SlideShare a Scribd company logo
1 of 81
Download to read offline
οκτωβριοσ -δεκεμβριοσ 2014 / ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗς-ΠΡΟΒΟΛΗς ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ / ΤΕΥΧΟΣ 20 / TIMH 4
Ἀφιέρωμα
Ὅσιος Παΐσιος
2
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»
ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ
-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ KATA TON ΝΟΜΟ
Θεόφιλος Παπαδόπουλος, Πρόεδρος
Τηλ.: 6972559553
ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Θεόφιλος Παπαδόπουλος
Γεώργιος Βιλλιώτης
Δῆμος Θανάσουλας
Χαράλαμπος Στεργιούλης
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΕΥΧΟΥΣ
Δήμητρα Τζίκα
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ-στοιχειοθεσια
Γ. Ἀνανιάδης
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΔΡΟΜΩΝ
Μαρία Ἰωαννίδου, Τηλ.: 2310 552 207
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ἀναστάσιος 'Ιορδανίδης, Τηλ. 6976889447
Τηλεομοιότυπο: 2310 552209
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΗΝΑΣ
Ἀγγελική Καπετάνιου,
Τηλ. 210 5227967  210 6930355
Τηλεομοιότυπο 210 6930355
EΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
Ἐσωτερικοῦ: 20 Εὐρώ, Ἐξωτερικοῦ: 40 Εὐρώ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
EUROBANK, BIC: EFGBGRAA
IBAN: GR4002603220000140200352972
ΠΕΙΡΑΙΩΣ: SWIFT-BIC: PIRBGRAA
5253-059675-650
IBAN: GR67 0172 2530 0052 5305 9675 650
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»
Γραφεῖα Θεσσαλονίκης:
Μοναστηρίου 225, Μενεμένη, 54628
Τηλ: 2310 552207, Τηλεομοιότυπο: 2310 552209
Γραφεῖα Ἀθηνῶν:
Πανεπιστημίου 39, Στοὰ Πεσματζόγλου
10679, 5ος ὄροφος, Τηλ.210 6930355
-Τηλ.210 5227967
Ἱστοσελίδα: www.enromiosini.gr
Ἠλεκτρ.ταχυδρομεῖο:contact@enromiosini.gr
ISSN: 1792-2828
Οἱ συγγραφεῖς τῶν ἄρθρων φέρουν
τὴν εὐθύνη γιὰ τὶς ἀπόψεις τους.
ΤΕΥΧΟΣ ΑΡ.20/ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ TOY ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ
ΜΕΛΕΤΗΣ-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Πολ­λές φο­ρές στό πε­ρι­ο­δι­κό Ἐ­ρῶ δη­μο­σι­εύ­θη­καν
κεί­με­να γιά τόν ὅ­σιο Γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο. Τώ­ρα με­τά τήν
ἁ­γι­ο­κα­τά­τα­ξή του ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τό πα­ρόν
τεῦ­χος στόν ὅ­σιο Πα­ΐ­σιο, μέ ἀ­γά­πη, σε­βα­σμό καί εὐ­γνω­
μο­σύ­νη γιά ὅ­σα προ­σέ­φε­ρε καί βο­ή­θη­σε ἀ­να­ρίθ­μη­τες
ψυ­χές μέ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο προ­σω­πι­κό τρό­πο, ἀλ­λά καί τήν
Ἐκ­κλη­σί­α καί τό Γέ­νος μας. Ἡ χά­ρη του εἶ­ναι ἀ­δα­πά­νη­
τη καί ἀ­νε­ξάν­τλη­τη καί τά με­τά τήν κοί­μη­σή του θαύ­
μα­τα ἀ­μέ­τρη­τα. Ὁ Θε­ός τόν ἀ­νέ­δει­ξε γιά νά βο­η­θή­ση τήν
πνευ­μα­τι­κά φτω­χή καί δύ­σκο­λη ἐ­πο­χή μας μέ λό­για, μέ
ἔρ­γα, μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του, τήν προ­σευ­χή του, «ἐν ση­
μεί­οις καὶ τέ­ρα­σι». Τά λό­για του ἔ­χουν χα­ρι­σμα­τι­κή ἐ­πί­
δρα­ση καί ἡ ἀ­σκη­τι­κο–μαρ­τυ­ρι­κή ζω­ή του συγ­κι­νεῖ τούς
πάν­τες. Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί οἱ ἀ­δι­ά­φο­ροι
αἰ­σθά­νον­ται με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί ἀ­γά­πη γιά τό ἅ­γιο πρό­
σω­πό του! Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀν­τα­μοι­βή, ἡ δι­καί­α ἀν­τα­πό­δο­ση
τοῦ κό­σμου γιά τούς κό­πους καί τίς θυ­σί­ες του πού ἀ­πό
ἀ­γά­πη ἔ­πα­σχε γιά τόν πο­νε­μέ­νο σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο. Σή­
με­ρα κα­νέ­να ἄλ­λο πρό­σω­πο δέν ἔ­χει τό­ση ἐ­πι­και­ρό­τη­τα,
δέν συγ­κι­νεῖ τό­σο τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν συγ­κεν­
τρώ­νει τόν πό­νο καί τά αἰ­τή­μα­τα τῶν πο­νε­μέ­νων, ὅ­πως
ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος.
Τά ὅ­σα δη­μο­σι­εύ­ον­ται εἶ­ναι λί­γα ἄ­γνω­στα στοι­χεῖ­α
καί ἀ­δη­μο­σί­ευ­τες φω­το­γρα­φί­ες καί νε­ό­τευ­κτες ἁ­γι­ο­γρα­
φί­ες πού πα­ρέ­χουν μιά συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή εἰ­κό­να τοῦ Γέ­
ρον­τα. Τό πνευ­μα­τι­κό του ὗ­ψος, ἡ ἐ­παν­θοῦ­σα χά­ρις πού
τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός θά πα­ρα­μεί­νη ἄ­γνω­στη καί ἀ­σύλ­λη­
πτη, κα­λυμ­μέ­νη ἀ­πό τήν βα­θειά του τα­πεί­νω­ση. Ὑ­πῆρ­
ξε με­γά­λος γιά τήν ἐ­πο­χή μας, ἄν κρί­νω­με ἀ­πό τήν προ­
σφο­ρά του καί τά ση­μεῖ­α πού γί­νον­ται με­τά τήν κοί­μη­σή
του. Μπο­ροῦ­με νά τόν πα­ρο­μοι­ά­σω­με μέ πο­λυ­χεύ­μο­να
χρυ­σορ­ρό­α πο­τα­μό πού ἀρ­δεύ­ει ἅ­παν τό πρό­σω­πο τῆς
Ἑλ­λά­δος, ἀλ­λά καί τήν παγ­κό­σμια Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ φή­μη
του ἐ­ξῆλ­θε εἰς πᾶ­σαν τήν γῆν καί εἰς τά πέ­ρα­τα τῆς Οἰ­
κου­μέ­νης ἔ­φθα­σαν τά λό­για του.
Τί τό ἰ­δι­αί­τε­ρο εἶ­χε ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος καί ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν
Θε­ό τό­ση χά­ρη καί δό­ξα; Ὅ­πως ἡ σκιά ἀ­κο­λου­θεῖ τό σῶ­μα
ἔ­τσι καί στόν Ὅ­σιο ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πάν­τα, ἦ­ταν στήν φύ­ση
του, ἡ φι­λό­τι­μη ἄ­σκη­ση γιά τόν Θε­ό, ἡ θυ­σι­α­στι­κή ἀ­γά­
πη του γιά τόν κά­θε ἄν­θρω­πο, ἡ προ­τί­μη­ση τοῦ συμ­φέ­
ρον­τος τοῦ πλη­σί­ον, ἡ δί­ψα γιά νά βο­η­θή­ση τόν κα­θέ­να
στήν σω­τη­ρί­α του. Ὅ­λη του ἡ ζω­ή ἦ­ταν μιά θυ­σί­α, μιά
προ­σφο­ρά γιά τόν κό­σμο, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό Γέ­νος, τήν
ἀν­θρω­πό­τη­τα, σάν τήν λαμ­πά­δα πού καί­γε­ται καί λυ­ώ­
νει γιά νά φω­τί­ζη καί νά πα­ρη­γο­ρῆ μέ τό φῶς της τούς
ἄλ­λους. Αὐ­τό εἶ­ναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων,
πού ἐ­ξαι­ρέ­τως κα­τεῖ­χε καί ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος. «Ἁ­γί­ων ἴ­διον
μὴ δό­ξαν, μὴ τι­μήν, μη­δὲ ἄλ­λο προ­τι­μᾶν τῆς τοῦ πλη­σί­ον
σω­τη­ρί­ας». (Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου, P.G. 57, 53).
Οἱ πρε­σβεῖ­ες τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου, ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων καί
τῆς Θε­ο­τό­κου νά βο­η­θοῦν τόν κά­θε ἄν­θρω­πο, τήν δο­κι­
μα­ζο­μέ­νη πα­τρί­δα μας καί ὅ­λο τόν κό­σμο. Ἀ­μήν.
3
σ. 32
σ. 35
σ. 39
σ. 40
σ. 41
σ. 43
σ. 43
σ. 43
σ. 44
σ. 44
σ. 45
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
σ. 4
σ. 16
σ. 22
σ. 22
σ. 23
σ. 24
σ. 26
σ. 29
σ. 31
σ. 32
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ : ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο
Δι­ή­γη­ση Μυ­ρο­φό­ρας μο­να­χῆς
Ὁ ὅσιος Παΐσιος καί οἱ μαθητές
τῆς Ἀθωνιάδος
Δι­ή­γη­ση Ἀρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου
Καν­σί­ζο­γλου
Ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία μου
Δι­ή­γη­ση Θε­ο­δώ­ρου Χα­τζη­πα­τέ­ρα
«Ἐγώ παπᾶδες δέν ἐξομολογῶ»
Δι­ή­γη­ση π. Θε­ο­δο­σί­ου Ἁ­γι­ο­παυ­λί­του
Προσευχή μέ δάκρυα καί πληροφορία
Δι­η­γή­σεις π. Με­θο­δί­ου
Διάγνωση ἀποθεραπείας
Διήγηση Ἰ­ω­άν­νου Δι­α­κο­γε­ωρ­γί­ου
«Πόσο μέ βοήθησε ὁ ὅσιος Παΐσιος»
Δι­ή­γη­ση Χρυ­σάν­θου Μπρου­κά­κη
«Ἕξι χρόνια μέ φωνάζεις»
Δι­ή­γη­ση Δή­μη­τρας Χρι­στο­δού­λου
Ὁ ὅσιος Παΐσιος,
ὁ μεγάλος μου εὐργέτης
Δι­ή­γη­ση Τσια­βέ Βα­σι­λεί­ου
«Σοῦ γεμίζω τό μάτι τώρα;»
Εὐ­λα­βής ἱ­ε­ρέ­ας δι­η­γεῖ­ται
Στήριξη σέ μαθητή
Δι­ή­γη­ση Γε­ωρ­γί­ου Βερ­νέ­ζου
Θαυμαστή ἀλλοίωση
Δι­ή­γη­ση Εὐ­στα­θί­ου Ἀ­δα­μο­πού­λου
Συμφέρει νά ἔχη τό πρόβλημα
Δι­ή­γη­ση Γρη­γο­ρί­ου Α..
Ἀποκαλύψεις καί δαιμονικό φῶς
Εὐ­λα­βής προ­σκυ­νη­τής δι­η­γεῖ­ται
Ἔξοδοι στόν κόσμο
Μαρ­τυ­ρί­α Ἁ­γνῆς Τρι­κού­κη
Μαρ­τυ­ρί­α
Μαρ­τυ­ρί­α Ζή­νω­να Τρι­κού­κη
Μαρ­τυ­ρί­α
Μαρ­τυ­ρί­α κυ­ρί­ας Με­λι­τι­νῆς Ἀμ­πά­δου
Μαρ­τυ­ρί­α
Δι­ή­γη­ση πα­πα-Δαυ­ΐδ, Κα­ρε­ώ­του
«Ἔβλεπε τίς σκέψεις μου»
Μαρ­τυ­ρί­α π. Ρα­φα­ήλ Σ.
Ἐξαφάνισε τήν ἐκδίκηση
Μαρ­τυ­ρί­α κ. Γ.
Ἡ οὐράνια μορφή του
Μαρ­τυ­ρί­α Παύ­λου
4
σ. 48
σ. 48
σ. 49
σ. 49
σ. 49
σ. 49
σ. 50
σ. 50
σ. 51
σ. 53
σ. 53
σ. 53
ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΔΙΔΑΧΕΣ
σ. 54
ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
σ. 106
σ. 68
σ. 70
σ. 71
σ. 71
σ. 72
σ. 75
σ. 78
σ. 79
σ. 79
Συμ­μα­θη­τής του δι­η­γεῖ­ται
Δι­η­γεῖ­το εὐ­λα­βής προ­σκυ­νη­τής
ἐκ Κο­νί­τσης
Δι­η­γεῖ­το ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Γέ­ρον­τα Χρι­στί­να
Δι­η­γεῖ­το ὁ Βα­σί­λει­ος Κί­τσιος,
γαμ­πρός ἀ­πό ἀ­νε­ψιά τοῦ Γέ­ρον­τα
Δι­η­γεῖ­το ὁ Κο­νι­τσι­ώ­της
Παῦ­λος Σέρ­ρας
Δι­η­γεῖ­το ὁ Ἀ­λέ­ξης Σέρ­ρας
ἐκ Κο­νί­τσης
Δι­η­γεῖ­το ὁ ἀ­δελ­φός τοῦ Γέ­ρον­τα Ρα­φα­ήλ
Δι­η­γεῖ­το
ἡ Εἰρήνη Καραμουράτη-Μουρελάτου,
ἀνεψιᾶ τοῦ ὁσίου Παϊσίου,
κόρη τῆς ἀδελφῆς του Ζωῆς
Βα­σί­λη Μου­ρε­χί­δη, Κό­νι­τσα
Ἀ­νώ­νυ­μος δι­η­γή­θη­κε
Ἀ­νώ­νυ­μος δι­η­γή­θη­κε
Δι­ή­γη­ση Γέ­ρον­τος Γα­βρι­ήλ
Διδαχὲς τοῦ ὁσίου Παϊσίου
Θεραπεία καρκινοπαθοῦς
Κα­τα­γρα­φή
Μα­ρί­ας Βα­βου­λι­ώ­του-Κα­ρα­ΐ­σκου
Ἐπικοινωνεῖ μέ αὐτιστικά παιδιά
Δι­ή­γη­ση Ἠ­λί­α Βου­τσι­νᾶ, Πά­τρα
Εὐωδία ἀπό βιβλία
Μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στί­νας Γα­λα­νο­πού­λου
Προ­σκυ­νη­τής ἀ­πό Σέρ­ρες
Ὁ τάφος ἔχει ζωή καί θεραπεύει
Μαρ­τυ­ρί­α Δ. Σ.
Ἔκανε τήν ἐγχείρηση
Δι­ή­γη­ση Νι­κο­λά­ου Κου­λού­ρη, Κα­θη­γη­τοῦ
Συγκλονίστηκε ἀπό βιβλίο τοῦ Γέροντα
Νέ­ος, ἀ­πό τήν Κεν­τρι­κή Ἑλ­λά­δα
«Νά μήν βλέπης τηλεόραση»
κ. Χ.
«Ἦταν ἐδῶ»
Ἀ­σθε­νής 20 ἐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι Μ., ἀ­θλη­τής
5
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Οἱ ἀναμνήσεις μου
ἀπό
τόν ὅσιο Παΐσιο
«Ἤ­μουν 14 χρο­νῶν, ὅ­ταν γιά πρώ­τη
φο­ρά μί­λη­σα μέ τόν παπ­πού­λη, ἔ­τσι τόν
φώ­να­ζα. Δέν ἤ­ξε­ρα πολ­λά ἀ­πό πνευ­μα­τι­
κή ζω­ή. Τό­τε εἶ­χα γνω­ρί­σει τόν Γέ­ρον­τά
μας, ἄρ­χι­σα νά ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαι. Ἤ­μουν
πά­νω στόν ἐν­θου­σια­σμό τῆς πνευ­μα­τι­
κῆς ζω­ῆς. Εἶ­χα κά­τι βλά­σφη­μους λο­γι­
σμούς, ἔ­τσι τούς ἔ­λε­γε ὁ παπ­πού­λης.
»Οἱ λο­γι­σμοί ἦ­ταν γιά τόν Γέ­ρον­τά
μας καί μέ στε­νο­χω­ροῦ­σαν πά­ρα πο­λύ.
Μοῦ ἔ­λε­γε ὁ Γέ­ρον­τας, μήν τά δί­νης ση­
μα­σί­α εἶ­ναι τοῦ δι­α­βό­λου, ἐ­γώ δέν μπο­
ροῦ­σα νά τό ξε­πε­ρά­σω. Εἶ­χε βγῆ ὁ παπ­
πού­λης στόν κό­σμο. Ἑ­τοί­μα­ζε τό­τε τό
βι­βλί­ο μέ τόν Βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου. Ὁ
Γέ­ρον­τας τό ἤ­ξε­ρε, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να γράμ­
μα καί μέ ἔ­στει­λε νά δῶ τόν παπ­πού­λη
καί νά τοῦ πῶ τούς λο­γι­σμούς πού μέ
στε­νο­χω­ροῦ­σαν πά­ρα πο­λύ. Ζή­τη­σα νά
δῶ τόν παπ­πού­λη ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές, μοῦ
εἶ­παν, «δέν θά μπο­ρέ­ση νά σέ δῆ οὔ­τε
ἐ­μᾶς εἶ­δε ἀ­κό­μα, οὔ­τε κα­νέ­ναν». Ἔ­δω­
σα στίς ἀ­δελ­φές τό γράμ­μα πού μοῦ εἶ­
χε δώ­σει ὁ Γέ­ρον­τας γιά τόν παπ­πού­λη
καί τό ἀ­πό­γευ­μα μέ φώ­να­ξε. Ἦ­ταν στό
κελ­λά­κι πού ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό τήν δε­ξα­με­
νή. Ἦ­ταν νέ­ος ἀ­κό­μη ὁ παπ­πού­λης, τά
Δι­ή­γη­ση
Μυ­ρο­φό­ρας μο­να­χῆς
6
γέ­νια του ἦ­ταν πο­λύ μαῦ­ρα. Κά­θη­σε σέ
ἕ­να σκα­μνά­κι καί ἐ­γώ γο­νά­τι­σα ἐ­κεῖ καί
ἄρ­χι­σα νά τοῦ λέ­ω ὅ,τι εἶ­χα.
»»Ὅ­λους αὐ­τούς
τούς λο­γι­σμούς»,
μοῦ λέ­ει, «τούς
παίρ­νω ἐ­γώ. Θά δώ­
σω ἐ­γώ λό­γο στόν
Θε­ό». Μοῦ εἶ­πε ἕ­να
πα­ρά­δειγ­μα: «Ἐ­κεῖ
στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος
ἦρ­θε ἕ­να κα­λο­γέ­ρι,
εἶ­χε πο­λύ εὐ­λά­βεια
σέ κά­ποι­ον Ἅ­γιο.
Δέν τόν ἀ­σπα­ζό­ταν,
για­τί τοῦ ἔρ­χον­ταν
βλά­σφη­μοι λο­γι­σμοί
γιά τόν Ἅ­γιο. Ὅ­ταν
μοῦ τό εἶ­πε, τόν πῆ­
ρα ἀ­πό τό χέ­ρι καί
τόν πῆ­γα στήν εἰ­κό­
να τοῦ Ἁ­γί­ου. Τόν
ἔ­βα­λα νά τόν ἀ­σπα­
σθῆ παν­τοῦ, στό
πρό­σω­πο, στά χέ­ρια,
σέ ὅ­λο τὸ σῶ­μα, ἔ­τσι
καί ἐ­σύ νά ἀ­σπα­σθῆς
πολ­λές φο­ρές τά χέ­
ρια τοῦ Γέ­ρον­τα. Τό
ταγ­κα­λά­κι θέ­λει νά
σέ ἀ­πο­μα­κρύ­νη ἀ­πό
τόν Γέ­ρον­τα, νά
μήν μπο­ρῆ νά σέ βο­
η­θή­ση. Ἐ­γώ τώ­ρα
θά σέ βο­η­θή­σω νά
φύ­γουν ὅ­λα αὐ­τά,
ἀλ­λά καί με­τά δέν
θά σέ ἀ­φή­σω. Θά σέ
σπρώ­χνω πνευ­μα­τι­
κά σέ ὅ­λη σου τήν
ζω­ή». Αὐ­τό ἦ­ταν, ὅ­λα ἔ­φυ­γαν, εἶ­χα γε­
μί­σει χα­ρά, πῆ­ρα τήν εὐ­χή του καί ἔ­φυ­
γα πε­τών­τας.
»Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, μέ πῆ­ραν οἱ ἀ­δελ­φές
νά τσα­πί­σου­με κά­τι χόρ­τα. Ἐ­κεῖ πού
δου­λεύ­α­με ἦρ­θε καί ὁ παπ­πού­λης. Κα­
θή­σα­με ὅ­λες γύ­ρω του καί μᾶς ἔ­λε­γε γιά
τό ὄ­ρος Σι­νᾶ, πῶς περ­νοῦ­σε ἐ­κεῖ μέ τούς
Βε­δου­ΐ­νους, μᾶς ἔ­λε­γε πολ­λά ἀ­στεῖ­α, οἱ
ἀ­δελ­φές ξε­καρ­δί­ζον­ταν στά γέ­λια. Ἐ­μέ­
να μοῦ εἶ­χε κά­νει ἐν­τύ­πω­ση, πῶς ἕ­νας
ἅ­γιος ἔ­λε­γε τό­σα ἀ­στεῖ­α. Ὅ­μως δέν τό
7
Ὁ ὅσιος Παΐσιος στὸ Σινᾶ
πα­ρε­ξή­γη­σα, εἶ­χαν μιά χά­ρη τά ἀ­στεῖ­α
του. Θυ­μᾶ­μαι, ἔ­λε­γε στίς ἀ­δελ­φές, ὅ,τι
ὅ­ταν ἀ­νοί­γη ἕ­να Μο­να­στή­ρι εἶ­ναι κα­
λό οἱ πρῶ­τες ἀ­δελ­φές νά γνω­ρί­ζων­ται
ἀ­πό τόν κό­σμο, για­τί ἀλ­λοι­ῶς γί­νε­ται
μί­α κου­ρε­λού μέ δι­α­φο­ρε­τι­κά κου­ρέ­λια.
Ὅ­ταν ἦρ­θε ἐ­κεῖ ποὺ τσα­πί­ζα­με καί πῆ­γα
νά πά­ρω τήν εὐ­
χή του, μέ ρώ­
τη­σε: «Ἐν­τά­ξει;
ἔ­φυ­γαν οἱ λο­γι­
σμοί; τούς ξερ­
ρι­ζώ­σα­με;».
»Οἱ πρῶ­τες
ἀ­δελ­φές ποὺ
ἤρ­θα­με στό Μο­
να­στή­ρι, γνω­
ρι­ζό­μα­σταν ἀ­πό
τόν κό­σμο. Εἴ­
χα­με Πνευ­μα­τι­
κό τὸν Γέ­ρον­τα,
εἴ­χα­με δε­θεῖ με­
τα­ξύ μας πο­λύ
καί μέ τόν Γέ­
ρον­τα. Τά χα­ρά­
μα­τα ἀ­νε­βαί­να­
με μέ τά πό­δια,
β ο ­η ­θ ο ύ ­σ α ­μ ε
τόν Γέ­ρον­τα νά
λει­τουρ­γή­ση,
με­τά τοῦ λέ­γα­
με λο­γι­σμούς,
με­ρι­κές φο­ρές
μᾶς κρα­τοῦ­σε
ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα,
τήν περ­νού­σα­
με πνευ­μα­τι­κά.
Ἔ­τσι εἴ­χα­με δε­
θεῖ με­τα­ξύ μας.
Ἦ­ταν δύ­σκο­λο
νά χω­ρί­σου­με καί νά πᾶ­με σέ δι­α­φο­ρε­τι­
κά Μο­να­στή­ρια καί χω­ρίς τόν Γέ­ρον­τα.
Εἴ­χα­με ἀρ­χί­σει νά λέ­με στόν Γέ­ρον­τα νά
κά­νου­με ἕ­να Μο­να­στη­ρά­κι. Ὁ Γέ­ρον­τας
ἔ­με­νε μό­νος του, εἶ­χε ἕ­να μι­κρό κελ­λά­
κι καί ἄλ­λα τρί­α–τέσ­σε­ρα κελ­λά­κια. Ὁ
Γέ­ρον­τας μᾶς ἔ­λε­γε, ὅ­τι ἦ­ταν δύ­σκο­λο
νά γί­νη Μο­να­στή­ρι καί ὅ­τι ὁ ἴ­διος δέν
μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λά­βη.
»Τό­τε εἶ­χε ἔρ­θει ὁ παπ­πού­λης νά δῆ
τόν Γέ­ρον­τα, δέν θυ­μᾶ­μαι ἂν ἦ­ταν ἡ
πρώ­τη φορά, για­
τί ἐρ­χό­ταν ἐ­δῶ καί
πρίν γί­νει τό Μο­να­
στή­ρι. Ἐ­μεῖς ὅ­λες
μα­ζί τοῦ εἴ­πα­με:
― Παπ­πού­λη, ἂς
κά­νο­με ἐ­δῶ ἕ­να Μο­
να­στη­ρά­κι δυ­σκο­
λευ­ό­μα­στε νά πᾶ­με
ἀλ­λοῦ.
― Μή στε­νο­χω­
ρι­έ­στε, μᾶς εἶ­πε, ἐ­γώ
θά πεί­σω τόν Γέ­ρον­
τα νά κά­νη ἐ­δῶ Μο­
να­στή­ρι. Με­τά εἶ­πε
στόνΓέ­ρον­τα,ὅ­τιθά
ἀ­να­λάμ­βα­νε νά μᾶς
βο­η­θή­ση πνευ­μα­τι­
κά καί ἔ­τσι ἄρ­χι­σε
νά γί­νε­ται σι­γά–σι­
γά. Δέν εἴ­χα­με ἔρ­θει
ἀ­κό­μη γιά πάν­τα,
ὅ­μως τίς πιό πολ­λές
μέ­ρες καί νύ­χτες τίς
περ­νού­σα­με ἐ­δῶ.
»Τό­τε ἐ­γώ ἤ­μουν
16 χρο­νῶν. Οἱ ὑ­πό­
λοι­πες ἀ­δελ­φές μοῦ
ἔ­λε­γαν, ἐ­σέ­να δέν θά
σέ πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας
τώ­ρα, εἶ­σαι μι­κρή.
Ἐ­γώ στε­νο­χω­ρι­ό­
μουν πο­λύ, ἀλ­λά δέν
τολ­μοῦ­σα νά ρω­τή­σω
τόν Γέ­ρον­τα, μή μοῦ πῆ ὅ­τι πράγ­μα­τι
δέν θά μέ ἔ­παιρ­νε. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­
πού­λης πῆ­γα νά τόν δῶ. Τόν ρώ­τη­σα:
― Παπ­πού­λη, ὅ­ταν ἀ­νοί­ξη τό Μο­
να­στή­ρι, θά μέ πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας; για­τί
8
εἶ­μαι μι­κρή.
― Πό­σο χρο­νῶν εἶ­σαι; Τοῦ εἶ­πα:
― Δε­κα­έ­ξι. Μέ χτύ­πη­σε στήν πλά­τη
καί μοῦ λέ­ει:
― Τα­μὰμ γιά νύ­φη Χρι­στοῦ εἶ­σαι.
Καί ἡ ἁ­γί­α Μα­ρί­να δε­κα­έ­ξι χρο­νῶν
ἦ­ταν, ἔ­πια­σε τόν δι­ά­βο­λο ἀ­πό τά κέ­ρα­τα
καί τόν πά­τη­σε, ἔ­τσι νά κά­νης καί ἐ­σύ.
Πρώ­τη ἐ­σέ­να θά πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας.
»Ἔ­φυ­γα ὅ­λο χα­ρά. Ἀ­πό παι­δί εἶ­χα
ἕ­να πα­ρά­πο­νο, ὅ­λα τά παι­δά­κια στήν
ἡ­λι­κί­α μου εἶ­χαν κάποιον παπ­ποῦ ἤ για­
γιά, ἐγώ δέν εἶ­χα για­τί εἶ­χαν κοι­μη­θεῖ
πρίν γεν­νη­θῶ. Ὁ παπ­πού­λης μέ ρω­τοῦ­
σε πολ­λές φο­ρές, «ἔ­χεις παπ­ποῦ;» Τοῦ
ἔ­λε­γα, «ὄ­χι». «Ἐ­γώ παπ­πούς σου δὲν εἶ­
μαι;» μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε.
»Δι­ά­βα­ζα στά βι­βλί­α, ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι
πολ­λές φο­ρές γνω­ρί­ζουν τίς σκέ­ψεις
μας, ὅ­μως δέν τό εἶ­χα ζή­σει. Ἦ­ταν ἀ­πό
τίς πρῶ­τες φο­ρές πού μι­λοῦ­σα μέ τόν
παπ­πού­λη.
Ἐ­κεῖ πού ἔ­λε­γα λο­γι­σμούς καί μοῦ
ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, κρα­τοῦ­σε στό χέ­ρι του
ἕ­να κομ­πο­σχοίνι ­ἑκα­το­στά­ρι. Στήν τσέ­
πη μου εἶ­χα καί ἐγώ ἕ­να ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο.
Ἔ­κα­να τόν λο­γι­σμό, ὅ­ταν τε­λει­ώ­σου­με
τήν συ­ζή­τη­ση νά τοῦ πῶ νά μοῦ δώ­ση
τό δι­κό του κομ­πο­σχοίνι γιά εὐ­λο­γί­α καί
νά τοῦ δώ­σω τό δι­κό μου, νά μήν μεί­νη
χω­ρίς κομ­πο­σχοίνι. Δέν πρό­λα­βα νά πῶ
τί­πο­τα καί μοῦ λέ­ει:
― Ἀλ­λά­ζου­με κομ­πο­σχοίνια;
Τοῦ λέ­ω:
― Αὐ­τό θά σᾶς ἔ­λε­γα τώ­ρα, παπ­πού­
λη.
― Τό κα­τά­λα­βα, μοῦ λέ­ει.
»Ἤ­μουν μι­κρή, εἶ­χα πολ­λά χρό­νια
δι­α­φο­ρά ἀ­πό τίς ἄλ­λες ἀ­δελ­φές. Μοῦ
ἔ­δει­χνε πολ­λή ἀ­γά­πη. Ἔ­λε­γε, «νά τό ξέ­
ρε­τε, ἡ μο­να­χή Μυ­ρο­φό­ρα εἶ­ναι τό δι­κό
μου κα­λο­γέ­ρι». Ὅ­ταν πή­γαι­να νά πά­ρω
τήν εὐ­χή του, μοῦ ἔ­λε­γε, «ἔ­λα κα­λο­γέ­
ρι». Ὅ­ταν μα­ζεύ­ον­ταν ὅ­λες οἱ ἀ­δελ­φές,
ἔ­κα­νε πώς δέν μέ ἔ­βλε­πε καί ἔ­λε­γε, «τό
δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι ποῦ εἶ­ναι;». «Ἐ­δῶ,
παπ­πού­λη», τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἀ­δελ­φές. Μέ
ἔ­βλε­πε με­τά καί γε­λοῦ­σε. Μᾶς ἔ­δι­νε
πάν­τα ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν μί­α εὐ­λο­γί­α ἤ ἕ­να
κομ­πο­σχοι­νά­κι ἤ ἕ­να εἰ­κο­νά­κι ἀ­πό ἐ­κεῖ­
να πού ἔ­φτεια­χνε ὁ ἴ­διος. Οἱ ἀ­δελ­φές
ἦ­ταν ὄρ­θι­ες καί πε­ρι­μέ­να­με νά ἀρ­χί­ση
ἡ σύ­να­ξη πού θά μᾶς ἔ­κα­νε, περ­νοῦ­σε
καί μέ­σα ἀ­πό ἕ­να σακ­κου­λά­κι ἔ­βγα­ζε τίς
εὐ­λο­γί­ες καί ἔ­δι­νε στίς ἀ­δελ­φές. Ἐ­μέ­να
γύ­ρι­ζε μέ ἔ­βλε­πε, γε­λοῦ­σε, μέ προ­σπερ­
νοῦ­σε, δέν μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­α. Ὅ­ταν ἔ­δι­
νε σέ ὅ­λες, γυρ­νοῦ­σε σέ μένα γε­λοῦ­σε
πά­λι καί μοῦ ἔ­δι­νε ὅ­σα εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­
ψει.
»Ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γα, ὅ­τι ἔ­κα­να κά­ποι­ο
σφάλ­μα, π.χ. στε­νο­χώ­ρη­σα τούς Γε­
ρον­τᾶ­δες ἤ δέν μί­λη­σα μέ σε­βα­σμό στίς
ἀ­δελ­φές, μοῦ ἔ­λε­γε, «ρε­ζί­λι μέ ἔ­κα­νες,
βρέ Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­σύ εἶ­σαι τό δι­κό μου
κα­λο­γέ­ρι, ἐ­μέ­να κά­νεις ρε­ζί­λι». Φρόν­
τι­ζα τό­τε νά μήν κά­νω ρε­ζί­λι τόν παπ­
πού­λη. Εὔ­κο­λα στε­νο­χω­ρι­ό­μουν. Μοῦ
ἔ­λε­γε: «Λί­γο νά ψάλ­λης, λί­γο νά λές τήν
εὐ­χή ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, στόν πα­ρά­δει­σο θά
εἶ­σαι». Ὅ­ταν πή­γαι­να νά τόν δῶ, μοῦ
ἔ­λε­γε, «ἔ­λα τώ­ρα νά ψάλ­λου­με». Ψά­λα­
με πολ­λά. Τό «Ἄ­ξιόν ἐ­στι», τό «Ἅ­γιος ὁ
Θε­ός», τό «Πάν­των προ­στα­τεύ­εις ἀ­γα­
θή», τό ἀρ­γό «Ἐκ νε­ό­τη­τός μου» καί
πολ­λά ἄλ­λα τρο­πά­ρια.
»Τήν χρο­νιά πού εἶ­χε πρω­το­βγεῖ τό
βι­βλί­ο μέ τόν βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου,
στό Μο­να­στή­ρι μας δέν εἴ­χα­με πολ­λά
χρή­μα­τα, ἔ­πρε­πε νά γί­νουν λί­γα κελ­λά­
κια για­τί μέ­να­με δύ­ο ἀ­δελ­φές στό ἴ­διο
κελ­λί. Εἴ­χα­με πά­ρει ἕ­να μά­στο­ρα καί
ἐ­μεῖς βο­η­θού­σα­με, φτει­ά­χνα­με χαρ­μά­νι,
τό κου­βα­λού­σα­με καί τά τοῦ­βλα. Ἐ­γώ
ἤ­μουν μι­κρό­τε­ρη, εἶ­χα δυ­νά­μεις καί βο­
η­θοῦ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Πολ­λές φο­ρές δου­λεύ­α­με μέ­χρι ἀρ­
γά. Κοι­μό­μουν λί­γο, ξυ­πνοῦ­σα, ἔ­κα­να
τόν κα­νό­να μου, με­τά κα­θό­μουν στό
9
πά­τω­μα δι­ά­βα­ζα λί­γο ἀ­πό τό βι­βλί­ο τοῦ
ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου. Μοῦ ἔ­δι­νε δύ­να­μη, μέ
βο­η­θοῦ­σε πο­λύ, ἔ­νοι­ω­θα μιά χα­ρά καί
συγ­κί­νη­ση. Με­τά συ­νέ­χι­ζα τά πνευ­μα­
τι­κά μου, ἀ­φοῦ τήν ἡ­μέ­ρα δέν ὑ­πῆρ­χε
χρό­νος, ἔ­πρε­πε νά βο­η­θῶ τόν μά­στο­ρα.
Δέν δι­ά­βα­ζα ὅ­μως κα­νέ­να ἄλ­λο βι­βλί­ο,
δέν προ­λά­βαι­να.
»Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, μέ ρώ­τη­
σε:
― Τί βι­βλί­ο δι­α­βά­ζεις, Μυ­ρο­φό­ρα;
Τοῦ εἶ­πα:
― Αὐ­τόν τόν και­ρό δέν δι­α­βά­ζω παπ­
πού­λη κα­νέ­να βι­βλί­ο, δέν προ­λα­βαί­νω.
Αὐ­τός γέ­λα­σε καί μοῦ λέ­ει:
― Ἐ­μέ­να δέν μέ ξε­γε­λᾶς. Δι­α­βά­ζεις
κά­ποι­ο βι­βλί­ο. Δέν δι­α­βά­ζεις τόν ὅ­σιο
Ἀρ­σέ­νιο; Ἀ­φοῦ ἐ­γώ σέ βλέ­πω ἀ­πό τό
Ἅ­γιον Ὄ­ρος.
»Ἄλ­λη φο­ρά, ὅ­ταν πῆ­γα νά τόν δῶ,
στό τέ­λος ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν τρου­βά του
ἕ­να κομ­πο­σχοί­νι τρι­α­κο­σά­ρι, μοῦ τό
ἔ­δω­σε, «πάρ­το, μοῦ λέ­ει, μέ αὐ­τό κά­νω
δύ­ο χρό­νια τόν κα­νό­να μου».
Ἦ­ταν πράγ­μα­τι δου­λε­μέ­νο. Με­τά
μοῦ λέ­ει, «αὐ­τά τά λε­πτὰ τρι­α­κο­σά­ρια
εἶ­ναι ἡ ψυ­χή μου. Δέν βλέ­πω ὅ­μως νά τό
πλέ­ξω. Περ­πα­τῶ στό δά­σος μί­α ὥ­ρα καί
κά­νω...», δέν θυ­μᾶ­μαι πό­σα κομ­πο­σχοί­
νια μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἔ­κα­νε. Εἶ­χα λο­γι­σμούς
πού πῆ­ρα τό τρι­α­κο­σά­ρι τοῦ παπ­πού­λη,
μοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι δέν ἔ­βλε­πε νά πλέ­ξη ἄλ­
λο τό­σο λε­πτό.
Ἱερὰ Μονὴ Στομίου
10
»Τήν ἄλ­λη φο­ρά πού εἶ­χε ἔρ­θει, σκέ­
φθη­κα καί τοῦ ἔ­πλε­ξα πέν­τε τρι­α­κο­
σά­ρια λε­πτά, δέν τοῦ τό εἶ­χα πεῖ. Ἐ­κεῖ
πού τοῦ ἔ­λε­γα λο­γι­σμούς καί μοῦ ἔ­δι­νε
συμ­βου­λές –εἶ­χα τά κομ­πο­σχοί­νια μέ­σα
στήν τσέ­πη μου σέ ἕ­να νά­ϋ­λον σακ­κου­
λά­κι– μοῦ λέ­ει: «Ἄν­τε βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα,
δέν θά μοῦ δώ­σης αὐ­τά πού μοῦ ἔ­φτεια­
ξες;». Καί ἄρ­χι­σε νά ψά­χνη τίς τσέ­πες
τῆς ζα­κέ­τας, γέ­λα­σε καί λέ­ει: «Ἄ, δέν εἶ­
ναι ἐ­δῶ». Σή­κω­σε τό κον­τό μου καί ἀ­πό
τήν τσέ­πη τοῦ φο­ρέ­μα­τός μου ἔ­βγα­λε
