SlideShare a Scribd company logo
1 of 36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.
«Έπρεπε να ΄χα πάρει μπουφάν» σκέφτηκε, και σηκώθηκε από το
πέτρινο λευκό παγκάκι. Αν και αργά το Σεπτέμβρη, το νησί γέμιζε ακόμα
τα Σαββατοκύριακα και ειδικά τώρα, η χώρα μάζευε τον περισσότερο
κόσμο. Κοίταξε πάλι γύρω του και διαπίστωσε ότι ήταν ο μοναδικός με
κοντομάνικα. Όταν τύπωνε το συμφωνημένο μήνυμα «KODAK» στο
μπλουζάκι, ήταν στην Αθήνα και δεν έλαβε υπόψη τον καιρό. Τώρα είχε
ξεπαγιάσει και το άτομο που περίμενε δεν είχε ακόμα εμφανιστεί.
Πιθανόν να έλεγχε την περίμετρο, όπως και ο ίδιος άλλωστε, από χθες το
βράδυ και μισή ώρα πριν, σήμερα. Περπάτησε προς τον «Αφανή Ναύτη»
και τσέκαρε τις κάμερες που είχε βάλει για παρακολούθηση του χώρου,
ένα παλιό πακέτο τσιγάρα, ένα κουτάκι Coca-Cola κι ένα γύψινο
εξόγκωμα κάτω από το περβάζι. Αυτή η τελευταία δεν έπαιρνε τίποτα
εδώ και ώρα. Μια τύπισσα είχε θρονιαστεί μπροστά στο περβάζι στο
συγκεκριμένο σημείο και όταν δε μιλούσε στο κινητό τραβούσε
φωτογραφίες. Έπρεπε παρόλα αυτά να παραδεχτεί… ήταν ωραία
γυναίκα. Με τα τακούνια ξεπερνούσε το 1,80, πληθωρική όσο του άρεσε,
ψηλά πόδια, μαύρα ίσια μαλλιά και φορούσε εφαρμοστό τζιν παντελόνι,
ένα λευκό πουκάμισο επιμελώς ξεκούμπωτο μέχρι τη διακόσμηση του
σουτιέν κι ένα μακρύ ριχτό ασύμμετρο πανωφόρι που ο αέρας κολλούσε
πάνω της. Αναμφίβολα ήταν η πιο εντυπωσιακή παρουσία στη πλατεία.
Δεν μπορούσε παρόλα αυτά να διακρίνει τα μάτια της.
Ξανακοίταξε τριγύρω. Καμία κίνηση προς το μέρος του. Είχαν
περάσει πέντε λεπτά από την ώρα του ραντεβού και ήταν άνθρωπος που
δεν του άρεσαν οι καθυστερήσεις, στην πραγματικότητα τις μισούσε.
Ειδικά στη δουλειά του ήταν απαγορευτικές. «Δουλειά» σκέφτηκε και
χαμογέλασε. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να δει τα μάτια της γυναίκας στο
περβάζι μπροστά στην κάμερα. Φορούσε γυαλιά ηλίου και επιπλέον ήταν
γυρισμένη προς το βορρά, κοιτούσε στο Νημποριό. Πέρασε άλλο ένα
λεπτό. Άρχισε να εκνευρίζεται. Έβρισε από μέσα του, σήκωσε τη
φωτογραφική μηχανή και την πλησίασε. Θα της ζητούσε να κάνει άκρη
για να βγάλει και καλά μια φωτογραφία. Αν ήταν τυχερός θα διέκρινε τα
μάτια της. Την ώρα που σχεδόν την ακούμπησε διέκρινε με την άκρη του
ματιού του έναν μεσήλικα με μια εφημερίδα να κοιτάει γύρω του. «Αυτός
πρέπει να είναι» σκέφτηκε. Έβρισε πάλι από μέσα του. Ο άνθρωπος
φαινόταν φοβισμένος σαν μωρό παιδί, περπατούσε σαν βρεγμένη γάτα
και ήταν ντυμένος σαν άγγλος μπάτλερ, φορούσε ακόμα και παπιγιόν,
προς Θεού, σ’ ένα χώρο γεμάτο τουρίστες. Μ’ άλλα λόγια ξεχώριζε σαν
τη μύγα στο γάλα.
Σελίδα 1 από 36
Ξεκρέμασε τη φωτογραφική από το λαιμό, την ακούμπησε στο
πεζούλι του αγάλματος και κάθισε δίπλα. Ο «σύνδεσμος» τον είδε,
κοίταξε γύρω και ήρθε και κάθισε δίπλα του.
«Are you Mr. Kodak?» ρώτησε με τέλεια προφορά αλλά φωνή
που έτρεμε.
«You can call me whatever you want. You ‘ll never see me again
anyway!» ήρθε η απάντηση από τον Παύλο που έδειξε τη μηχανή, ήταν
μια αναλογική Kodak. Ο τυπάκος με τη γραβάτα άνοιξε την εφημερίδα,
ήταν το «ΒΗΜΑ».
«Κοίτα στη θήκη του φιλμ. Έχεις δέκα λεπτά!» του είπε ο Παύλος
και φεύγοντας άρπαξε την εφημερίδα. Περπάτησε γρήγορα στο
καλντερίμι προσπερνώντας τους τουρίστες μέχρι που έφτασε στη πλατεία
Καΐρη. Μείωσε ρυθμό και έβγαλε το κινητό. Κάλεσε ένα νούμερο και είπε
«Φύγε. Θα σε πάρω εγώ. Μάλλον μεθαύριο, χιλιάρικο την ώρα.»
Έστριψε ξαφνικά σ’ ένα στενό δεξιά, μπήκε στην αυλή ενός
παρατημένου σπιτιού και προχώρησε στην πίσω πλευρά που δεν
φαινόταν από το καλντερίμι. Πήρε από μια γωνία το σακίδιο που είχε
κρύψει νωρίτερα, έχωσε μέσα την εφημερίδα, ξεντύθηκε, έβγαλε την
περούκα, το μούσι και πλύθηκε με εμφιαλωμένο νερό και σαπούνι από το
σακίδιο για να φύγει το μακιγιάζ. Φόρεσε τα ρούχα που είχε στο σακίδιο,
ευτυχώς ήταν πιο ζεστά και έβγαλε ένα καθρεφτάκι για να ελέγξει το
πρόσωπό του. Είχε καθαρίσει καλά. Κοίταξε το ρολόι του, είχε δύο ακόμα
λεπτά, μάζεψε τα παλιά ρούχα σε μια σακούλα απορριμμάτων, φόρεσε το
σακίδιο στην πλάτη και βγήκε πάλι στο καλντερίμι. Κατηφόρισε προς τη
θάλασσα και κάλεσε ένα άλλο νούμερο αυτή τη φορά από ένα
καρτοκινητό.
«How are you today Mr kodak» ακούστηκε η απάντηση με την ίδια
τέλεια προφορά αλλά διαφορετική φωνή, προφανώς γυναικεία.
«Προτιμώ ελληνικά» απάντησε ο Παύλος και συνέχισε «Την
επόμενη φορά που θα υπάρξει οποιαδήποτε καθυστέρηση, η συμφωνία
μας χαλάει. Αντιληπτό;»
«Loud and clear» απάντησε η γυναίκα στο τηλέφωνο. «Τα στοιχεία
είναι στην εφημερίδα που κρατάτε και το μισό της αμοιβής σας
κατατέθηκε όπως συμφωνήθηκε. Αναμένω αντίστοιχα αποτελέσματα.»
«Και θα τα έχετε το πολύ σ’ ένα μήνα! Δεν θα μπορέσετε να με
ξαναβρείτε από ‘δω και πέρα. Αν χρειαστεί κάτι, θα επικοινωνήσω εγώ.»
αποκρίθηκε ο Παύλος και έκλεισε. Πέταξε τη συσκευή στη θάλασσα και
συνέχισε για το παρκινγκ. Περπάτησε πέντε λεπτά ακόμα και έφτασε στο
αυτοκίνητο. «Ώρα για φαΐ» σκέφτηκε, μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά.
Καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει ο ουρανός είχε αρχίσει
να παίρνει περίεργα και όμορφα χρώματα. Χρώματα που σκάλισαν τη
μνήμη του και βγήκαν γέλια και φιλιά σε παραλίες, μάτια γεμάτα νόημα
Σελίδα 2 από 36
και αισθήματα, μυρωδιές αγαπημένες και… σταμάτησε, έκλεισε τα μάτια
και ξεροκατάπιε, σκέφτηκε λεφτά, διορίες, τράπεζες, συμβόλαια και
συνήλθε. Δεν ήταν, πλέον, συναισθηματικός, μα τον είχε κιόλας λούσει ο
ιδρώτας. Σκούπισε το μέτωπο με την ανάστροφη του χεριού του. Κάποιος
ήδη τον κόρναρε, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου. Σήκωσε το χέρι
σε χειρονομία συγνώμης και ξανάβαλε μπροστά το νοικιασμένο Fiat.
Ξεκίνησε πάλι για Στραπουριές, όπου του είπαν ότι θα φάει τη
γνήσια «φρουτάλια». Τελευταία φορά που την παρήγγειλε του σέρβιραν
ομελέτα με πατάτες και λουκάνικα χειρότερη από αυτή που έκανε μόνος
του. Είχε ξανάρθει στην Άνδρο και πάντα είχε μείνει ικανοποιημένος από
το φαγητό, εκτός από αυτή την τοπική ομελέτα που ήθελε να δοκιμάσει.
Ανεβαίνοντας το στενό με συνεχόμενες στροφές δρόμο, καθώς βρισκόταν
στην ανατολική πλαγιά, το φως έπεφτε γρήγορα. Έφτασε στον οικισμό με
τα λιγοστά σπίτια, έκοψε ταχύτητα και προχωρούσε κοιτώντας δεξιά.
Διέκρινε το μαγαζί στο βάθος του στενού δρόμου, προχώρησε άλλα
εκατό μέτρα και πάρκαρε σ’ ένα πλάτωμα. Πέταξε τη σακούλα
απορριμμάτων στον κάδο δίπλα στο αμάξι, πήρε το σακίδιο και
προχώρησε περπατώντας για την ταβέρνα. Το μέρος ήταν πολύ ήσυχο
και απομονωμένο για να αισθάνεται άβολα. Στην πραγματικότητα,
φαινόταν ξεχασμένο από τον κόσμο. Δυο κατσίκια βοσκούσαν στο στενό
δρομάκι και μάλλον το παρατημένο Volkswagen στη γωνία στο τέλος της
ασφάλτου είχε γίνει κοτέτσι. Κάπου στο βάθος ακουγόταν μια φωνή που
μάζευε τις κότες και ακόμα πιο μακριά, προφανώς από άλλο χωριό,
ακούστηκε η καμπάνα του εσπερινού. Ένα φορτηγό ανέβαινε την
πλαγιά… με το ζόρι απ’ ό,τι ακουγόταν. Δεν έδωσε σημασία, είχε φτάσει
στο τέλος του δρόμου, σ΄ αυτό που εννοείται ότι ήταν ταβέρνα. Την
εμπορική υπόσταση του χώρου πρόδιδε μόνο μια πινακίδα στην είσοδο,
τα πολλά φώτα και τα στριμωγμένα τραπεζάκια στην αυλή. Πέρασε την
«πόρτα» και διάλεξε ένα γωνιακό τραπέζι, κάθισε και άρχισε να
παρατηρεί το χώρο. Το μέρος δεν ήταν σκεπασμένο, αλλά υπήρχε μια
κρεβατίνα που η μισή ήταν καλυμμένη με ένα κλήμα και η άλλη μισή
δεμένη με ένα σκουροπράσινο κισσό που φαινόταν σαν τοίχος. Ο κισσός
είχε καταλάβει και την βορινή πλευρά της αυλής κατεβαίνοντας
μπλεγμένος στο παλιό φράχτη μέχρι το έδαφος. Το κλήμα είχε πρόσφατα
τρυγηθεί και ευτυχώς, γιατί μπορούσε να φανταστεί τι θα γινόταν εκεί από
σφήκες και κουνούπια πριν τον τρύγο. Όλα τα σπίτια τριγύρω ήταν
χαμηλά και είχαν χτιστεί άναρχα με συνεχόμενες προσθήκες. Αν ίσχυε
ό,τι και στα αντίστοιχα χωριά του τόπου του, τα περισσότερα τέτοια παλιά
σπίτια θα κατοικούνταν από αλλοδαπούς που δουλεύουν στα χωράφια
και στα ζώα. Η δορυφορική κεραία πάνω στον περίτεχνο περιστερώνα
που φαινόταν παρακάτω επιβεβαίωσε τη σκέψη του.
Σελίδα 3 από 36
