτηςε λυπημϋνα ο
μικρόσ.
<<Μϊλλον δεν κατϊλαβαν ποιοι εύμαςτε…>>.
Όμωσ τα παιχνύδια μόλισ ϊκουςαν τισ φωνϋσ
τουσ ϊνοιξαν τα μϊτια τουσ.
<<Γεια ςασ κύριε Παύλο! Ο γιοσ ςασ εύναι
αυτόσ;>> εύπαν όλα μαζύ.
3. <<Ναι ο γιοσ μου ο Μιχϊλησ που ςασ
τακτοποιεύ κϊθε πρωύ!>> απϊντηςε ο κύριοσ
Παύλοσ.
<<Γεια ςου Μιχϊλη! Εύμαςτε τα παιχνύδια . Έλα
να παύξουμε!>>.
Ο Μιχϊλησ ϋτρεξε να παύξει με τα παιχνύδια.
Έκανε πόλεμο με τα ςτρατιωτϊκια ,αγώνεσ με
τα αυτοκινητϊκια , ϋμαθε να κϊνει ςκοινϊκι και
ϋπαιξε ποδόςφαιρο με ϋνα αρκουδϊκι. Πϋραςε
πολύ ωραύα εκεύνη τη νύχτα και την περιϋγραψε
ςτουσ φύλουσ του με χαρϊ. Από τότε πόγαινε
ςτο μαγαζύ 3 φορϋσ το μόνα και περνούςε τϋλεια
με τα παιχνύδια.
ΕΛΕΝΗ ΣΤ’2