τό σακ­κου­λά­κι μέ τά κομ­πο­σχοί­νια καί
μοῦ λέ­ει:
― Γιά μένα δέν εἶ­ναι αὐ­τά;
― Γιά σᾶς εἶ­ναι, τοῦ λέ­ω.
»Ἄ­νοι­ξε τό σακ­κου­λά­κι, πῆ­ρε τά τρί­α
καί τά ἄλ­λα δύ­ο τά ἔ­βα­λε ξα­νά στήν τσέ­
πη μου. «Αὐ­τά θά πά­ρω», μοῦ λέ­ει. Τό
βρά­δυ λέ­ει στήν Γε­ρόν­τισ­σα:
― Ἡ ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ ἔ­πλε­
ξε με­ρι­κά τρι­α­κο­σά­ρια δέν τά πῆ­ρα ὅ­λα,
λές νά τήν στε­νο­χώ­ρε­σα;
― Δέν νο­μί­ζω, παπ­πού­λη, νά στε­νο­
χω­ρή­θη­κε.
»Δέν ἡ­σύ­χα­σε ὅ­μως. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα
εἴ­χα­με κά­νει ρα­σο­φο­ρία κάποια ἀδελφή,
με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α ἤ­μα­σταν στήν κου­
ζί­να καί τρώ­γα­με λου­κου­μά­δες. Πῆ­ρε
τη­λέ­φω­νο καί ρω­τοῦ­σε ἂν ἤ­μουν ἐ­κεῖ.
Τοῦ εἶ­παν οἱ ἀ­δελ­φές, «ἐ­δῶ εἶ­ναι παπ­
πού­λη». Ὅ­ταν πῆ­γα στό τη­λέ­φω­νο, μοῦ
λέ­ει: «Φέ­ρε, βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­κεῖ­να τά
κομ­πο­σχοί­νια πού δέν πῆ­ρα, για­τί αὐ­τά
πού μοῦ ἔ­δω­σες μοῦ τά πῆ­ραν ὅ­λα». Μοῦ
ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση αὐ­τή ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α, νά
μήν στε­νο­χω­ρή­ση τούς ἄλ­λους, πάν­τα
ἤ­θε­λε νά δί­νη χα­ρά.
»Πο­νοῦ­σε πο­λύ ὅ­ταν ἔ­βλε­πε ἄρ­ρω­
στο. Ἀ­πό τά βά­ρη πού σή­κω­να εἶ­χε πά­
θει ἡ μέ­ση μου, πο­νοῦ­σα πο­λύ, ἤ­μουν
στό κρεβ­βά­τι δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­θῶ
καί στό κρεβ­βά­τι δέν μπο­ροῦ­σα νά γυ­
ρί­σω ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά. Ἤ­μουν ἕ­ξι
μῆ­νες στό κρεβ­βά­τι χω­ρίς νά μπο­ρῶ νά
κου­νη­θῶ. Εἶ­χε ἔρ­θει ὁ παπ­πού­λης. Μό­
λις ἦρ­θε, τοῦ εἶ­παν οἱ ἀ­δελ­φές:
― Παπ­πού­λη, ἡ ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα
εἶ­ναι στό κρεβ­βά­τι, πο­νά­ει ἡ μέ­ση της.
― Γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θα, λέ­ει.
»Ἦρ­θε στό κελ­λί μου. Δέν εἶ­χαν πιά­
σει ἀ­κό­μη τά κρύ­α, ἦ­ταν Ὀ­κτώ­βριος.
Μό­λις ἦρ­θε, λέ­ει στίς ἀ­δελ­φές πού ἦ­ταν
ἐ­κεῖ: «Τί εἶ­ναι αὐ­τά, μω­ρέ, θέ­λει ζέ­στη
ἐ­δῶ! Βάλ­τε στόν τοῖ­χο πού εἶ­ναι τό
κρεβ­βά­τι ἕ­να νο­βο­πάν, κα­λύψ­τε το μέ
μί­α κου­βέρ­τα, βάλ­τε ζε­στά στρω­σί­δια,
φέρ­τε καί μιά ἠ­λε­κτρι­κή σόμ­πα. Μέ αὐ­
τό τό κρύ­ο ὅ­λο τό χει­μῶ­να στό κρεβ­βά­
τι θά εἶ­ναι, ἡ ζέ­στη χα­λα­ρώ­νει τά νεῦ­ρα
καί πο­νά­ει λι­γό­τε­ρο».
»Ὅ­ταν οἱ ἀ­δελ­φές ἔ­κα­ναν ὅ­,τι τίς εἶ­
πε, ἦρ­θε πά­λι στό κελ­λί, εἶ­χε ἀλ­λά­ξει τό
πρό­σω­πό του. «Ἔ­τσι μπρά­βο, τώ­ρα ὅ­λα
κα­λά». Ἡ σόμ­πα ἦ­ταν μα­κρό­στε­νη, μέ
πεί­ρα­ζε: «Ἄν­τε τώ­ρα, ἔ­χεις καί τη­λε­ό­ρα­
ση», μοῦ ἔ­λε­γε. Ὅ­σο ἤ­μουν στό κρεβ­βά­
τι προ­σπα­θοῦ­σα νά πλέ­ξω κα­νέ­να κομ­
πο­σχοι­νά­κι. Δί­πλα μου εἶ­χα ἕ­να κο­μο­
δί­νο, ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω ἄ­φη­να τά νή­μα­τα πού
πε­ρίσ­σευ­αν ἀ­πό τά κομ­πο­σχοι­νά­κια.
Εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ καί σκό­νες ἐ­κεῖ στό κο­
μο­δί­νο. Μό­λις τό εἶ­δε ὁ παπ­πού­λης, εἶ­πε
μέ ἕ­να πα­ρά­πο­νο: «Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νείς
ἐ­δῶ νά τό κα­θα­ρί­ση αὐ­τό τό κο­μο­δί­νο;».
Οἱ ἀ­δελ­φές μέ πε­ρι­ποι­ό­ταν πο­λύ, δέν τό
εἶ­χαν προ­σέ­ξει, οὔ­τε κι ἐ­γώ τό εἶ­χα προ­
σέ­ξει. Ὅ­μως ὁ παπ­πού­λης τά ἤ­θε­λε ὅ­λα
τέ­λεια στόν ἄρ­ρω­στο.
»Ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ κά­θη­σε μέ­χρι ἀρ­
γά στό κελ­λί μου, μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές,
ἔ­κα­νε ἀ­στεῖ­α. Πῆ­ρε μιά κασ­σέ­τα πού
ὑ­πῆρ­χε στό κελ­λί μου. «Τώ­ρα θά βά­λου­
με τό μα­γνη­τό­φω­νο νά παί­ξη». Ἔ­βα­λε
τήν κασ­σέ­τα στό τσε­πά­κι, ἐ­κεῖ κον­τά
στό στῆ­θος ὅ­πως βά­ζου­με τήν κασ­σέ­τα
11
στό μα­γνη­τό­φω­νο, πά­τη­σε μέ τό δά­κτυ­
λό του τήν μύ­τη του καί ἄρ­χι­σε νά ψάλ­
λη. Ἔ­ψα­λε πολ­λά τρο­πά­ρια, ἔ­μει­νε μα­ζί
μου μέ­χρι ἀρ­γά.
»Τήν ἄλ­λη μέ­ρα στίς 4.00´ μό­λις χτύ­
πη­σε γιά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἦρ­θε πά­λι στό
κελ­λί μου. Πῆ­ρε ἕ­να σκα­μνά­κι, κά­θι­σε
δί­πλα στό κρεβ­βά­τι μου, ἔ­μει­νε κα­τά
τήν διά­ρκεια ὅ­λης τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Μοῦ
ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, μέ ρω­τοῦ­σε δι­ά­φο­ρα.
Ὅ­ταν χτύ­πη­σαν τά καμ­πα­νά­κια γιά
τήν «Τι­μι­ω­τέ­ρα», ση­κώ­θη­κε. Στήν ἐκ­
κλη­σί­α, Μυ­ρο­φό­ρα, ψάλ­λουν τήν «Τι­
μι­ω­τέ­ρα», νά τήν ψάλ­λου­με καί ἐ­μεῖς.
Ἔ­κα­νε στρω­τές με­τά­νοι­ες καί ἔ­ψα­λε
τήν «Τι­μι­ω­τέ­ρα». Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση
πό­σες ὧ­ρες εἶ­χε μεί­νει κον­τά μου. Πῆ­
ρα ἕ­να κα­λό μά­θη­μα μέ ὅ­λα αὐ­τά, γιά τό
πό­σο πρέ­πει νά προ­σέ­χου­με τούς ἀρ­ρώ­
στους.
»Δέν τοῦ εἶ­χε πεῖ κα­νείς τί ἀ­κρι­βῶς
εἶ­χα. Μό­λις μέ εἶ­δε, μοῦ εἶ­πε, «ἔ­χουν
σπά­σει δύ­ο δί­σκοι, τά κομ­μά­τια πι­έ­ζουν
νεῦ­ρα, ἐ­σέ­να πι­έ­ζουν ἀ­πό τήν ἀ­ρι­στε­ρή
με­ριά καί σέ πο­νά­ει τό ἀ­ρι­στε­ρό πό­δι,
ἐ­μέ­να μέ πο­νά­ει τό δε­ξί», για­τί κι ἐ­κεῖ­
νος ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τήν μέ­ση του. Ὅ­ταν
συ­νῆλ­θε κά­πως ἡ μέ­ση μου, μοῦ ἔ­κα­νε
μα­θή­μα­τα πῶς νά ση­κώ­νω κά­ποι­ο βά­
ρος. «Νά μήν σκύ­βης, μοῦ ἔ­λε­γε, νά κά­
θε­σαι μέ λυ­γι­σμέ­να γό­να­τα καί σι­γά–σι­
γά νά ση­κώ­νε­σαι».
»Μᾶς ἔ­λε­γε, «ὅ­ταν βγαί­νη τό τσί­που­
ρο, νά πά­ρε­τε τό πρῶ­το τσί­που­ρο πού
εἶ­ναι δυ­να­τό σάν τό οἰ­νό­πνευ­μα, νά τό
βά­λε­τε σέ ἕ­να βά­ζο καί νά βά­λε­τε μέ­σα
πι­πε­ρι­ές καυ­τε­ρές, νά τό βά­λε­τε στόν
ἥ­λιο καί μέ αὐ­τό νά σοῦ κά­νουν ἐν­τρι­
βές οἱ ἀ­δελ­φές στή μέ­ση καί στό πό­δι.
Νά ξα­πλώ­νης ἀ­πό τήν δε­ξιά πλευ­ρά ἀ­πό
τό πό­δι πού δέν πο­νά­ει, νά μα­ζεύ­ης τό
ἀ­ρι­στε­ρό πό­δι ἐ­πά­νω στό δε­ξί, θά νοι­ώ­
θης ἀ­να­κού­φι­ση».
Προ­σπα­θοῦ­σα νά κά­νω τίς με­τά­νοι­
ες, ὅ­ταν ἔ­γι­να κά­πως κα­λά. Μοῦ ἔ­λε­γε,
«ὄ­χι πολ­λές μα­ζί, δέ­κα–δέ­κα, φα­σού­λι–
φα­σού­λι γε­μί­ζει τό σακ­κού­λι». Ἡ μέ­ση
μου δέν ἦ­ταν κα­λά.
Ἐ­κεῖ πού ση­κω­νό­μουν ἀ­πό τό κρεβ­
βά­τι, δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί πά­
λι ἔ­πε­φτα στό κρεβ­βά­τι.
Οἱ για­τροί ἔ­λε­γαν, ὅ­τι πρέ­πει νά κά­
νω ἐγ­χεί­ρη­ση. Τό­τε ὅ­μως αὐ­τή τήν ἐγ­
χεί­ρη­ση τήν ἔ­κα­ναν ὀρ­θο­πε­δι­κοί για­
τροί, ὄ­χι ὅ­πως τώ­ρα πού τήν κά­νουν
νευ­ρο­χει­ροῦρ­γοι, καί πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς
ἔ­με­ναν πα­ρά­λυ­τοι. Φο­βό­μα­σταν αὐ­τήν
τήν ἐγ­χεί­ρη­ση. Ὅ­ταν τό εἴ­πα­με στόν
παπ­πού­λη, μοῦ εἶ­πε, «μή στε­νο­χω­ρι­έ­
σαι, τώ­ρα θά τήν καρ­φώ­σου­με τήν μέ­
ση, θά βά­λου­με ἕ­να με­γά­λο καρ­φί» καί
μοῦ ἔ­δει­ξε μέ τό χέ­ρι του ὅ­τι τό καρ­φί
θά εἶ­ναι 30 πόν­τους. Πράγ­μα­τι ἀ­πό τό­
τε δέν ξα­νά­πε­σα στό κρεβ­βά­τι, πο­νά­ω,
πι­ά­νε­ται ἡ μέ­ση μου, δέν μπο­ρῶ νά κα­
θή­σω πολ­λή ὥ­ρα, ἀλ­λά ὄ­χι ἐ­κεῖ­νο πού
δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί νά στα­
θῶ ὄρ­θια.
»Κά­ποι­α φο­ρά πά­λι, ἐ­κεῖ πού συ­ζη­
τού­σα­με ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν τρου­βά του
ἕ­να λε­πτό κομ­πο­σχοί­νι ἑ­κα­το­στά­ρι μέ
κόκ­κι­νες χάν­τρες καί μοῦ τό ἔ­δω­σε. Τό
πῆ­ρα καί ἔ­κα­να τόν λο­γι­σμό ὅ­τι, αὐ­τό
τό κομ­πο­σχοί­νι δέν τό ἔ­πλε­ξε ὁ παπ­πού­
λης, ἀ­φοῦ δέν βλέ­πει νά πλέ­κη λε­πτά
κομ­πο­σχοί­νια, ὅ­πως μοῦ εἶ­χε πεῖ, οὔ­τε
συ­νή­θι­ζε νά βά­ζη κόκ­κι­νες χάν­τρες.
Ἐ­κεῖ πού ἔ­κα­να αὐ­τούς τούς λο­γι­σμούς,
βγά­ζει ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να τρι­αν­τα­
τριά­ρι κομ­πο­σχοί­νι μέ μαῦ­ρες χάν­τρες,
ὅ­πως αὐ­τά πού ἔ­πλε­κε ἐ­κεῖ­νος. Μοῦ τό
δί­νει καί μοῦ λέ­ει, «πάρ­το, αὐ­τό ἐ­γώ τό
ἔ­πλε­ξα».
»Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά μοῦ δεί­ξη νά φτειά­
χνω αὐ­τό τό σταυ­ρό πού κά­νω τώ­ρα
στά κομ­πο­σχοι­νά­κια, μοῦ εἶ­πε: «Φέ­ρε
μί­α ὀρ­γυι­ά μαλ­λί νά σοῦ μά­θω νά φτειά­
χνης ἕ­να σταυ­ρό ἐν­νο­ών­τας ὅ­τι αὐ­τό
12
εἶ­ναι κα­νό­νι», ἔ­λε­γε, αὐ­τός ὁ σταυ­ρός
εἶ­ναι δυ­να­τό ὅ­πλο.
»Γιά νά μοῦ δώ­ση χα­ρά, πολ­λές φο­ρές
μοῦ ζη­τοῦ­σε νά τοῦ δώ­σω κά­τι, π.χ. εἶ­χα
ἕ­να ψα­λι­δά­κι, ἦ­ταν καί λί­γο σπα­σμέ­νο,
μοῦ εἶ­πε: «Ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ δί­
νης αὐ­τό τό ψα­λι­δά­κι; μοῦ χρει­ά­ζε­τε νά
κό­βω τά μαλ­λιά ἀ­πό τά κομ­πο­σχοί­νια».
Ὁ λο­γι­σμός, μοῦ λέ­ει, ὅ­τι δέν τό ζη­τοῦ­
σε για­τί τό εἶ­χε ἀ­νάγ­κη, θά μπο­ροῦ­σε
νά βρῆ κα­λύ­τε­ρο καί ὄ­χι τό δι­κό μου τό
σπα­σμέ­νο. Τό ἔ­κα­νε γιά νά χα­ρῶ.
»Ἄλ­λη φο­ρά, τοῦ εἶ­χα πλέ­ξει κά­τι
μάλ­λι­να πα­που­τσά­κια–τιρ­λί­κια, τά πῆ­
ρε καί μοῦ λέ­ει γιά νά χα­ρῶ: «Τώ­ρα πού
μοῦ τά ἔ­πλε­ξες ἐ­σύ καί τό κα­λο­καί­ρι θά
τά φο­ρά­ω».
»Κά­πο­τε τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἔ­κρι­να μέ τόν
λο­γι­σμό μί­α ἀ­δελ­φή. Μοῦ εἶ­πε: «Οἱ πνευ­
μα­τι­κοί ἄν­θρω­ποι κρύ­βουν τίς ἀ­ρε­τές
καί κά­νουν με­ρι­κά πράγ­μα­τα πού φαί­
νον­ται ὅ­τι δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κά νά μᾶς
μπερ­δέ­ψουν καί νά κρύ­ψουν τίς ἀ­ρε­τές
τους, γι᾿ αὐ­τό νά μήν κρί­νης».
»Ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­χε γί­νει κά­τι τήν ὥ­ρα
πού ψάλ­λα­με στό ἀ­να­λό­γιο, εἶ­χα στε­νο­
χω­ρή­σει τόν Γέ­ρον­τα.
Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης καί πῆ­γα νά
τόν δῶ, μέ ρώ­τη­σε για­τί ἤ­μουν στε­νο­
χω­ρη­μέ­νη.
― Στε­νο­χώ­ρε­σα τόν Γέ­ρον­τα, τοῦ εἶ­
πα.
― Οἱ στρα­τι­ῶ­ται, μοῦ λέ­ει, ὅ­ταν
τραυ­μα­τί­ζων­ται στόν πό­λε­μο δέν κά­θον­
ται νά κλαῖ­νε. Δέ­νουν τό τραῦ­μα τους
καί προ­χω­ροῦν.
― Πᾶ­με νά βά­λου­με με­τά­νοι­α. Μέ πῆ­
ρε ἀ­πό τό χέ­ρι καί πή­γα­με στόν Γέ­ρον­τα
καί τοῦ εἶ­πε:
― Ἤρ­θα­με νά βά­λου­με με­τά­νοι­α μέ
τό κα­λο­γέ­ρι καί ἔ­κα­νε στρω­τή με­τά­νοι­α
Κελί Τιμίου Σταυροῦ σήμερα
13
μα­ζί μου. Με­τά ὁ Γέ­ρον­τας, τοῦ ἔ­λε­γε τί
εἶ­χε γί­νει. Ἐ­κεῖ­νος τόν κοι­τοῦ­σε μέ ἠ­ρε­
μί­α.
»Ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­χα κά­νει ἕ­να σφάλ­μα
καί μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ Γέ­ρον­τας «δέν θά σέ
ξα­να­ε­ξο­μο­λο­γή­σω». Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­
πού­λης, τοῦ τό εἶ­πα. Ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα
ἀ­πό τό κελ­λά­κι πού μι­λού­σα­με, στόν δι­
ά­δρο­μο ἦ­ταν ὁ Γέ­ρον­τας. Τοῦ εἶ­πε, «ἔ­λα
μέ­σα Γέ­ρον­τα». Ἔ­βγα­λε ἕ­να πε­νην­τά­
ρι­κο, τά πα­λιά χρή­μα­τα, τοῦ τό ἔ­δω­σε.
«Πά­ρε αὐ­τό γιά πλη­ρω­μή, τοῦ εἶ­πε,
καί ὅ­πο­τε ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τό κα­λο­γέ­ρι θά
τό ἐ­ξο­μο­λο­γῆς, ἀλ­λοι­ῶς θά τό πά­ρω στό
Ἅ­γιον Ὄ­ρος».
»Μιά φο­ρά, ἦ­ταν οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες καί
ἀ­δελ­φές, ἐ­γώ εἶ­χα ἀ­κουμ­πή­σει στόν τοῖ­
χο καί εἶ­χα τά χέ­ρια μου πί­σω στή μέ­ση,
πο­νοῦ­σα λί­γο. Γιά μιά στιγ­μή, ἄρ­χι­σε
νά μέ μα­λώ­νη. «Τί σε­βα­σμός εἶ­ναι αὐ­
τός, μοῦ ἔ­λε­γε, νά ἔ­χης τά χέ­ρια πί­σω!».
Μέ κα­τσά­δια­σε γιά τά γε­ρά, εἶ­δε ὅ­τι δέν
τό εἶ­χα ση­κώ­σει, μέ πῆ­ρε μέ­σα στό κελ­
λά­κι πού ἔ­με­να καί μοῦ λέ­ει: «Νά μέ
συγ­χω­ρέ­σης πού σέ μά­λω­σα, ἄν ἔ­πρε­πε
νά σοῦ πῶ κά­τι θά σοῦ τό ἔ­λε­γα τώ­ρα
πού εἴ­μα­στε μό­νοι. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή με­ρι­κές
ἀ­δελ­φές ἔ­χουν λο­γι­σμούς ὅ­τι σέ ἀ­γα­πῶ
πε­ρισ­σό­τε­ρο, γι᾿ αὐ­τό σέ μά­λω­σα μπρο­
στά τους». Μοῦ ἔ­κα­νε πολ­λές φο­ρές πα­
ρα­τη­ρή­σεις, ἀλ­λά δέν στε­νο­χω­ρι­ό­μουν,
ἦ­ταν ὅ­λο ἀ­γά­πη.
Ὅ­ταν εἶ­χα πε­ρά­ση τά τριά­ντα, μοῦ
ἔ­λε­γε, «τώ­ρα εἶ­σαι ἀμ­μᾶς. Τώ­ρα, Μυ­ρο­
φό­ρα, Ἐν σοὶ μῆ­τερ ἀ­κρι­βῶς δι­ε­σώ­θη τὸ
κατ᾿ εἰ­κό­να»...
»Με­ρι­κές φο­ρές, τοῦ ἔ­λε­γα:
― Παπ­πού­λη, μι­λά­ω πο­λύ, λέ­ω πολ­
λά.
Ἡ Ἱερά Μονή Στομίου καί ὁ νῦν Ἡγούμενός της
14
― Δέν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα Μυ­ρο­φό­ρα,
νά μι­λᾶ­με μέ τό Χρι­στό, τήν Πα­να­γί­α,
πα­ρά μέ τούς ἀν­θρώ­πους; Ἕ­νας ἄν­θρω­
πος γιά νά μι­λή­ση μέ ἕ­να ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λιά
πρέ­πει νά πά­ρη ἄ­δεια πό­τε θά τοῦ μι­λή­
ση, ποι­ά ὥ­ρα, πό­σο θά τοῦ μι­λή­ση. Ἐ­μᾶς
τά γυ­φτέ­λια (τούς μι­κρούς γύ­φτους), ὁ
Χρι­στός μᾶς ἀ­φή­νει ὅ­πο­τε θέ­λου­με, ὅ­ση
ὥ­ρα θέ­λου­με νά τοῦ μι­λᾶ­με καί χαί­ρε­ται
ὅ­ταν τοῦ μι­λᾶ­με. Δέν κου­ρά­ζε­τε νά μᾶς
ἀ­κού­η.
»Πρίν ἀρ­χί­σει τίς συ­νά­ξεις πού μᾶς
ἔ­κα­νε, κά­θε φο­ρά κα­θό­ταν λί­γη ὥ­ρα χω­
ρίς νά λέ­η τί­πο­τα. Μᾶς κοι­τοῦ­σε ὅ­λες
σάν νά μᾶς περ­νοῦ­σε ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, με­
τά ἄρ­χι­ζε νά μᾶς λέ­η γιά πράγ­μα­τα πού
μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν μέ πα­ρα­δείγ­μα­τα.
Τα­κτο­ποι­οῦ­σε ὅ­λα τά θέ­μα­τα τοῦ Μο­να­
στη­ριοῦ. Θυ­μᾶ­μαι, ὅ­ταν πή­γαι­να νά μέ
δῆ, ὅ,­τι καί ἄν εἶ­χα ἔ­φευ­γαν ὅ­λα, ἔ­παιρ­
να μιά δύ­να­μη πού κρα­τοῦ­σε μέ­χρι νά
ξα­νάρ­θη. Μέ ρω­τοῦ­σε:
― Ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, ξέ­ρεις μου­σι­
κά;
― Λί­γα, παπ­πού­λη, τοῦ ἔ­λε­γα. Μοῦ
χτυ­ποῦ­σε τήν πλά­τη.
― Ἐ­σύ νά ψάλ­λης μέ τήν καρ­διά
σου, μοῦ ἔ­λε­γε, ὅ­ταν ψάλ­λης, ὁ νοῦς σου
νά εἶ­ναι στά θεῖ­α νο­ή­μα­τα πού ἔ­χουν τά
τρο­πά­ρια, τό­τε θά ψάλ­λης γλυ­κά.
»Ὅ­ταν προ­η­γού­με­νο βρά­δυ εἶ­χα
ἀ­γρυ­πνί­ση, καί μέ ἔ­βλε­πε τό πρωΐ, με­
ρι­κές φο­ρές μέ ρω­τοῦ­σε, «σοῦ ἔ­δω­σε ὁ
Χρι­στός, ἡ Πα­να­γί­α ἤ Ἅ­γιος πού γι­όρ­
τα­ζε ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα καμ­μί­α σο­κο­λά­
τα;». Μέ ρω­τοῦ­σε:
― Μέ ἀ­κοῦς πού σέ φω­νά­ζω ἀ­πό τό
Ἅ­γιον Ὄ­ρος, «ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα­α­α! «.
»Ὅ­ταν εἶ­χε πρω­το­γί­νη τό Μο­να­στή­
ρι, δέν ξέ­ρα­με νά ψάλ­λου­με. Ἐρ­χό­ταν
στό ἀ­να­λό­γιο μᾶς βο­η­θοῦ­σε ἤ καί ἔ­ψα­λε
μό­νος του. Μί­α φο­ρά, τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης,
ἔ­ψα­λε ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἦ­ταν τό­σο
ὡ­ραῖ­α!
Καί τήν ὥ­ρα τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας μπο­
ροῦ­σε νά σοῦ πῆ ἕ­να ἀ­στεῖ­ο, νά σοῦ δώ­
ση χα­ρά.
»Κά­πο­τε ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νη.
Ὁ παπ­πού­λης τό κα­τά­λα­βε. Μοῦ ἔ­κα­
νε νό­η­μα νά πά­ω κον­τά του, μέ ἔ­βα­λε
νά κα­θή­σω στό δι­πλα­νό στα­σί­δι καί μέ­
σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α μοῦ ἔ­λε­γε δι­ά­φο­ρα,
ἔ­σκυ­βε στό αὐ­τί μου καί μοῦ μι­λοῦ­σε.
Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα πού λέ­γα­με τό Συ­να­ξά­ρι.
Ἐ­νῶ μᾶς εἶ­χε πῆ, τήν ὥ­ρα πού λέ­με τό
Συ­να­ξά­ρι νά κα­τε­βαί­νου­με ἀ­πό τά στα­
σί­δια, νά στε­κώ­μα­στε μέ εὐ­λά­βεια, ὅ­πως
οἱ στρα­τι­ῶ­τες στέ­κον­ται προ­σο­χή ὅ­ταν
θέ­λουν νά τι­μή­σουν κά­ποι­ον ἐ­θνι­κό ἥ­ρ-
ω­α, ὅ­μως ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας ἀ­πό τήν πολ­
λή του ἀ­γά­πη τό ἔ­κα­νε αὐ­τό γιά νά μέ
πα­ρη­γο­ρή­ση.
»Χαί­ρον­ταν ὅ­ταν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι
ἀ­γω­νι­ζό­μουν, ὅ­τι ἔ­κα­να με­τά­νοι­ες καί
ἀ­γρυ­πνί­ες καί μοῦ ἔ­λε­γε, χω­ρίς νά τοῦ
λέ­ω κά­τι: «Τί σῶ­μα εἶ­ναι αὐ­τό πού ἔ­χεις,
ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα; σάν λά­στι­χο εἶ­ναι».
Πράγ­μα­τι ἔ­κα­να πο­λύ εὔ­κο­λα με­τά­νοι­
ες. Τά χέ­ρια μου ἔ­βγαι­ναν εὔ­κο­λα ἀ­πό
τόν καρ­πό, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρή δέν μπο­
ροῦ­σα νά κά­νω με­τά­νοι­ες ἀ­κουμ­πών­τας
τίς πα­λά­μες στό πά­τω­μα. Ἔ­κα­να τώ­ρα
με­τά­νοι­ες ἀ­κουμ­πών­τας τίς γρο­θι­ές καί
εἶ­χαν κά­νει κά­ποι­α ση­μά­δια.
Ὅ­ταν μοῦ κρα­τοῦ­σε τό χέ­ρι γε­λοῦ­σε,
κοι­τοῦ­σε τά ση­μά­δια ἀ­πό τίς με­τά­νοι­ες
καί ἔ­λε­γε, «τό πρῶ­το ση­μά­δι εἶ­ναι τοῦ
Χρι­στοῦ, τό δεύ­τε­ρο τοῦ ἁ­γί­ου Προ­δρό­
μου, τό τρί­το τοῦ ἁ­γί­ου Ἀρ­σε­νί­ου καί τό
τέ­ταρ­το πού ἦ­ταν κά­πως με­γά­λο, ἔ­λε­γε,
αὐ­τό εἶ­ναι τῆς Πα­να­γί­ας πού κρα­τᾶ καί
τόν Χρι­στό στήν ἀγ­κα­λιά της».
»Ἦ­ταν ὅ­μως αὐ­στη­ρός, ὅ­ταν ἤ­θε­λα
νά κά­νω τό θέ­λη­μά μου. Ὅ­ταν ἤρ­θα­με
στό Μο­να­στή­ρι, κά­να­με μί­α ἀ­γρυ­πνί­α
τήν ἑ­βδο­μά­δα. Ἐ­γώ πή­γαι­να στήν Γε­
ρόν­τισ­σα κά­θε βρά­δυ καί τῆς ἔ­λε­γα, νά
μοῦ δώ­ση εὐ­λο­γί­α νά κά­νω ἀ­γρυ­πνί­α.
Στήν ἀρ­χή, μοῦ ἔ­λε­γε, «ὄ­χι, ἔ­κα­νες χθές
15
εἶ­σαι κου­ρα­σμέ­νη». Ἐ­γώ τήν πα­ρα­κα­
λοῦ­σα καί στό τέ­λος μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­α.
Μέ­σα μου ὅ­μως ἔ­νοι­ω­θα, ὅ­τι αὐ­τό δέν
ἦ­ταν κα­λό.
Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, τοῦ τό εἶ­
πε. Μοῦ λέ­ει, «θά κά­νης μί­α ἀ­γρυ­πνί­α
τήν ἑ­βδο­μά­δα. Ἄν ζη­τή­σης ἀ­πό τήν Γε­
ρόν­τισ­σα νά κά­νης δεύ­τε­ρη, θά σοῦ κό­
ψω καί τήν μί­α. Ἄν τό ξα­να­κά­νης, δέν
θά σέ ἀ­φή­σω οὔ­τε στήν ἐκ­κλη­σί­α νά πη­
γαί­νης». Σάν νά μοῦ ἔ­κο­ψε τό θέ­λη­μα
μέ τό μα­χαί­ρι, ἔ­τσι ἔ­νοι­ω­σα.
»Πάν­τα ὅ­ταν πή­γαι­να νά τόν δῶ, κά­
θε φο­ρά μοῦ ἔ­λε­γε: «Ἄν­τε βρέ Μυ­ρο­φό­
ρα, νά ψάλ­λου­με. Ψά­λα­με μα­ζί. Ἔ­ψα­λε
πο­λύ ὡ­ραῖ­α, ὅ­λα ἔ­φευ­γαν, ἔ­νοι­ω­θα πο­λύ
γλυ­κά κον­τά του.
»Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πάν­τα, ὅ­τι καί
νά ἔ­λε­γε ἦ­ταν ὡ­ραῖ­ο καί ἔ­ξυ­πνο. Πρίν
νά γί­νω μο­να­χή ἤμα­σταν, ὁ παπ­πού­λης,
ἐ­γώ καί μί­α ἄλλη ἀ­δελ­φή. Εἶ­χε μί­α πα­
ρα­μά­να βαμ­μέ­νη μαύ­ρη καί κούμ­πω­νε
τό ρά­σο του. Τοῦ λέ­ει ἡ ἄλλη ἀ­δελ­φή:
― Παπ­πού­λη, θά μοῦ δώ­σε­τε αὐ­τή
τήν πα­ρα­μά­να;
― Ἔ­χεις μάν­να, τῆς λέ­ει, θές καί πα­
ρα­μά­να; Θά τήν δώ­σω σ᾿ αὐτήν. Ἤ­μουν
λα­ϊ­κή τό­τε καί τήν ἔ­δω­σε σέ μέ­να.
»Εἴ­χα­με μά­θει γιά τήν τε­λευ­ταί­α
ἀρ­ρώ­στεια τοῦ παπ­πού­λη καί στε­νο­
χω­ρε­θή­κα­με πο­λύ. Με­τά πού βγῆ­κε καί
ἔ­κα­νε ἐ­ξε­τά­σεις, μά­θα­με ὅ­τι σύν­το­μα θά
ἔ­φευ­γε ἀ­πό κον­τά μας.
»Εἶ­χε ἔρ­θει γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά στό
Μο­να­στή­ρι μας, πο­νοῦ­σε πο­λύ. Ἐ­κεῖ­νο
τόν και­ρό ἤ­μουν πο­λύ χά­λια. Εἶ­χα ἀ­πό
μι­κρή κά­ποι­α πά­θη­ση, ἀ­πό αὐ­τό εἶ­χα
ἀρ­ρω­στή­σει καί ἀρ­γό­τε­ρα νευ­ρί­α­ζα εὔ­
κο­λα, με­τά στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ καί
μέ ἔ­πια­νε ἀ­πελ­πι­σί­α. Ἔ­κα­να λο­γι­σμούς
ὅ­τι δέν θά σω­θῶ, δέν θά πά­ω στόν πα­
ρά­δει­σο, δέν εἶ­χα δι­ά­θε­ση νά ψάλ­λω καί
ἔ­λε­γα στούς Γε­ρον­τᾶ­δες νά μήν ψάλ­λω
στό ἀ­να­λό­γιο. Τό­τε ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­
κη, για­τί δέν ὑ­πῆρ­χαν πολ­λές ἀ­δελ­φές
πού μπο­ροῦ­σαν νά βο­η­θή­σουν στό ἀ­να­
λό­γιο.
»Εἶ­χα στε­νο­χω­ρη­θεῖ πο­λύ πού ὁ παπ­
πού­λης θά ἔ­φευ­γε. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­
πού­λης, μᾶς εἶ­παν οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες, ὅ­τι δέν
θά μᾶς ἔ­βλε­πε κα­τά μό­νας για­τί πο­νοῦ­σε
πο­λύ, θά μᾶς ἔ­κα­νε μό­νο σύ­να­ξη. Εἴ­χα­
με κά­νει, νο­μί­ζω, τέσ­σε­ρις κου­ρές, για­
τί ὁ παπ­πού­λης δέν θά ξα­να­ερ­χό­ταν σέ
μᾶς. Καί συ­νη­θί­ζα­με τίς κου­ρές νά τίς
κά­νου­με ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν ὁ παπ­πού­λης.
»Ἐ­γώ βο­η­θοῦ­σα στούς λου­κου­μά­
δες, εἴ­χα­με πο­λύ κό­σμο, ἔρ­χον­ταν νά
πά­ρουν τήν εὐ­χή του, ξέ­ρα­νε ὅ­τι θά φύ­
γη ἀ­πό κον­τά μας. Εἶ­χα κου­ρα­στεῖ, για­
τί ὅ­λη τήν νύ­χτα κά­να­με λου­κου­μά­δες.
Ἤ­μουν καί πο­λύ στε­νο­χω­ρε­μέ­νη, πῆ­γα
στό κελ­λί μου καί ξά­πλω­σα λί­γο νά ξε­
κου­ρα­στῶ. Ἦρ­θε μιά ἀ­δελ­φή καί μοῦ
εἶ­πε:
― Πή­γαι­νε, σέ θέ­λει ὁ παπ­πού­λης.
― Μή­πως κά­νεις λά­θος; τῆς λέ­ω.
― Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, σέ ζη­τοῦ­σε καί χθές
τό βρά­δυ καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τοῦ εἶ­πε ὅ­τι
φτειά­χνεις λου­κου­μά­δες.
»Πο­νοῦ­σε πο­λύ καί δέν ἤ­θε­λα νά τόν
κου­ρά­ζω. Πῆ­γα στό κελ­λά­κι πού ἔ­με­νε⋅
ἦ­ταν γο­να­τι­στός πά­νω στό κρεβ­βά­τι, μέ
τά δύ­ο χέ­ρια του ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του.
Ὅ­πως ἦ­ταν γο­να­τι­στός καί ἔ­πια­νε τήν
κοι­λιά του, πολ­λές φο­ρές ἔ­γερ­νε τό σῶ­
μα του μπρο­στά καί ἔ­λε­γε:
«Ἄχ! Μυ­ρο­φό­ρα, ἄχ! μω­ρέ, Μυ­ρο­φό­
ρα!».
Πο­νοῦ­σε πά­ρα πο­λύ.
Στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ ἔ­τσι πού τόν
ἔ­βλε­πα, δέν μπο­ροῦ­σα νά τοῦ πῶ τί­πο­
τα, κα­θό­μουν καί δέν μι­λοῦ­σα τί­πο­τα.
«Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι, μω­ρέ;» μοῦ λέ­ει. Καί
ἄρ­χι­σε νά μοῦ λέ­η ὅ­,τι εἶ­χα μέ­σα μου.
Μέ ρω­τά­ει:
16
― Ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, ψάλ­λεις;
― Δέν μπο­ρῶ παπ­πού­λη, τοῦ λέ­ω.
Δέν μπο­ρῶ νά ψάλ­λω στήν ἐκ­κλη­σί­α.
― Νά ψάλ­λης, μοῦ λέ­ει.
»Στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πού νευ­ρί­α­ζα εὔ­
κο­λα. Χω­ρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέ­ει:
― Βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­σύ εἶ­σαι ἀρ­νά­κι,
για­τί με­ρι­κές φο­ρές γί­νε­σαι κα­τσι­κά­κι;
Μή­πως πρέ­πει νά πᾶς σέ κα­νέ­να για­τρό;
Μή­πως κάτι ἔ­χεις μέ τήν ὑ­γεί­α σου;
»Με­τά πού πῆ­γα στούς για­τρούς,
πράγ­μα­τι κά­τι εἶ­χα μέ τίς ὁρ­μό­νες.
»Ἔ­κα­να λο­γι­σμούς, ὅ­τι δέν θά σω­θῶ
καί χω­ρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέ­ει: «Τί
στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, μω­ρέ; ἐ­κεῖ πού θά πά­ω
ἐ­γώ, ὅ­ταν φύ­γω ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή, θά
σέ πά­ρω καί ἐ­σέ­να. Ἐ­σύ μό­νο τήν φω­
το­γρα­φί­α ἀ­πό τό δι­α­βα­τή­ριο νά βγά­λης.
Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι μέ­σα σου; τί νά σοῦ κά­
νω ἐ­γώ; τί θά σοῦ δώ­ση χα­ρά; ὅ­τι μοῦ
ζη­τή­σης θά τό κά­νω».
»Συ­νε­χῶς ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του καί
ἔ­λε­γε:
«Ἄχ! Μυ­ρο­φό­ρα, ἄχ! μω­ρέ, Μυ­ρο­φό­
ρα!».
Γιά νά κά­νη ἔ­τσι ὁ παπ­πού­λης μπρο­
στά μου, φαν­τα­στεῖ­τε πό­σο πο­νοῦ­σε.
― Τί θά σοῦ δώ­ση χα­ρά; πές μου,
μοῦ ἔ­λε­γε.