«Καλησπέρα» τον πλησίασε η ευτραφής και ηλικιωμένη σερβιτόρα,
«τι να σας φέρω, μήπως να σας φέρω ένα κατάλογο» και πριν προλάβει
να απαντήσει ο Παύλος συνέχισε «τα μαγειρευτά έχουν τελειώσει όλα,
εκτός από τα λαδερά, γεμιστά και αρακά, έχουμε της ώρας σουβλάκια και
πανσέτα, και κάποια ορεκτικά και σαλάτες, αν δε βιάζεστε σε μισή ωρίτσα
έρχεται ο άντρας μου από το χασάπη και θα ‘χω κοτόπουλο σχάρας
και…»
«Ευχαριστώ» έκανε ο Παύλος μια χειρονομία για να την
σταματήσει, «μου είπαν ότι εδώ θα φάω την γνήσια φρουτάλια του
νησιού, καλά έκανα και ήρθα;».
«Εσύ δεν είσαι απ’ τους πλούσιους που τους ξέρω και με ξέρουν κι
έρχονται για φρουτάλια, από ποιον το ‘μαθες;» έκλεισε το μάτι η
σερβιτόρα που μάλλον ήταν και μαγείρισσα – ιδιοκτήτρια – σύζυγος ή
συγγενής του ιδιοκτήτη.
«Ούτε σε λέσχη να πήγαινα», σκέφτηκε ο Παύλος και απάντησε
«έχει σημασία;»
«Μμμ, πως δεν έχει» και σκύβοντας συνέχισε συνωμοτικά «εδώ
πληρώνς με τα μέτρ’ απ’ το κότερο που ‘χεις, αλλά σύ δεν έχς κότερο!»
χαμογέλασε πονηρά.
«Το ‘μαθα απ’ την κυρά Μαρία του Ρηνόπουλου που ‘στε
κουμπαριά. Πως κατάλαβες ότι δεν έχω κότερο;»
«Άμα είχες κότερο θα ‘χες και γυναίκα μαζί… και δε θα οδηγούσες
αυτόν το κουβά… και θα φορούσες κάνα Λακόστ, κάνα Κάλβιν Κλαν.
Σαλάτα να σε φέρω με τ’ αυγά;»
«Μια χωριάτικη, όχι κρεμμύδι και μισό κιλό κρασί.. και νεράκι
κρύο», απάντησε γελώντας και συνέχισε «περιμένετε κόσμο απόψε;»
«Μπα, τώρα όλοι μαζεύονται στη χώρα, δεν ανεβαίνει κόσμος
προς τα ‘δω, αλλά περιμένω καμιά δεκαριά νοματαίους απ’ αυτούς με τα
κότερα που σ’ έλεγα, γι’ αυτό πήγε ο άντρας μ’ να ψωνίσει», έκανε να πει
και κάτι άλλο αλλά σαν να το ξανασκέφτηκε και γύρισε να φύγει «πάω να
βάλω το λάδι να κάψει» είπε και χάθηκε πίσω από μια πέργκολα στη
κουζίνα.
Στο μαγαζί καθόταν άλλη μια παρέα, δύο νεαρά ζευγάρια, που
μάλλον είχαν πιει αρκετά καθώς ακουγόταν να λένε πειράγματα και
υπονοούμενα και γελούσαν δυνατά με το παραμικρό. Χαμογέλασε και
συνέχισε να τους παρατηρεί. Όλοι πρέπει να ήταν μέχρι εικοσιπέντε
χρονών και γυμνασμένοι. Οι νεαροί είχαν σκούρα μάτια και μαύρα κοντά
μαλλιά ανάκατα από τη θάλασσα και τον αέρα. Οι νεανικοί μύες τους
διακρίνονταν κάτω από το σφριγηλό τους δέρμα. Οι κοπέλες έμοιαζαν
μεταξύ τους, αδερφές ίσως, και είχαν πολύ ωραία χαρακτηριστικά και
ανοιχτόχρωμα μάτια. Τα μαγιό τους διαγράφονταν μέσα από τα
εφαρμοστά τους ρούχα, μαρτυρώντας πως ήρθαν κατευθείαν από τη
Σελίδα 4 από 36
θάλασσα. Ακολούθησε τη γραμμή του σώματός τους και χάιδεψε τις
καμπύλες τους με τα μάτια του, τις παρακολούθησε να τινάζουν τα
μακριά ξανθά μαλλιά τους και ζήλεψε το κρύο γυαλί των ποτηριών που
ακουμπούσε τα χείλια τους. Κοίταξε τα χέρια του, γεμάτα ουλές, σκληρά
και άγρια σαν γυαλόχαρτο, το δέρμα του ηλιοκαμένο με ζάρες και
σκόρπιες φλέβες να πετάνε παντού. Παρά τα σαράντα πέντε χρόνια του
διατηρούσε το σώμα του σε άριστη κατάσταση και πολλοί νεαροί θα το
ζήλευαν αν δεν ήταν γεμάτο ουλές και σημάδια. Ακόμα και οι γυναίκες
που περιστασιακά πλήρωνε αδρά για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές
του ανάγκες απορούσαν με το άγριο δέρμα των χεριών του και το γεμάτο
ουλές σώμα του. Κάποιες φορές, την ώρα που προσποιούνταν τη
σύντροφό του και τον χάιδευαν ή τον έτριβαν, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι
του πολυτελούς ξενοδοχείου, ξεκίνησαν να τις μετρήσουν αλλά δεν
πρόλαβαν ποτέ γιατί η διαδικασία τον έφτιαχνε πολύ και οδηγούσε σε
διαφορετική συνέχεια. Είχε καιρό να πάει με γυναίκα, επί πληρωμή
φυσικά, δεν είχε συναισθηματικά αποθέματα για σχέσεις και ήταν και η
«δουλειά». Στο χώρο που κινούνταν δεν υπήρχαν περιθώρια για σχέσεις,
πόσο μάλλον για συναισθηματισμούς. Γι’ αυτό βόλευε η περίπτωσή του.
Η δικιά του ψυχή πέθανε οχτώ χρόνια πριν και πλέον δεν ένοιωθε τίποτε.
Η πολυλογού κυρία του μαγαζιού ήρθε να στρώσει το τραπέζι, «να
ψήσω το ψωμάκι;» ρώτησε.
«Γιατί όχι;» απάντησε ο Παύλος και της χαμογέλασε. «Στα νιάτα
της θα ήταν πολύ ωραία γυναίκα» σκέφτηκε, και την παρατήρησε καθώς
απομακρύνονταν με γρήγορο βήμα για την κουζίνα. Όπως χάθηκε πίσω
απ’ την πέργκολα, ένα αγοράκι γύρω στα δέκα βγήκε κρατώντας μια
κανατούλα κρασί και ένα ποτήρι. Τα έφερε στο τραπέζι του και μέχρι να
γυρίσει πίσω φάνηκε πάλι η κυρία που ‘φερνε το νερό και τα σερβίτσια.
«Ευχαριστώ» της είπε ο Παύλος καθώς του σερβίρισε νερό, «τη
δροσιά του να ‘χεις».
«Πάει η δροσιά τώρα» πρόλαβε και σχολίασε «εμένα που με
βλέπ’ς, στα νιάτα μ’ έκαιγα καρδιές. Έβγαινα στη πλατεία τσι Μένητες και
λίγωναν οι γαμπροί στο καφενείο, «κοίτα την Καλλιόπη» έλεγαν και πίναν
τις ρακές μονοκοπανιά. Μα κι εμένα με χτύπ’σε η αγάπη κατακούτελα
σαν τον είδα τον άντρα μ’. Να ‘ταν όλες τυχερές σαν του λόγου μου
μακάρι, αλλά σπάνιο πράμα. Σαράντα χρόνια μαζί και με κοιτάει στα
μάτια ακόμα σαν τα πιτσιρίκια που κάθονται παραδίπλα, να ‘κείθε» και
γνέφοντας συμπλήρωσε «εκεί είν’ η δροσιά τ’ ανθρώπ’, μέχρι τα
‘κοσπέντε. Μυρίζ’ ο ιδρώτας τ’ς έρωτα από μακριά.»
«Στην υγειά σου τότε κυρά Καλλιόπη, να χαίρεσαι παιδιά κι
εγγόνια! Έχεις, δεν έχεις;»
«Πως, μας έδωσε ο Θεός απ’ όλα. Να ο Πετράκ’ς εδώ είν’ το
πρώτο εγγόνι.»
Σελίδα 5 από 36
Ο μικρός έφερε τη σαλάτα και την ακούμπησε προσεκτικά στο
τραπέζι.
«Γιαγιά, πως θα φάει ο κύριος σαλάτα που μου ‘πες να φέρω
χωρίς το ψωμί που ‘ναι ακόμα στη σχάρα, εε πώς;» είπε βάζοντας τα
χέρια στη μέση και σουφρώνοντας τα χείλια. Η εικόνα ήταν αστεία και ο
Παύλος χαμογέλασε πάλι.
«Έλα, πάμε τώρα να το βγάλουμε» είπε γελώντας η κυρά
Καλλιόπη στον εγγονό της και τον πήρε πίσω από την πέργκολα
χαϊδεύοντάς τον στο σβέρκο.
«Να σερβίρεις ‘σύ τον κύριο μετά, να παρ’ς μπουρμπουάρ»
ακούστηκε να λέει στον μικρό.
Παρατήρησε ξανά τα δυο ζευγάρια στο κοντινό τραπέζι. Είχαν
λυθεί στα γέλια πάλι και χτυπιόνταν στις καρέκλες τους. Καθώς η μια
κοπέλα γελούσε είχε πέσει το φόρεμα χαμηλά κάτω απ’ τον ώμο και το
στήθος της διαγράφονταν πιο έντονα τώρα. «Έχω καιρό να πάω με
γυναίκα, μάλλον πρέπει να το επισπεύσω» σκέφτηκε.
Έβγαλε από την τσάντα του την εφημερίδα και το φορητό
υπολογιστή του, τον άνοιξε και τον ακούμπησε στην άκρη του τραπεζιού.
Άνοιξε προσεκτικά την εφημερίδα και την ξεφύλλισε. Δεν δυσκολεύτηκε
να βρει μια κάρτα μνήμης SD κολλημένη σε μια σελίδα. Την πήρε και την
έβαλε στο slot του υπολογιστή. Έβγαλε από την τσάντα και το usb
stick για τη σύνδεση στο internet και το σύνδεσε και αυτό. Καθώς
περίμενε να φορτώσει, έβαλε αλάτι στη σαλάτα και την ανακάτεψε,
δοκίμασε… ή πεινούσε πολύ ή ήταν πραγματικά πολύ νόστιμη αυτή η
ντομάτα. Του θύμισε τις ντομάτες που έτρωγε στο περιβόλι του πατέρα
του μικρός.
Το θυμόταν αυτό το περιβόλι καλά. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος εκείνα
τα χώματα. Απ’ τα τριακόσια δέντρα όλων των ειδών, τώρα είχαν μείνει
κάποιες μυγδαλιές, καρυδιές και κερασιές και ο κήπος με τα λαχανικά
που έβαζε η αδερφή του με το γαμπρό του. Δεν προλάβαιναν να τρώνε
τότε, 3 οικογένειες, φρούτα και λαχανικά και σταφύλια, μέχρι και λάδι
έβγαζαν. Έφυγαν όμως τα παιδιά, πήγαν για σπουδές μακριά, στην
Αθήνα κυρίως κι έμειναν εκεί, λείψαν τα χέρια, πνίγηκαν τα δέντρα στα
χορτάρια, έμεινε ο καρπός στις ελιές και γίναν στέρφες. Μετά μπήκε το
χωράφι στο σχέδιο πόλης κι ήρθαν τα κληρονομικά. Χωρίστηκε το κτήμα
στα δυο και η Γεωργία πήρε την απόφαση και στο μισό δικό της κομμάτι
έχτισε ένα σπίτι όπως το ήθελε. Το άλλο μισό το πήραν τα ξαδέρφια του
και ξερίζωσαν τα δέντρα για να το πουλήσουν οικόπεδα. Δεν είχαν κι
άδικο, ποιος να τα δουλέψει. Ούτε την αδελφή του κατηγορούσε.
Ευτυχώς που έμενε κι αυτήν εκεί, γιατί αλλιώς θα ερήμωναν τα πατρικά
τα κτήματα.
Σελίδα 6 από 36
Η αδερφή του… είχε να τη δει τρία χρόνια. Είχε γενικά να
συναντήσει συγγενή του τρία χρόνια. Μόνο τον κουμπάρο του είχε
συναντήσει τυχαία στο αεροδρόμιο στο Παρίσι και μη μπορώντας να τον
αποφύγει κουβέντιασαν. Τη θυμόταν αυτή τη κουβέντα σα φαρμάκι και
βάλσαμο ταυτόχρονα. Αυτός επέστρεφε Ελλάδα και ο Αντώνης είχε
ανταπόκριση με επτά ώρες καθυστέρηση για Ηνωμένες Πολιτείες.
Μιλούσαν για τέσσερις ώρες κι είχε ήδη χάσει την πτήση του όταν
χαιρετήθηκαν να φύγουν. Στην αρχή ήταν παγωμένος κι ο ίδιος και
ένοιωθε και τον Αντώνη διστακτικό. Αλλά του έλειπε τόσο πολύ να
μιλήσει σε κάποιον που τον ήξερε, που δεν θα μιλούσε με γρίφους και
υπονοούμενα, που δεν θα φοβόταν τι θα πει και τι θα ακούσει, που όταν
τον χαιρέτησε τον έσφιξε στην αγκαλιά του… και που ήξερε το
πραγματικό του όνομα. Καταλάβαινε κι ο Αντώνης και δεν επέμεινε να
μάθει γιατί έφυγε, που χάθηκε, πως ζει, γιατί έκοψε κάθε επαφή με τον
κύκλο του. Όταν χώρισαν τον όρκισε να μην πει τίποτα σε κανέναν…
άδικος κόπος! Μισή ώρα μετά δέχτηκε εικοσιπέντε με τριάντα mail από
συγγενείς και φίλους.
Ντρεπόταν να της μιλήσει από κοντά της αδερφής του. Τι να τις
έλεγε… δεν θα μπορούσε να απαντήσει σε καμιά από τις ερωτήσεις που
θα του έκανε σαν αδερφή και κυρίως γιατί έκανε ό,τι έκανε! Τελευταία
φορά πριν τρία χρόνια την είδε στο μνημόσυνο των γονιών τους. Ο
πατέρας τους είχε φύγει δυο χρόνια πριν, ένα χρόνο και τρεις μέρες μετά
τη μάνα τους, τόσο άντεξε μόνος του. Έφυγε όπως ακριβώς ήθελε.. πήγε
τη πρωινή του βόλτα, άναψε κερί στη γυναίκα του, γύρισε σπίτι έκανε
ντους, ξάπλωσε να κοιμηθεί λίγο ακόμα και πήγε να την συναντήσει. Έτσι
τον βρήκε η αδερφή του, ξαπλωμένο με τα μάτια κλειστά για πάντα, στην
πλευρά που μέχρι πριν ένα χρόνο κοιμόταν η μαμά. Έλεγε ότι ξάπλωνε
από εκεί για να την νοιώθει να τον ακουμπάει. Σαν να έβαλε το διακόπτη
στη θέση «off». Απλά και ήρεμα, ή τουλάχιστον έτσι θέλανε όλοι να
πιστεύουνε. Πάλι ο Παύλος έλειπε μακριά κι έφτασε ίσα ίσα για την
κηδεία. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να τον βάλουν σε ψυγείο μέχρι να
φτάσει, όπως είχε γίνει με τη μαμά. Μίλησε ελάχιστα τις δέκα μέρες που
έμεινε στα Τρίκαλα τότε. Είπε απλά ότι είναι καλά, όχι δεν είναι με καμία,
κρατιέται καλά οικονομικά και δουλεύει στο εξωτερικό. Ούτε στη αδερφή
του πήγε να μείνει, φοβόταν. Έμεινε σε ξενοδοχείο και έκλαψε όσο δεν
είχε κλάψει δέκα χρόνια, παρά τα όσα είχαν συμβεί. Όταν «έφυγε» η
μάνα δεν είχε κλάψει, ήταν ακόμα πολύ σφιχτός, πολύ θυμωμένος, πολύ
μακριά απ’ όλους για να κλάψει. Ένοιωθε τον πόνο και την λύπη να του
σκίζουν το στήθος και μια πικρή γεύση κι ένα μούδιασμα μέχρι τα
δάχτυλα των ποδιών του… μα δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Με τον πατέρα
του δεν άντεξε. Κι αν στην κηδεία ήταν σκληρός και όποτε βρισκόταν
μπροστά σε κόσμο κρατούσε χαρακτήρα, μόλις έμπαινε στο δωμάτιο κι
Σελίδα 7 από 36
έκλεινε την πόρτα πίσω του, έβγαζε τη μάσκα κι έλιωνε η πανοπλία της
μοναξιάς και πλάνταζε στο κλάμα σαν μικρό παιδί που του πήραν το
αγαπημένο παιχνίδι. Έκλαιγε για ώρες, μέχρι που στέρευαν τα μάτια και
τον έπιανε λόξυγκας και σκέψεις διάφορες τον έπνιγαν. Σκέψεις που
γινόταν εφιάλτες και τύψεις καθώς κοιμόταν και ξυπνούσε πότε στο
πάτωμα και πότε στις καρέκλες. Μαστίγια που χτυπούσαν εναλλάξ το
συνειδητό και το ασυνείδητο, μάτωναν την ψυχή και στο μυαλό του
χάραζαν σημάδια και ουλές. Και σαν ξυπνούσε και κατάφερνε να πάρει
παυσίπονα και ηρεμιστικά, απ’ τα σημάδια αυτά ξεκινούσαν ιδέες και
αμφιβολίες γι’ αυτό που ήταν και που έκανε, κι έτοιμος ήταν να
παραδοθεί και να ομολογήσει, ή να απαλλάξει τον κόσμο απ’ τον περιττό
εαυτό του, ή να κλειστεί σ’ ένα μοναστήρι ψάχνοντας συγχώρεση από
Θεό κι ανθρώπους. Πάντα όμως διακρίνονταν για την ψυχρή λογική του,
την ψυχραιμία του και τον αυτοέλεγχό του… κι έτσι πάλι δεν έγινε τίποτα.
Ένα βράδυ ξύπνησε με το κρεβάτι του πλημμυρισμένο από ιδρώτα,
ξερατά κι αίματα. Δεν μπορούσε καλά-καλά να περπατήσει.
«Δεν θα πεθάνω σ’ ένα γαμημένο δωμάτιο ξενοδοχείου» σκέφτηκε
και άρχισε να λειτουργεί όπως πριν. Ήπιε ό,τι μη αλκοολούχο υγρό είχε
το μίνι-μπαρ, πήρε δυο mesulid και ξεράθηκε στον ύπνο για δεκαέξι
ώρες. Τον ξύπνησε η αδερφή του που χτυπούσε την πόρτα του
δωματίου. Της είπε να πάει σπίτι, σηκώθηκε, έκανε μπάνιο και μάζεψε τα
πράγματά του. Κάλεσε την καθαριότητα και έδωσε στην καθαρίστρια
πουρμπουάρ περίπου δυο μηνιάτικά για να κάνει απολύμανση το
δωμάτιο και φυσικά να μην ρωτήσει, αλλά ούτε και να πει για τα
ματωμένα σεντόνια και σκεπάσματα που πήρε μαζί του για να κάψει.
Πήγε στην τράπεζα νοίκιασε δύο θυρίδες και προπλήρωσε
πενήντα χρόνια. Στη μία έβαλε τις οδηγίες, τον αριθμό και τους κωδικούς
για το λογαριασμό στην Ελβετία και στην άλλη για το λογαριασμό στην
Κύπρο. Άνοιξε επίσης δύο λογαριασμούς έναν στο όνομα του ανιψιού του
Αχιλλέα κι έναν στην ανιψιά του Δάφνη. Αντίστοιχα έφτιαξε και την
πρόσβαση στις θυρίδες. Έκανε μια αρχική κατάθεση πενήντα χιλιάδες
ευρώ στον καθένα, πίστευε ότι έφταναν για τις σπουδές τους, αν είχαν
σκοπό να σπουδάσουν. Ύστερα τους πήρε τηλέφωνο και κανόνισε να
τους κάνει οικογενειακά το τραπέζι.
Συναντήθηκαν στο «Λαδοφάναρο» ένα μεζεδοπωλείο που πήγαινε
από δεκαπέντε χρονών μέχρι που έφυγε από τα Τρίκαλα και ποτέ δεν
έφαγε κάτι άσχημο. Ο ιδιοκτήτης, ο Αντώνης, τον θυμήθηκε. Όταν
έφτασαν όλοι σηκώθηκε όρθιος να μιλήσει και τους έβαλε να υποσχεθούν
ότι δεν θα επιμένουν να ρωτάνε πράγματα που δεν θέλει ν’ απαντήσει.
Όταν κάθισε είδε την Γεωργία να τον κοιτάει στα μάτια μ’ αυτό το μόνιμα
θλιμμένο βλέμμα που είχε μετά το Ισραήλ. Είχε υποπτευθεί πως δεν θα
τον ξανάβλεπε. Ο γαμπρός του και ο μπατζανάκης του δεν είχαν
Σελίδα 8 από 36
σταματήσει να σχολιάζουν ψιθυριστά μεταξύ τους όλο το βράδυ, αλλά
κατά τα άλλα ήταν ένα χαρούμενο τραπέζι, ανοιχτό και άνετο. Ακόμα και
η αδερφή του ξεχάστηκε, ή προσποιήθηκε πολύ καλά και συμμετείχε.
Κουβέντιαζαν και γελούσαν και τα σύννεφα των αγαπημένων προσώπων
που έλειπαν και των μυστικών που φοβίζουν διαλύθηκαν για λίγο. Ήταν
η τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό του να γελάει από καρδιάς.
Έδωσε τα κουτάκια με τα βιβλιάρια και τα κλειδιά των θυρίδων στα παιδιά
και τους είπε να τα ανοίξουν σπίτι, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να τα
χρησιμοποιήσουν πριν ενηλικιωθούν. Ο Αχιλλέας παρά το νεαρό της
ηλικίας πειθάρχησε, όπως θα έκανε κι ίδιος ο Παύλος άλλωστε. Αυτό το
παιδί όσο μεγάλωνε τόσο του έμοιαζε. Η Δάφνη όμως, σαν μικρότερη και
γυναίκα, δεν κρατήθηκε: «Μαμά ποιος αριθμός είναι αυτός», ρώτησε τη
μαμά της ξεφυλλίζοντας το βιβλιάριο. Η Δήμητρα σάστισε και έβαλε το
χέρι μπροστά στο στόμα της: «Έλα ρε Παύλο! Αν είναι δυνατόν, τι κάνεις
τώρα;» φώναξε, και γυρνώντας προς τη Γεωργία : «Μα… πενήντα
χιλιάρικα;». Η αδερφή του δάκρυσε καθώς ο φόβος έγινε πλέον σιγουριά
και την πλάκωσε. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και ήρθε κλαίγοντας να
τον αγκαλιάσει: «Σε τι έχεις μπλέξει; Γιατί; Γιατί;» του ψιθύρισε κι ένιωσε
τα δάκρυά της σα μαχαίρια στο λαιμό και στην πλάτη του. Δεν ήθελε να
αποχωριστούν έτσι…όχι. Τα παιδιά κοιτούσαν απορημένα. Σηκώθηκε
όρθιος: «Αυτά είναι τα παιδιά μου τώρα! Δεν μπορώ να είμαι κοντά τους
αλλά μπορώ να τους εξασφαλίσω προϋποθέσεις για ένα καλύτερο
μέλλον, και αυτό έκανα. Δεν ήθελα να προσβάλω ούτε να στεναχωρήσω
κανέναν. Τώρα πρέπει να φύγω!» Αγκάλιασε τη Δάφνη που τον κοιτούσε
με μεγάλα αθώα μάτια γεμάτα απορία, και πιο συγκρατημένα τον
Αχιλλέα, έφηβος πια. Φίλησε την Γεωργία στο μάγουλο και
απομακρύνθηκε. Του κρατούσε το χέρι μέχρι που δεν τον έφτανε πια, λες
και μπορεί να άλλαζε γνώμη και να μην έφευγε. Η σιωπή εκείνου του
τραπεζιού που άφησε πίσω του τον ακολουθούσε για μήνες σα σκιά. Σκιά
που … σαν έρθει το σούρουπο και σβήσει ο θόρυβος της μέρας και
πλακώσει η σιωπή της νύχτας, μακραίνει τρομακτικά και γεμίζει το μυαλό
τρομακτικά ήσυχες σκιές. Σιωπή και σκοτάδι… που φώτιζε για λίγο η
οθόνη του κινητού του κάθε φορά που τον έπαιρναν τηλέφωνο και δεν
απαντούσε … κι έσβηνε το λιγοστό φως μα άναβε η φωτιά της
αμφιβολίας και των αναμνήσεων και της μοναξιάς. Τώρα πια είχε αλλάξει
νούμερο για να αποφεύγει αυτές τις εκρήξεις συναισθηματισμού. Τους
είχε στείλει και μήνυμα ότι θα τον έβρισκαν πάντα μέσω mail. Είχε
κρατήσει εκείνη την παλιά συσκευή και το νούμερο. Μια φορά το
ενεργοποίησε και είδε περισσότερες από διακόσιες κλήσεις, οι
περισσότερες από την αδερφή του. Του έστελναν και mail συχνά και του