― Νά μεί­νε­τε ἐ­δῶ, τοῦ λέ­ω, αὐ­τό θέ­
λω.
― Κα­λά, μοῦ λέ­ει. Θά πά­ω νά πά­ρω
καί τά ὑ­πό­λοι­πα πράγ­μα­τά μου καί θά
ἔρ­θω, θά μέ γη­ρο­κο­μή­σης ἐ­σύ;
― Ναί, τοῦ λέ­ω.
― Θά μοῦ κά­νης καί τόν κα­νό­να
μου;
― Ναί, τοῦ λέ­ω.
― Κα­λά, μοῦ λέ­ει, θά ἔρ­θω.
»Ἔ­ξω πε­ρί­με­νε μί­α κυ­ρί­α. Ὅ­ταν ση­
κώ­θη­κα νά φύ­γω: «Φέ­ρε μιά καί μι­σή
ἀ­σπι­ρί­νη, Μυ­ρο­φό­ρα, νά πά­ρω, νά δῶ
αὐ­τήν τήν κυ­ρί­α πού πε­ρι­μέ­νει». Τοῦ
πῆ­γα δύ­ο ἀ­σπι­ρί­νες, πῆ­ρε μι­ά­μι­συ καί
τήν ἄλ­λη μι­σή μοῦ τήν ἔ­δω­σε. «Πάρ­την
ἐ­σύ», μοῦ λέ­ει. Τό­σο πό­νο καί προ­σπα­
θοῦ­σε μέ τίς ἀ­σπι­ρί­νες νά ἀ­να­κου­φι­στῆ.
»Με­τά ἀ­πό λί­γες μέ­ρες, πῆ­γε ἡ Γε­
ρόν­τισ­σα νά τόν δῆ, πῆ­ρε καί ἐ­μέ­να μα­ζί
της. Ὁ παπ­πού­λης ἦ­ταν στό κρεβ­βά­τι,
δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κω­θῆ, τό πρό­σω­πό
του ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νο. Μπῆ­κε ἡ Γε­ρόν­
τισ­σα. Ἐ­γώ δέν ἤ­θε­λα νά τόν κου­ρά­ζω.
Μό­λις μπῆ­κα, τοῦ εἶ­πα:
― Τήν εὐ­χή σας νά πά­ρω παπ­πού­λη,
πο­νᾶ­τε πο­λύ.
― Κά­θη­σε, μοῦ λέ­ει.
― Μό­νο τήν εὐ­χή σας θέ­λω, τοῦ λέ­ω,
καί νά φύ­γω.
»Μοῦ ἔ­δει­ξε ἕ­να σκα­μνά­κι πού ἦ­ταν
δί­πλα στό κρεβ­βά­τι καί μοῦ λέ­ει, κά­θη­
σε. Κά­θη­σα, δέν μι­λοῦ­σα κα­θό­λου, προ­
σπα­θοῦ­σα νά μήν κλά­ψω. Μέ ρώ­τη­σε:
― Τί εἰ­κό­να κά­νεις τώ­ρα, Μυ­ρο­φό­
ρα;
― Τόν ἅ­γιο Κων­σταν­τί­νο καί τήν
ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη, τοῦ λέ­ω.
»Ὅ­σο ἔ­φτεια­χνα τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη εἶ­
χα λο­γι­σμούς, ὅ­τι τήν ἔ­κα­να πο­λύ νέ­α,
προ­σπα­θοῦ­σα νά βά­λω κά­τι πα­ρι­ές πού
βά­ζου­με στά γέ­ρι­κα πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­
ων δέν ἔ­δει­χνε γέ­ρι­κο τό πρό­σω­πό της.
― Νά, Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ λέ­ει, με­ρι­κοί
ἁ­γι­ο­γρά­φοι τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη τήν κά­νουν
νέ­α καί φαί­νε­ται σάν ἀ­δελ­φή τοῦ ἁ­γί­ου
Κων­σταν­τί­νου καί ὄ­χι σάν μη­τέ­ρα του.
Μοῦ εἶ­πε καί με­ρι­κά ἄλ­λα, με­τά ἐ­γώ ση­
κώ­θη­κα δέν κρα­τή­θη­κα ἄλ­λο, ἄρ­χι­σα
νά κλαί­ω.
Πῆ­ρα τήν εὐ­χή του, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να
ἑ­κα­το­στά­ρι κομ­πο­σχοί­νι πού κρα­τοῦ­σε
καί ἔ­φυ­γα. Τόν εὐ­χα­ρι­στῶ γιά ὅ­λα καί
ζη­τῶ τίς πρε­σβεῖ­ες Του».
17
Ὁ ὅσιος Παΐσιος
καί οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος
Δι­ή­γη­σηἈρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου Καν­σί­ζο­γλου
α΄.
«Ἔ­γρα­ψα τίς πα­ρα­κά­τω σει­ρές κά­
νον­τας ὑ­πα­κο­ή σέ σε­βα­στούς πνευ­μα­τι­
κούς πα­τέ­ρες, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὡς ὀ­φει­λό­με­
νη εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τό πρό­σω­πο τοῦ ὁ­σί­
ου Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, πού κα­τά τά
χρό­νια τῆς φοι­τή­σε­ώς μας στήν ἐν Ἁ­γί­ῳ
Ὄ­ρει ἱ­στο­ρι­κή Ἀ­θω­νιά­δα Ἐκ­κλη­σι­α­στι­
κή Ἀ­κα­δη­μί­α στά­θη­κε μέ τόν τρό­πο του
ἕ­νας ἀ­πό τούς βα­σι­κούς πα­ρά­γον­τες πού
στή­ρι­ζαν τήν πνευ­μα­τι­κή πο­ρεί­α τῶν
μα­θη­τῶν τῆς Σχο­λῆς μας.
Δέν κα­τα­γρά­φω εἰ­δι­κά δι­κές μου
προ­σω­πι­κές μνῆ­μες καί ἐμ­πει­ρί­ες. Καί
τοῦ­το, δι­ό­τι οἱ εἰ­δι­κά προ­σω­πι­κές ἀ­να­
μνή­σεις δέν εἶ­ναι πάν­το­τε δη­μο­σι­εύ­σι­
μες καί ἐ­πι­πλέ­ον, δι­ό­τι αἰ­σθά­νο­μαι καί
κά­ποι­α ἐ­νο­χή πού ὁ ἴ­διος δέν ἀ­ξι­ο­ποί­η­
σα ὅ­πως θά ἤ­θε­λε ὁ κα­λός Θε­ός μας, τήν
εὐ­λο­γί­α νά βρι­σκώ­μα­στε ὡς μα­θη­τές τῆς
Σχο­λῆς κον­τά σέ αὐ­τόν τόν με­γά­λο Ἅ­γιο
τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Ὡ­στό­σο, θά προ­σπα­θή­σω
νά ἀ­πο­τυ­πώ­σω με­ρι­κές πτυ­χές τῆς πνευ­
μα­τι­κῆς βο­ή­θειας πού εἶ­χαν οἱ μα­θη­τές
τῆς Σχο­λῆς μας σχε­δόν μέ­χρι καί τήν κοί­
μη­ση τοῦ Ὁ­σί­ου, τό 1994. Εἶ­μαι σχε­δόν
σί­γου­ρος ὅ­τι ὅ­σα θά ἀ­κο­λου­θή­σουν, θά
συμ­φω­νοῦ­σαν νά τά ὑ­πο­γρά­ψουν πλεῖ­
στοι ὅ­σοι ἄλ­λοι συμ­μα­θη­τές μου πού
φοί­τη­σαν στή Σχο­λή γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα
χρό­νια, δη­λα­δή Γυ­μνά­σιο καί Λύ­κει­ο
(ἐ­νῶ ἐ­γώ φοί­τη­σα πρός τό τέ­λος τοῦ Λυ­
κεί­ου) καί ὅ­λοι οἱ ἀ­νά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­
κα­ε­τί­ες ὁ­μο­γά­λα­κτοι συ­σπου­δα­στές μου,
στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή μας τρο­φό
τήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή.
β΄.
»Γρά­φτη­κα στήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή τή
σχο­λι­κή χρο­νιά 1987–1988. Ὅ­ταν βρέ­
θη­κα γιά πρώ­τη φο­ρά στό πε­ρι­βάλ­λον
τῆς Σχο­λῆς, πί­στε­ψα πραγ­μα­τι­κά πώς ἡ
Ἀ­θω­νιά­δα εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο σχο­λεῖ­ο σέ
ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο.
Πε­ποί­θη­ση πού δι­α­τη­ρῶ μέ­χρι σή­
με­ρα, γιά τά χρό­νια βέ­βαι­α ἐ­κεί­νου τοῦ
και­ροῦ. Τήν ἄ­πο­ψη, πε­ποί­θη­ση αὐ­
τή συ­νύ­φα­ναν πολ­λοί πα­ρά­γον­τες. Ἐν
πρώ­τοις τό χι­λι­ο­ευ­λο­γη­μέ­νο ἁ­γι­ο­ρεί­
τι­κο πε­ρι­βάλ­λον (δέν χορ­ταί­νω νά λέ­ω
αὐ­τές τίς λέ­ξεις τίς γλυ­κύ­τε­ρες «ὑ­πὲρ
μέ­λι καὶ κη­ρί­ον»), τό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­
να­γί­ας, στήν καρ­διά τοῦ ὁ­ποί­ου ὡ­σάν μι­
κρή ζε­στή φω­λί­τσα νε­οσ­σῶν ἐ­πή­γνυ­το
ἡ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νη μας Σχο­λή. Κα­τό­πιν
ὁ σο­φό­τα­τος, δι­α­κρι­τι­κός καί κα­λο­γε­ρι­
κό­τα­τος Σχο­λάρ­χης μας, ὁ Ἐ­πί­σκο­πος
Ρο­δο­στό­λου Χρυ­σό­στο­μος, οἱ κα­λοί μας
κα­θη­γη­τές, οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Νι­κη­φό­ρος,
Ἀ­βρα­άμ, Με­λέ­τιος, Νε­κτά­ριος, Πα­ΐ­σιος
(ὁ ἐγ­γύ­τε­ρος μα­θη­τής τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­
ου), ὁ μο­να­χός Νι­κό­δη­μος, ὁ χα­ρι­σμα­
τοῦ­χος μου­σι­κός καί ἁ­γι­ο­γρά­φος γέ­ρων
Με­λέ­τιος Συ­κε­ώ­της καί οἱ εὐ­λα­βεῖς λα­
18
ϊ­κοί κα­θη­γη­τές φι­λό­λο­γοι Β. Βε­νε­τά­κης
καί Θ. Τσι­ρώ­νης. Σο­βα­ρό­τα­τη πα­ρου­σί­α
πνευ­μα­τι­κῆς ἐγ­γύ­η­σης τῆς πο­ρεί­ας μας,
ὁ Πνευ­μα­τι­κός μας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­σα­άκ,
πού δι­ο­ρί­στη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα
ὡς Πνευ­μα­τι­κός τῆς Σχο­λῆς μας.
γ΄.
»Θυ­μᾶ­μαι, λοι­πόν, πώς ὅ­ταν πρω­το­
πῆ­γα στή Σχο­λή (ἕ­ως τό­τε δέν εἶ­χα ἀ­κού­
σει κἄν τό ὄ­νο­μα τοῦ Γέ­ρον­τος καί νῦν
ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου), ὅ­λοι οἱ συμ­μα­θη­τές μου
πο­λύ συ­χνά ἀ­να­φέ­ρον­ταν στό πρό­σω­πο
τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου: «Τό Σαβ­βα­το­κύ­
ρια­κο θά πᾶ­με στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο τόν
ἀ­σκη­τή», «Θέ­λω νά ζη­τή­σω εὐ­λο­γί­α ἀ­πό
τόν ἅ­γιο Σχο­λάρ­χη νά πά­ω στόν γέ­ρον­
τα Πα­ΐ­σιο», «Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­πε
αὐ­τό, ἐ­κεῖ­νο, τό
ἄλ­λο...». Τά παι­
διά στά σχο­λεῖ­α
στόν κό­σμο, πε­ρί­
με­ναν τό Σαβ­βα­
το­κύ­ρια­κο γιά νά
«τό ρί­ξουν ἔ­ξω»,
νά δι­α­σκε­δά­σουν
στά μα­γα­ζιά μέ τά
ἠ­λε­κτρο­νι­κά παι­
χνί­δια, στίς κα­
φε­τέ­ρι­ες καί στίς
ντι­σκο­τέκ ἐ­κεί­
νου τοῦ και­ροῦ,
ἐ­νῶ οἱ συμ­μα­θη­
τέςμουπε­ρί­με­ναν
τήν Πα­ρα­σκευ­ή
με­τά τά μα­θή­
μα­τα νά τρέ­ξουν
στόν Γέ­ρον­τα καί
νά μή στα­μα­τοῦν
νά ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­
νουν γιά ὅ­λο τό
τρι­ή­με­ρο (ΠΣΚ
ὅ­πως λέ­νε σή­με­
ρα)στόνἐ­λεύ­θε­ρό
τους χρό­νο στήν
«Πα­να­γού­δα».
Ἡ «Πα­να­γού­
δα» τοῦ γέ­ρον­
τος Πα­ϊ­σί­ου εἶ­χε
γί­νει γιά χρό­νια
πολ­λά ἡ δεύ­τε­ρη
ζε­στή, ζε­στό­τε­ρη
φω­λί­τσα γιά τούς
συμ­μα­θη­τές μου,
ἀ­πό τούς μι­κρούς
τῆς Α΄ Γυ­μνα­σί­ου μέ­χρι καί τούς με­γα­
λύ­τε­ρους τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου.
Πά­ρα πολ­λοί ἀ­πό τούς μα­θη­τές τῆς
Σχο­λῆς μας προ­ερ­χό­μα­σταν ἀ­πό φτω­χές,
πο­λύ­τε­κνες, ὑ­περ­πο­λύ­τε­κνες, ὀρ­φα­νές ἤ
19
καί μέ ἄλ­λα ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τα οἰ­κο­γέ­
νει­ες. Ἴ­σως δέν θά ἀ­στο­χοῦ­σα, ἄν ἔ­λε­γα
«φτω­χά κυ­νη­γη­μέ­να που­λά­κια» ἀ­πό τό
πο­λύ­βου­ο, σκλη­ρό, ἄ­δι­κο καί δί­χως ὑ­γι­ῆ
πνευ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό κό­σμο.
«Εὐ­λο­γη­τὸς Κύ­ριος, ὅς οὐκ ἔ­δω­κεν
ἡ­μᾶς εἰς θή­ραν τοῖς ὀ­δοῦ­σιν αὐ­τῶν».
Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος γιά αὐ­τά τά φο­
βι­σμέ­να που­λά­κια πῆ­ρε τό ρό­λο πα­τέ­ρα,
μη­τέ­ρας, ὁ­δη­γοῦ, συμ­πα­ρα­στά­τη. Στά­
θη­κε τό στι­βα­ρό στή­ριγ­μα γιά πά­ρα πολ­
λούς ἀ­πό ἐ­μᾶς πού τό θέ­λα­με. Τά πα­ρα­
πά­νω τά κα­τα­λα­βαί­νουν μέ συ­ναί­σθη­ση
ὅ­σοι ἔ­μει­ναν γιά λι­γό­τε­ρο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρο
δί­χως πα­τρι­κή ἀ­σφά­λεια, δί­χως μη­τρι­
κή στορ­γή, δί­χως πνευ­μα­τι­κό στή­ριγ­μα.
Τό­τε βλέ­πα­με τούς γο­νεῖς μας Χρι­στού­
γεν­να, Πά­σχα καί κα­λο­καί­ρι. Με­ρι­κοί
οὔ­τε καί τό­τε, δι­ό­τι ἦ­ταν ἑλ­λη­νό­που­λα
ἀ­πό τήν Αὐ­στρα­λί­α, τή Γερ­μα­νί­α καί ἀ­πό
μι­κρά καί φτω­χά ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να ἑλ­λη­
νι­κά νη­σιά. Πολ­λοί στά σπί­τια τους δέν
εἶ­χαν καί τη­λέ­φω­νο. Τά κα­ρα­βά­κια τοῦ
Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ἔμ­παι­ναν καί ἔ­βγαι­ναν μό­
νο μί­α φο­ρά τή μέ­ρα καί ἡ θά­λασ­σα συ­
χνά ἄ­γρια.
Οἱ μα­θη­τές τῆς Ἀ­θω­νιά­δος ὁ­σά­κις τά
σκέ­πτον­ται, τά ὑ­πο­γρά­φουν μέ δά­κρυ­α
συγ­κί­νη­σης καί εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Σέ φτω­
χούς συμ­μα­θη­τές μας, ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­δι­νε
ὅ,τι εἶ­χε: χρή­μα­τα, πα­πού­τσια, ροῦ­χα,
γλυ­κά.
Τό­τε μᾶς λεί­πα­νε καί τά ἐ­κτι­μού­σα­
με. Ἐ­κτι­μού­σα­με μί­α φα­νέλ­λα ἄς ἦ­ταν
καί με­γα­λύ­τε­ρη στό νού­με­ρο, ἕ­να ζευ­
γά­ρι πα­πού­τσια ἄς ἦ­ταν κα­λο­γε­ρι­κά, μιά
ζα­κέ­τα ἄς ἦ­ταν μαύ­ρη, ἕ­να σο­κο­λα­τά­κι
κι ἄς ἦ­ταν λυ­ω­μέ­νο ἀ­πό τόν ἥ­λιο. Στήν
πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μᾶς χρει­α­ζό­ταν ἀ­γά­πη,
στορ­γή, ἀ­σφά­λεια, προ­σα­να­το­λι­σμός καί
Μέ προσκυνητές στήν Παναγούδα.
20
ἐ­νῶ βέ­βαι­α χρει­α­ζό­μα­σταν καί πα­πού­
τσια καί ροῦ­χα καί κά­να γλυ­κό πού μᾶς
ἐ­φο­δί­α­ζε ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας, μέ­σα ἀ­πό αὐ­
τά θη­λά­ζα­με τήν πνευ­μα­τι­κή του ἀ­γά­πη
καί τή βα­θύ­τα­τη δί­ψα νά ἔ­χου­με ἄν­θρω­
πο νά μᾶς δεί­χνη τό δρό­μο στό λα­βύ­ριν­θο
τῆς ζω­ῆς πού ἀ­δυ­σώ­πη­τα πρό­βα­λε μπρο­
στά μας.
δ’.
»Κά­ποι­α φο­ρά, πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κα,
μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να με­γά­λο κου­τί πέν­τε κι­λῶν
στα­φί­δες γιά νά τίς μοι­ρά­σω στούς συμ­
μα­θη­τές μου στή Σχο­λή. Αὐ­τός, γιά νά
ἔ­τρω­γε αὐ­τές τίς στα­φί­δες θά ἤ­θε­λε δέ­κα
χρό­νια.
Στά ση­με­ρι­νά παι­διά αὐ­τό δέν εἶ­ναι
κά­τι σπου­δαῖ­ο. Εἴ­μα­στε ἀ­κό­μη (...) σέ
πε­ρί­ο­δο πλη­σμο­νῆς καί πλη­θω­ρι­σμοῦ σέ
ὅ­λα καί δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­κτι­μή­σου­με τά
μι­κρά καί τα­πει­νά, πού ὅ­μως κρύ­βουν
μέ­σα τους ὑ­γεί­α ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος.
Φυ­σι­κά, δέν ἦ­ταν τό­τε οἱ στα­φί­δες πού
μᾶς ἔ­κα­ναν εὐ­τυ­χι­σμέ­νους, ἀλ­λά ἡ σκέ­
ψη πώς ἕ­νας ἅ­γιος ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ
μᾶς σκέ­πτε­ται, μᾶς ἀ­γα­πά­ει, τόν ἔ­χου­με
δί­πλα μας νά μᾶς εὔ­χε­ται καί νά μᾶς χαι­
ρε­τά­η στέλ­νον­τας τό μή­νυ­μά του ἀ­κό­μη
καί μέ λί­γες στα­φί­δες. Ἄλ­λη φο­ρά, ἦρ­
θε ἕ­νας προ­σκυ­νη­τής στή Σχο­λή καί μέ
ἔ­ψα­ξε. Ἔ­φευ­γε ἀ­πό τήν «Πα­να­γού­δα»
καί τόν ἔ­στει­λε ὁ Γέ­ρον­τας.
Ὅ­ταν πῆ­γα, μοῦ ἔ­δω­σε μί­α τε­ρά­στια
σακ­κού­λα, λέ­γον­τάς μου πώς τήν στέλ­
νει ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος γιά μέ­να. Τήν ἄ­νοι­ξα
καί εἶ­χε μέ­σα ἕ­να ση­μεί­ω­μα πι­α­σμέ­νο μέ
μί­α χον­τρή πα­ρα­μά­να πού ἔ­γρα­φε: «Μέ
αὐ­τά νά οἰ­κο­νο­μή­σης τά παι­διά» καί ἀ­πό
κά­τω τήν ὑ­πο­γρα­φή του: «Μο­να­χός Πα­
ΐ­σιος».
Ἡ σακ­κού­λα εἶ­χε σο­κο­λά­τες, πα­στέ­
λια, λου­κού­μια, κα­ρα­μέλ­λες, δι­ά­φο­ρα
ἄλ­λα γλυ­κί­σμα­τα. Τά μοί­ρα­σα στούς
συμ­μα­θη­τές μου, ὅ­πως μοῦ ἔ­γρα­ψε, κι
ἐ­γώ κρά­τη­σα τό κα­λύ­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα πού
τό δι­α­τη­ρῶ ἕ­ως σή­με­ρα, τό χαρ­τά­κι μέ τό
ση­μεί­ω­μα καί τήν ὑ­πο­γρα­φή του! Ὅ­ποι­
ος δι­α­βά­ζει αὐ­τά, σί­γου­ρα κα­τα­λα­βαί­νει
πώς ἡ γλύ­κα δέν προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τίς
σο­κο­λά­τες καί τά λου­κού­μια, ἀλ­λά ἀ­πό
τή γλυ­κιά ἀ­γά­πη τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος,
πού τό­σο πο­λύ εἴ­χα­με ἀ­νάγ­κη ἐ­κεῖ­νο
τόν και­ρό καί συ­νε­χί­ζου­με, ἄν καί με­γα­
λώ­σα­με πιά, νά ἔ­χου­με καί τώ­ρα... Μιά
φο­ρά, πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κα, μι­λοῦ­σε μέ
ἕ­ναν κύ­ριο γύ­ρω στά 50 χρο­νῶν. Ἐ­κεί­νη
τήν στιγ­μή τόν ἀ­πο­χαι­ρε­τοῦ­σε. Ἐ­κεῖ­νος
ὁ κύ­ριος φεύ­γον­τας, τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ὀγ­
κῶ­δες κου­τί. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε, μοῦ λέ­ει:
«Τόν ξέ­ρεις αὐ­τόν;», λέ­ω: «Ὄ­χι, Γέ­
ρον­τα». «Εἶ­ναι ὁ τρα­γου­δι­στής Γ. Κοι­
νού­σης». Ἐ­γώ τόν εἶ­χα λί­γο ἀ­κου­στά,
σάν ὄ­νο­μα μο­νά­χα. Λέ­ει ὁ Γέ­ρον­τας, δεί­
χνον­τας τό κου­τί καί γε­λών­τας παι­δι­κά,
ξε­καρ­δι­στι­κά καί πα­νέ­μορ­φα:
«Μοῦ ἔ­φε­ρε δῶ­ρο αὐ­τό τό ρα­δι­ο­κασ­
σε­τό­φω­νο· νά τό πά­ρε­τε στή Σχο­λή γιά
νά ἀ­κοῦ­τε μό­νο Βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή».
Θυ­μᾶ­μαι, τό­νι­σε: «Μό­νο Βυ­ζαν­τι­νή
μου­σι­κή».
Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τά πάν­τα πού ἀ­φο­
ροῦ­σαν στήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­σή μας καί
στήν προ­φύ­λα­ξή μας ἀ­πό ὕ­που­λους κιν­
δύ­νους.
ε΄.
»»Ἅ­γι­ε Σχο­λάρ­χα, ἔ­χω εὐ­λο­γί­α νά
πά­ω στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο τόν ἀ­σκη­τή;».
Ὅ­πως εἴ­πα­με καί πα­ρα­πά­νω, ἀ­πό Πα­ρα­
σκευ­ή ἀ­πό­γευ­μα μέ­χρι Κυ­ρια­κή τό με­
ση­μέ­ρι, αὐ­τή ἡ αἴ­τη­ση ἀ­κου­γό­ταν στούς
δι­α­δρό­μους τῆς Σχο­λῆς, ὅ­που μπο­ροῦ­σε
κα­νείς νά συ­ναν­τή­ση τόν κα­λό μας Σχο­
λάρ­χη. Τό­τε γιά θέρ­μαν­ση στή Σχο­λή
καί­γα­με κά­τι τε­ρά­στιους κορ­μούς καυ­
σό­ξυ­λα πού ἦ­ταν στι­βαγ­μέ­νοι 50 μέ­τρα
ἔ­ξω ἀ­πό τή Σχο­λή καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­πρε­πε
νά με­τα­φερ­θοῦν στούς λέ­βη­τες στό ὑ­πό­
γει­ο.
Ὁ Σχο­λάρ­χης γιά νά μᾶς ἐκ­παι­δεύ­ση
σω­μα­τι­κά καί πνευ­μα­τι­κά, ἔ­λε­γε: «Ἔ­χει
εὐ­λο­γί­α, ἀλ­λά ἀ­φοῦ κου­βα­λή­σης τρί­α
κα­ρό­τσια ξύ­λα στούς λέ­βη­τες».
Θυ­μᾶ­μαι, μέ πό­ση προ­θυ­μί­α ἔ­σπευ­
δαν,σχε­δόνπε­τοῦ­σαντάπαι­διάνάκου­βα­
21
λή­σουν τά ξύ­λα γιά νά «πε­τά­ξουν» στήν
«Πα­να­γού­δα», στό Κελ­λί τοῦ Γέ­ρον­τος,
νά πά­ρουν τήν εὐ­χή καί νά ἀ­κού­σουν τά
γλυ­κύ­τα­τα λό­για του, τά ἁ­γνό­τα­τα καί
δι­δα­κτι­κά ἀ­στεῖ­α του καί νά με­τα­λά­βουν
τήν πο­λύ­τι­μη ἀ­γά­πη του.
ς΄.
»Πό­σες φο­ρές, ἄλ­
λο­τε μέ χι­ό­νια καί
μέ βρο­χές, ἄλ­λο­τε
μέ γλυ­κό και­ρό ἤ μέ
ἥ­λιο καυ­τε­ρό, τά συ­
χνά τρύ­πια πα­πού­
τσια τῶν μα­θη­τῶν
τῆς Σχο­λῆς δέν ὄρ­γω­
ναν καί ἴ­σια­ζαν ἐ­κεῖ­
νο τό μο­νο­πά­τι πού
ὁ­δη­γοῦ­σε στήν «Πα­
να­γού­δα» τοῦ γέ­ρον­
τος Πα­ϊ­σί­ου, γιά νά
φθά­σουν ἐ­κεῖ καί νά
σπεί­ρη στίς νε­α­νι­κές
τους ψυ­χές ὁ ὅ­σιος
ἀ­σκη­τής τό πνευ­μα­
τι­κό σι­τά­ρι πού θά
γι­νό­ταν κα­τό­πιν γιά
μᾶς ὁ πνευ­μα­τι­κός
ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς μας.
Εἶ­δα συμ­μα­θη­τές
μου χα­ρού­με­νους νά
τρέ­χουν νά τοῦ ποῦν
κά­τι χα­ρού­με­νο πού
τούς συ­νέ­βη.
Σέποι­όννάτόἔ­λε­
γαν κα­λύ­τε­ρα; Τό ἴ­δ-
ιο ἔ­κα­να κι ἐ­γώ ὅ­ταν
πέ­ρα­σα στή Θε­ο­λο­
γι­κή Σχο­λή. Ἔ­τρε­ξα
–ἄν καί σου­ρού­πω­νε
ἤ­δη– νά τό πῶ στόν Γέ­ρον­τα. Ἤ­θε­λα νά
εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού θά τό μά­θαι­νε. Θυ­
μᾶ­μαι, πώς μέ φί­λη­σε πολ­λές φο­ρές καί
μοῦ εἶ­πε: «Εἶ­ναι τό πρῶ­το εὐ­χά­ρι­στο
πράγ­μα πού ἄ­κου­σα σή­με­ρα». Εἶ­δα ὅ­μως
καί συμ­μα­θη­τές μου μέ δά­κρυ­α στά μά­
τια νά τρέ­χουν νά τοῦ ποῦν γιά κά­ποι­α
στε­νο­χώ­ρια τους, κά­ποι­ο πει­ρα­σμό τους,
κά­ποι­ο φό­βο τους, κά­ποι­α δο­κι­μα­σί­α τῆς
οἰ­κο­γέ­νειάς τους. Ὅ­λοι φεύ­γαν ἀ­να­πτε­
ρω­μέ­νοι, γε­μά­τοι ἐλ­πί­δα καί σι­γου­ριά.
Κά­πο­τε, ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νος μέ τόν
ἑ­αυ­τό μου, ἔ­νοι­ω­θα πώς δέν προ­ο­δεύ­ω
στά πνευ­μα­τι­κά, πώς εἶ­μαι ἕ­νας ἄ­χρη­
στος πού δέν μπο­ρῶ νά κα­τα­φέ­ρω κά­τι
κα­λό. Πῆ­γα καί τοῦ τά εἶ­πα.
Ἔ­τυ­χε νά μήν ἔ­χη κα­νέ­ναν ἐ­πι­σκέ­
πτη. Μέ πῆ­ρε πο­λύ κον­τά του καί μοῦ εἶ­
πε: «Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, τώ­ρα πρέ­πει νά
ἀρ­χί­ζης νά βγά­ζης φτε­ρά».
22
Οὔ­τε πολ­λά κη­ρύγ­μα­τα, οὔ­τε πα­ρα­
χα­ϊ­δεύ­μα­τα, οὔ­τε ψυ­χα­νά­λυ­ση, ὅ­πως
δη­λα­δή κά­νου­με σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι
Πνευ­μα­τι­κοί, ἀλ­λά πέν­τε λέ­ξεις πού γέ­
μι­σαν τήν ψυ­χή μου.
Ἔ­τυ­χε στ᾿ ἀ­λή­θεια νά δοῦ­με καί θαύ­
μα­τα κον­τά του. Ὅ­μως, ἐ­πει­δή σκο­πός
τῶν ὅ­σων γρά­φου­με ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι νά δεί­
ξου­με ὅ­τι ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν θαυ­μα­τουρ­
γός –αὐ­τό ἔ­χει φα­νῆ ἀ­πό ἀ­να­ρίθ­μη­το
πλῆ­θος μαρ­τυ­ρι­ῶν πού δη­μο­σι­εύ­τη­καν
σέ πολ­λά βι­βλί­α– δέν θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με
σέ θαύ­μα­τα πού εἴ­δα­με στήν αὐ­λή τῆς
Κα­λύ­βης του, σέ θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε σέ
συμ­μα­θη­τές μας πού δι­έ­τρε­ξαν θα­νά­
σι­μες πε­ρι­στά­σεις, σέ θαύ­μα­τα πού δέν
ἔ­παυ­σαν νά δι­η­γοῦν­ται ὅ­σοι πο­νε­μέ­νοι
ζή­τη­σαν τή βο­ή­θειά του.
Ἄλ­λω­στε, τό με­γά­λο θαῦ­μα γιά μᾶς
ἦ­ταν τό­τε καί πι­στεύ­ου­με πώς καί σή­με­
ρα εἶ­ναι γιά τόν κό­σμο μας, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά
τίς εὐ­αί­σθη­τες νε­α­νι­κές ψυ­χές, ὁ στη­ριγ­
μός τῶν ψυ­χῶν μας στήν πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα
γιά τή ζω­ή, ἡ ἔμ­πνευ­ση γιά ἀ­γά­πη πρός
τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Τό
με­γά­λο θαῦ­μα πού ζοῦ­σαν οἱ μα­θη­τές τῆς
Ἀ­θω­νιά­δος Σχο­λῆς ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­
τας πού τούς ἔ­δει­ξε καί δί­δα­ξε τόν κα­λό
μο­να­χό, τόν εὐ­λα­βή κλη­ρι­κό, τόν θε­ο­
φο­βού­με­νο λα­ϊ­κό, τόν ἐν παν­τί ἄν­θρω­
πο τοῦ Θε­οῦ. Τό με­γά­λο θαῦ­μα γιά ἐ­μᾶς
τούς φτω­χούς μα­θη­τές τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας
Σχο­λῆς, ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἀ­γα­θή ἐ­πί­δρα­ση τοῦ
ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου στή ζω­ή μας μέ­χρι καί
σή­με­ρα. Ἕ­να θαῦ­μα δι­αρ­κεί­ας, πού ἀ­πό
μό­νο του θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­πο­τε­λέ­ση καί τόν
λό­γο τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σής του ὡς με­γά­λου
Ἁ­γί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τά με­γά­λα
θαύ­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων εἶ­ναι ἡ πνευ­μα­τι­κή
γέν­νη­ση εὐ­λα­βῶν κλη­ρι­κῶν, ἁ­γι­α­σμέ­
νων μο­να­χῶν, εὐ­σε­βῶν οἰ­κο­γε­νεια­ρχῶν.
Με­τά ἔρ­χον­ται οἱ προ­φη­τεῖ­ες, οἱ θε­ρα­πεῖ­
ες καί τά λοι­πά ση­μεῖ­α.
ζ΄.
»Δέν μπο­ρῶ νά ἀν­τι­στα­θῶ σέ μί­α
ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση πού ἔ­χω τώ­ρα, νά
ἀ­να­φερ­θῶ γιά λί­γο στά χρό­νια πού ἀ­κο­
λού­θη­σαν γιά τή Σχο­λή καί πιό συγ­κε­
κρι­μέ­να 15 χρό­νια με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ
γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ὅ­ταν γιά ἕ­να χρό­νο δι­
ε­τέ­λε­σα Σχο­λαρ­χεύ­ων στήν Ἀ­θω­νιά­δα.
Κα­νέ­νας ἀ­πό τούς κα­θη­γη­τές καί τούς
μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς δέν τόν εἶ­χε γνω­ρί­
σει. Πεί­σθη­κα ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, πό­σο
ση­μαν­τι­κή γιά τή Σχο­λή μας ἦ­ταν ἡ πα­
ρου­σί­α του καί οἱ πνευ­μα­τι­κές εὐ­λο­γί­ες
πού ἔ­στελ­νε μέ τήν προ­σευ­χή του καί
τίς γε­μά­τες ἀ­γά­πη μι­κρές ὑ­λι­κές εὐ­λο­
γί­ες στά παι­διά. Ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος κοι­μή­
θη­κε. Οἱ κα­θη­γη­τές σχε­δόν ὅ­λοι λα­ϊ­κοί,
οἱ μα­θη­τές μέ mobile phone, mp3, laptop,
tablet, οἱ κα­θη­με­ρι­νές ἀ­νέ­σεις πε­ρισ­
σό­τε­ρες, τό φα­γη­τό κα­λύ­τε­ρο, οἱ ἔ­ξο­δοι
συ­χνό­τε­ρες, οἱ στο­χο­θε­σί­ες νε­φε­λώ­δεις,
τό ἐ­πί­πε­δο ἀ­πελ­πι­στι­κό. Βε­βαί­ως, ὅ­λοι
οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι, κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Κοι­
νό­τη­τα, βο­η­θοῦ­σαν ὅ­πως μπο­ροῦ­σαν γιά
νά προ­σα­να­το­λι­σθοῦ­με.
Ὡ­στό­σο ἐ­γώ, αἰ­σθάν­θη­κα πώς ἄν λεί­
ψουν πο­λι­κοί ἀ­στέ­ρες, ὅ­πως ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­
σιος, εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτη ἡ πε­ρι­πλά­νη­σή
μας σέ πε­λά­γη σκο­τει­νά καί ἡ πρό­σκρου­
σή μας σέ ἐ­πι­κίν­δυ­νους ὑ­φά­λους. Καί ὡς
ἄλ­λος νο­σταλ­γός Πα­πα­δι­α­μάν­της, ἐ­πι­
γρά­φω: Γλυ­κιά Ἀ­θω­νιά­δα, ἡ ἐν­σάρ­κω­σις
τό­τε τῆς χα­ρᾶς.
Γλυ­κύ­τα­τε γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σι­ε τῆς χα­ρᾶς
μας τό­τε ἡ ἐν­σάρ­κω­σις. Εἶ­θε νά φτά­ση ἡ
ὥ­ρα ὁ Κύ­ριος, μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τοῦ ὁ­σί­ου
Πα­ϊ­σί­ου, πού τό­σο ἀ­γά­πη­σε καί στή­ρι­ξε
τούς μι­κρούς μα­θη­τές, νά ἐ­πι­βλέ­ψη καί
πά­λι στή γλυ­κύ­τα­τη τρο­φό μας, ὥ­στε νά
μπο­ροῦν οἱ ὑ­μνω­δοί καί πά­λι νά ψάλ­
λουν:
Ἀ­θω­νιά­δα ξα­κου­στή τοῦ Ἄ­θω­νος τό
κλέ­ος, σέ σέ­να μα­θη­τεύ­ου­με μ᾿ εὐ­λά­βεια
καί δέ­ος».
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)