έλεγαν νέα, κυρίως για τα παιδιά, πως πήγαιναν στο σχολείο. Άλλες
φορές τον ειδοποιούσαν για κοινωνικά γεγονότα όπως γάμους, βαφτίσεις
Σελίδα 9 από 36
ή και, μακριά από ‘δω, κηδείες, λες και θα πήγαινε! Απλά τους απαντούσε
ότι είναι καλά και δεν θα μπορούσε να πάει. Είχε τολμήσει μια φορά να
πάει να δει τον ανιψιό του σε αγώνα μπάσκετ. Αλίμονο, σ’ όλη την
κερκίδα του μικρού επαρχιακού κλειστού γυμναστηρίου Τρικάλων δεν
υπήρχαν πάνω από εκατό άτομα και για να μην τον δουν αναγκάστηκε να
παρακολουθήσει κρυμμένος πίσω από παλιές και παρατημένες
διαφημιστικές πινακίδες. Όσο κι αν ήθελε δεν τολμούσε να αντικρίσει
κανένα συγγενή ή παλιό φίλο.
«Όλα καλά;» ρώτησε η κυρία του μαγαζιού που στο μεταξύ τον είχε
σερβίρει.
«Μια χαρά» απάντησε ο Παύλος και κοίταξε τα πιάτα μπροστά του
«φαίνεται και μυρίζει ωραία» συμπλήρωσε. Έκοψε μια πιρουνιά απ’ τη
«φρουτάλια» και την έφερε στο στόμα του. Ήταν πράγματι πολύ καλή.
Μπουκώθηκε πάλι και πριν προλάβει να μιλήσει τον έκοψε η κυρά
Καλλιόπη
«Σίγουρα είσαι καλά; Φαίνεσαι λιγάκι χαμένος!»
«Μια χαρά είμαι!» Διαμαρτυρήθηκε και αφού κατάπιε συμπλήρωσε
γελώντας: «Τα έχω χαμένα απ’ την πείνα!»
«Ό,τι θες… φώναξε, μη ντρέπεσαι. Κι αν δεν ακούω χτύπα
παλαμάκια όπως παλιά, δεν παρεξηγιόμαστε εδώ.» είπε η κυρά
Καλλιόπη και έκανε κατά την κουζίνα.
Κοίταξε γύρω καθώς έτρωγε λαίμαργα. Τα ζευγάρια στο απέναντι
τραπέζι είχαν ηρεμήσει και κοιτιόντουσαν μεταξύ τους με νόημα. Πίσω
απ’ την πέργκολα της κουζίνας φαινόταν η κυρά Καλλιόπη να
πηγαινοέρχεται στην κουζίνα. Οι γεμάτες ψόφια έντομα λάμπες που
κρεμόταν τρεμόπαιξαν καθώς φύσηξε στιγμιαία ένα δυνατό αεράκι και
παιχνιδιάρικες σκιές πλημμύρισαν για λίγο την μικρή αυλή με τα
τραπεζάκια. Κοίταξε τον υπολογιστή που είχε ανοίξει. Καθώς συνέχισε να
τρώει με το δεξί χέρι, χρησιμοποίησε το αριστερό και άνοιξε την
παρουσίαση μέσα στην κάρτα μνήμης που είχε παραλάβει με την
εφημερίδα. Του έκανε εντύπωση που δεν του έστειλαν το αρχείο μέσω
internet. Υπάρχουν τόσοι ασφαλείς και ανώνυμοι – μη ανιχνεύσιμοι
τρόποι. Γενικά δεν του άρεσαν αρκετά πράγματα σ’ αυτή τη δουλειά,
όπως ότι αναγκάστηκε να εκτεθεί, έστω και μεταμφιεσμένος, ή ότι
ταξίδεψε σε περίοδο που το ήξεραν κι άλλοι, αλλά την πήρε γιατί τον
παρακάλεσε ο Τζόνι και πλήρωνε ασυνήθιστα πολλά λεφτά.
Η παρουσίαση ήταν καλή. Είχε τα πάντα για το στόχο. Ακόμα ένας
πολιτευτής που είχε πλουτίσει την περίοδο που η χώρα φτώχαινε! Από
τους στόχους που θα τελείωνε και τζάμπα. Η αντικειμενική δυσκολία ήταν
ότι έπρεπε να εξαφανίσει το πτώμα. Ο σκοπός ήταν να θεωρηθεί ο
στόχος αγνοούμενος και όχι νεκρός. Η παρουσίαση ανέφερε ότι υπήρχε
μια κόρη, τριάντα δύο ετών, η μητέρα νεκρή, δυο αδέρφια στο εξωτερικό
Σελίδα 10 από 36
και τέλος μια οικιακή βοηθός από την Πολωνία που, κρίνοντας από τις
φωτογραφίες, πρέπει να είχε αναλάβει και «συζυγικά» καθήκοντα. Δεν
είχε παρόλα αυτά φωτογραφία της κόρης. Ο κύριος Μητροφάνης λοιπόν
έπρεπε να χαθεί χωρίς ίχνη.
Ακούστηκαν ήχοι από αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Υπήρχε
σίγουρα ένα supersport, ο οξύς ήχος διακρίνονταν ξεκάθαρα, και μια
ακόμα μοτοσικλέτα που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Το αυτοκίνητο,
μπορεί να ήταν και δύο, δεν ακούγονταν ιδιαίτερα, αλλά όλα ανέβαιναν
γρήγορα.
«Έρχονται! Που ‘ναι αυτός ο παππού’ σ’» ακούστηκε να γκρινιάζει
η κυρά Καλλιόπη από την κουζίνα, «θα ‘μπλεξε στον καφενέ και θα πίν’
ρακές. Πάρ’ τον στο κινητό να μιλήσω!» φώναξε στον Πετράκη. Αυτήν η
γυναίκα τον εντυπωσίαζε. Είχε σπάνια παρατηρητικότητα που συνήθως
συναντάς σε εκπαιδευμένους για αυτό ανθρώπους. Ακόμα δεν είχε
καταλάβει πως ήξερε για το νοικιασμένο Φίατ, τον «κουβά», που είχε
παρκάρει τόσο μακριά. Με μια ματιά ξεχώρισε τα ρούχα του και τώρα
κατάλαβε τα αυτοκίνητα που ερχόταν, παρόλο που ήταν στην κουζίνα.
Την άκουγε να μιλάει στο κινητό στον άντρα της. Την ίδια στιγμή που τον
μάλωνε τον αποκαλούσε «μωρό μου» και δεν είχε ίχνος ειρωνείας στη
φωνή της!
«Τι γυναίκα είναι αυτή» σκέφτηκε ο Παύλος. Συνέχισε να κοιτάει
την παρουσίαση για τον στόχο του. Μελέτησε τους χάρτες και τις
τοποθεσίες. Η μόνιμη κατοικία ήταν στην Αθήνα όπου κατείχε διάφορα
ιδιόκτητα διαμερίσματα, ενώ στο νησί υπήρχε μια βίλα στα Λάμυρα, όχι
περισσότερο από δύο χιλιόμετρα παρακάτω. Θα μπορούσε να πάει με τα
πόδια αν ήθελε. Υπήρχε κι ένα ταχύπλοο σκάφος των τριάντα ποδιών.
Δεν έγραφε πουθενά αν το έπαιρνε και μόνος του, ούτε καν αν είχε το
κατάλληλο δίπλωμα. Οδηγούσε μια παλιά Μερτσέντες 190 του ’94. Η
οδήγηση δεν φαινόταν να είναι το φόρτε του. Μάλλον οδηγούσε μόνο
όταν δε μπορούσε να το αποφύγει και προτιμούσε να τον πηγαίνουν.
Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτούς τους ανθρώπους. Ο Παύλος
οδήγησε οτιδήποτε υπήρχε σε τροχοφόρο από τη στιγμή που το
επέτρεπαν οι σωματικές του διαστάσεις: ποδήλατο, αυτοκίνητο,
μηχανάκι, μοτοσικλέτα και την εποχή που δούλευε στη Σαουδική Αραβία
είχε εντρυφήσει στα πλωτά, ιστιοφόρα πρώτα και μετά ταχύπλοα. Δεν το
έκανε εξαιτίας της δουλειάς, απλά του άρεσε να οδηγεί αυτός ό,τι μέσο
χρησιμοποιούσε. Είχε την αίσθηση ότι όριζε τη μοίρα του, ότι αυτός
αποφασίζει για το τι, πότε και πως θα γίνει. Γι’ αυτόν κάθε διαδρομή ήταν
και προορισμός, μια ακόμα Ιθάκη.
Οι μηχανές έστριψαν στο στενάκι και ήρθαν και σταμάτησαν έξω
από την ταβέρνα. Το GSXR έκανε μια κλασσική ξερογκαζιά πριν σβήσει,
ενώ το παλιότερο Varadero σταμάτησε νωχελικά δίπλα. Ακολούθησαν τα
Σελίδα 11 από 36
δύο αυτοκίνητα που έκλεισαν το δρόμο. Αν δεν ήξερε ότι τα περίμεναν θα
είχε φύγει, αλλά τώρα που είχε ακούσει την κυρά Καλλιόπη, απλά ήταν
προσεκτικός. Χωρίς ακόμα να έχουν βγάλει κράνη και στολές, οι
σιλουέτες πρόδιδαν το φύλλο των αναβατών. Ήταν ένα ζευγάρι σε κάθε
μηχανή. Τα αυτοκίνητα, ένα μουράτο Mini Cooper S κι ένα BMW σειρά
ένα, κουβαλούσαν άλλους δυο άντρες και τρεις γυναίκες. Οι αναβάτες της
Varadero προχώρησαν στην αυλή με τα κράνη τους φορεμένα. Άπλωσε
το χέρι του στην πλαϊνή τσέπη του σακιδίου, και πιάνοντας την πολυμερή
λαβή του FN, έβγαλε την ασφάλεια. Άγγιξε το καρφάκι που προεξείχε για
να επιβεβαιώσει ότι ήταν γεμάτο και οπλισμένο. Συνέχισε να τρώει με το
άλλο χέρι. Τελικά όλοι έβγαλαν τα κράνη τους και κάθισαν σ’ ένα
μεγαλύτερο τραπέζι που είχε στρωθεί. Έκαναν φασαρία και ενοχλούσαν
όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τα ζευγαράκια απέναντι που ζήτησαν να
πληρώσουν.
Παρακολουθούσε ασυναίσθητα τις συζητήσεις τους και κατάλαβε
ότι θα ερχόταν κι άλλοι δύο. Πήρε το χέρι του από το όπλο. Ήταν και γι’
αυτόν ώρα να φύγει, είχε τελειώσει άλλωστε το φαγητό του. Έκλεισε την
παρουσίαση και τον υπολογιστή και έκανε νόημα στον Πετράκη να
πληρώσει. Ο μικρός έφυγε τρέχοντας για την κουζίνα. Στην
πραγματικότητα είχε περάσει η ώρα κι είχε πολλά να κάνει ακόμα απόψε.
Ήρθε η κυρά Καλλιόπη χαμογελώντας με απορία:
«Θα φύγ’ς κιόλας; Δεν σ’ άρεσε;»
«Όλα ήταν υπέροχα, αλλά πόσο να φάω! Είμαι και μόνος μου
όπως βλέπεις. Δεν έχω κότερο για να πάω τις γυναίκες βόλτα!» γέλασε.
«Όπως θες. Τριάντα ευρώ είναι να δώσεις»
Ήθελε να δώσει εκατό και να της πει να κρατήσει ο Πετράκης τα
υπόλοιπα, αλλά θα τραβούσε πολλή την προσοχή της. Βέβαια, αν έκρινε
από την μέχρι τώρα παρατηρητικότητα θα τον θυμόταν έτσι κι αλλιώς.
Αποφάσισε τη μέση λύση:
«Το πουρμπουάρ το παίρνει ο μικρός;»
«Εσύ πληρώνς, εσύ το δίνς ‘που θες» του απάντησε μάλλον
ενοχλημένη.
«Τα ρέστα πουρμπουάρ στον Πέτρο» είπε και της έδωσε ένα
πενηντάευρο.
Θυμήθηκε το γιό του τον Πέτρο, με το όνομα του παππού. Ήρθαν
στο μυαλό του τα πρωινά που ερχόταν στο κρεβάτι τους να χουζουρέψει.
Τα γέλια του όπως τον γαργαλούσε. Τις ασταμάτητες ερωτήσεις του.
Συνήθως ρωτούσε την επόμενη ερώτηση πριν τελειώσει η απάντηση
στην προηγούμενη. Τον κοίταζε με τα γαλανά του μάτια και τον έλιωνε
σαν παγωτό τον Αύγουστο. Όπως και η μάνα του…
Την προσοχή του τράβηξαν πάλι οι κουβέντες της μεγάλης
παρέας. Δεν ήταν όλοι Έλληνες, ή μάλλον…δεν ήταν όλες Ελληνίδες.
Σελίδα 12 από 36
Ήταν εύκολο να διακρίνει την αλλοδαπή, πιθανόν ανατολικής Ευρώπης,
προφορά από τις δύο γυναίκες της παρέας, ενώ κάποιοι μιλούσαν και
αγγλικά. Εκνευρίστηκε που ακόμα κι εκεί έβρισκε βιζιτατζούδες. Ίσως να
βιάστηκε να κρίνει, αλλά το όλο σκηνικό οδηγούσε σε αυτό το
συμπέρασμα. Σκέφτηκε να ρωτήσει την κυρά Καλλιόπη τι ήξερε, μα το
μετάνιωσε. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν αυτή η δουλειά του εκεί!
Σηκώθηκε και διασχίζοντας την αυλή και τα παρκαρισμένα
αυτοκίνητα περπάτησε νωχελικά στο δρομάκι για το αυτοκίνητο. Ένα
αγιόκλημα μύριζε και του γαργαλούσε τη μύτη ενώ ο αέρας έφερνε
μυρωδιές πεύκου και ρίγανης από το βοριά. Του άρεσε πολύ αυτό το
μέρος. Σίγουρα θα ξαναρχόταν αν βρίσκονταν στο νησί κι άλλη φορά.
Άκουσε κι άλλο ένα αυτοκίνητο να έρχεται κι έπιασε να περπατάει
στην άκρη του δρόμου. Όταν έφτασε στη γωνία με τον κεντρικό,
διασταυρώθηκε με το αυτοκίνητο που έστριψε στο στενάκι. Στο φως του
στύλου διέκρινε καθαρά την οδηγό και τη συνεπιβάτη που τον κοιτούσαν.
Δεν άλλαξε το ρυθμό της κίνησής του ούτε γύρισε το κεφάλι του, αλλά
ήταν σίγουρος ότι η έκπληξή του προδόθηκε από την έκφραση του
προσώπου του, καθώς στο πρόσωπο της οδηγού αναγνώρισε την
πολωνή «οικιακή βοηθό» του Μητροφάνη, ενώ στη θέση του συνοδηγού
καθόταν η εντυπωσιακή γυναίκα που είχε τραβήξει την προσοχή του το
ίδιο απόγευμα στην πλατεία του Αφανή Ναύτη στη Χώρα. Καθώς
συνέχισε να περπατά προς το αυτοκίνητο, για να μη δώσει στόχο, του
καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα ότι ήξερε και τη συνοδηγό. Κάτι του θύμιζε
το πρόσωπο της σίγουρα, αλλά τι! Άκουσε το αυτοκίνητό τους να
σταματάει στο στενό και τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Έπρεπε να τις
ξαναδεί για να βεβαιωθεί… τι σχέση μπορεί να είχαν μεταξύ τους.
Προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του την ανάμνηση της γυναίκας από
τον Αφανή Ναύτη. Πως δε θυμόταν μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα, αν
όντως την είχε γνωρίσει! Μπορεί βέβαια να ήταν κάποια celebrity και να
τη θυμόταν από περιοδικά, εφημερίδες ή την τηλεόραση… κι όμως, ήταν
σίγουρος ότι την ήξερε από αλλού. Αποφάσισε να ρίξει μια αδιάκριτη
ματιά στο μαγαζί που έτρωγε μέχρι πριν λίγο, αφού έτσι κι αλλιώς εκεί
βρισκόταν κι ένα άτομο πολύ σχετικό με το στόχο του.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, έκανε αναστροφή και ξεκίνησε προς τη
χώρα. Μόλις βγήκε από το χωριό, βρήκε ένα σημείο στη στροφή του
δρόμου όπου τα δέντρα έκρυβαν κάπως το αυτοκίνητο και σταμάτησε.
Άνοιξε την πόρτα, άφησε το κινητό του στο κάθισμα και κοντοστάθηκε.
Ξανακοίταξε το σάκο. «Ποτέ δεν ξέρεις» σκέφτηκε και άρπαξε το «Five
seveΝ» του από μέσα. Βίδωσε το σιγαστήρα, το σφήνωσε στη πίσω
πλευρά της ζώνης του και πέρασε απέναντι. Περπατούσε γρήγορα
ανάμεσα στα πεύκα και τους θάμνους που κύκλωναν τον οικισμό. Είχε
σκοπό να πάει γύρω από τα σπίτια και να κρυφτεί πίσω από τη μάντρα
Σελίδα 13 από 36
και τον πυκνό κισσό. Υπολόγιζε πως δεν θα του ΄παιρνε περισσότερο
από πέντε λεπτά για να διανύσει την απόσταση. Έφτασε σ’ ένα χαμηλό
φράχτη που χώριζε ένα κήπο με λαχανικά και ζαρζαβάτια από την
δασώδη έκταση της πλαγιάς. Τον πήδηξε και συνέχισε μέχρι το πρώτο
σπίτι που άφησε στ’ αριστερά του. Ακολούθησε το περίγραμμα των
αυλών και χρειάστηκε να περάσει μέσα από κάνα δυο ακόμα κήπους
πριν φτάσει σε μια ψηλή μάντρα που φαινόταν να καταλήγει στην πάνω
πλευρά του στενού δρόμου που βρισκόταν η ταβέρνα. Σηκώθηκε στις
μύτες και διέκρινε στο βάθος τη δορυφορική κεραία που είχε προσέξει
πάνω στον παλιό περιστερώνα. Πήγαινε καλά. Άκουσε κάτι στην πίσω
πλευρά του τοίχου. Ήταν μια λαχανιασμένη ανάσα.. κι ένα ανεπαίσθητο
γρύλισμα.. σκυλί και μάλιστα εκπαιδευμένο… αλλιώς γιατί να μην
γαυγίζει! «Που σκατά βρέθηκε τέτοιο σκυλί εδώ σ’ αυτή την άκρη τόπου!»
μονολόγησε μουγκρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του. Το ότι δεν μπορούσε
καν να το δει έκανε την κατάσταση πιο επικίνδυνη. Σκέφτηκε να φύγει για
το αμάξι, αλλά την ίδια στιγμή άκουσε το θόρυβο από τα νύχια του ζώου
που έτρεχε στο τσιμέντο. Απομακρύνθηκε λίγο από τη μάντρα και
διέκρινε μια πόρτα στο βάθος, λίγο πριν το δρομάκι, δώδεκα περίπου
μέτρα από τη θέση του. «Γαμώτο, εκεί πηγαίνει» σκέφτηκε και τράβηξε το
όπλο από τη ζώνη του. Δεν είχε πρόβλημα με τα ζώα, αλλά το
συγκεκριμένο σκυλί βρέθηκε σε λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Έκανε
δυο βήματα προς την πόρτα που φαινόταν κλειστή, έβγαλε την ασφάλεια
και σημάδεψε. Το κεφάλι του ζώου πετάχτηκε έξω και τα πόδια του
ακουγόταν να σπρώχνουν καθώς σφήνωσε στιγμιαία στα κάγκελα.
Κράτησε την ανάσα του και πίεσε την σκανδάλη. Ακούστηκε ένας πνιχτός
ήχος κι ένα στιγμιαίο σφύριγμα και το κεφάλι του ζώου τινάχτηκε προς τα
πίσω και στη συνέχεια γλίστρησε μέχρι το έδαφος. Ο Παύλος ξεκίνησε
πάλι να περπατάει προς το δρομάκι βάζοντας το όπλο στη ζώνη του.
Περνώντας δίπλα από το νεκρό λυκόσκυλο πρόσεξε ότι το μέρος του
κεφαλιού του μπροστά από τα μάτια του δεν υπήρχε πλέον. Μόλις είχε
ξοδέψει πενήντα ευρώ για ένα γαμόσκυλο επειδή είχε μαζί του το λάθος
γεμιστήρα. Και δεν ήταν τόσο τα πενήντα ευρώ, τόσο του στοίχιζε κάθε
μία από αυτές τις ειδικές σφαίρες που θραυσματοποιούνταν, αλλά η
διαδικασία του να τις φέρει παράνομα από Αμερική και πάντα σε μικρές
ποσότητες.
Είχε φτάσει πια στο δρομάκι και με δυο δρασκελιές βρέθηκε
απέναντι και πίσω από τον κισσό. Από ‘δω μπορούσε ν’ ακούσει τα
πάντα. Τα ζευγαράκια δεν είχαν φύγει ακόμα. Είχαν στο μέσο του
τραπεζιού τους μια μεγάλη γαβάθα με κάποιο γλυκό του κουταλιού και
τάιζαν ο ένας τον άλλο. Η μεγάλη παρέα είχε συμπληρωθεί και έκανε
ακόμα μεγαλύτερη φασαρία. Οι δύο γυναίκες που είχε δει στο τελευταίο
αυτοκίνητο κάθονταν δίπλα και έδειχναν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους.
Σελίδα 14 από 36
Πρόσεξε ότι η μία κρατούσε το χέρι της άλλης σαν να ήταν ζευγάρι.
«Διπλό ταμπλό η Πολωνή» σκέφτηκε ο Παύλος. Την εντυπωσιακή
γυναίκα την έλεγαν Κάτια και είχε ανοίξει σοβαρή κουβέντα με τον ένα
αναβάτη των μηχανών που τον έλεγαν Στιβ. Μιλούσαν για το τι θα γίνει
μετά από κάποιο γεγονός, δεν μπορούσε να καταλάβει τι, που θα είχε
νομική υπόσταση. Ο Στιβ μιλούσε σα δικηγόρος και εξηγούσε κάτι έννοιες
όπως κληρονομιά, φόρος κληρονομιάς, διαχείριση περιουσίας,
πληρεξούσια και διεκδίκηση περιουσίας, προσβολή διαθήκης και ένα
σωρό άλλα τέτοια. Ένα άλλο ζευγάρι δίπλα εξηγούσε μια διαδρομή στην
Πολωνή. Ο Παύλος το ήξερε το μέρος που της έλεγαν μιας και ήταν εκατό
μέτρα πιο κάτω από τα δωμάτια που έμενε, ενώ δίπλα αναπαλαιώνονταν
ένα χαρακτηριστικό παλιό αρχοντικό που είχε πρόσφατα αγοραστεί από
μια διάσημη τηλεπερσόνα. Κάποιοι άλλοι μιλούσαν για την εκδρομή που
πήγαν με το σκάφος στην «Άχλα», μια γνωστή παραλία του νησιού.
Ξανακοίταξε την γυναίκα που έλεγαν Κάτια. Ναι, σίγουρα την είχε
γνωρίσει, αλλά … δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε και που. Ακούστηκε
ένα κινητό να χτυπάει και το σήκωσε μια από τις γυναίκες της παρέας
«Hello?... Giannis, …how are you today darling?» Ένοιωσε το αίμα να
του ανεβαίνει στο κεφάλι και τις φλέβες του να χτυπάνε στο λαιμό και
τους κροτάφους. Αυτή ήταν η γυναίκα που του μίλησε στο τηλέφωνο,
ήταν σίγουρος. Γύρισε κι ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Τέντωσε
και τα πόδια του που είχαν πιαστεί. Ήταν σχεδόν ξεκάθαρο πως όλη η
παρέα, ή σχεδόν όλη, ήταν στο κόλπο. Ακόμα και η Πολωνή, πρέπει να
ήταν και αυτή στο κόλπο. Όχι πως αποκλείεται να μην ήξερε τίποτα, και
να την πλησίασαν για να έχουν πρόσβαση στον Μητροφάνη. Βέβαια, το
πρόβλημα δεν ήταν αν ήταν η Πολωνή στο κόλπο. Κάποιος τον πλήρωνε
να εξαφανίσει χωρίς ίχνη έναν άνθρωπο πασίγνωστο στον πολιτικό
κόσμο και στα media και το ‘ξερε μια ντουζίνα κόσμος. Να τα χέσει τα
διακόσια χιλιάρικα που του έδιναν.
Στράφηκε πάλι προς την αυλή της ταβέρνας. Η κουβέντα γύρισε
στην εκδρομή της επόμενης ημέρας και όλοι έδωσαν βάση στα λεγόμενα
του άλλου αναβάτη, που τους εξηγούσε τη διαδρομή που θα
ακολουθήσουν με το σκάφος. Ανάμεσα στις κουβέντες κατάλαβε ότι η