More Related Content

What's hot

¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016) ¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2012) ¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2012)
¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014) ¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ  ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥΗ ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ  ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥΠΑΖΛ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
 
¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  2014) ¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  2014)
¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014) ¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 23ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 23ο  ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)¨ΡωμΝιός¨ - 23ο  ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 23ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012
¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012
¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012 ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 201346 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013poimenikos
 
¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 

What's hot (19)

¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016) ¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016)
 
¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2012) ¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  2012)
¨ΕΡΩ¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014) ¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 16ο & 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
 
¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
 
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ  ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥΗ ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ  ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
 
¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)
 
¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 4ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
 
¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  2014) ¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ  2014)
¨ΕΡΩ¨ - 19ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014) ¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΡωμΝιός¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
 
¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 17ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 13ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 23ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 23ο  ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)¨ΡωμΝιός¨ - 23ο  ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)
¨ΡωμΝιός¨ - 23ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012
¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012
¨ΡωμΝιός¨ - 6ο ΤΕΥΧΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΜΑΙΟΣ 2012
 
¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 16ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
 
46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 201346 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013
 
¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - ( ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012)
 
¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΕΡΩ¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
 
¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 5ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2011)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 12ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
 

Similar to ¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)

46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 201346 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013poimenikos
 
Συνειδητός Ενορίτης, Τεύχος 12ο
Συνειδητός Ενορίτης, Τεύχος  12οΣυνειδητός Ενορίτης, Τεύχος  12ο
Συνειδητός Ενορίτης, Τεύχος 12οPresbyteros Antonios Xrhstou
 
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1Presbyteros Antonios Xrhstou
 
ΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟPapanikolaou Dimitris
 
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 4ο
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος  4ο Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος  4ο
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 4ο Presbyteros Antonios Xrhstou
 
¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
Συνειδητός Ενορἰτης Τεύχος 7ο
Συνειδητός Ενορἰτης Τεύχος  7οΣυνειδητός Ενορἰτης Τεύχος  7ο
Συνειδητός Ενορἰτης Τεύχος 7οPresbyteros Antonios Xrhstou
 
Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64
Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64
Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64guest6da3ff
 
¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018Presbyteros Antonios Xrhstou
 
¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014) ¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
Συνειδητος Ενορίτης Οκτωβριου 2022.pdf
Συνειδητος Ενορίτης  Οκτωβριου 2022.pdfΣυνειδητος Ενορίτης  Οκτωβριου 2022.pdf
Συνειδητος Ενορίτης Οκτωβριου 2022.pdfPresbyteros Antonios Xrhstou
 
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3Presbyteros Antonios Xrhstou
 
¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2016)
¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2016) ¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2016)
¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2016) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 

Similar to ¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014) (20)

46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 201346 σποριαδες νοεμβριος   δεκεμβριος 2013
46 σποριαδες νοεμβριος δεκεμβριος 2013
 
Συνειδητός Ενορίτης, Τεύχος 12ο
Συνειδητός Ενορίτης, Τεύχος  12οΣυνειδητός Ενορίτης, Τεύχος  12ο
Συνειδητός Ενορίτης, Τεύχος 12ο
 
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 1
 
ΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΙΙ. ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
 
ο κηπος των_τερψεων
ο κηπος των_τερψεωνο κηπος των_τερψεων
ο κηπος των_τερψεων
 
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 4ο
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος  4ο Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος  4ο
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 4ο
 
¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
¨ΕΡΩ¨ - 3ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010)
 
¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)
¨ΕΡΩ¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ -ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011)
 
Συνειδητός Ενορἰτης Τεύχος 7ο
Συνειδητός Ενορἰτης Τεύχος  7οΣυνειδητός Ενορἰτης Τεύχος  7ο
Συνειδητός Ενορἰτης Τεύχος 7ο
 
Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64
Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64
Apo To Tibet Sto Agion Oros 33 64
 
¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 15ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
 
Θεολογία και Οικολογία
Θεολογία και ΟικολογίαΘεολογία και Οικολογία
Θεολογία και Οικολογία
 
1727
17271727
1727
 
G porfyrios
G porfyriosG porfyrios
G porfyrios
 
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ ΕΝΟΡΙΤΗΣ ΤΕΥΧΟΣ 3, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018
 
¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014) ¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014)
¨ΕΡΩ¨ - 18ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2014)
 
Συνειδητος Ενορίτης Οκτωβριου 2022.pdf
Συνειδητος Ενορίτης  Οκτωβριου 2022.pdfΣυνειδητος Ενορίτης  Οκτωβριου 2022.pdf
Συνειδητος Ενορίτης Οκτωβριου 2022.pdf
 
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3
Συνειδητός Ενορίτης Τεύχος 3
 
En syneidhsei 1
En syneidhsei 1En syneidhsei 1
En syneidhsei 1
 
¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2016)
¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2016) ¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ  2016)
¨ΕΡΩ¨ - 26ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2016)
 

More from ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.

¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015) ¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015) ¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ  2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ  2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)
¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)
¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ.
 

More from ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ. (10)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΩ ΠΟΝΤΟΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΩ ΠΟΝΤΟΣΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΩ ΠΟΝΤΟΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΩ ΠΟΝΤΟΣ
 
¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015) ¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 24ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015)
 
¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015) ¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015)
¨ΕΡΩ¨ - 21ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ 2015)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ  2013) ¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ  2013)
¨ΡωμΝιός¨ - 11ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2013)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012) ¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 10ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)
¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)
¨ΡωμΝιός¨ - 2ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 9ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012)
 
¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)
¨ΡωμΝιός¨ - 8ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΙΟΥΛΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012)
 
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013) ¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
 

Recently uploaded

Το πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Το πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptxΤο πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Το πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx7gymnasiokavalas
 
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptx
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptxΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptx
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptxssuser6a63b0
 
Θεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μου
Θεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μουΘεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μου
Θεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μουΘεοδώρα Θεοδωρίδη
 
Η ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - ΠένναΗ ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - ΠένναΣάσα Καραγιαννίδου - Πέννα
 
ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocx
ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocxειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocx
ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocxSimos Skouloudis
 
36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx
36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx
36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx36dimperist
 
Συμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptx
Συμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptxΣυμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptx
Συμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptxlabriniderbederi
 
Διαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptx
Διαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptxΔιαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptx
Διαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptx7gymnasiokavalas
 
theoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptx
theoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptxtheoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptx
theoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptxssuser78b997
 
Dokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptx
Dokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptxDokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptx
Dokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptxActforclimate
 
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptxMARIAPSARROU4
 
Νόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptx
Νόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptxΝόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptx
Νόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptxPantelis Bouboulis
 
Γιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Γιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptxΓιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Γιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx7gymnasiokavalas
 
ΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνης
ΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνηςΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνης
ΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνηςΔήμητρα Τζίνου
 
1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣChrisa Kokorikou
 

Recently uploaded (16)

Το πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Το πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptxΤο πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Το πείραμα του Ερατοσθένη- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
 
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptx
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptxΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptx
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.pptx
 
Συνέντευξη
Συνέντευξη                                            Συνέντευξη
Συνέντευξη
 
Θεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μου
Θεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μουΘεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μου
Θεοδώρα Θεοδωρίδη- Ανάρτηση παρουσίασης στο blog μου
 
Η ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - ΠένναΗ ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η ΣΗΜΑΙΑ. Ένα ποίημα της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
 
ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocx
ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocxειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocx
ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις. ειρηνη πολεμος κειμενο με ασκησεις.docxdocx
 
36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx
36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx
36_Dim_Perist_Eortasmos_25_Martiou_2024.pptx
 
Συμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptx
Συμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptxΣυμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptx
Συμπερίληψη προσφύγων μαθητών στο σχολείο.pptx
 
Διαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptx
Διαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptxΔιαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptx
Διαγωνισμός Ζωγραφικής 25η Μαρτίου 2024.pptx
 
theoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptx
theoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptxtheoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptx
theoria_ekthesi_ekfrasi_lykeiou_epixeirima.pptx
 
Dokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptx
Dokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptxDokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptx
Dokimi wordpress ebmed parousiasis1.pptx
 
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ. ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ.pptx
 
Νόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptx
Νόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptxΝόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptx
Νόμος Εκθετικής Μεταβολής και Ραδιενεργή Διάσοαση.pptx
 
Γιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Γιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptxΓιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
Γιορτή 25ης Μαρτίου 2024- 7ο Γυμνάσιο Καβάλας.pptx
 
ΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνης
ΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνηςΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνης
ΣΤ' Θεματική ενότητα: Η διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης γίνεται έργο τέχνης
 
1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1821 ΧΡΥΣΑ ΚΟΚΟΡΙΚΟΥ-ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
 

¨ΕΡΩ¨ - 20ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014)