Κάτια και η Πολωνή θα πήγαιναν μετά την ταβέρνα στο σπίτι που
εξηγούσαν νωρίτερα και μάλλον θα έμεναν εκεί. Κάπου εκεί έπιασε την
Κάτια να λέει: «Το κανόνισε ο Αντρέας σου είπα. Είμαι σίγουρη.
Μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο! Εξάλλου είναι κι αυτός εδώ! Τον είδα το
απόγευμα.»
Ένοιωσε τα πόδια του να καίνε. Είχε πάνω από σαράντα πέντε
λεπτά στο βαθύ κάθισμα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον έκανε να νοιώσει
έτσι. Αν ο Αντρέας που ανέφεραν ήταν ο Αντρέας που ήξερε, δηλαδή ο
Τζόνι που του είχε δώσει τη δουλειά, η κατάσταση γινόταν πολύ δύσκολη.
Σελίδα 15 από 36
Τα νεύρα του ήταν τσατάλια και δε μπορούσε να σκεφτεί. Το σίγουρο
ήταν ότι θα ‘πρεπε να παρακολουθήσει τις δύο γυναίκες για να μάθει κι
άλλα, κι αποφάσισε να γυρίσει στο αυτοκίνητο.
Τεντώθηκε σιγά σιγά και απομακρύνθηκε από τον κισσό.
Περπάτησε σκυμμένος και έκανε ένα μεγάλο κύκλο από το τέλος του
δρόμου για να μη γίνει αντιληπτός. Έφτασε στην απέναντι μάντρα και
κοίταξε το ψόφιο σκυλί. Σκέφτηκε να το τραβήξει πιο μακριά, αλλά θα
καθυστερούσε κι άλλο, οπότε συνέχισε να περπατάει αντίστροφα απ’ ότι
είχε έρθει. Αδυνατούσε να συμμαζέψει τις σκέψεις στο μυαλό του «Ο
Τζόνι αποκλείεται να έκανε τέτοια βλακεία και να το είπε σε μη έμπιστο
άνθρωπο, πόσο μάλλον σε τόσους πολλούς. Απ’ την άλλη μπορεί ο
εργοδότης του να είναι ηλίθιος και να την πάτησε ο Τζόνι δεχόμενος να
κάνει το μεσάζοντα, αλλά και πάλι θα ήταν δύσκολο να μην πάρει
χαμπάρι τέτοιο μαλάκα, που κανονίζει φόνο και το συζητάει ανοιχτά στην
παρέα. Εκτός αν κάτι παίζεται σε βάρος του Τζόνι. Έχει κάνει κακό σε
πολύ κόσμο κι όσο κι αν έκρυψε σχολαστικά την ταυτότητά του όλο και
κάποιος μπορεί να τον έχει ξετρυπώσει. Ναι, το πιο πιθανό είναι να
θέλουν να εκθέσουν τον Τζόνι, αλλά ποιος ο ρόλος ο δικός μου. Κι αυτή η
γυναίκα… πως γίνεται να μη θυμάμαι τέτοια γυναίκα… αφού την ξέρω,
είμαι σίγουρος. Και σίγουρα εδώ παίζεται κάτι μεγάλο. Ο Μητροφάνης
δεν είναι απλά μια δουλειά. Πρέπει να μάθω περισσότερα και μάλιστα
γρήγορα. Να περιμένω τις ερωτευμένες να φύγουν ή να πάω να μαζέψω
τις κάμερες από τη χώρα; Μπορεί να δω κάτι εκεί. Εκτέθηκα
ανεπανόρθωτα που δέχτηκα να συναντηθώ. Πως μ’ έπεισε κι εμένα ο
μαλάκας ο Τζόνι να δώσω ραντεβού. Έχε χάρη που μου στάθηκε
παλιότερα και του χρωστάω. Κι αυτή η ιστορία με τις εφημερίδες και τα
συνθηματικά λόγια… που βρίσκονται οι άνθρωποι… τελευταία ταινία που
είδαν είναι το Καζαμπλάνκα; Πως την πάτησα έτσι γαμώτο μου. Έκατσα
κι έκανα ό,τι μου ‘πε ο Τζόνι σα βλάκας… σαν να παίζω σε ταινία.
Χαλάρωσα πολύ τελευταία και θα την πατήσω. Άκου να φοράς μπλούζα
με logo της kodak και θα είσαι ο κύριος kodak κι ένα κάρο μαλακίες. Λες
και ήξερα και κανόνισα σχέδιο διαφυγής αν γίνει η στραβή! Πως το
δέχτηκα…αν είναι δυνατόν… μετά από τόσες δουλειές σ’ όλο τον κόσμο
να την πατήσω έτσι. Όχι για κανέναν δεν έπρεπε να το δεχτώ, ούτε για
τον Τζόνι! Θα τον πάρω τηλέφωνο σε πρώτη ευκαιρία να τον βρίσω… και
για τον Μητροφάνη δεν κάνω τίποτα ακόμα. Θα περιμένω να ξεκαθαρίσει
η κατάσταση πρώτα. Όχι… σίγουρα είναι όλοι στο κόλπο, αφού ακόμα
και η άσχετη μου μίλησε στο τηλέφωνο, είναι όλοι τους μπλεγμένοι. Κι
αυτή η γυναίκα, δε μπορώ να τη βγάλω απ’ το μυαλό μου. Δεν μπορώ να
τους ακολουθήσω όλους μαζί. Θα πάω να πάρω τις κάμερες και αφού δω
τι τράβηξαν θα κάνω μια βόλτα από τη φωλίτσα της Πολωνής και της
Κάτιας.»
Σελίδα 16 από 36
Συνέχισε να περπατάει γρήγορα μέχρι που έφτασε στο αυτοκίνητο.
Μόλις ξεκίνησε πήρε τηλέφωνο τον Τζόνι αλλά «ο συνδρομητής που
καλείτε δεν είναι διαθέσιμος». Εκνευρίστηκε. Πήρε τηλέφωνο το Γιώργο.
Χτύπησε μερικές φορές πριν καταλάβει ότι η ώρα ήταν περασμένη. «Έλα
αφεντικό, τι έπαθες;» ακούστηκε η νυσταγμένη και μπάσα φωνή.
«Ξέχασα τι ώρα είναι.» δικαιολογήθηκε.
«Πρώτη φορά είναι!»
«Όχι αλήθεια…»
«Εντάξει, θα πεις τώρα τι θές, ή να ξαναπέσω για ύπνο;»
«Γράψε ένα όνομα: Μητροφάνης Σταμάτης, βουλευτής μέχρι πριν
δυο χρόνια. Μάθε ό,τι μπορείς!»
«Τι εννοείς ό,τι μπορώ; Μπορώ πολλά. Εσύ μέχρι πότε τα θέλεις,
όσα μπορώ να μάθω;»
«Χθες!»
«Μες στον προγραμματισμό είσαι πάντα! Πότε να σε πάρω;»
«Θα σε πάρω εγώ.»
Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή στο βάθος, κι ο Γιώργος της
απάντησε «Τίποτα δε συμβαίνει. Κοιμήσου κι έρχομαι.»
«Θα προσπαθήσω να μην ξεχάσω την ώρα όταν σε πάρω!»
απολογήθηκε πάλι.
«Μας έπεισες» μουρμούρισε ο Γιώργος, «πάω στοίχημα ότι θα
γαμάω όταν με ξαναπάρεις»
«Όχι ειλικρινά μιλάω»
«Δεν λες ψέματα. Θα προσπαθήσεις, αλλά πάλι θα με πάρεις
βιαστικός και δε θα θυμάσαι τίποτα. Τρώγε ψάρια, στο ‘χω πει ότι
ενισχύουν τη μνήμη!»
«Η μνήμη μου είναι μια χαρά. Απλά χάνω συνέχεια την αίσθηση
του χρόνου, ξέρεις πως είναι. Διατροφή γι’ αυτό υπάρχει;» αστειεύτηκε.
«Δε θέλω να το συνεχίσω» αποκρίθηκε ο Γιώργος «καληνύχτα».
«Καληνύχτα και σε σένα, χαιρετισμούς στη Μάχη»
«Θα δώσω, καληνύχτα είπα! Γεια!» είπε και του έκλεισε το
τηλέφωνο.
Ξαναπήρε το Τζόνι… «ο συνδρομητής που καλ…».
«Που είναι ο μαλάκας, τέτοια ώρα είναι πάντα στο μαγαζί.»
σκέφτηκε. Ο Τζόνι μπορεί να ήταν ένα κάρο πράγματα, από
αμείλικτος νταβατζής μέχρι φιλοχρήματο αφεντικό της νύχτας, αλλά
πάντα σήκωνε το τηλέφωνο. Ξαναπήρε στο σταθερό του μαγαζιού. Μια
γυναικεία φωνή με το ζόρι ξεχώριζε από τη δυνατή μουσική «Αρένα,
λέγεται!»
«Τον Τζό… εεε τον Αντρέα θέλω» ξεφώνισε.
«Τον κύριο Ευαγγέλου ζητάνε» άκουσε να λένε.
«Πείτε του ότι τον ζητάει ο Μπίλι»
Σελίδα 17 από 36
«Λένε ότι τον ζητάει ο Μπίλι» μεταφέρθηκε πάλι το μήνυμα και
μετά από δυο – τρία δευτερόλεπτα ήρθε η απάντηση «Δεν έχει έρθει
απόψε ο κύριος Ευαγγέλου».
«Όταν έρθει να του πείτε να με πάρει τηλέφωνο, όποτε έρθει, ότι
ώρα και να ‘ναι.»
Μια άλλη γυναικεία φωνή βγήκε στο τηλέφωνο «Δεν θα έρθει
απόψε ο κύριος Ευαγγέλου»
«Δεν είπα απόψε, είπα όταν έρθει. Όποτε τον δείτε, να με πάρει
τηλέφωνο. Να πάρει τηλέφωνο τον Μπίλι.» Έκλεισε το τηλέφωνο
νευριασμένος. Τώρα τελευταία κι ο Τζόνι είχε μαζέψει όλα τα ξέκωλα απ’
τους δρόμους και τις έβαζε να δουλεύουν στο μαγαζί. Αφού πάλι βίζιτες
έκαναν, ποια η διαφορά; Ας διάλεγε τουλάχιστον δυο τρεις που να τους
κόβει και να μην είναι πρεζόνια!
Προσπάθησε να κινηθεί πιο γρήγορα στο φιδίσιο δρόμο που
κατέβαινε την πλαγιά, αλλά το νοικιασμένο αμάξι δεν βοηθούσε. Πότε
γλιστρούσε μπροστά και πότε πίσω, ενώ ο κινητήρας του ήταν τόσο
«σκοτωμένος» που προλάβαινες να ανάψεις τσιγάρο ανάμεσα στο
πάτημα του γκαζιού και την επιτάχυνση. Αποφάσισε να κάνει υπομονή
και να κινηθεί με πιο ασφαλείς ρυθμούς. Θα ‘θελε πολύ να έχει τη Lotus
εκεί. Θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να την οδηγεί σε αυτούς τους δρόμους.
Είχε αγοράσει την Elise πριν τέσσερα χρόνια και ήταν το μοναδικό
αυτοκίνητο που είχε κρατήσει τόσο πολύ. Ήταν επίσης το μοναδικό
αυτοκίνητο που είχε «πειράξει» εκτεταμένα, αν και δεν ήταν απαραίτητο,
γιατί το ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που το είδε στις σελίδες των
περιοδικών. Τότε δε πίστευε ποτέ ότι θα μπορέσει να το οδηγήσει, πόσο
μάλλον να το αποκτήσει κι έτσι όταν μετά από χρόνια την πάρκαρε για
πρώτη φορά στο σπίτι του ξεχάστηκε για δυο ώρες να την κοιτάει και να
την χαϊδεύει λες κι ήταν γυναίκα. Ποτέ δεν χόρταινε να το οδηγεί αυτό το
αυτοκίνητο. Πολλές φορές είχε σκεφτεί ότι αν ήταν να σκοτωθεί σε
τροχαίο θα ήθελε να είναι μέσα σε αυτό.
Έφτασε στο Νημποριό και πέρασε μπροστά από τα μπαράκια
στην παραλία που δεν είχαν πάνω από δυο τρεις παρέες. Άφησε το αμάξι
στο παρκινγκ μετά την παραλία και ξεκίνησε περπατώντας για την
πλατεία που το απόγευμα είχε συναντήσει τον «μπάτλερ». Δεν μπορούσε
ακόμα να καταλάβει τι παιζόταν. Περπατούσε στο, χωρίς κόσμο πια,
καλντερίμι κι έφερνε στο μυαλό του τις πληροφορίες που είχε για το
στόχο. Σίγουρα δεν φαινόταν να είναι στόχος των διακοσίων χιλιάδων
ευρώ. Δεν είχε ιδιαίτερη ασφάλεια και θα μπορούσε να τον ξεκάνει κι ένας
μπράβος για τριάντα χιλιάρικα. Ακόμα και οι καταθέσεις στο εξωτερικό,
τουλάχιστον όπως παρουσιάζονταν στις διαφάνειες που του έδωσαν δεν
άξιζαν τον κόπο. Προφανώς κάποιος θα διαχειρίζονταν μια περιουσία
που δεν ήθελε να μαθευτεί. Αν ήταν έτσι κι ο Γιώργος θα δυσκολευόταν
Σελίδα 18 από 36
να βρει κάτι. Ούτε πολιτικός στόχος ήταν γιατί δεν θα τους πείραζε να
είναι νεκρός, χώρια που πριν δυο χρόνια που έγιναν εκλογές δεν μπήκε
καν στο ψηφοδέλτιο του κόμματος που υποστήριξε για είκοσι χρόνια. Είχε
τερματιστεί η πολιτική του καριέρα από τους ίδιους που τον προώθησαν
τόσα χρόνια. Όταν έσκασε η φούσκα των δανείων της χώρας δεν την
πλήρωσαν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μισθωτοί – μικρομεσαίοι.
Άνθρωποι των κομμάτων που χρόνια έκαναν όλες τις βρωμοδουλειές, με
το αζημίωτο βέβαια, για να συνεχίζουν κάποιοι να εκλέγονται, βρέθηκαν
ξαφνικά χωρίς αντικείμενο, αφού δεν μπορούσαν πλέον να βολέψουν
κανένα και εκπροσωπούσαν ένα πολιτικό σύστημα που κανείς δεν ήθελε
να στηρίξει ή να χρησιμοποιήσει. Το άξιζαν βέβαια και με το παραπάνω
αυτό που έπαθαν αλλά όπως αποδείχτηκε ήταν προετοιμασμένοι. Για
κάθε μπλεγμένο πολιτευτή αμαυρώθηκε η φήμη ενός ακόμα εκλεγμένου
εκπροσώπου τουλάχιστον. Ακόμα κι αδέρφια προδόθηκαν μεταξύ τους
προσπαθώντας να ρίξουν ο ένας την ευθύνη στον άλλο.
Πλησίασε προσεκτικά στην έρημη πλέον πλατεία. Προχώρησε με
σταθερά βήματα και μάζεψε τις κάμερες. Δεν ήταν κανένα σπουδαίο
σύστημα παρακολούθησης, απλές κάμερες μπρελόκ προσαρμοσμένες
σε συσκευασία ώστε να μην διακρίνονται, αλλά τη δουλειά τους την
έκαναν. Τις είχε βάλει γι’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση που κάτι θα
πήγαινε στραβά. Καθώς δεν έδιναν ζωντανή εικόνα σε κάποιον
απομακρυσμένο σταθμό μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για εκ
των υστέρων εξέταση του χώρου και των γεγονότων. Γέλασε
παρατηρώντας πως ακόμα και στη σκέψη του μερικές φορές
χρησιμοποιούσε ξύλινη γλώσσα, απομεινάρι της εποχής που έγραφε τα
μεταπτυχιακά του. Η γραπτή έκφραση πάντα του δημιουργούσε
πρόβλημα και θυμόταν όλους τους καθηγητές ή υπεύθυνους με κάποιο
τρόπο για τη δουλειά του, να του λένε «ναι ρε Παύλο, σωστό είναι, δίκιο
έχεις, αλλά έτσι όπως το γράφεις, μόνο εσύ το καταλαβαίνεις». Έτσι
στρώθηκε να διαβάζει οικονομικές εφημερίδες και εκδόσεις του
επιμελητηρίου, του ΤΕΕ και οτιδήποτε άλλο με ξερή, τυπική γλώσσα για
να μάθει κι αυτός να γράφει το ίδιο. Τα κατάφερε, δυστυχώς όμως
επηρεάστηκε κι ο προφορικός του λόγος, γεγονός που μισούσε. Πάντα
τον εκνεύριζε να ακούει να μιλάνε άλλοι με την αυστηρή τυπική γλώσσα,
πόσο μάλλον όταν το έκανε ο ίδιος!
Πήρε προβληματισμένος το δρόμο προς το πάρκινγκ που
περνούσε από το κέντρο της Χώρας. Τα τελευταία δεδομένα γυρνούσαν
πάλι στο μυαλό του και τον μπέρδευαν. Όπως περνούσε πάλι από την
πλατεία, θυμήθηκε τις διακοπές του στο νησί πριν χρόνια. Σαν να είδε τον
Πέτρο να τρέχει ανάμεσα στα άδεια τραπεζάκια και τη Νίκη να τον
κυνηγάει. Ένιωσε πάλι τα μάτια του υγρά. Τον τελευταίο καιρό του
΄ρχονταν πολύ έντονες οι μνήμες του παρελθόντος και είχε
Σελίδα 19 από 36
συναισθηματικά ξεσπάσματα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί.
Εννοείται πως ο χρόνος τα σβήνει όλα με τη μεγάλη γόμα της λήθης.
Ίσως να ‘χε δίκιο η Μιλένα που του έλεγε ότι δεν είναι άδεια η ψυχή του
όπως νόμιζε. «Καημένη Μιλένα… δεν έζησες να δεις την ευγενική ψυχή
μου να εκδικείται!» σκέφτηκε ακόμα πιο θλιμμένα και κοίταξε τα τελευταία
μαγαζιά που έκλειναν μέσα από τη θαμπάδα των δακρυσμένων ματιών
του.
Ίσως να είχε και να έπρεπε να δώσει χαρά και αγάπη και να μην το
καταλάβαινε ή δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Το είχε σκεφτεί πολλές φορές
και δεν μπορούσε να καταλάβει πως ένας άνθρωπος σαν την αφεντιά του
έδινε τόσο καλή εντύπωση στους γύρω του, παρόλο που ήξεραν ποιος
ήταν. Μπορεί να ήταν οι καλοί του τρόποι, η ευγένεια και η ειλικρίνειά του.
Ήταν γεγονός ότι σπάνια έλεγε ψέματα, σχεδόν ποτέ. Θεωρούσε όμως
πιο πιθανό το φόβο. Απλά τον φοβόταν και το έπαιζαν καλοί μαζί του.
«Απ’ το να σε λυπούνται, πιο καλά είναι να σε φοβούνται!» σκέφτηκε και
χαμογέλασε αυτάρεσκα. Ναι, δεν θα έδινε ποτέ και σε κανέναν λόγο για
να τον λυπηθεί. Επιτάχυνε το βήμα του: «Αυτός ο Μητροφάνης είναι
παρελθόν. Κι αν δυο λούγκρες με τα ξεκωλά τους θέλουν μπελάδες, θα
τους έχουν… στον άλλο κόσμο!!» σκέφτηκε θριαμβευτικά και γέλασε
δυνατά. Ένας ζαχαροπλάστης, που έκλεινε το μαγαζί του, τον κοίταξε
απορημένος ή και φοβισμένος.
«Σερβίρεις ακόμα;»
«Ννναι, ναι… πως!»
«Θέλω ένα προφιτερόλ κι ένα διπλό εσπρέσο για το δρόμο.»
«Για τον καφέ… θέλει ένα τέταρτο να ζεσταθεί η μηχανή.»
«Θα περιμένω» απάντησε ο Παύλος και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι
έξω, στο πεζοδρόμιο. Πραγματικά ήθελε ένα γλυκό εκείνη τη στιγμή.
Μέχρι να φέρει ο παππούς το προφιτερόλ τον διαπέρασε το κρύο,
κοίταξε μέσα και τον είδε να ξανανάβει όλα τα φώτα. Είχε βάλει αέρα,
βοριά, και η θερμοκρασία έπεφτε συνεχώς. Μπήκε στο ζαχαροπλαστείο
και κοιτούσε τον ιδιοκτήτη. Ακόμα και τέτοια ώρα, και τόσο απρόσμενα
και βεβιασμένα, πρώτα φόρεσε αργά την ποδιά και μετά έπιασε να βγάλει
το προφιτερόλ από το ψυγείο. Του άρεσαν οι άνθρωποι που ήταν
λεπτολόγοι στη δουλειά τους. Ο παππούς ξανακοίταξε γύρω στο μαγαζί
να βεβαιωθεί πως άναψαν όλα τα φώτα που έπρεπε και ήρθε να του
καθαρίσει το τραπέζι.
«Όλα καλά;»
«Τώρα που βρήκα γλυκό και καφέ, όλα είναι τέλεια! Συγνώμη για
την ώρα αλλά …»
«Δεν πειράζει. Αν το ζητάς το γλυκό και τον καφέ, έχεις λόγο να το
ζητάς! Κι εγώ στο δίνω. Αν ζητούσα λόγο απ’ τον καθένα που έρχεται
Σελίδα 20 από 36
αργά για καφέ, ή νωρίς για ποτό, ή τρώει το γλυκό πριν το σάντουιτς, θα
‘μουν ψυχίατρος! Αυτοί δεν είναι που ρωτάν τέτοια χαζά; Αυτοί είναι!»
«Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν σε πάρουν τηλέφωνο στις τρεις τη
νύχτα για να σου ζητήσουν προφιτερόλ θα έρθεις να το σερβίρεις ή θα
τους βρίσεις;»
«Θα ΄ρθω πως δε θα ‘ρθω! Ο φαρμακοποιός πως έρχεται!»
«Ναι, αλλά το φάρμακο είναι επείγον, το γλυκό δεν είναι!»
«Για να ρίξει ο άλλος τα μούτρα του και να σε πάρει στις τρεις τη
νύχτα, επείγον είναι και το γλυκό. Αλλά το γλυκό τυχαίνει επείγον μια στα
δέκα χρόνια, ενώ το φάρμακο τρεις τη βδομάδα. Έτσι ο φαρμακοποιός
απέναντι που ‘ναι μόνος στο νησί, πουλάει το φάρμακο χίλια τις εκατό
απάνω κι εγώ πουλάω το γλυκό εκατό τις εκατό. Κι ο φαρμακοποιός έχει
δυο πολυκατοικίες στο Ψυχικό κι εγώ ένα πατρικό στη χώρα και δε
μπορώ να πληρώσω την εφορία και να φτιάξω τα υδραυλικά που
τρέχουν.»
«Και πάλι δεν είναι τόσο απλά, αλλά κάτι ξέρεις εσύ! Πως πήγε η
σεζόν; Από δουλειά εννοώ.»
«Θα τη βγάλουμε και φέτος. Άμα είσ’ απίκο απ’ το πρωί μέχρι το
βράδυ και τα κάνεις όλα μόνος σου… βγαίνεις. Αλλιώς…δύσκολα! Κάτσε
να σου φέρω το προφιτερόλ, γι’ αυτό δεν ήρθες;»
«Εντάξει, φερ’ το.»
Στην πραγματικότητα ο Παύλος είχε ξεχάσει το γλυκό. Του άρεσε η
κουβέντα με τον παππού. Είχε γούστο να τον ακούς. Βέβαια, διαπίστωσε
παράλληλα ότι δύσκολα θα έπινε εσπρέσο της προκοπής, αλλά δεν
ήθελε να τον κακοκαρδίσει αλλάζοντας την παραγγελία στο γνωστό και
αξιόπιστο νες. Υπολόγισε την ηλικία του πάνω από εξήντα. «Σίγουρα δε
θα πιω εσπρέσο απόψε!» ξανασκέφτηκε.
«Ορίστε!» ακούμπησε το τεράστιο μπολ με το εντυπωσιακό γλυκό
μπροστά του, «φτιάχνω και τον καφέ, για έξω είπες, ε;»
«Ναι, για το δρόμο» απάντησε ο Παύλος και δοκίμασε το γλυκό,
«πο πο μάγκα μου, έχω χρόνια να φάω τέτοιο προφιτερόλ, μόνος σου το
φτιάχνεις;»
«Όπως και ό,τι άλλο υπάρχει στο μαγαζί. Αν δεν τα κάνεις όλα
μόνος σου δε βγαίνεις!» και συνέχισε «Ζάχαρη θα βάλεις εσύ;»
«Βάλε μια κοφτή κουταλιά.»
Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε πάει έντεκα και μισή. Έφαγε
βιαστικά το γλυκό του. Ο καφές είχε αρωματίσει όλο το μαγαζί και άρχισε
να ανατρέπει την δυσπιστία του για τον καφέ που θα έφτιαχνε ο
παππούς. Τη λάτρευε αυτή τη μυρωδιά. Άφησε δέκα ευρώ στο τραπεζάκι
που καθόταν και στάθηκε στον απέναντι πάγκο την ώρα που ο παππούς
έβαζε το καπάκι στο χάρτινο ισοθερμικό ποτηράκι του καφέ «Άργησα!
Δέκα ευρώ φτάνουν;»
Σελίδα 21 από 36
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1
Jacket 1