  • 1. οκτωβριοσ -δεκεμβριοσ 2014 / ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗς-ΠΡΟΒΟΛΗς ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ / ΤΕΥΧΟΣ 20 / TIMH 4 Ἀφιέρωμα Ὅσιος Παΐσιος
  • 2. 2 ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ -ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ KATA TON ΝΟΜΟ Θεόφιλος Παπαδόπουλος, Πρόεδρος Τηλ.: 6972559553 ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΣΥΝΤΑΞΗΣ Θεόφιλος Παπαδόπουλος Γεώργιος Βιλλιώτης Δῆμος Θανάσουλας Χαράλαμπος Στεργιούλης ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΕΥΧΟΥΣ Δήμητρα Τζίκα ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ-στοιχειοθεσια Γ. Ἀνανιάδης ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΔΡΟΜΩΝ Μαρία Ἰωαννίδου, Τηλ.: 2310 552 207 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ἀναστάσιος 'Ιορδανίδης, Τηλ. 6976889447 Τηλεομοιότυπο: 2310 552209 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΗΝΑΣ Ἀγγελική Καπετάνιου, Τηλ. 210 5227967 210 6930355 Τηλεομοιότυπο 210 6930355 EΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ Ἐσωτερικοῦ: 20 Εὐρώ, Ἐξωτερικοῦ: 40 Εὐρώ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ EUROBANK, BIC: EFGBGRAA IBAN: GR4002603220000140200352972 ΠΕΙΡΑΙΩΣ: SWIFT-BIC: PIRBGRAA 5253-059675-650 IBAN: GR67 0172 2530 0052 5305 9675 650 «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» Γραφεῖα Θεσσαλονίκης: Μοναστηρίου 225, Μενεμένη, 54628 Τηλ: 2310 552207, Τηλεομοιότυπο: 2310 552209 Γραφεῖα Ἀθηνῶν: Πανεπιστημίου 39, Στοὰ Πεσματζόγλου 10679, 5ος ὄροφος, Τηλ.210 6930355 -Τηλ.210 5227967 Ἱστοσελίδα: www.enromiosini.gr Ἠλεκτρ.ταχυδρομεῖο:contact@enromiosini.gr ISSN: 1792-2828 Οἱ συγγραφεῖς τῶν ἄρθρων φέρουν τὴν εὐθύνη γιὰ τὶς ἀπόψεις τους. ΤΕΥΧΟΣ ΑΡ.20/ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ TOY ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Πολ­λές φο­ρές στό πε­ρι­ο­δι­κό Ἐ­ρῶ δη­μο­σι­εύ­θη­καν κεί­με­να γιά τόν ὅ­σιο Γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο. Τώ­ρα με­τά τήν ἁ­γι­ο­κα­τά­τα­ξή του ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τό πα­ρόν τεῦ­χος στόν ὅ­σιο Πα­ΐ­σιο, μέ ἀ­γά­πη, σε­βα­σμό καί εὐ­γνω­ μο­σύ­νη γιά ὅ­σα προ­σέ­φε­ρε καί βο­ή­θη­σε ἀ­να­ρίθ­μη­τες ψυ­χές μέ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο προ­σω­πι­κό τρό­πο, ἀλ­λά καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τό Γέ­νος μας. Ἡ χά­ρη του εἶ­ναι ἀ­δα­πά­νη­ τη καί ἀ­νε­ξάν­τλη­τη καί τά με­τά τήν κοί­μη­σή του θαύ­ μα­τα ἀ­μέ­τρη­τα. Ὁ Θε­ός τόν ἀ­νέ­δει­ξε γιά νά βο­η­θή­ση τήν πνευ­μα­τι­κά φτω­χή καί δύ­σκο­λη ἐ­πο­χή μας μέ λό­για, μέ ἔρ­γα, μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του, τήν προ­σευ­χή του, «ἐν ση­ μεί­οις καὶ τέ­ρα­σι». Τά λό­για του ἔ­χουν χα­ρι­σμα­τι­κή ἐ­πί­ δρα­ση καί ἡ ἀ­σκη­τι­κο–μαρ­τυ­ρι­κή ζω­ή του συγ­κι­νεῖ τούς πάν­τες. Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί οἱ ἀ­δι­ά­φο­ροι αἰ­σθά­νον­ται με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί ἀ­γά­πη γιά τό ἅ­γιο πρό­ σω­πό του! Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀν­τα­μοι­βή, ἡ δι­καί­α ἀν­τα­πό­δο­ση τοῦ κό­σμου γιά τούς κό­πους καί τίς θυ­σί­ες του πού ἀ­πό ἀ­γά­πη ἔ­πα­σχε γιά τόν πο­νε­μέ­νο σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο. Σή­ με­ρα κα­νέ­να ἄλ­λο πρό­σω­πο δέν ἔ­χει τό­ση ἐ­πι­και­ρό­τη­τα, δέν συγ­κι­νεῖ τό­σο τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν συγ­κεν­ τρώ­νει τόν πό­νο καί τά αἰ­τή­μα­τα τῶν πο­νε­μέ­νων, ὅ­πως ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος. Τά ὅ­σα δη­μο­σι­εύ­ον­ται εἶ­ναι λί­γα ἄ­γνω­στα στοι­χεῖ­α καί ἀ­δη­μο­σί­ευ­τες φω­το­γρα­φί­ες καί νε­ό­τευ­κτες ἁ­γι­ο­γρα­ φί­ες πού πα­ρέ­χουν μιά συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή εἰ­κό­να τοῦ Γέ­ ρον­τα. Τό πνευ­μα­τι­κό του ὗ­ψος, ἡ ἐ­παν­θοῦ­σα χά­ρις πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός θά πα­ρα­μεί­νη ἄ­γνω­στη καί ἀ­σύλ­λη­ πτη, κα­λυμ­μέ­νη ἀ­πό τήν βα­θειά του τα­πεί­νω­ση. Ὑ­πῆρ­ ξε με­γά­λος γιά τήν ἐ­πο­χή μας, ἄν κρί­νω­με ἀ­πό τήν προ­ σφο­ρά του καί τά ση­μεῖ­α πού γί­νον­ται με­τά τήν κοί­μη­σή του. Μπο­ροῦ­με νά τόν πα­ρο­μοι­ά­σω­με μέ πο­λυ­χεύ­μο­να χρυ­σορ­ρό­α πο­τα­μό πού ἀρ­δεύ­ει ἅ­παν τό πρό­σω­πο τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀλ­λά καί τήν παγ­κό­σμια Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ φή­μη του ἐ­ξῆλ­θε εἰς πᾶ­σαν τήν γῆν καί εἰς τά πέ­ρα­τα τῆς Οἰ­ κου­μέ­νης ἔ­φθα­σαν τά λό­για του. Τί τό ἰ­δι­αί­τε­ρο εἶ­χε ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος καί ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό τό­ση χά­ρη καί δό­ξα; Ὅ­πως ἡ σκιά ἀ­κο­λου­θεῖ τό σῶ­μα ἔ­τσι καί στόν Ὅ­σιο ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πάν­τα, ἦ­ταν στήν φύ­ση του, ἡ φι­λό­τι­μη ἄ­σκη­ση γιά τόν Θε­ό, ἡ θυ­σι­α­στι­κή ἀ­γά­ πη του γιά τόν κά­θε ἄν­θρω­πο, ἡ προ­τί­μη­ση τοῦ συμ­φέ­ ρον­τος τοῦ πλη­σί­ον, ἡ δί­ψα γιά νά βο­η­θή­ση τόν κα­θέ­να στήν σω­τη­ρί­α του. Ὅ­λη του ἡ ζω­ή ἦ­ταν μιά θυ­σί­α, μιά προ­σφο­ρά γιά τόν κό­σμο, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό Γέ­νος, τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, σάν τήν λαμ­πά­δα πού καί­γε­ται καί λυ­ώ­ νει γιά νά φω­τί­ζη καί νά πα­ρη­γο­ρῆ μέ τό φῶς της τούς ἄλ­λους. Αὐ­τό εἶ­ναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων, πού ἐ­ξαι­ρέ­τως κα­τεῖ­χε καί ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος. «Ἁ­γί­ων ἴ­διον μὴ δό­ξαν, μὴ τι­μήν, μη­δὲ ἄλ­λο προ­τι­μᾶν τῆς τοῦ πλη­σί­ον σω­τη­ρί­ας». (Ἁγ. Χρυ­σο­στό­μου, P.G. 57, 53). Οἱ πρε­σβεῖ­ες τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου, ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων καί τῆς Θε­ο­τό­κου νά βο­η­θοῦν τόν κά­θε ἄν­θρω­πο, τήν δο­κι­ μα­ζο­μέ­νη πα­τρί­δα μας καί ὅ­λο τόν κό­σμο. Ἀ­μήν.
  • 3. 3 σ. 32 σ. 35 σ. 39 σ. 40 σ. 41 σ. 43 σ. 43 σ. 43 σ. 44 σ. 44 σ. 45 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σ. 4 σ. 16 σ. 22 σ. 22 σ. 23 σ. 24 σ. 26 σ. 29 σ. 31 σ. 32 ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ : ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο Δι­ή­γη­ση Μυ­ρο­φό­ρας μο­να­χῆς Ὁ ὅσιος Παΐσιος καί οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος Δι­ή­γη­ση Ἀρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου Καν­σί­ζο­γλου Ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία μου Δι­ή­γη­ση Θε­ο­δώ­ρου Χα­τζη­πα­τέ­ρα «Ἐγώ παπᾶδες δέν ἐξομολογῶ» Δι­ή­γη­ση π. Θε­ο­δο­σί­ου Ἁ­γι­ο­παυ­λί­του Προσευχή μέ δάκρυα καί πληροφορία Δι­η­γή­σεις π. Με­θο­δί­ου Διάγνωση ἀποθεραπείας Διήγηση Ἰ­ω­άν­νου Δι­α­κο­γε­ωρ­γί­ου «Πόσο μέ βοήθησε ὁ ὅσιος Παΐσιος» Δι­ή­γη­ση Χρυ­σάν­θου Μπρου­κά­κη «Ἕξι χρόνια μέ φωνάζεις» Δι­ή­γη­ση Δή­μη­τρας Χρι­στο­δού­λου Ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὁ μεγάλος μου εὐργέτης Δι­ή­γη­ση Τσια­βέ Βα­σι­λεί­ου «Σοῦ γεμίζω τό μάτι τώρα;» Εὐ­λα­βής ἱ­ε­ρέ­ας δι­η­γεῖ­ται Στήριξη σέ μαθητή Δι­ή­γη­ση Γε­ωρ­γί­ου Βερ­νέ­ζου Θαυμαστή ἀλλοίωση Δι­ή­γη­ση Εὐ­στα­θί­ου Ἀ­δα­μο­πού­λου Συμφέρει νά ἔχη τό πρόβλημα Δι­ή­γη­ση Γρη­γο­ρί­ου Α.. Ἀποκαλύψεις καί δαιμονικό φῶς Εὐ­λα­βής προ­σκυ­νη­τής δι­η­γεῖ­ται Ἔξοδοι στόν κόσμο Μαρ­τυ­ρί­α Ἁ­γνῆς Τρι­κού­κη Μαρ­τυ­ρί­α Μαρ­τυ­ρί­α Ζή­νω­να Τρι­κού­κη Μαρ­τυ­ρί­α Μαρ­τυ­ρί­α κυ­ρί­ας Με­λι­τι­νῆς Ἀμ­πά­δου Μαρ­τυ­ρί­α Δι­ή­γη­ση πα­πα-Δαυ­ΐδ, Κα­ρε­ώ­του «Ἔβλεπε τίς σκέψεις μου» Μαρ­τυ­ρί­α π. Ρα­φα­ήλ Σ. Ἐξαφάνισε τήν ἐκδίκηση Μαρ­τυ­ρί­α κ. Γ. Ἡ οὐράνια μορφή του Μαρ­τυ­ρί­α Παύ­λου
  • 4. 4 σ. 48 σ. 48 σ. 49 σ. 49 σ. 49 σ. 49 σ. 50 σ. 50 σ. 51 σ. 53 σ. 53 σ. 53 ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΔΙΔΑΧΕΣ σ. 54 ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ σ. 106 σ. 68 σ. 70 σ. 71 σ. 71 σ. 72 σ. 75 σ. 78 σ. 79 σ. 79 Συμ­μα­θη­τής του δι­η­γεῖ­ται Δι­η­γεῖ­το εὐ­λα­βής προ­σκυ­νη­τής ἐκ Κο­νί­τσης Δι­η­γεῖ­το ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Γέ­ρον­τα Χρι­στί­να Δι­η­γεῖ­το ὁ Βα­σί­λει­ος Κί­τσιος, γαμ­πρός ἀ­πό ἀ­νε­ψιά τοῦ Γέ­ρον­τα Δι­η­γεῖ­το ὁ Κο­νι­τσι­ώ­της Παῦ­λος Σέρ­ρας Δι­η­γεῖ­το ὁ Ἀ­λέ­ξης Σέρ­ρας ἐκ Κο­νί­τσης Δι­η­γεῖ­το ὁ ἀ­δελ­φός τοῦ Γέ­ρον­τα Ρα­φα­ήλ Δι­η­γεῖ­το ἡ Εἰρήνη Καραμουράτη-Μουρελάτου, ἀνεψιᾶ τοῦ ὁσίου Παϊσίου, κόρη τῆς ἀδελφῆς του Ζωῆς Βα­σί­λη Μου­ρε­χί­δη, Κό­νι­τσα Ἀ­νώ­νυ­μος δι­η­γή­θη­κε Ἀ­νώ­νυ­μος δι­η­γή­θη­κε Δι­ή­γη­ση Γέ­ρον­τος Γα­βρι­ήλ Διδαχὲς τοῦ ὁσίου Παϊσίου Θεραπεία καρκινοπαθοῦς Κα­τα­γρα­φή Μα­ρί­ας Βα­βου­λι­ώ­του-Κα­ρα­ΐ­σκου Ἐπικοινωνεῖ μέ αὐτιστικά παιδιά Δι­ή­γη­ση Ἠ­λί­α Βου­τσι­νᾶ, Πά­τρα Εὐωδία ἀπό βιβλία Μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στί­νας Γα­λα­νο­πού­λου Προ­σκυ­νη­τής ἀ­πό Σέρ­ρες Ὁ τάφος ἔχει ζωή καί θεραπεύει Μαρ­τυ­ρί­α Δ. Σ. Ἔκανε τήν ἐγχείρηση Δι­ή­γη­ση Νι­κο­λά­ου Κου­λού­ρη, Κα­θη­γη­τοῦ Συγκλονίστηκε ἀπό βιβλίο τοῦ Γέροντα Νέ­ος, ἀ­πό τήν Κεν­τρι­κή Ἑλ­λά­δα «Νά μήν βλέπης τηλεόραση» κ. Χ. «Ἦταν ἐδῶ» Ἀ­σθε­νής 20 ἐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι Μ., ἀ­θλη­τής
  • 5. 5 ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο «Ἤ­μουν 14 χρο­νῶν, ὅ­ταν γιά πρώ­τη φο­ρά μί­λη­σα μέ τόν παπ­πού­λη, ἔ­τσι τόν φώ­να­ζα. Δέν ἤ­ξε­ρα πολ­λά ἀ­πό πνευ­μα­τι­ κή ζω­ή. Τό­τε εἶ­χα γνω­ρί­σει τόν Γέ­ρον­τά μας, ἄρ­χι­σα νά ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαι. Ἤ­μουν πά­νω στόν ἐν­θου­σια­σμό τῆς πνευ­μα­τι­ κῆς ζω­ῆς. Εἶ­χα κά­τι βλά­σφη­μους λο­γι­ σμούς, ἔ­τσι τούς ἔ­λε­γε ὁ παπ­πού­λης. »Οἱ λο­γι­σμοί ἦ­ταν γιά τόν Γέ­ρον­τά μας καί μέ στε­νο­χω­ροῦ­σαν πά­ρα πο­λύ. Μοῦ ἔ­λε­γε ὁ Γέ­ρον­τας, μήν τά δί­νης ση­ μα­σί­α εἶ­ναι τοῦ δι­α­βό­λου, ἐ­γώ δέν μπο­ ροῦ­σα νά τό ξε­πε­ρά­σω. Εἶ­χε βγῆ ὁ παπ­ πού­λης στόν κό­σμο. Ἑ­τοί­μα­ζε τό­τε τό βι­βλί­ο μέ τόν Βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου. Ὁ Γέ­ρον­τας τό ἤ­ξε­ρε, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να γράμ­ μα καί μέ ἔ­στει­λε νά δῶ τόν παπ­πού­λη καί νά τοῦ πῶ τούς λο­γι­σμούς πού μέ στε­νο­χω­ροῦ­σαν πά­ρα πο­λύ. Ζή­τη­σα νά δῶ τόν παπ­πού­λη ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές, μοῦ εἶ­παν, «δέν θά μπο­ρέ­ση νά σέ δῆ οὔ­τε ἐ­μᾶς εἶ­δε ἀ­κό­μα, οὔ­τε κα­νέ­ναν». Ἔ­δω­ σα στίς ἀ­δελ­φές τό γράμ­μα πού μοῦ εἶ­ χε δώ­σει ὁ Γέ­ρον­τας γιά τόν παπ­πού­λη καί τό ἀ­πό­γευ­μα μέ φώ­να­ξε. Ἦ­ταν στό κελ­λά­κι πού ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό τήν δε­ξα­με­ νή. Ἦ­ταν νέ­ος ἀ­κό­μη ὁ παπ­πού­λης, τά Δι­ή­γη­ση Μυ­ρο­φό­ρας μο­να­χῆς
  • 6. 6 γέ­νια του ἦ­ταν πο­λύ μαῦ­ρα. Κά­θη­σε σέ ἕ­να σκα­μνά­κι καί ἐ­γώ γο­νά­τι­σα ἐ­κεῖ καί ἄρ­χι­σα νά τοῦ λέ­ω ὅ,τι εἶ­χα. »»Ὅ­λους αὐ­τούς τούς λο­γι­σμούς», μοῦ λέ­ει, «τούς παίρ­νω ἐ­γώ. Θά δώ­ σω ἐ­γώ λό­γο στόν Θε­ό». Μοῦ εἶ­πε ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα: «Ἐ­κεῖ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἦρ­θε ἕ­να κα­λο­γέ­ρι, εἶ­χε πο­λύ εὐ­λά­βεια σέ κά­ποι­ον Ἅ­γιο. Δέν τόν ἀ­σπα­ζό­ταν, για­τί τοῦ ἔρ­χον­ταν βλά­σφη­μοι λο­γι­σμοί γιά τόν Ἅ­γιο. Ὅ­ταν μοῦ τό εἶ­πε, τόν πῆ­ ρα ἀ­πό τό χέ­ρι καί τόν πῆ­γα στήν εἰ­κό­ να τοῦ Ἁ­γί­ου. Τόν ἔ­βα­λα νά τόν ἀ­σπα­ σθῆ παν­τοῦ, στό πρό­σω­πο, στά χέ­ρια, σέ ὅ­λο τὸ σῶ­μα, ἔ­τσι καί ἐ­σύ νά ἀ­σπα­σθῆς πολ­λές φο­ρές τά χέ­ ρια τοῦ Γέ­ρον­τα. Τό ταγ­κα­λά­κι θέ­λει νά σέ ἀ­πο­μα­κρύ­νη ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τα, νά μήν μπο­ρῆ νά σέ βο­ η­θή­ση. Ἐ­γώ τώ­ρα θά σέ βο­η­θή­σω νά φύ­γουν ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λά καί με­τά δέν θά σέ ἀ­φή­σω. Θά σέ σπρώ­χνω πνευ­μα­τι­ κά σέ ὅ­λη σου τήν ζω­ή». Αὐ­τό ἦ­ταν, ὅ­λα ἔ­φυ­γαν, εἶ­χα γε­ μί­σει χα­ρά, πῆ­ρα τήν εὐ­χή του καί ἔ­φυ­ γα πε­τών­τας. »Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, μέ πῆ­ραν οἱ ἀ­δελ­φές νά τσα­πί­σου­με κά­τι χόρ­τα. Ἐ­κεῖ πού δου­λεύ­α­με ἦρ­θε καί ὁ παπ­πού­λης. Κα­ θή­σα­με ὅ­λες γύ­ρω του καί μᾶς ἔ­λε­γε γιά τό ὄ­ρος Σι­νᾶ, πῶς περ­νοῦ­σε ἐ­κεῖ μέ τούς Βε­δου­ΐ­νους, μᾶς ἔ­λε­γε πολ­λά ἀ­στεῖ­α, οἱ ἀ­δελ­φές ξε­καρ­δί­ζον­ταν στά γέ­λια. Ἐ­μέ­ να μοῦ εἶ­χε κά­νει ἐν­τύ­πω­ση, πῶς ἕ­νας ἅ­γιος ἔ­λε­γε τό­σα ἀ­στεῖ­α. Ὅ­μως δέν τό
  • 7. 7 Ὁ ὅσιος Παΐσιος στὸ Σινᾶ πα­ρε­ξή­γη­σα, εἶ­χαν μιά χά­ρη τά ἀ­στεῖ­α του. Θυ­μᾶ­μαι, ἔ­λε­γε στίς ἀ­δελ­φές, ὅ,τι ὅ­ταν ἀ­νοί­γη ἕ­να Μο­να­στή­ρι εἶ­ναι κα­ λό οἱ πρῶ­τες ἀ­δελ­φές νά γνω­ρί­ζων­ται ἀ­πό τόν κό­σμο, για­τί ἀλ­λοι­ῶς γί­νε­ται μί­α κου­ρε­λού μέ δι­α­φο­ρε­τι­κά κου­ρέ­λια. Ὅ­ταν ἦρ­θε ἐ­κεῖ ποὺ τσα­πί­ζα­με καί πῆ­γα νά πά­ρω τήν εὐ­ χή του, μέ ρώ­ τη­σε: «Ἐν­τά­ξει; ἔ­φυ­γαν οἱ λο­γι­ σμοί; τούς ξερ­ ρι­ζώ­σα­με;». »Οἱ πρῶ­τες ἀ­δελ­φές ποὺ ἤρ­θα­με στό Μο­ να­στή­ρι, γνω­ ρι­ζό­μα­σταν ἀ­πό τόν κό­σμο. Εἴ­ χα­με Πνευ­μα­τι­ κό τὸν Γέ­ρον­τα, εἴ­χα­με δε­θεῖ με­ τα­ξύ μας πο­λύ καί μέ τόν Γέ­ ρον­τα. Τά χα­ρά­ μα­τα ἀ­νε­βαί­να­ με μέ τά πό­δια, β ο ­η ­θ ο ύ ­σ α ­μ ε τόν Γέ­ρον­τα νά λει­τουρ­γή­ση, με­τά τοῦ λέ­γα­ με λο­γι­σμούς, με­ρι­κές φο­ρές μᾶς κρα­τοῦ­σε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, τήν περ­νού­σα­ με πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­τσι εἴ­χα­με δε­ θεῖ με­τα­ξύ μας. Ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά χω­ρί­σου­με καί νά πᾶ­με σέ δι­α­φο­ρε­τι­ κά Μο­να­στή­ρια καί χω­ρίς τόν Γέ­ρον­τα. Εἴ­χα­με ἀρ­χί­σει νά λέ­με στόν Γέ­ρον­τα νά κά­νου­με ἕ­να Μο­να­στη­ρά­κι. Ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­με­νε μό­νος του, εἶ­χε ἕ­να μι­κρό κελ­λά­ κι καί ἄλ­λα τρί­α–τέσ­σε­ρα κελ­λά­κια. Ὁ Γέ­ρον­τας μᾶς ἔ­λε­γε, ὅ­τι ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά γί­νη Μο­να­στή­ρι καί ὅ­τι ὁ ἴ­διος δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λά­βη. »Τό­τε εἶ­χε ἔρ­θει ὁ παπ­πού­λης νά δῆ τόν Γέ­ρον­τα, δέν θυ­μᾶ­μαι ἂν ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φορά, για­ τί ἐρ­χό­ταν ἐ­δῶ καί πρίν γί­νει τό Μο­να­ στή­ρι. Ἐ­μεῖς ὅ­λες μα­ζί τοῦ εἴ­πα­με: ― Παπ­πού­λη, ἂς κά­νο­με ἐ­δῶ ἕ­να Μο­ να­στη­ρά­κι δυ­σκο­ λευ­ό­μα­στε νά πᾶ­με ἀλ­λοῦ. ― Μή στε­νο­χω­ ρι­έ­στε, μᾶς εἶ­πε, ἐ­γώ θά πεί­σω τόν Γέ­ρον­ τα νά κά­νη ἐ­δῶ Μο­ να­στή­ρι. Με­τά εἶ­πε στόνΓέ­ρον­τα,ὅ­τιθά ἀ­να­λάμ­βα­νε νά μᾶς βο­η­θή­ση πνευ­μα­τι­ κά καί ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νά γί­νε­ται σι­γά–σι­ γά. Δέν εἴ­χα­με ἔρ­θει ἀ­κό­μη γιά πάν­τα, ὅ­μως τίς πιό πολ­λές μέ­ρες καί νύ­χτες τίς περ­νού­σα­με ἐ­δῶ. »Τό­τε ἐ­γώ ἤ­μουν 16 χρο­νῶν. Οἱ ὑ­πό­ λοι­πες ἀ­δελ­φές μοῦ ἔ­λε­γαν, ἐ­σέ­να δέν θά σέ πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας τώ­ρα, εἶ­σαι μι­κρή. Ἐ­γώ στε­νο­χω­ρι­ό­ μουν πο­λύ, ἀλ­λά δέν τολ­μοῦ­σα νά ρω­τή­σω τόν Γέ­ρον­τα, μή μοῦ πῆ ὅ­τι πράγ­μα­τι δέν θά μέ ἔ­παιρ­νε. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­ πού­λης πῆ­γα νά τόν δῶ. Τόν ρώ­τη­σα: ― Παπ­πού­λη, ὅ­ταν ἀ­νοί­ξη τό Μο­ να­στή­ρι, θά μέ πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας; για­τί
  • 8. 8 εἶ­μαι μι­κρή. ― Πό­σο χρο­νῶν εἶ­σαι; Τοῦ εἶ­πα: ― Δε­κα­έ­ξι. Μέ χτύ­πη­σε στήν πλά­τη καί μοῦ λέ­ει: ― Τα­μὰμ γιά νύ­φη Χρι­στοῦ εἶ­σαι. Καί ἡ ἁ­γί­α Μα­ρί­να δε­κα­έ­ξι χρο­νῶν ἦ­ταν, ἔ­πια­σε τόν δι­ά­βο­λο ἀ­πό τά κέ­ρα­τα καί τόν πά­τη­σε, ἔ­τσι νά κά­νης καί ἐ­σύ. Πρώ­τη ἐ­σέ­να θά πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας. »Ἔ­φυ­γα ὅ­λο χα­ρά. Ἀ­πό παι­δί εἶ­χα ἕ­να πα­ρά­πο­νο, ὅ­λα τά παι­δά­κια στήν ἡ­λι­κί­α μου εἶ­χαν κάποιον παπ­ποῦ ἤ για­ γιά, ἐγώ δέν εἶ­χα για­τί εἶ­χαν κοι­μη­θεῖ πρίν γεν­νη­θῶ. Ὁ παπ­πού­λης μέ ρω­τοῦ­ σε πολ­λές φο­ρές, «ἔ­χεις παπ­ποῦ;» Τοῦ ἔ­λε­γα, «ὄ­χι». «Ἐ­γώ παπ­πούς σου δὲν εἶ­ μαι;» μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε. »Δι­ά­βα­ζα στά βι­βλί­α, ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι πολ­λές φο­ρές γνω­ρί­ζουν τίς σκέ­ψεις μας, ὅ­μως δέν τό εἶ­χα ζή­σει. Ἦ­ταν ἀ­πό τίς πρῶ­τες φο­ρές πού μι­λοῦ­σα μέ τόν παπ­πού­λη. Ἐ­κεῖ πού ἔ­λε­γα λο­γι­σμούς καί μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, κρα­τοῦ­σε στό χέ­ρι του ἕ­να κομ­πο­σχοίνι ­ἑκα­το­στά­ρι. Στήν τσέ­ πη μου εἶ­χα καί ἐγώ ἕ­να ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο. Ἔ­κα­να τόν λο­γι­σμό, ὅ­ταν τε­λει­ώ­σου­με τήν συ­ζή­τη­ση νά τοῦ πῶ νά μοῦ δώ­ση τό δι­κό του κομ­πο­σχοίνι γιά εὐ­λο­γί­α καί νά τοῦ δώ­σω τό δι­κό μου, νά μήν μεί­νη χω­ρίς κομ­πο­σχοίνι. Δέν πρό­λα­βα νά πῶ τί­πο­τα καί μοῦ λέ­ει: ― Ἀλ­λά­ζου­με κομ­πο­σχοίνια; Τοῦ λέ­ω: ― Αὐ­τό θά σᾶς ἔ­λε­γα τώ­ρα, παπ­πού­ λη. ― Τό κα­τά­λα­βα, μοῦ λέ­ει. »Ἤ­μουν μι­κρή, εἶ­χα πολ­λά χρό­νια δι­α­φο­ρά ἀ­πό τίς ἄλ­λες ἀ­δελ­φές. Μοῦ ἔ­δει­χνε πολ­λή ἀ­γά­πη. Ἔ­λε­γε, «νά τό ξέ­ ρε­τε, ἡ μο­να­χή Μυ­ρο­φό­ρα εἶ­ναι τό δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι». Ὅ­ταν πή­γαι­να νά πά­ρω τήν εὐ­χή του, μοῦ ἔ­λε­γε, «ἔ­λα κα­λο­γέ­ ρι». Ὅ­ταν μα­ζεύ­ον­ταν ὅ­λες οἱ ἀ­δελ­φές, ἔ­κα­νε πώς δέν μέ ἔ­βλε­πε καί ἔ­λε­γε, «τό δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι ποῦ εἶ­ναι;». «Ἐ­δῶ, παπ­πού­λη», τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἀ­δελ­φές. Μέ ἔ­βλε­πε με­τά καί γε­λοῦ­σε. Μᾶς ἔ­δι­νε πάν­τα ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν μί­α εὐ­λο­γί­α ἤ ἕ­να κομ­πο­σχοι­νά­κι ἤ ἕ­να εἰ­κο­νά­κι ἀ­πό ἐ­κεῖ­ να πού ἔ­φτεια­χνε ὁ ἴ­διος. Οἱ ἀ­δελ­φές ἦ­ταν ὄρ­θι­ες καί πε­ρι­μέ­να­με νά ἀρ­χί­ση ἡ σύ­να­ξη πού θά μᾶς ἔ­κα­νε, περ­νοῦ­σε καί μέ­σα ἀ­πό ἕ­να σακ­κου­λά­κι ἔ­βγα­ζε τίς εὐ­λο­γί­ες καί ἔ­δι­νε στίς ἀ­δελ­φές. Ἐ­μέ­να γύ­ρι­ζε μέ ἔ­βλε­πε, γε­λοῦ­σε, μέ προ­σπερ­ νοῦ­σε, δέν μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­α. Ὅ­ταν ἔ­δι­ νε σέ ὅ­λες, γυρ­νοῦ­σε σέ μένα γε­λοῦ­σε πά­λι καί μοῦ ἔ­δι­νε ὅ­σα εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ ψει. »Ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γα, ὅ­τι ἔ­κα­να κά­ποι­ο σφάλ­μα, π.χ. στε­νο­χώ­ρη­σα τούς Γε­ ρον­τᾶ­δες ἤ δέν μί­λη­σα μέ σε­βα­σμό στίς ἀ­δελ­φές, μοῦ ἔ­λε­γε, «ρε­ζί­λι μέ ἔ­κα­νες, βρέ Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­σύ εἶ­σαι τό δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι, ἐ­μέ­να κά­νεις ρε­ζί­λι». Φρόν­ τι­ζα τό­τε νά μήν κά­νω ρε­ζί­λι τόν παπ­ πού­λη. Εὔ­κο­λα στε­νο­χω­ρι­ό­μουν. Μοῦ ἔ­λε­γε: «Λί­γο νά ψάλ­λης, λί­γο νά λές τήν εὐ­χή ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, στόν πα­ρά­δει­σο θά εἶ­σαι». Ὅ­ταν πή­γαι­να νά τόν δῶ, μοῦ ἔ­λε­γε, «ἔ­λα τώ­ρα νά ψάλ­λου­με». Ψά­λα­ με πολ­λά. Τό «Ἄ­ξιόν ἐ­στι», τό «Ἅ­γιος ὁ Θε­ός», τό «Πάν­των προ­στα­τεύ­εις ἀ­γα­ θή», τό ἀρ­γό «Ἐκ νε­ό­τη­τός μου» καί πολ­λά ἄλ­λα τρο­πά­ρια. »Τήν χρο­νιά πού εἶ­χε πρω­το­βγεῖ τό βι­βλί­ο μέ τόν βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου, στό Μο­να­στή­ρι μας δέν εἴ­χα­με πολ­λά χρή­μα­τα, ἔ­πρε­πε νά γί­νουν λί­γα κελ­λά­ κια για­τί μέ­να­με δύ­ο ἀ­δελ­φές στό ἴ­διο κελ­λί. Εἴ­χα­με πά­ρει ἕ­να μά­στο­ρα καί ἐ­μεῖς βο­η­θού­σα­με, φτει­ά­χνα­με χαρ­μά­νι, τό κου­βα­λού­σα­με καί τά τοῦ­βλα. Ἐ­γώ ἤ­μουν μι­κρό­τε­ρη, εἶ­χα δυ­νά­μεις καί βο­ η­θοῦ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πολ­λές φο­ρές δου­λεύ­α­με μέ­χρι ἀρ­ γά. Κοι­μό­μουν λί­γο, ξυ­πνοῦ­σα, ἔ­κα­να τόν κα­νό­να μου, με­τά κα­θό­μουν στό
  • 9. 9 πά­τω­μα δι­ά­βα­ζα λί­γο ἀ­πό τό βι­βλί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου. Μοῦ ἔ­δι­νε δύ­να­μη, μέ βο­η­θοῦ­σε πο­λύ, ἔ­νοι­ω­θα μιά χα­ρά καί συγ­κί­νη­ση. Με­τά συ­νέ­χι­ζα τά πνευ­μα­ τι­κά μου, ἀ­φοῦ τήν ἡ­μέ­ρα δέν ὑ­πῆρ­χε χρό­νος, ἔ­πρε­πε νά βο­η­θῶ τόν μά­στο­ρα. Δέν δι­ά­βα­ζα ὅ­μως κα­νέ­να ἄλ­λο βι­βλί­ο, δέν προ­λά­βαι­να. »Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, μέ ρώ­τη­ σε: ― Τί βι­βλί­ο δι­α­βά­ζεις, Μυ­ρο­φό­ρα; Τοῦ εἶ­πα: ― Αὐ­τόν τόν και­ρό δέν δι­α­βά­ζω παπ­ πού­λη κα­νέ­να βι­βλί­ο, δέν προ­λα­βαί­νω. Αὐ­τός γέ­λα­σε καί μοῦ λέ­ει: ― Ἐ­μέ­να δέν μέ ξε­γε­λᾶς. Δι­α­βά­ζεις κά­ποι­ο βι­βλί­ο. Δέν δι­α­βά­ζεις τόν ὅ­σιο Ἀρ­σέ­νιο; Ἀ­φοῦ ἐ­γώ σέ βλέ­πω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. »Ἄλ­λη φο­ρά, ὅ­ταν πῆ­γα νά τόν δῶ, στό τέ­λος ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να κομ­πο­σχοί­νι τρι­α­κο­σά­ρι, μοῦ τό ἔ­δω­σε, «πάρ­το, μοῦ λέ­ει, μέ αὐ­τό κά­νω δύ­ο χρό­νια τόν κα­νό­να μου». Ἦ­ταν πράγ­μα­τι δου­λε­μέ­νο. Με­τά μοῦ λέ­ει, «αὐ­τά τά λε­πτὰ τρι­α­κο­σά­ρια εἶ­ναι ἡ ψυ­χή μου. Δέν βλέ­πω ὅ­μως νά τό πλέ­ξω. Περ­πα­τῶ στό δά­σος μί­α ὥ­ρα καί κά­νω...», δέν θυ­μᾶ­μαι πό­σα κομ­πο­σχοί­ νια μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἔ­κα­νε. Εἶ­χα λο­γι­σμούς πού πῆ­ρα τό τρι­α­κο­σά­ρι τοῦ παπ­πού­λη, μοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι δέν ἔ­βλε­πε νά πλέ­ξη ἄλ­ λο τό­σο λε­πτό. Ἱερὰ Μονὴ Στομίου
  • 10. 10 »Τήν ἄλ­λη φο­ρά πού εἶ­χε ἔρ­θει, σκέ­ φθη­κα καί τοῦ ἔ­πλε­ξα πέν­τε τρι­α­κο­ σά­ρια λε­πτά, δέν τοῦ τό εἶ­χα πεῖ. Ἐ­κεῖ πού τοῦ ἔ­λε­γα λο­γι­σμούς καί μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές –εἶ­χα τά κομ­πο­σχοί­νια μέ­σα στήν τσέ­πη μου σέ ἕ­να νά­ϋ­λον σακ­κου­ λά­κι– μοῦ λέ­ει: «Ἄν­τε βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, δέν θά μοῦ δώ­σης αὐ­τά πού μοῦ ἔ­φτεια­ ξες;». Καί ἄρ­χι­σε νά ψά­χνη τίς τσέ­πες τῆς ζα­κέ­τας, γέ­λα­σε καί λέ­ει: «Ἄ, δέν εἶ­ ναι ἐ­δῶ». Σή­κω­σε τό κον­τό μου καί ἀ­πό τήν τσέ­πη τοῦ φο­ρέ­μα­τός μου ἔ­βγα­λε τό σακ­κου­λά­κι μέ τά κομ­πο­σχοί­νια καί μοῦ λέ­ει: ― Γιά μένα δέν εἶ­ναι αὐ­τά; ― Γιά σᾶς εἶ­ναι, τοῦ λέ­ω. »Ἄ­νοι­ξε τό σακ­κου­λά­κι, πῆ­ρε τά τρί­α καί τά ἄλ­λα δύ­ο τά ἔ­βα­λε ξα­νά στήν τσέ­ πη μου. «Αὐ­τά θά πά­ρω», μοῦ λέ­ει. Τό βρά­δυ λέ­ει στήν Γε­ρόν­τισ­σα: ― Ἡ ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ ἔ­πλε­ ξε με­ρι­κά τρι­α­κο­σά­ρια δέν τά πῆ­ρα ὅ­λα, λές νά τήν στε­νο­χώ­ρε­σα; ― Δέν νο­μί­ζω, παπ­πού­λη, νά στε­νο­ χω­ρή­θη­κε. »Δέν ἡ­σύ­χα­σε ὅ­μως. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα εἴ­χα­με κά­νει ρα­σο­φο­ρία κάποια ἀδελφή, με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α ἤ­μα­σταν στήν κου­ ζί­να καί τρώ­γα­με λου­κου­μά­δες. Πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο καί ρω­τοῦ­σε ἂν ἤ­μουν ἐ­κεῖ. Τοῦ εἶ­παν οἱ ἀ­δελ­φές, «ἐ­δῶ εἶ­ναι παπ­ πού­λη». Ὅ­ταν πῆ­γα στό τη­λέ­φω­νο, μοῦ λέ­ει: «Φέ­ρε, βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­κεῖ­να τά κομ­πο­σχοί­νια πού δέν πῆ­ρα, για­τί αὐ­τά πού μοῦ ἔ­δω­σες μοῦ τά πῆ­ραν ὅ­λα». Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση αὐ­τή ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α, νά μήν στε­νο­χω­ρή­ση τούς ἄλ­λους, πάν­τα ἤ­θε­λε νά δί­νη χα­ρά. »Πο­νοῦ­σε πο­λύ ὅ­ταν ἔ­βλε­πε ἄρ­ρω­ στο. Ἀ­πό τά βά­ρη πού σή­κω­να εἶ­χε πά­ θει ἡ μέ­ση μου, πο­νοῦ­σα πο­λύ, ἤ­μουν στό κρεβ­βά­τι δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­θῶ καί στό κρεβ­βά­τι δέν μπο­ροῦ­σα νά γυ­ ρί­σω ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά. Ἤ­μουν ἕ­ξι μῆ­νες στό κρεβ­βά­τι χω­ρίς νά μπο­ρῶ νά κου­νη­θῶ. Εἶ­χε ἔρ­θει ὁ παπ­πού­λης. Μό­ λις ἦρ­θε, τοῦ εἶ­παν οἱ ἀ­δελ­φές: ― Παπ­πού­λη, ἡ ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα εἶ­ναι στό κρεβ­βά­τι, πο­νά­ει ἡ μέ­ση της. ― Γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θα, λέ­ει. »Ἦρ­θε στό κελ­λί μου. Δέν εἶ­χαν πιά­ σει ἀ­κό­μη τά κρύ­α, ἦ­ταν Ὀ­κτώ­βριος. Μό­λις ἦρ­θε, λέ­ει στίς ἀ­δελ­φές πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ: «Τί εἶ­ναι αὐ­τά, μω­ρέ, θέ­λει ζέ­στη ἐ­δῶ! Βάλ­τε στόν τοῖ­χο πού εἶ­ναι τό κρεβ­βά­τι ἕ­να νο­βο­πάν, κα­λύψ­τε το μέ μί­α κου­βέρ­τα, βάλ­τε ζε­στά στρω­σί­δια, φέρ­τε καί μιά ἠ­λε­κτρι­κή σόμ­πα. Μέ αὐ­ τό τό κρύ­ο ὅ­λο τό χει­μῶ­να στό κρεβ­βά­ τι θά εἶ­ναι, ἡ ζέ­στη χα­λα­ρώ­νει τά νεῦ­ρα καί πο­νά­ει λι­γό­τε­ρο». »Ὅ­ταν οἱ ἀ­δελ­φές ἔ­κα­ναν ὅ­,τι τίς εἶ­ πε, ἦρ­θε πά­λι στό κελ­λί, εἶ­χε ἀλ­λά­ξει τό πρό­σω­πό του. «Ἔ­τσι μπρά­βο, τώ­ρα ὅ­λα κα­λά». Ἡ σόμ­πα ἦ­ταν μα­κρό­στε­νη, μέ πεί­ρα­ζε: «Ἄν­τε τώ­ρα, ἔ­χεις καί τη­λε­ό­ρα­ ση», μοῦ ἔ­λε­γε. Ὅ­σο ἤ­μουν στό κρεβ­βά­ τι προ­σπα­θοῦ­σα νά πλέ­ξω κα­νέ­να κομ­ πο­σχοι­νά­κι. Δί­πλα μου εἶ­χα ἕ­να κο­μο­ δί­νο, ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω ἄ­φη­να τά νή­μα­τα πού πε­ρίσ­σευ­αν ἀ­πό τά κομ­πο­σχοι­νά­κια. Εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ καί σκό­νες ἐ­κεῖ στό κο­ μο­δί­νο. Μό­λις τό εἶ­δε ὁ παπ­πού­λης, εἶ­πε μέ ἕ­να πα­ρά­πο­νο: «Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νείς ἐ­δῶ νά τό κα­θα­ρί­ση αὐ­τό τό κο­μο­δί­νο;». Οἱ ἀ­δελ­φές μέ πε­ρι­ποι­ό­ταν πο­λύ, δέν τό εἶ­χαν προ­σέ­ξει, οὔ­τε κι ἐ­γώ τό εἶ­χα προ­ σέ­ξει. Ὅ­μως ὁ παπ­πού­λης τά ἤ­θε­λε ὅ­λα τέ­λεια στόν ἄρ­ρω­στο. »Ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ κά­θη­σε μέ­χρι ἀρ­ γά στό κελ­λί μου, μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, ἔ­κα­νε ἀ­στεῖ­α. Πῆ­ρε μιά κασ­σέ­τα πού ὑ­πῆρ­χε στό κελ­λί μου. «Τώ­ρα θά βά­λου­ με τό μα­γνη­τό­φω­νο νά παί­ξη». Ἔ­βα­λε τήν κασ­σέ­τα στό τσε­πά­κι, ἐ­κεῖ κον­τά στό στῆ­θος ὅ­πως βά­ζου­με τήν κασ­σέ­τα
  • 11. 11 στό μα­γνη­τό­φω­νο, πά­τη­σε μέ τό δά­κτυ­ λό του τήν μύ­τη του καί ἄρ­χι­σε νά ψάλ­ λη. Ἔ­ψα­λε πολ­λά τρο­πά­ρια, ἔ­μει­νε μα­ζί μου μέ­χρι ἀρ­γά. »Τήν ἄλ­λη μέ­ρα στίς 4.00´ μό­λις χτύ­ πη­σε γιά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἦρ­θε πά­λι στό κελ­λί μου. Πῆ­ρε ἕ­να σκα­μνά­κι, κά­θι­σε δί­πλα στό κρεβ­βά­τι μου, ἔ­μει­νε κα­τά τήν διά­ρκεια ὅ­λης τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, μέ ρω­τοῦ­σε δι­ά­φο­ρα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σαν τά καμ­πα­νά­κια γιά τήν «Τι­μι­ω­τέ­ρα», ση­κώ­θη­κε. Στήν ἐκ­ κλη­σί­α, Μυ­ρο­φό­ρα, ψάλ­λουν τήν «Τι­ μι­ω­τέ­ρα», νά τήν ψάλ­λου­με καί ἐ­μεῖς. Ἔ­κα­νε στρω­τές με­τά­νοι­ες καί ἔ­ψα­λε τήν «Τι­μι­ω­τέ­ρα». Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πό­σες ὧ­ρες εἶ­χε μεί­νει κον­τά μου. Πῆ­ ρα ἕ­να κα­λό μά­θη­μα μέ ὅ­λα αὐ­τά, γιά τό πό­σο πρέ­πει νά προ­σέ­χου­με τούς ἀρ­ρώ­ στους. »Δέν τοῦ εἶ­χε πεῖ κα­νείς τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­χα. Μό­λις μέ εἶ­δε, μοῦ εἶ­πε, «ἔ­χουν σπά­σει δύ­ο δί­σκοι, τά κομ­μά­τια πι­έ­ζουν νεῦ­ρα, ἐ­σέ­να πι­έ­ζουν ἀ­πό τήν ἀ­ρι­στε­ρή με­ριά καί σέ πο­νά­ει τό ἀ­ρι­στε­ρό πό­δι, ἐ­μέ­να μέ πο­νά­ει τό δε­ξί», για­τί κι ἐ­κεῖ­ νος ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τήν μέ­ση του. Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε κά­πως ἡ μέ­ση μου, μοῦ ἔ­κα­νε μα­θή­μα­τα πῶς νά ση­κώ­νω κά­ποι­ο βά­ ρος. «Νά μήν σκύ­βης, μοῦ ἔ­λε­γε, νά κά­ θε­σαι μέ λυ­γι­σμέ­να γό­να­τα καί σι­γά–σι­ γά νά ση­κώ­νε­σαι». »Μᾶς ἔ­λε­γε, «ὅ­ταν βγαί­νη τό τσί­που­ ρο, νά πά­ρε­τε τό πρῶ­το τσί­που­ρο πού εἶ­ναι δυ­να­τό σάν τό οἰ­νό­πνευ­μα, νά τό βά­λε­τε σέ ἕ­να βά­ζο καί νά βά­λε­τε μέ­σα πι­πε­ρι­ές καυ­τε­ρές, νά τό βά­λε­τε στόν ἥ­λιο καί μέ αὐ­τό νά σοῦ κά­νουν ἐν­τρι­ βές οἱ ἀ­δελ­φές στή μέ­ση καί στό πό­δι. Νά ξα­πλώ­νης ἀ­πό τήν δε­ξιά πλευ­ρά ἀ­πό τό πό­δι πού δέν πο­νά­ει, νά μα­ζεύ­ης τό ἀ­ρι­στε­ρό πό­δι ἐ­πά­νω στό δε­ξί, θά νοι­ώ­ θης ἀ­να­κού­φι­ση». Προ­σπα­θοῦ­σα νά κά­νω τίς με­τά­νοι­ ες, ὅ­ταν ἔ­γι­να κά­πως κα­λά. Μοῦ ἔ­λε­γε, «ὄ­χι πολ­λές μα­ζί, δέ­κα–δέ­κα, φα­σού­λι– φα­σού­λι γε­μί­ζει τό σακ­κού­λι». Ἡ μέ­ση μου δέν ἦ­ταν κα­λά. Ἐ­κεῖ πού ση­κω­νό­μουν ἀ­πό τό κρεβ­ βά­τι, δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί πά­ λι ἔ­πε­φτα στό κρεβ­βά­τι. Οἱ για­τροί ἔ­λε­γαν, ὅ­τι πρέ­πει νά κά­ νω ἐγ­χεί­ρη­ση. Τό­τε ὅ­μως αὐ­τή τήν ἐγ­ χεί­ρη­ση τήν ἔ­κα­ναν ὀρ­θο­πε­δι­κοί για­ τροί, ὄ­χι ὅ­πως τώ­ρα πού τήν κά­νουν νευ­ρο­χει­ροῦρ­γοι, καί πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς ἔ­με­ναν πα­ρά­λυ­τοι. Φο­βό­μα­σταν αὐ­τήν τήν ἐγ­χεί­ρη­ση. Ὅ­ταν τό εἴ­πα­με στόν παπ­πού­λη, μοῦ εἶ­πε, «μή στε­νο­χω­ρι­έ­ σαι, τώ­ρα θά τήν καρ­φώ­σου­με τήν μέ­ ση, θά βά­λου­με ἕ­να με­γά­λο καρ­φί» καί μοῦ ἔ­δει­ξε μέ τό χέ­ρι του ὅ­τι τό καρ­φί θά εἶ­ναι 30 πόν­τους. Πράγ­μα­τι ἀ­πό τό­ τε δέν ξα­νά­πε­σα στό κρεβ­βά­τι, πο­νά­ω, πι­ά­νε­ται ἡ μέ­ση μου, δέν μπο­ρῶ νά κα­ θή­σω πολ­λή ὥ­ρα, ἀλ­λά ὄ­χι ἐ­κεῖ­νο πού δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί νά στα­ θῶ ὄρ­θια. »Κά­ποι­α φο­ρά πά­λι, ἐ­κεῖ πού συ­ζη­ τού­σα­με ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να λε­πτό κομ­πο­σχοί­νι ἑ­κα­το­στά­ρι μέ κόκ­κι­νες χάν­τρες καί μοῦ τό ἔ­δω­σε. Τό πῆ­ρα καί ἔ­κα­να τόν λο­γι­σμό ὅ­τι, αὐ­τό τό κομ­πο­σχοί­νι δέν τό ἔ­πλε­ξε ὁ παπ­πού­ λης, ἀ­φοῦ δέν βλέ­πει νά πλέ­κη λε­πτά κομ­πο­σχοί­νια, ὅ­πως μοῦ εἶ­χε πεῖ, οὔ­τε συ­νή­θι­ζε νά βά­ζη κόκ­κι­νες χάν­τρες. Ἐ­κεῖ πού ἔ­κα­να αὐ­τούς τούς λο­γι­σμούς, βγά­ζει ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να τρι­αν­τα­ τριά­ρι κομ­πο­σχοί­νι μέ μαῦ­ρες χάν­τρες, ὅ­πως αὐ­τά πού ἔ­πλε­κε ἐ­κεῖ­νος. Μοῦ τό δί­νει καί μοῦ λέ­ει, «πάρ­το, αὐ­τό ἐ­γώ τό ἔ­πλε­ξα». »Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά μοῦ δεί­ξη νά φτειά­ χνω αὐ­τό τό σταυ­ρό πού κά­νω τώ­ρα στά κομ­πο­σχοι­νά­κια, μοῦ εἶ­πε: «Φέ­ρε μί­α ὀρ­γυι­ά μαλ­λί νά σοῦ μά­θω νά φτειά­ χνης ἕ­να σταυ­ρό ἐν­νο­ών­τας ὅ­τι αὐ­τό
  • 12. 12 εἶ­ναι κα­νό­νι», ἔ­λε­γε, αὐ­τός ὁ σταυ­ρός εἶ­ναι δυ­να­τό ὅ­πλο. »Γιά νά μοῦ δώ­ση χα­ρά, πολ­λές φο­ρές μοῦ ζη­τοῦ­σε νά τοῦ δώ­σω κά­τι, π.χ. εἶ­χα ἕ­να ψα­λι­δά­κι, ἦ­ταν καί λί­γο σπα­σμέ­νο, μοῦ εἶ­πε: «Ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ δί­ νης αὐ­τό τό ψα­λι­δά­κι; μοῦ χρει­ά­ζε­τε νά κό­βω τά μαλ­λιά ἀ­πό τά κομ­πο­σχοί­νια». Ὁ λο­γι­σμός, μοῦ λέ­ει, ὅ­τι δέν τό ζη­τοῦ­ σε για­τί τό εἶ­χε ἀ­νάγ­κη, θά μπο­ροῦ­σε νά βρῆ κα­λύ­τε­ρο καί ὄ­χι τό δι­κό μου τό σπα­σμέ­νο. Τό ἔ­κα­νε γιά νά χα­ρῶ. »Ἄλ­λη φο­ρά, τοῦ εἶ­χα πλέ­ξει κά­τι μάλ­λι­να πα­που­τσά­κια–τιρ­λί­κια, τά πῆ­ ρε καί μοῦ λέ­ει γιά νά χα­ρῶ: «Τώ­ρα πού μοῦ τά ἔ­πλε­ξες ἐ­σύ καί τό κα­λο­καί­ρι θά τά φο­ρά­ω». »Κά­πο­τε τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἔ­κρι­να μέ τόν λο­γι­σμό μί­α ἀ­δελ­φή. Μοῦ εἶ­πε: «Οἱ πνευ­ μα­τι­κοί ἄν­θρω­ποι κρύ­βουν τίς ἀ­ρε­τές καί κά­νουν με­ρι­κά πράγ­μα­τα πού φαί­ νον­ται ὅ­τι δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κά νά μᾶς μπερ­δέ­ψουν καί νά κρύ­ψουν τίς ἀ­ρε­τές τους, γι᾿ αὐ­τό νά μήν κρί­νης». »Ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­χε γί­νει κά­τι τήν ὥ­ρα πού ψάλ­λα­με στό ἀ­να­λό­γιο, εἶ­χα στε­νο­ χω­ρή­σει τόν Γέ­ρον­τα. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης καί πῆ­γα νά τόν δῶ, μέ ρώ­τη­σε για­τί ἤ­μουν στε­νο­ χω­ρη­μέ­νη. ― Στε­νο­χώ­ρε­σα τόν Γέ­ρον­τα, τοῦ εἶ­ πα. ― Οἱ στρα­τι­ῶ­ται, μοῦ λέ­ει, ὅ­ταν τραυ­μα­τί­ζων­ται στόν πό­λε­μο δέν κά­θον­ ται νά κλαῖ­νε. Δέ­νουν τό τραῦ­μα τους καί προ­χω­ροῦν. ― Πᾶ­με νά βά­λου­με με­τά­νοι­α. Μέ πῆ­ ρε ἀ­πό τό χέ­ρι καί πή­γα­με στόν Γέ­ρον­τα καί τοῦ εἶ­πε: ― Ἤρ­θα­με νά βά­λου­με με­τά­νοι­α μέ τό κα­λο­γέ­ρι καί ἔ­κα­νε στρω­τή με­τά­νοι­α Κελί Τιμίου Σταυροῦ σήμερα
  • 13. 13 μα­ζί μου. Με­τά ὁ Γέ­ρον­τας, τοῦ ἔ­λε­γε τί εἶ­χε γί­νει. Ἐ­κεῖ­νος τόν κοι­τοῦ­σε μέ ἠ­ρε­ μί­α. »Ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­χα κά­νει ἕ­να σφάλ­μα καί μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ Γέ­ρον­τας «δέν θά σέ ξα­να­ε­ξο­μο­λο­γή­σω». Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­ πού­λης, τοῦ τό εἶ­πα. Ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα ἀ­πό τό κελ­λά­κι πού μι­λού­σα­με, στόν δι­ ά­δρο­μο ἦ­ταν ὁ Γέ­ρον­τας. Τοῦ εἶ­πε, «ἔ­λα μέ­σα Γέ­ρον­τα». Ἔ­βγα­λε ἕ­να πε­νην­τά­ ρι­κο, τά πα­λιά χρή­μα­τα, τοῦ τό ἔ­δω­σε. «Πά­ρε αὐ­τό γιά πλη­ρω­μή, τοῦ εἶ­πε, καί ὅ­πο­τε ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τό κα­λο­γέ­ρι θά τό ἐ­ξο­μο­λο­γῆς, ἀλ­λοι­ῶς θά τό πά­ρω στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος». »Μιά φο­ρά, ἦ­ταν οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες καί ἀ­δελ­φές, ἐ­γώ εἶ­χα ἀ­κουμ­πή­σει στόν τοῖ­ χο καί εἶ­χα τά χέ­ρια μου πί­σω στή μέ­ση, πο­νοῦ­σα λί­γο. Γιά μιά στιγ­μή, ἄρ­χι­σε νά μέ μα­λώ­νη. «Τί σε­βα­σμός εἶ­ναι αὐ­ τός, μοῦ ἔ­λε­γε, νά ἔ­χης τά χέ­ρια πί­σω!». Μέ κα­τσά­δια­σε γιά τά γε­ρά, εἶ­δε ὅ­τι δέν τό εἶ­χα ση­κώ­σει, μέ πῆ­ρε μέ­σα στό κελ­ λά­κι πού ἔ­με­να καί μοῦ λέ­ει: «Νά μέ συγ­χω­ρέ­σης πού σέ μά­λω­σα, ἄν ἔ­πρε­πε νά σοῦ πῶ κά­τι θά σοῦ τό ἔ­λε­γα τώ­ρα πού εἴ­μα­στε μό­νοι. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή με­ρι­κές ἀ­δελ­φές ἔ­χουν λο­γι­σμούς ὅ­τι σέ ἀ­γα­πῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, γι᾿ αὐ­τό σέ μά­λω­σα μπρο­ στά τους». Μοῦ ἔ­κα­νε πολ­λές φο­ρές πα­ ρα­τη­ρή­σεις, ἀλ­λά δέν στε­νο­χω­ρι­ό­μουν, ἦ­ταν ὅ­λο ἀ­γά­πη. Ὅ­ταν εἶ­χα πε­ρά­ση τά τριά­ντα, μοῦ ἔ­λε­γε, «τώ­ρα εἶ­σαι ἀμ­μᾶς. Τώ­ρα, Μυ­ρο­ φό­ρα, Ἐν σοὶ μῆ­τερ ἀ­κρι­βῶς δι­ε­σώ­θη τὸ κατ᾿ εἰ­κό­να»... »Με­ρι­κές φο­ρές, τοῦ ἔ­λε­γα: ― Παπ­πού­λη, μι­λά­ω πο­λύ, λέ­ω πολ­ λά. Ἡ Ἱερά Μονή Στομίου καί ὁ νῦν Ἡγούμενός της
  • 14. 14 ― Δέν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα Μυ­ρο­φό­ρα, νά μι­λᾶ­με μέ τό Χρι­στό, τήν Πα­να­γί­α, πα­ρά μέ τούς ἀν­θρώ­πους; Ἕ­νας ἄν­θρω­ πος γιά νά μι­λή­ση μέ ἕ­να ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λιά πρέ­πει νά πά­ρη ἄ­δεια πό­τε θά τοῦ μι­λή­ ση, ποι­ά ὥ­ρα, πό­σο θά τοῦ μι­λή­ση. Ἐ­μᾶς τά γυ­φτέ­λια (τούς μι­κρούς γύ­φτους), ὁ Χρι­στός μᾶς ἀ­φή­νει ὅ­πο­τε θέ­λου­με, ὅ­ση ὥ­ρα θέ­λου­με νά τοῦ μι­λᾶ­με καί χαί­ρε­ται ὅ­ταν τοῦ μι­λᾶ­με. Δέν κου­ρά­ζε­τε νά μᾶς ἀ­κού­η. »Πρίν ἀρ­χί­σει τίς συ­νά­ξεις πού μᾶς ἔ­κα­νε, κά­θε φο­ρά κα­θό­ταν λί­γη ὥ­ρα χω­ ρίς νά λέ­η τί­πο­τα. Μᾶς κοι­τοῦ­σε ὅ­λες σάν νά μᾶς περ­νοῦ­σε ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, με­ τά ἄρ­χι­ζε νά μᾶς λέ­η γιά πράγ­μα­τα πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν μέ πα­ρα­δείγ­μα­τα. Τα­κτο­ποι­οῦ­σε ὅ­λα τά θέ­μα­τα τοῦ Μο­να­ στη­ριοῦ. Θυ­μᾶ­μαι, ὅ­ταν πή­γαι­να νά μέ δῆ, ὅ,­τι καί ἄν εἶ­χα ἔ­φευ­γαν ὅ­λα, ἔ­παιρ­ να μιά δύ­να­μη πού κρα­τοῦ­σε μέ­χρι νά ξα­νάρ­θη. Μέ ρω­τοῦ­σε: ― Ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, ξέ­ρεις μου­σι­ κά; ― Λί­γα, παπ­πού­λη, τοῦ ἔ­λε­γα. Μοῦ χτυ­ποῦ­σε τήν πλά­τη. ― Ἐ­σύ νά ψάλ­λης μέ τήν καρ­διά σου, μοῦ ἔ­λε­γε, ὅ­ταν ψάλ­λης, ὁ νοῦς σου νά εἶ­ναι στά θεῖ­α νο­ή­μα­τα πού ἔ­χουν τά τρο­πά­ρια, τό­τε θά ψάλ­λης γλυ­κά. »Ὅ­ταν προ­η­γού­με­νο βρά­δυ εἶ­χα ἀ­γρυ­πνί­ση, καί μέ ἔ­βλε­πε τό πρωΐ, με­ ρι­κές φο­ρές μέ ρω­τοῦ­σε, «σοῦ ἔ­δω­σε ὁ Χρι­στός, ἡ Πα­να­γί­α ἤ Ἅ­γιος πού γι­όρ­ τα­ζε ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα καμ­μί­α σο­κο­λά­ τα;». Μέ ρω­τοῦ­σε: ― Μέ ἀ­κοῦς πού σέ φω­νά­ζω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, «ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα­α­α! «. »Ὅ­ταν εἶ­χε πρω­το­γί­νη τό Μο­να­στή­ ρι, δέν ξέ­ρα­με νά ψάλ­λου­με. Ἐρ­χό­ταν στό ἀ­να­λό­γιο μᾶς βο­η­θοῦ­σε ἤ καί ἔ­ψα­λε μό­νος του. Μί­α φο­ρά, τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης, ἔ­ψα­λε ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἦ­ταν τό­σο ὡ­ραῖ­α! Καί τήν ὥ­ρα τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας μπο­ ροῦ­σε νά σοῦ πῆ ἕ­να ἀ­στεῖ­ο, νά σοῦ δώ­ ση χα­ρά. »Κά­πο­τε ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νη. Ὁ παπ­πού­λης τό κα­τά­λα­βε. Μοῦ ἔ­κα­ νε νό­η­μα νά πά­ω κον­τά του, μέ ἔ­βα­λε νά κα­θή­σω στό δι­πλα­νό στα­σί­δι καί μέ­ σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α μοῦ ἔ­λε­γε δι­ά­φο­ρα, ἔ­σκυ­βε στό αὐ­τί μου καί μοῦ μι­λοῦ­σε. Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα πού λέ­γα­με τό Συ­να­ξά­ρι. Ἐ­νῶ μᾶς εἶ­χε πῆ, τήν ὥ­ρα πού λέ­με τό Συ­να­ξά­ρι νά κα­τε­βαί­νου­με ἀ­πό τά στα­ σί­δια, νά στε­κώ­μα­στε μέ εὐ­λά­βεια, ὅ­πως οἱ στρα­τι­ῶ­τες στέ­κον­ται προ­σο­χή ὅ­ταν θέ­λουν νά τι­μή­σουν κά­ποι­ον ἐ­θνι­κό ἥ­ρ- ω­α, ὅ­μως ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας ἀ­πό τήν πολ­ λή του ἀ­γά­πη τό ἔ­κα­νε αὐ­τό γιά νά μέ πα­ρη­γο­ρή­ση. »Χαί­ρον­ταν ὅ­ταν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι ἀ­γω­νι­ζό­μουν, ὅ­τι ἔ­κα­να με­τά­νοι­ες καί ἀ­γρυ­πνί­ες καί μοῦ ἔ­λε­γε, χω­ρίς νά τοῦ λέ­ω κά­τι: «Τί σῶ­μα εἶ­ναι αὐ­τό πού ἔ­χεις, ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα; σάν λά­στι­χο εἶ­ναι». Πράγ­μα­τι ἔ­κα­να πο­λύ εὔ­κο­λα με­τά­νοι­ ες. Τά χέ­ρια μου ἔ­βγαι­ναν εὔ­κο­λα ἀ­πό τόν καρ­πό, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρή δέν μπο­ ροῦ­σα νά κά­νω με­τά­νοι­ες ἀ­κουμ­πών­τας τίς πα­λά­μες στό πά­τω­μα. Ἔ­κα­να τώ­ρα με­τά­νοι­ες ἀ­κουμ­πών­τας τίς γρο­θι­ές καί εἶ­χαν κά­νει κά­ποι­α ση­μά­δια. Ὅ­ταν μοῦ κρα­τοῦ­σε τό χέ­ρι γε­λοῦ­σε, κοι­τοῦ­σε τά ση­μά­δια ἀ­πό τίς με­τά­νοι­ες καί ἔ­λε­γε, «τό πρῶ­το ση­μά­δι εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ, τό δεύ­τε­ρο τοῦ ἁ­γί­ου Προ­δρό­ μου, τό τρί­το τοῦ ἁ­γί­ου Ἀρ­σε­νί­ου καί τό τέ­ταρ­το πού ἦ­ταν κά­πως με­γά­λο, ἔ­λε­γε, αὐ­τό εἶ­ναι τῆς Πα­να­γί­ας πού κρα­τᾶ καί τόν Χρι­στό στήν ἀγ­κα­λιά της». »Ἦ­ταν ὅ­μως αὐ­στη­ρός, ὅ­ταν ἤ­θε­λα νά κά­νω τό θέ­λη­μά μου. Ὅ­ταν ἤρ­θα­με στό Μο­να­στή­ρι, κά­να­με μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τήν ἑ­βδο­μά­δα. Ἐ­γώ πή­γαι­να στήν Γε­ ρόν­τισ­σα κά­θε βρά­δυ καί τῆς ἔ­λε­γα, νά μοῦ δώ­ση εὐ­λο­γί­α νά κά­νω ἀ­γρυ­πνί­α. Στήν ἀρ­χή, μοῦ ἔ­λε­γε, «ὄ­χι, ἔ­κα­νες χθές
  • 15. 15 εἶ­σαι κου­ρα­σμέ­νη». Ἐ­γώ τήν πα­ρα­κα­ λοῦ­σα καί στό τέ­λος μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­α. Μέ­σα μου ὅ­μως ἔ­νοι­ω­θα, ὅ­τι αὐ­τό δέν ἦ­ταν κα­λό. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, τοῦ τό εἶ­ πε. Μοῦ λέ­ει, «θά κά­νης μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τήν ἑ­βδο­μά­δα. Ἄν ζη­τή­σης ἀ­πό τήν Γε­ ρόν­τισ­σα νά κά­νης δεύ­τε­ρη, θά σοῦ κό­ ψω καί τήν μί­α. Ἄν τό ξα­να­κά­νης, δέν θά σέ ἀ­φή­σω οὔ­τε στήν ἐκ­κλη­σί­α νά πη­ γαί­νης». Σάν νά μοῦ ἔ­κο­ψε τό θέ­λη­μα μέ τό μα­χαί­ρι, ἔ­τσι ἔ­νοι­ω­σα. »Πάν­τα ὅ­ταν πή­γαι­να νά τόν δῶ, κά­ θε φο­ρά μοῦ ἔ­λε­γε: «Ἄν­τε βρέ Μυ­ρο­φό­ ρα, νά ψάλ­λου­με. Ψά­λα­με μα­ζί. Ἔ­ψα­λε πο­λύ ὡ­ραῖ­α, ὅ­λα ἔ­φευ­γαν, ἔ­νοι­ω­θα πο­λύ γλυ­κά κον­τά του. »Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πάν­τα, ὅ­τι καί νά ἔ­λε­γε ἦ­ταν ὡ­ραῖ­ο καί ἔ­ξυ­πνο. Πρίν νά γί­νω μο­να­χή ἤμα­σταν, ὁ παπ­πού­λης, ἐ­γώ καί μί­α ἄλλη ἀ­δελ­φή. Εἶ­χε μί­α πα­ ρα­μά­να βαμ­μέ­νη μαύ­ρη καί κούμ­πω­νε τό ρά­σο του. Τοῦ λέ­ει ἡ ἄλλη ἀ­δελ­φή: ― Παπ­πού­λη, θά μοῦ δώ­σε­τε αὐ­τή τήν πα­ρα­μά­να; ― Ἔ­χεις μάν­να, τῆς λέ­ει, θές καί πα­ ρα­μά­να; Θά τήν δώ­σω σ᾿ αὐτήν. Ἤ­μουν λα­ϊ­κή τό­τε καί τήν ἔ­δω­σε σέ μέ­να. »Εἴ­χα­με μά­θει γιά τήν τε­λευ­ταί­α ἀρ­ρώ­στεια τοῦ παπ­πού­λη καί στε­νο­ χω­ρε­θή­κα­με πο­λύ. Με­τά πού βγῆ­κε καί ἔ­κα­νε ἐ­ξε­τά­σεις, μά­θα­με ὅ­τι σύν­το­μα θά ἔ­φευ­γε ἀ­πό κον­τά μας. »Εἶ­χε ἔρ­θει γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά στό Μο­να­στή­ρι μας, πο­νοῦ­σε πο­λύ. Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἤ­μουν πο­λύ χά­λια. Εἶ­χα ἀ­πό μι­κρή κά­ποι­α πά­θη­ση, ἀ­πό αὐ­τό εἶ­χα ἀρ­ρω­στή­σει καί ἀρ­γό­τε­ρα νευ­ρί­α­ζα εὔ­ κο­λα, με­τά στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ καί μέ ἔ­πια­νε ἀ­πελ­πι­σί­α. Ἔ­κα­να λο­γι­σμούς ὅ­τι δέν θά σω­θῶ, δέν θά πά­ω στόν πα­ ρά­δει­σο, δέν εἶ­χα δι­ά­θε­ση νά ψάλ­λω καί ἔ­λε­γα στούς Γε­ρον­τᾶ­δες νά μήν ψάλ­λω στό ἀ­να­λό­γιο. Τό­τε ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­ κη, για­τί δέν ὑ­πῆρ­χαν πολ­λές ἀ­δελ­φές πού μπο­ροῦ­σαν νά βο­η­θή­σουν στό ἀ­να­ λό­γιο. »Εἶ­χα στε­νο­χω­ρη­θεῖ πο­λύ πού ὁ παπ­ πού­λης θά ἔ­φευ­γε. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­ πού­λης, μᾶς εἶ­παν οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες, ὅ­τι δέν θά μᾶς ἔ­βλε­πε κα­τά μό­νας για­τί πο­νοῦ­σε πο­λύ, θά μᾶς ἔ­κα­νε μό­νο σύ­να­ξη. Εἴ­χα­ με κά­νει, νο­μί­ζω, τέσ­σε­ρις κου­ρές, για­ τί ὁ παπ­πού­λης δέν θά ξα­να­ερ­χό­ταν σέ μᾶς. Καί συ­νη­θί­ζα­με τίς κου­ρές νά τίς κά­νου­με ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν ὁ παπ­πού­λης. »Ἐ­γώ βο­η­θοῦ­σα στούς λου­κου­μά­ δες, εἴ­χα­με πο­λύ κό­σμο, ἔρ­χον­ταν νά πά­ρουν τήν εὐ­χή του, ξέ­ρα­νε ὅ­τι θά φύ­ γη ἀ­πό κον­τά μας. Εἶ­χα κου­ρα­στεῖ, για­ τί ὅ­λη τήν νύ­χτα κά­να­με λου­κου­μά­δες. Ἤ­μουν καί πο­λύ στε­νο­χω­ρε­μέ­νη, πῆ­γα στό κελ­λί μου καί ξά­πλω­σα λί­γο νά ξε­ κου­ρα­στῶ. Ἦρ­θε μιά ἀ­δελ­φή καί μοῦ εἶ­πε: ― Πή­γαι­νε, σέ θέ­λει ὁ παπ­πού­λης. ― Μή­πως κά­νεις λά­θος; τῆς λέ­ω. ― Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, σέ ζη­τοῦ­σε καί χθές τό βρά­δυ καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τοῦ εἶ­πε ὅ­τι φτειά­χνεις λου­κου­μά­δες. »Πο­νοῦ­σε πο­λύ καί δέν ἤ­θε­λα νά τόν κου­ρά­ζω. Πῆ­γα στό κελ­λά­κι πού ἔ­με­νε⋅ ἦ­ταν γο­να­τι­στός πά­νω στό κρεβ­βά­τι, μέ τά δύ­ο χέ­ρια του ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του. Ὅ­πως ἦ­ταν γο­να­τι­στός καί ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του, πολ­λές φο­ρές ἔ­γερ­νε τό σῶ­ μα του μπρο­στά καί ἔ­λε­γε: «Ἄχ! Μυ­ρο­φό­ρα, ἄχ! μω­ρέ, Μυ­ρο­φό­ ρα!». Πο­νοῦ­σε πά­ρα πο­λύ. Στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ ἔ­τσι πού τόν ἔ­βλε­πα, δέν μπο­ροῦ­σα νά τοῦ πῶ τί­πο­ τα, κα­θό­μουν καί δέν μι­λοῦ­σα τί­πο­τα. «Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι, μω­ρέ;» μοῦ λέ­ει. Καί ἄρ­χι­σε νά μοῦ λέ­η ὅ­,τι εἶ­χα μέ­σα μου. Μέ ρω­τά­ει:
  • 16. 16 ― Ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, ψάλ­λεις; ― Δέν μπο­ρῶ παπ­πού­λη, τοῦ λέ­ω. Δέν μπο­ρῶ νά ψάλ­λω στήν ἐκ­κλη­σί­α. ― Νά ψάλ­λης, μοῦ λέ­ει. »Στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πού νευ­ρί­α­ζα εὔ­ κο­λα. Χω­ρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέ­ει: ― Βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­σύ εἶ­σαι ἀρ­νά­κι, για­τί με­ρι­κές φο­ρές γί­νε­σαι κα­τσι­κά­κι; Μή­πως πρέ­πει νά πᾶς σέ κα­νέ­να για­τρό; Μή­πως κάτι ἔ­χεις μέ τήν ὑ­γεί­α σου; »Με­τά πού πῆ­γα στούς για­τρούς, πράγ­μα­τι κά­τι εἶ­χα μέ τίς ὁρ­μό­νες. »Ἔ­κα­να λο­γι­σμούς, ὅ­τι δέν θά σω­θῶ καί χω­ρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέ­ει: «Τί στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, μω­ρέ; ἐ­κεῖ πού θά πά­ω ἐ­γώ, ὅ­ταν φύ­γω ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή, θά σέ πά­ρω καί ἐ­σέ­να. Ἐ­σύ μό­νο τήν φω­ το­γρα­φί­α ἀ­πό τό δι­α­βα­τή­ριο νά βγά­λης. Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι μέ­σα σου; τί νά σοῦ κά­ νω ἐ­γώ; τί θά σοῦ δώ­ση χα­ρά; ὅ­τι μοῦ ζη­τή­σης θά τό κά­νω». »Συ­νε­χῶς ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του καί ἔ­λε­γε: «Ἄχ! Μυ­ρο­φό­ρα, ἄχ! μω­ρέ, Μυ­ρο­φό­ ρα!». Γιά νά κά­νη ἔ­τσι ὁ παπ­πού­λης μπρο­ στά μου, φαν­τα­στεῖ­τε πό­σο πο­νοῦ­σε. ― Τί θά σοῦ δώ­ση χα­ρά; πές μου, μοῦ ἔ­λε­γε. ― Νά μεί­νε­τε ἐ­δῶ, τοῦ λέ­ω, αὐ­τό θέ­ λω. ― Κα­λά, μοῦ λέ­ει. Θά πά­ω νά πά­ρω καί τά ὑ­πό­λοι­πα πράγ­μα­τά μου καί θά ἔρ­θω, θά μέ γη­ρο­κο­μή­σης ἐ­σύ; ― Ναί, τοῦ λέ­ω. ― Θά μοῦ κά­νης καί τόν κα­νό­να μου; ― Ναί, τοῦ λέ­ω. ― Κα­λά, μοῦ λέ­ει, θά ἔρ­θω. »Ἔ­ξω πε­ρί­με­νε μί­α κυ­ρί­α. Ὅ­ταν ση­ κώ­θη­κα νά φύ­γω: «Φέ­ρε μιά καί μι­σή ἀ­σπι­ρί­νη, Μυ­ρο­φό­ρα, νά πά­ρω, νά δῶ αὐ­τήν τήν κυ­ρί­α πού πε­ρι­μέ­νει». Τοῦ πῆ­γα δύ­ο ἀ­σπι­ρί­νες, πῆ­ρε μι­ά­μι­συ καί τήν ἄλ­λη μι­σή μοῦ τήν ἔ­δω­σε. «Πάρ­την ἐ­σύ», μοῦ λέ­ει. Τό­σο πό­νο καί προ­σπα­ θοῦ­σε μέ τίς ἀ­σπι­ρί­νες νά ἀ­να­κου­φι­στῆ. »Με­τά ἀ­πό λί­γες μέ­ρες, πῆ­γε ἡ Γε­ ρόν­τισ­σα νά τόν δῆ, πῆ­ρε καί ἐ­μέ­να μα­ζί της. Ὁ παπ­πού­λης ἦ­ταν στό κρεβ­βά­τι, δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κω­θῆ, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νο. Μπῆ­κε ἡ Γε­ρόν­ τισ­σα. Ἐ­γώ δέν ἤ­θε­λα νά τόν κου­ρά­ζω. Μό­λις μπῆ­κα, τοῦ εἶ­πα: ― Τήν εὐ­χή σας νά πά­ρω παπ­πού­λη, πο­νᾶ­τε πο­λύ. ― Κά­θη­σε, μοῦ λέ­ει. ― Μό­νο τήν εὐ­χή σας θέ­λω, τοῦ λέ­ω, καί νά φύ­γω. »Μοῦ ἔ­δει­ξε ἕ­να σκα­μνά­κι πού ἦ­ταν δί­πλα στό κρεβ­βά­τι καί μοῦ λέ­ει, κά­θη­ σε. Κά­θη­σα, δέν μι­λοῦ­σα κα­θό­λου, προ­ σπα­θοῦ­σα νά μήν κλά­ψω. Μέ ρώ­τη­σε: ― Τί εἰ­κό­να κά­νεις τώ­ρα, Μυ­ρο­φό­ ρα; ― Τόν ἅ­γιο Κων­σταν­τί­νο καί τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη, τοῦ λέ­ω. »Ὅ­σο ἔ­φτεια­χνα τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη εἶ­ χα λο­γι­σμούς, ὅ­τι τήν ἔ­κα­να πο­λύ νέ­α, προ­σπα­θοῦ­σα νά βά­λω κά­τι πα­ρι­ές πού βά­ζου­με στά γέ­ρι­κα πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ ων δέν ἔ­δει­χνε γέ­ρι­κο τό πρό­σω­πό της. ― Νά, Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ λέ­ει, με­ρι­κοί ἁ­γι­ο­γρά­φοι τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη τήν κά­νουν νέ­α καί φαί­νε­ται σάν ἀ­δελ­φή τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου καί ὄ­χι σάν μη­τέ­ρα του. Μοῦ εἶ­πε καί με­ρι­κά ἄλ­λα, με­τά ἐ­γώ ση­ κώ­θη­κα δέν κρα­τή­θη­κα ἄλ­λο, ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω. Πῆ­ρα τήν εὐ­χή του, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ἑ­κα­το­στά­ρι κομ­πο­σχοί­νι πού κρα­τοῦ­σε καί ἔ­φυ­γα. Τόν εὐ­χα­ρι­στῶ γιά ὅ­λα καί ζη­τῶ τίς πρε­σβεῖ­ες Του».
  • 17. 17 Ὁ ὅσιος Παΐσιος καί οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος Δι­ή­γη­σηἈρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου Καν­σί­ζο­γλου α΄. «Ἔ­γρα­ψα τίς πα­ρα­κά­τω σει­ρές κά­ νον­τας ὑ­πα­κο­ή σέ σε­βα­στούς πνευ­μα­τι­ κούς πα­τέ­ρες, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὡς ὀ­φει­λό­με­ νη εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τό πρό­σω­πο τοῦ ὁ­σί­ ου Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, πού κα­τά τά χρό­νια τῆς φοι­τή­σε­ώς μας στήν ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει ἱ­στο­ρι­κή Ἀ­θω­νιά­δα Ἐκ­κλη­σι­α­στι­ κή Ἀ­κα­δη­μί­α στά­θη­κε μέ τόν τρό­πο του ἕ­νας ἀ­πό τούς βα­σι­κούς πα­ρά­γον­τες πού στή­ρι­ζαν τήν πνευ­μα­τι­κή πο­ρεί­α τῶν μα­θη­τῶν τῆς Σχο­λῆς μας. Δέν κα­τα­γρά­φω εἰ­δι­κά δι­κές μου προ­σω­πι­κές μνῆ­μες καί ἐμ­πει­ρί­ες. Καί τοῦ­το, δι­ό­τι οἱ εἰ­δι­κά προ­σω­πι­κές ἀ­να­ μνή­σεις δέν εἶ­ναι πάν­το­τε δη­μο­σι­εύ­σι­ μες καί ἐ­πι­πλέ­ον, δι­ό­τι αἰ­σθά­νο­μαι καί κά­ποι­α ἐ­νο­χή πού ὁ ἴ­διος δέν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ σα ὅ­πως θά ἤ­θε­λε ὁ κα­λός Θε­ός μας, τήν εὐ­λο­γί­α νά βρι­σκώ­μα­στε ὡς μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς κον­τά σέ αὐ­τόν τόν με­γά­λο Ἅ­γιο τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Ὡ­στό­σο, θά προ­σπα­θή­σω νά ἀ­πο­τυ­πώ­σω με­ρι­κές πτυ­χές τῆς πνευ­ μα­τι­κῆς βο­ή­θειας πού εἶ­χαν οἱ μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς μας σχε­δόν μέ­χρι καί τήν κοί­ μη­ση τοῦ Ὁ­σί­ου, τό 1994. Εἶ­μαι σχε­δόν σί­γου­ρος ὅ­τι ὅ­σα θά ἀ­κο­λου­θή­σουν, θά συμ­φω­νοῦ­σαν νά τά ὑ­πο­γρά­ψουν πλεῖ­ στοι ὅ­σοι ἄλ­λοι συμ­μα­θη­τές μου πού φοί­τη­σαν στή Σχο­λή γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια, δη­λα­δή Γυ­μνά­σιο καί Λύ­κει­ο (ἐ­νῶ ἐ­γώ φοί­τη­σα πρός τό τέ­λος τοῦ Λυ­ κεί­ου) καί ὅ­λοι οἱ ἀ­νά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­ κα­ε­τί­ες ὁ­μο­γά­λα­κτοι συ­σπου­δα­στές μου, στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή μας τρο­φό τήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή. β΄. »Γρά­φτη­κα στήν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή τή σχο­λι­κή χρο­νιά 1987–1988. Ὅ­ταν βρέ­ θη­κα γιά πρώ­τη φο­ρά στό πε­ρι­βάλ­λον τῆς Σχο­λῆς, πί­στε­ψα πραγ­μα­τι­κά πώς ἡ Ἀ­θω­νιά­δα εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο σχο­λεῖ­ο σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο. Πε­ποί­θη­ση πού δι­α­τη­ρῶ μέ­χρι σή­ με­ρα, γιά τά χρό­νια βέ­βαι­α ἐ­κεί­νου τοῦ και­ροῦ. Τήν ἄ­πο­ψη, πε­ποί­θη­ση αὐ­ τή συ­νύ­φα­ναν πολ­λοί πα­ρά­γον­τες. Ἐν πρώ­τοις τό χι­λι­ο­ευ­λο­γη­μέ­νο ἁ­γι­ο­ρεί­ τι­κο πε­ρι­βάλ­λον (δέν χορ­ταί­νω νά λέ­ω αὐ­τές τίς λέ­ξεις τίς γλυ­κύ­τε­ρες «ὑ­πὲρ μέ­λι καὶ κη­ρί­ον»), τό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­ να­γί­ας, στήν καρ­διά τοῦ ὁ­ποί­ου ὡ­σάν μι­ κρή ζε­στή φω­λί­τσα νε­οσ­σῶν ἐ­πή­γνυ­το ἡ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νη μας Σχο­λή. Κα­τό­πιν ὁ σο­φό­τα­τος, δι­α­κρι­τι­κός καί κα­λο­γε­ρι­ κό­τα­τος Σχο­λάρ­χης μας, ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Ρο­δο­στό­λου Χρυ­σό­στο­μος, οἱ κα­λοί μας κα­θη­γη­τές, οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Νι­κη­φό­ρος, Ἀ­βρα­άμ, Με­λέ­τιος, Νε­κτά­ριος, Πα­ΐ­σιος (ὁ ἐγ­γύ­τε­ρος μα­θη­τής τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ ου), ὁ μο­να­χός Νι­κό­δη­μος, ὁ χα­ρι­σμα­ τοῦ­χος μου­σι­κός καί ἁ­γι­ο­γρά­φος γέ­ρων Με­λέ­τιος Συ­κε­ώ­της καί οἱ εὐ­λα­βεῖς λα­
  • 18. 18 ϊ­κοί κα­θη­γη­τές φι­λό­λο­γοι Β. Βε­νε­τά­κης καί Θ. Τσι­ρώ­νης. Σο­βα­ρό­τα­τη πα­ρου­σί­α πνευ­μα­τι­κῆς ἐγ­γύ­η­σης τῆς πο­ρεί­ας μας, ὁ Πνευ­μα­τι­κός μας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­σα­άκ, πού δι­ο­ρί­στη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­τη­τα ὡς Πνευ­μα­τι­κός τῆς Σχο­λῆς μας. γ΄. »Θυ­μᾶ­μαι, λοι­πόν, πώς ὅ­ταν πρω­το­ πῆ­γα στή Σχο­λή (ἕ­ως τό­τε δέν εἶ­χα ἀ­κού­ σει κἄν τό ὄ­νο­μα τοῦ Γέ­ρον­τος καί νῦν ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου), ὅ­λοι οἱ συμ­μα­θη­τές μου πο­λύ συ­χνά ἀ­να­φέ­ρον­ταν στό πρό­σω­πο τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου: «Τό Σαβ­βα­το­κύ­ ρια­κο θά πᾶ­με στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο τόν ἀ­σκη­τή», «Θέ­λω νά ζη­τή­σω εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν ἅ­γιο Σχο­λάρ­χη νά πά­ω στόν γέ­ρον­ τα Πα­ΐ­σιο», «Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος εἶ­πε αὐ­τό, ἐ­κεῖ­νο, τό ἄλ­λο...». Τά παι­ διά στά σχο­λεῖ­α στόν κό­σμο, πε­ρί­ με­ναν τό Σαβ­βα­ το­κύ­ρια­κο γιά νά «τό ρί­ξουν ἔ­ξω», νά δι­α­σκε­δά­σουν στά μα­γα­ζιά μέ τά ἠ­λε­κτρο­νι­κά παι­ χνί­δια, στίς κα­ φε­τέ­ρι­ες καί στίς ντι­σκο­τέκ ἐ­κεί­ νου τοῦ και­ροῦ, ἐ­νῶ οἱ συμ­μα­θη­ τέςμουπε­ρί­με­ναν τήν Πα­ρα­σκευ­ή με­τά τά μα­θή­ μα­τα νά τρέ­ξουν στόν Γέ­ρον­τα καί νά μή στα­μα­τοῦν νά ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­ νουν γιά ὅ­λο τό τρι­ή­με­ρο (ΠΣΚ ὅ­πως λέ­νε σή­με­ ρα)στόνἐ­λεύ­θε­ρό τους χρό­νο στήν «Πα­να­γού­δα». Ἡ «Πα­να­γού­ δα» τοῦ γέ­ρον­ τος Πα­ϊ­σί­ου εἶ­χε γί­νει γιά χρό­νια πολ­λά ἡ δεύ­τε­ρη ζε­στή, ζε­στό­τε­ρη φω­λί­τσα γιά τούς συμ­μα­θη­τές μου, ἀ­πό τούς μι­κρούς τῆς Α΄ Γυ­μνα­σί­ου μέ­χρι καί τούς με­γα­ λύ­τε­ρους τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου. Πά­ρα πολ­λοί ἀ­πό τούς μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς μας προ­ερ­χό­μα­σταν ἀ­πό φτω­χές, πο­λύ­τε­κνες, ὑ­περ­πο­λύ­τε­κνες, ὀρ­φα­νές ἤ
  • 19. 19 καί μέ ἄλ­λα ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τα οἰ­κο­γέ­ νει­ες. Ἴ­σως δέν θά ἀ­στο­χοῦ­σα, ἄν ἔ­λε­γα «φτω­χά κυ­νη­γη­μέ­να που­λά­κια» ἀ­πό τό πο­λύ­βου­ο, σκλη­ρό, ἄ­δι­κο καί δί­χως ὑ­γι­ῆ πνευ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό κό­σμο. «Εὐ­λο­γη­τὸς Κύ­ριος, ὅς οὐκ ἔ­δω­κεν ἡ­μᾶς εἰς θή­ραν τοῖς ὀ­δοῦ­σιν αὐ­τῶν». Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος γιά αὐ­τά τά φο­ βι­σμέ­να που­λά­κια πῆ­ρε τό ρό­λο πα­τέ­ρα, μη­τέ­ρας, ὁ­δη­γοῦ, συμ­πα­ρα­στά­τη. Στά­ θη­κε τό στι­βα­ρό στή­ριγ­μα γιά πά­ρα πολ­ λούς ἀ­πό ἐ­μᾶς πού τό θέ­λα­με. Τά πα­ρα­ πά­νω τά κα­τα­λα­βαί­νουν μέ συ­ναί­σθη­ση ὅ­σοι ἔ­μει­ναν γιά λι­γό­τε­ρο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρο δί­χως πα­τρι­κή ἀ­σφά­λεια, δί­χως μη­τρι­ κή στορ­γή, δί­χως πνευ­μα­τι­κό στή­ριγ­μα. Τό­τε βλέ­πα­με τούς γο­νεῖς μας Χρι­στού­ γεν­να, Πά­σχα καί κα­λο­καί­ρι. Με­ρι­κοί οὔ­τε καί τό­τε, δι­ό­τι ἦ­ταν ἑλ­λη­νό­που­λα ἀ­πό τήν Αὐ­στρα­λί­α, τή Γερ­μα­νί­α καί ἀ­πό μι­κρά καί φτω­χά ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να ἑλ­λη­ νι­κά νη­σιά. Πολ­λοί στά σπί­τια τους δέν εἶ­χαν καί τη­λέ­φω­νο. Τά κα­ρα­βά­κια τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ἔμ­παι­ναν καί ἔ­βγαι­ναν μό­ νο μί­α φο­ρά τή μέ­ρα καί ἡ θά­λασ­σα συ­ χνά ἄ­γρια. Οἱ μα­θη­τές τῆς Ἀ­θω­νιά­δος ὁ­σά­κις τά σκέ­πτον­ται, τά ὑ­πο­γρά­φουν μέ δά­κρυ­α συγ­κί­νη­σης καί εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Σέ φτω­ χούς συμ­μα­θη­τές μας, ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­δι­νε ὅ,τι εἶ­χε: χρή­μα­τα, πα­πού­τσια, ροῦ­χα, γλυ­κά. Τό­τε μᾶς λεί­πα­νε καί τά ἐ­κτι­μού­σα­ με. Ἐ­κτι­μού­σα­με μί­α φα­νέλ­λα ἄς ἦ­ταν καί με­γα­λύ­τε­ρη στό νού­με­ρο, ἕ­να ζευ­ γά­ρι πα­πού­τσια ἄς ἦ­ταν κα­λο­γε­ρι­κά, μιά ζα­κέ­τα ἄς ἦ­ταν μαύ­ρη, ἕ­να σο­κο­λα­τά­κι κι ἄς ἦ­ταν λυ­ω­μέ­νο ἀ­πό τόν ἥ­λιο. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μᾶς χρει­α­ζό­ταν ἀ­γά­πη, στορ­γή, ἀ­σφά­λεια, προ­σα­να­το­λι­σμός καί Μέ προσκυνητές στήν Παναγούδα.
  • 20. 20 ἐ­νῶ βέ­βαι­α χρει­α­ζό­μα­σταν καί πα­πού­ τσια καί ροῦ­χα καί κά­να γλυ­κό πού μᾶς ἐ­φο­δί­α­ζε ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας, μέ­σα ἀ­πό αὐ­ τά θη­λά­ζα­με τήν πνευ­μα­τι­κή του ἀ­γά­πη καί τή βα­θύ­τα­τη δί­ψα νά ἔ­χου­με ἄν­θρω­ πο νά μᾶς δεί­χνη τό δρό­μο στό λα­βύ­ριν­θο τῆς ζω­ῆς πού ἀ­δυ­σώ­πη­τα πρό­βα­λε μπρο­ στά μας. δ’. »Κά­ποι­α φο­ρά, πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κα, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να με­γά­λο κου­τί πέν­τε κι­λῶν στα­φί­δες γιά νά τίς μοι­ρά­σω στούς συμ­ μα­θη­τές μου στή Σχο­λή. Αὐ­τός, γιά νά ἔ­τρω­γε αὐ­τές τίς στα­φί­δες θά ἤ­θε­λε δέ­κα χρό­νια. Στά ση­με­ρι­νά παι­διά αὐ­τό δέν εἶ­ναι κά­τι σπου­δαῖ­ο. Εἴ­μα­στε ἀ­κό­μη (...) σέ πε­ρί­ο­δο πλη­σμο­νῆς καί πλη­θω­ρι­σμοῦ σέ ὅ­λα καί δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­κτι­μή­σου­με τά μι­κρά καί τα­πει­νά, πού ὅ­μως κρύ­βουν μέ­σα τους ὑ­γεί­α ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος. Φυ­σι­κά, δέν ἦ­ταν τό­τε οἱ στα­φί­δες πού μᾶς ἔ­κα­ναν εὐ­τυ­χι­σμέ­νους, ἀλ­λά ἡ σκέ­ ψη πώς ἕ­νας ἅ­γιος ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ μᾶς σκέ­πτε­ται, μᾶς ἀ­γα­πά­ει, τόν ἔ­χου­με δί­πλα μας νά μᾶς εὔ­χε­ται καί νά μᾶς χαι­ ρε­τά­η στέλ­νον­τας τό μή­νυ­μά του ἀ­κό­μη καί μέ λί­γες στα­φί­δες. Ἄλ­λη φο­ρά, ἦρ­ θε ἕ­νας προ­σκυ­νη­τής στή Σχο­λή καί μέ ἔ­ψα­ξε. Ἔ­φευ­γε ἀ­πό τήν «Πα­να­γού­δα» καί τόν ἔ­στει­λε ὁ Γέ­ρον­τας. Ὅ­ταν πῆ­γα, μοῦ ἔ­δω­σε μί­α τε­ρά­στια σακ­κού­λα, λέ­γον­τάς μου πώς τήν στέλ­ νει ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος γιά μέ­να. Τήν ἄ­νοι­ξα καί εἶ­χε μέ­σα ἕ­να ση­μεί­ω­μα πι­α­σμέ­νο μέ μί­α χον­τρή πα­ρα­μά­να πού ἔ­γρα­φε: «Μέ αὐ­τά νά οἰ­κο­νο­μή­σης τά παι­διά» καί ἀ­πό κά­τω τήν ὑ­πο­γρα­φή του: «Μο­να­χός Πα­ ΐ­σιος». Ἡ σακ­κού­λα εἶ­χε σο­κο­λά­τες, πα­στέ­ λια, λου­κού­μια, κα­ρα­μέλ­λες, δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα γλυ­κί­σμα­τα. Τά μοί­ρα­σα στούς συμ­μα­θη­τές μου, ὅ­πως μοῦ ἔ­γρα­ψε, κι ἐ­γώ κρά­τη­σα τό κα­λύ­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα πού τό δι­α­τη­ρῶ ἕ­ως σή­με­ρα, τό χαρ­τά­κι μέ τό ση­μεί­ω­μα καί τήν ὑ­πο­γρα­φή του! Ὅ­ποι­ ος δι­α­βά­ζει αὐ­τά, σί­γου­ρα κα­τα­λα­βαί­νει πώς ἡ γλύ­κα δέν προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τίς σο­κο­λά­τες καί τά λου­κού­μια, ἀλ­λά ἀ­πό τή γλυ­κιά ἀ­γά­πη τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος, πού τό­σο πο­λύ εἴ­χα­με ἀ­νάγ­κη ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό καί συ­νε­χί­ζου­με, ἄν καί με­γα­ λώ­σα­με πιά, νά ἔ­χου­με καί τώ­ρα... Μιά φο­ρά, πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κα, μι­λοῦ­σε μέ ἕ­ναν κύ­ριο γύ­ρω στά 50 χρο­νῶν. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή τόν ἀ­πο­χαι­ρε­τοῦ­σε. Ἐ­κεῖ­νος ὁ κύ­ριος φεύ­γον­τας, τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ὀγ­ κῶ­δες κου­τί. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε, μοῦ λέ­ει: «Τόν ξέ­ρεις αὐ­τόν;», λέ­ω: «Ὄ­χι, Γέ­ ρον­τα». «Εἶ­ναι ὁ τρα­γου­δι­στής Γ. Κοι­ νού­σης». Ἐ­γώ τόν εἶ­χα λί­γο ἀ­κου­στά, σάν ὄ­νο­μα μο­νά­χα. Λέ­ει ὁ Γέ­ρον­τας, δεί­ χνον­τας τό κου­τί καί γε­λών­τας παι­δι­κά, ξε­καρ­δι­στι­κά καί πα­νέ­μορ­φα: «Μοῦ ἔ­φε­ρε δῶ­ρο αὐ­τό τό ρα­δι­ο­κασ­ σε­τό­φω­νο· νά τό πά­ρε­τε στή Σχο­λή γιά νά ἀ­κοῦ­τε μό­νο Βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή». Θυ­μᾶ­μαι, τό­νι­σε: «Μό­νο Βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή». Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τά πάν­τα πού ἀ­φο­ ροῦ­σαν στήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­σή μας καί στήν προ­φύ­λα­ξή μας ἀ­πό ὕ­που­λους κιν­ δύ­νους. ε΄. »»Ἅ­γι­ε Σχο­λάρ­χα, ἔ­χω εὐ­λο­γί­α νά πά­ω στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο τόν ἀ­σκη­τή;». Ὅ­πως εἴ­πα­με καί πα­ρα­πά­νω, ἀ­πό Πα­ρα­ σκευ­ή ἀ­πό­γευ­μα μέ­χρι Κυ­ρια­κή τό με­ ση­μέ­ρι, αὐ­τή ἡ αἴ­τη­ση ἀ­κου­γό­ταν στούς δι­α­δρό­μους τῆς Σχο­λῆς, ὅ­που μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά συ­ναν­τή­ση τόν κα­λό μας Σχο­ λάρ­χη. Τό­τε γιά θέρ­μαν­ση στή Σχο­λή καί­γα­με κά­τι τε­ρά­στιους κορ­μούς καυ­ σό­ξυ­λα πού ἦ­ταν στι­βαγ­μέ­νοι 50 μέ­τρα ἔ­ξω ἀ­πό τή Σχο­λή καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­πρε­πε νά με­τα­φερ­θοῦν στούς λέ­βη­τες στό ὑ­πό­ γει­ο. Ὁ Σχο­λάρ­χης γιά νά μᾶς ἐκ­παι­δεύ­ση σω­μα­τι­κά καί πνευ­μα­τι­κά, ἔ­λε­γε: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α, ἀλ­λά ἀ­φοῦ κου­βα­λή­σης τρί­α κα­ρό­τσια ξύ­λα στούς λέ­βη­τες». Θυ­μᾶ­μαι, μέ πό­ση προ­θυ­μί­α ἔ­σπευ­ δαν,σχε­δόνπε­τοῦ­σαντάπαι­διάνάκου­βα­
  • 21. 21 λή­σουν τά ξύ­λα γιά νά «πε­τά­ξουν» στήν «Πα­να­γού­δα», στό Κελ­λί τοῦ Γέ­ρον­τος, νά πά­ρουν τήν εὐ­χή καί νά ἀ­κού­σουν τά γλυ­κύ­τα­τα λό­για του, τά ἁ­γνό­τα­τα καί δι­δα­κτι­κά ἀ­στεῖ­α του καί νά με­τα­λά­βουν τήν πο­λύ­τι­μη ἀ­γά­πη του. ς΄. »Πό­σες φο­ρές, ἄλ­ λο­τε μέ χι­ό­νια καί μέ βρο­χές, ἄλ­λο­τε μέ γλυ­κό και­ρό ἤ μέ ἥ­λιο καυ­τε­ρό, τά συ­ χνά τρύ­πια πα­πού­ τσια τῶν μα­θη­τῶν τῆς Σχο­λῆς δέν ὄρ­γω­ ναν καί ἴ­σια­ζαν ἐ­κεῖ­ νο τό μο­νο­πά­τι πού ὁ­δη­γοῦ­σε στήν «Πα­ να­γού­δα» τοῦ γέ­ρον­ τος Πα­ϊ­σί­ου, γιά νά φθά­σουν ἐ­κεῖ καί νά σπεί­ρη στίς νε­α­νι­κές τους ψυ­χές ὁ ὅ­σιος ἀ­σκη­τής τό πνευ­μα­ τι­κό σι­τά­ρι πού θά γι­νό­ταν κα­τό­πιν γιά μᾶς ὁ πνευ­μα­τι­κός ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς μας. Εἶ­δα συμ­μα­θη­τές μου χα­ρού­με­νους νά τρέ­χουν νά τοῦ ποῦν κά­τι χα­ρού­με­νο πού τούς συ­νέ­βη. Σέποι­όννάτόἔ­λε­ γαν κα­λύ­τε­ρα; Τό ἴ­δ- ιο ἔ­κα­να κι ἐ­γώ ὅ­ταν πέ­ρα­σα στή Θε­ο­λο­ γι­κή Σχο­λή. Ἔ­τρε­ξα –ἄν καί σου­ρού­πω­νε ἤ­δη– νά τό πῶ στόν Γέ­ρον­τα. Ἤ­θε­λα νά εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού θά τό μά­θαι­νε. Θυ­ μᾶ­μαι, πώς μέ φί­λη­σε πολ­λές φο­ρές καί μοῦ εἶ­πε: «Εἶ­ναι τό πρῶ­το εὐ­χά­ρι­στο πράγ­μα πού ἄ­κου­σα σή­με­ρα». Εἶ­δα ὅ­μως καί συμ­μα­θη­τές μου μέ δά­κρυ­α στά μά­ τια νά τρέ­χουν νά τοῦ ποῦν γιά κά­ποι­α στε­νο­χώ­ρια τους, κά­ποι­ο πει­ρα­σμό τους, κά­ποι­ο φό­βο τους, κά­ποι­α δο­κι­μα­σί­α τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους. Ὅ­λοι φεύ­γαν ἀ­να­πτε­ ρω­μέ­νοι, γε­μά­τοι ἐλ­πί­δα καί σι­γου­ριά. Κά­πο­τε, ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νος μέ τόν ἑ­αυ­τό μου, ἔ­νοι­ω­θα πώς δέν προ­ο­δεύ­ω στά πνευ­μα­τι­κά, πώς εἶ­μαι ἕ­νας ἄ­χρη­ στος πού δέν μπο­ρῶ νά κα­τα­φέ­ρω κά­τι κα­λό. Πῆ­γα καί τοῦ τά εἶ­πα. Ἔ­τυ­χε νά μήν ἔ­χη κα­νέ­ναν ἐ­πι­σκέ­ πτη. Μέ πῆ­ρε πο­λύ κον­τά του καί μοῦ εἶ­ πε: «Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, τώ­ρα πρέ­πει νά ἀρ­χί­ζης νά βγά­ζης φτε­ρά».
  • 22. 22 Οὔ­τε πολ­λά κη­ρύγ­μα­τα, οὔ­τε πα­ρα­ χα­ϊ­δεύ­μα­τα, οὔ­τε ψυ­χα­νά­λυ­ση, ὅ­πως δη­λα­δή κά­νου­με σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Πνευ­μα­τι­κοί, ἀλ­λά πέν­τε λέ­ξεις πού γέ­ μι­σαν τήν ψυ­χή μου. Ἔ­τυ­χε στ᾿ ἀ­λή­θεια νά δοῦ­με καί θαύ­ μα­τα κον­τά του. Ὅ­μως, ἐ­πει­δή σκο­πός τῶν ὅ­σων γρά­φου­με ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι νά δεί­ ξου­με ὅ­τι ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν θαυ­μα­τουρ­ γός –αὐ­τό ἔ­χει φα­νῆ ἀ­πό ἀ­να­ρίθ­μη­το πλῆ­θος μαρ­τυ­ρι­ῶν πού δη­μο­σι­εύ­τη­καν σέ πολ­λά βι­βλί­α– δέν θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με σέ θαύ­μα­τα πού εἴ­δα­με στήν αὐ­λή τῆς Κα­λύ­βης του, σέ θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε σέ συμ­μα­θη­τές μας πού δι­έ­τρε­ξαν θα­νά­ σι­μες πε­ρι­στά­σεις, σέ θαύ­μα­τα πού δέν ἔ­παυ­σαν νά δι­η­γοῦν­ται ὅ­σοι πο­νε­μέ­νοι ζή­τη­σαν τή βο­ή­θειά του. Ἄλ­λω­στε, τό με­γά­λο θαῦ­μα γιά μᾶς ἦ­ταν τό­τε καί πι­στεύ­ου­με πώς καί σή­με­ ρα εἶ­ναι γιά τόν κό­σμο μας, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τίς εὐ­αί­σθη­τες νε­α­νι­κές ψυ­χές, ὁ στη­ριγ­ μός τῶν ψυ­χῶν μας στήν πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα γιά τή ζω­ή, ἡ ἔμ­πνευ­ση γιά ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Τό με­γά­λο θαῦ­μα πού ζοῦ­σαν οἱ μα­θη­τές τῆς Ἀ­θω­νιά­δος Σχο­λῆς ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­ τας πού τούς ἔ­δει­ξε καί δί­δα­ξε τόν κα­λό μο­να­χό, τόν εὐ­λα­βή κλη­ρι­κό, τόν θε­ο­ φο­βού­με­νο λα­ϊ­κό, τόν ἐν παν­τί ἄν­θρω­ πο τοῦ Θε­οῦ. Τό με­γά­λο θαῦ­μα γιά ἐ­μᾶς τούς φτω­χούς μα­θη­τές τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας Σχο­λῆς, ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἀ­γα­θή ἐ­πί­δρα­ση τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου στή ζω­ή μας μέ­χρι καί σή­με­ρα. Ἕ­να θαῦ­μα δι­αρ­κεί­ας, πού ἀ­πό μό­νο του θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­πο­τε­λέ­ση καί τόν λό­γο τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σής του ὡς με­γά­λου Ἁ­γί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τά με­γά­λα θαύ­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων εἶ­ναι ἡ πνευ­μα­τι­κή γέν­νη­ση εὐ­λα­βῶν κλη­ρι­κῶν, ἁ­γι­α­σμέ­ νων μο­να­χῶν, εὐ­σε­βῶν οἰ­κο­γε­νεια­ρχῶν. Με­τά ἔρ­χον­ται οἱ προ­φη­τεῖ­ες, οἱ θε­ρα­πεῖ­ ες καί τά λοι­πά ση­μεῖ­α. ζ΄. »Δέν μπο­ρῶ νά ἀν­τι­στα­θῶ σέ μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή πα­ρόρ­μη­ση πού ἔ­χω τώ­ρα, νά ἀ­να­φερ­θῶ γιά λί­γο στά χρό­νια πού ἀ­κο­ λού­θη­σαν γιά τή Σχο­λή καί πιό συγ­κε­ κρι­μέ­να 15 χρό­νια με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ὅ­ταν γιά ἕ­να χρό­νο δι­ ε­τέ­λε­σα Σχο­λαρ­χεύ­ων στήν Ἀ­θω­νιά­δα. Κα­νέ­νας ἀ­πό τούς κα­θη­γη­τές καί τούς μα­θη­τές τῆς Σχο­λῆς δέν τόν εἶ­χε γνω­ρί­ σει. Πεί­σθη­κα ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, πό­σο ση­μαν­τι­κή γιά τή Σχο­λή μας ἦ­ταν ἡ πα­ ρου­σί­α του καί οἱ πνευ­μα­τι­κές εὐ­λο­γί­ες πού ἔ­στελ­νε μέ τήν προ­σευ­χή του καί τίς γε­μά­τες ἀ­γά­πη μι­κρές ὑ­λι­κές εὐ­λο­ γί­ες στά παι­διά. Ὁ γέ­ρων Πα­ΐ­σιος κοι­μή­ θη­κε. Οἱ κα­θη­γη­τές σχε­δόν ὅ­λοι λα­ϊ­κοί, οἱ μα­θη­τές μέ mobile phone, mp3, laptop, tablet, οἱ κα­θη­με­ρι­νές ἀ­νέ­σεις πε­ρισ­ σό­τε­ρες, τό φα­γη­τό κα­λύ­τε­ρο, οἱ ἔ­ξο­δοι συ­χνό­τε­ρες, οἱ στο­χο­θε­σί­ες νε­φε­λώ­δεις, τό ἐ­πί­πε­δο ἀ­πελ­πι­στι­κό. Βε­βαί­ως, ὅ­λοι οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι, κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Κοι­ νό­τη­τα, βο­η­θοῦ­σαν ὅ­πως μπο­ροῦ­σαν γιά νά προ­σα­να­το­λι­σθοῦ­με. Ὡ­στό­σο ἐ­γώ, αἰ­σθάν­θη­κα πώς ἄν λεί­ ψουν πο­λι­κοί ἀ­στέ­ρες, ὅ­πως ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­ σιος, εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτη ἡ πε­ρι­πλά­νη­σή μας σέ πε­λά­γη σκο­τει­νά καί ἡ πρό­σκρου­ σή μας σέ ἐ­πι­κίν­δυ­νους ὑ­φά­λους. Καί ὡς ἄλ­λος νο­σταλ­γός Πα­πα­δι­α­μάν­της, ἐ­πι­ γρά­φω: Γλυ­κιά Ἀ­θω­νιά­δα, ἡ ἐν­σάρ­κω­σις τό­τε τῆς χα­ρᾶς. Γλυ­κύ­τα­τε γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σι­ε τῆς χα­ρᾶς μας τό­τε ἡ ἐν­σάρ­κω­σις. Εἶ­θε νά φτά­ση ἡ ὥ­ρα ὁ Κύ­ριος, μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τοῦ ὁ­σί­ου Πα­ϊ­σί­ου, πού τό­σο ἀ­γά­πη­σε καί στή­ρι­ξε τούς μι­κρούς μα­θη­τές, νά ἐ­πι­βλέ­ψη καί πά­λι στή γλυ­κύ­τα­τη τρο­φό μας, ὥ­στε νά μπο­ροῦν οἱ ὑ­μνω­δοί καί πά­λι νά ψάλ­ λουν: Ἀ­θω­νιά­δα ξα­κου­στή τοῦ Ἄ­θω­νος τό κλέ­ος, σέ σέ­να μα­θη­τεύ­ου­με μ᾿ εὐ­λά­βεια καί δέ­ος».