More Related Content

What's hot

διαφορετικό τέλος στο παραμύθι
διαφορετικό τέλος στο παραμύθιδιαφορετικό τέλος στο παραμύθι
διαφορετικό τέλος στο παραμύθιEmytse66
 
Η παραμυθοσαλάτα μας
Η παραμυθοσαλάτα μαςΗ παραμυθοσαλάτα μας
Η παραμυθοσαλάτα μαςxripappa
 
Προλήψεις - COMENIUS PROJECT
Προλήψεις - COMENIUS PROJECTΠρολήψεις - COMENIUS PROJECT
Προλήψεις - COMENIUS PROJECTD K
 
Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, ΕρωτόκριτοςΒιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, ΕρωτόκριτοςAntonis Vrentzos
 
Karistiani ppoint
Karistiani ppointKaristiani ppoint
Karistiani ppointThe Auntie
 
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου ΚαζαντζάκηΓευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου ΚαζαντζάκηMarilia
 
Riko kai oskar
Riko kai oskarRiko kai oskar
Riko kai oskarstevra
 
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνη
μικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνημικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνη
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνηTheodoros Vavouras
 
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ ΛυκείουΟι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ ΛυκείουEleni Vakana
 
η τιμη και το χρημα ολοκληρο
η τιμη και το χρημα  ολοκληροη τιμη και το χρημα  ολοκληρο
η τιμη και το χρημα ολοκληροEleni Kots
 
Τα αστέρια της Ευρώπης
Τα αστέρια της ΕυρώπηςΤα αστέρια της Ευρώπης
Τα αστέρια της ΕυρώπηςΑννα Παππα
 

What's hot (17)

ΠΑΡΑΜΥΘΟΣΑΛΑΤΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΟΣΑΛΑΤΑΠΑΡΑΜΥΘΟΣΑΛΑΤΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΟΣΑΛΑΤΑ
 
διαφορετικό τέλος στο παραμύθι
διαφορετικό τέλος στο παραμύθιδιαφορετικό τέλος στο παραμύθι
διαφορετικό τέλος στο παραμύθι
 
Η παραμυθοσαλάτα μας
Η παραμυθοσαλάτα μαςΗ παραμυθοσαλάτα μας
Η παραμυθοσαλάτα μας
 
ο Βάνκας
ο Βάνκαςο Βάνκας
ο Βάνκας
 
Προλήψεις - COMENIUS PROJECT
Προλήψεις - COMENIUS PROJECTΠρολήψεις - COMENIUS PROJECT
Προλήψεις - COMENIUS PROJECT
 
Erotokritos _ Arvanta
Erotokritos _ ArvantaErotokritos _ Arvanta
Erotokritos _ Arvanta
 
Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, ΕρωτόκριτοςΒιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
 
Karistiani ppoint
Karistiani ppointKaristiani ppoint
Karistiani ppoint
 
φωτα ολοφωτα
φωτα ολοφωταφωτα ολοφωτα
φωτα ολοφωτα
 
22 παραμυθια
22 παραμυθια22 παραμυθια
22 παραμυθια
 
Cuba
CubaCuba
Cuba
 
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου ΚαζαντζάκηΓευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη
 
Riko kai oskar
Riko kai oskarRiko kai oskar
Riko kai oskar
 
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνη
μικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνημικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνη
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνη
 
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ ΛυκείουΟι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
 
η τιμη και το χρημα ολοκληρο
η τιμη και το χρημα  ολοκληροη τιμη και το χρημα  ολοκληρο
η τιμη και το χρημα ολοκληρο
 
Τα αστέρια της Ευρώπης
Τα αστέρια της ΕυρώπηςΤα αστέρια της Ευρώπης
Τα αστέρια της Ευρώπης
 

Viewers also liked

Viewers also liked (14)

SoT Recruitment Bootcamp - John Clegg, Sept 2015
SoT Recruitment Bootcamp - John Clegg, Sept 2015SoT Recruitment Bootcamp - John Clegg, Sept 2015
SoT Recruitment Bootcamp - John Clegg, Sept 2015
 
New microsoft office power point presentation
New microsoft office power point presentationNew microsoft office power point presentation
New microsoft office power point presentation
 
Ind 3863 slide
Ind 3863 slideInd 3863 slide
Ind 3863 slide
 
Biology - Chapter 1.1
Biology -  Chapter 1.1Biology -  Chapter 1.1
Biology - Chapter 1.1
 
Summer of Tech Profile Masterclass 2015
Summer of Tech Profile Masterclass 2015Summer of Tech Profile Masterclass 2015
Summer of Tech Profile Masterclass 2015
 
Communication Skills Bootcamp - Bernie White SoT2015
Communication Skills Bootcamp - Bernie White SoT2015Communication Skills Bootcamp - Bernie White SoT2015
Communication Skills Bootcamp - Bernie White SoT2015
 
Профориентация в ДДТ
Профориентация в ДДТПрофориентация в ДДТ
Профориентация в ДДТ
 
Abc
AbcAbc
Abc
 
ПрофиКвест
ПрофиКвестПрофиКвест
ПрофиКвест
 
Interview Skills Bootcamp - Bernie White, SoT2015
Interview Skills Bootcamp - Bernie White, SoT2015Interview Skills Bootcamp - Bernie White, SoT2015
Interview Skills Bootcamp - Bernie White, SoT2015
 
konsep hutch tree kosyan
konsep hutch tree kosyankonsep hutch tree kosyan
konsep hutch tree kosyan
 
Sistemas microprogramables
Sistemas microprogramablesSistemas microprogramables
Sistemas microprogramables
 
15a introdução a geração
15a introdução a geração15a introdução a geração
15a introdução a geração
 
The Power of Data Driven Decisions in K12
The Power of Data Driven Decisions in K12The Power of Data Driven Decisions in K12
The Power of Data Driven Decisions in K12
 

Similar to Jacket 1

Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com
Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com
Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com Hélène Kémiktsi
 
Πολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλου
Πολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλουΠολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλου
Πολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλουMaraki1972
 
ο Θησαυρος της Βαγιας
ο Θησαυρος της Βαγιαςο Θησαυρος της Βαγιας
ο Θησαυρος της Βαγιαςthink Family vacation
 
Παραμύθι για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο
Παραμύθι για την Ασφάλεια στο ΔιαδίκτυοΠαραμύθι για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο
Παραμύθι για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυοgymagias
 
Jacket 3
Jacket 3Jacket 3
Jacket 3bar1734
 
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
Ένα παιδί μετράει τ’ άστραΈνα παιδί μετράει τ’ άστρα
Ένα παιδί μετράει τ’ άστραΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
 
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.zohsschool
 
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.zohsschool
 
Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)
Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)
Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)Eirini Mousiadou
 
My own lighthouse (story show)(b'1)
My own lighthouse (story show)(b'1)My own lighthouse (story show)(b'1)
My own lighthouse (story show)(b'1)dbatsi
 
Ο Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του ΤρακΟ Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του ΤρακSykoFantiS
 
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Eleni Kots
 
Ta kokkina-papoutsia
Ta kokkina-papoutsiaTa kokkina-papoutsia
Ta kokkina-papoutsiagvlachos
 
ο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοί
ο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοίο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοί
ο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν ΣαλοίΒατάτζης .
 
Η Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσει
Η Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσειΗ Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσει
Η Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσειssuser970bbc
 
Το αρμυρίκι και το όνειρο του
Το αρμυρίκι και το όνειρο τουΤο αρμυρίκι και το όνειρο του
Το αρμυρίκι και το όνειρο τουssuser970bbc
 

Similar to Jacket 1 (20)

Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com
Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com
Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ήλιος του θανάτου – http://www.projethomere.com
 
ΤΑ ΡΕΣΤΑ.pdf
ΤΑ ΡΕΣΤΑ.pdfΤΑ ΡΕΣΤΑ.pdf
ΤΑ ΡΕΣΤΑ.pdf
 
Πολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλου
Πολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλουΠολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλου
Πολύχρωμες περιπέτειες ενός άχρωμου καπέλου
 
ο Θησαυρος της Βαγιας
ο Θησαυρος της Βαγιαςο Θησαυρος της Βαγιας
ο Θησαυρος της Βαγιας
 
Παραμύθι για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο
Παραμύθι για την Ασφάλεια στο ΔιαδίκτυοΠαραμύθι για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο
Παραμύθι για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο
 
Jacket 3
Jacket 3Jacket 3
Jacket 3
 
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
Ένα παιδί μετράει τ’ άστραΈνα παιδί μετράει τ’ άστρα
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
 
Το συναχωμένο ηφαίστειο...
Το συναχωμένο ηφαίστειο...Το συναχωμένο ηφαίστειο...
Το συναχωμένο ηφαίστειο...
 
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
 
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.
 
γράμμα λύκου 31.03
γράμμα λύκου 31.03γράμμα λύκου 31.03
γράμμα λύκου 31.03
 
Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)
Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)
Παίζουμε ποίηση; (επιμέλεια: Μουσιάδου Ειρήνη, Σεπτέμβρης 2014)
 
My own lighthouse (story show)(b'1)
My own lighthouse (story show)(b'1)My own lighthouse (story show)(b'1)
My own lighthouse (story show)(b'1)
 
Ο Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του ΤρακΟ Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του Τρακ
 
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
 
Ta kokkina-papoutsia
Ta kokkina-papoutsiaTa kokkina-papoutsia
Ta kokkina-papoutsia
 
ο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοί
ο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοίο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοί
ο Τρελλογιάννης της Αθήνας και Xαραλάμπης οι διά Χριστόν Σαλοί
 
Η Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσει
Η Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσειΗ Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσει
Η Ροδούλα που δεν ήθελε να σπάσει
 
Το αρμυρίκι και το όνειρο του
Το αρμυρίκι και το όνειρο τουΤο αρμυρίκι και το όνειρο του
Το αρμυρίκι και το όνειρο του
 
Το ποδήλατο και το αερόστατο...
Το ποδήλατο και το αερόστατο...Το ποδήλατο και το αερόστατο...
Το ποδήλατο και το αερόστατο...
 

Recently uploaded

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdfΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdfssuserf9afe7
 
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΜαρία Διακογιώργη
 
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptxΜοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx36dimperist
 
Διαχείριση χρόνου παιδιών
Διαχείριση χρόνου                    παιδιώνΔιαχείριση χρόνου                    παιδιών
Διαχείριση χρόνου παιδιώνDimitra Mylonaki
 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docxΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docxAreti Arvithi
 
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίεςΕπιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίεςΜαρία Διακογιώργη
 
Οι στόχοι των παιδιών
Οι στόχοι των                       παιδιώνΟι στόχοι των                       παιδιών
Οι στόχοι των παιδιώνDimitra Mylonaki
 
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή ΑυτοκρατορίαΗ Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορίαeucharis
 
Ξενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptx
Ξενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptxΞενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptx
Ξενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptxDimitraKarabali
 
Δημιουργία εφημερίδας .pdf
Δημιουργία εφημερίδας                       .pdfΔημιουργία εφημερίδας                       .pdf
Δημιουργία εφημερίδας .pdfDimitra Mylonaki
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptxΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptxtheologisgr
 
Σχολικός εκφοβισμός
Σχολικός                             εκφοβισμόςΣχολικός                             εκφοβισμός
Σχολικός εκφοβισμόςDimitra Mylonaki
 
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptxΕκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx7gymnasiokavalas
 
Οδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdf
Οδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdfΟδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdf
Οδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdfIrini Panagiotaki
 
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...Areti Arvithi
 
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας ΆρταςΠαρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρταςsdeartas
 
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptxΕκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx36dimperist
 
Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.
Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.
Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.Michail Desperes
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docxΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docxtheologisgr
 

Recently uploaded (20)

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdfΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
 
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
 
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptxΜοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
 
Διαχείριση χρόνου παιδιών
Διαχείριση χρόνου                    παιδιώνΔιαχείριση χρόνου                    παιδιών
Διαχείριση χρόνου παιδιών
 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docxΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
 
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίεςΕπιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
 
Λαπμπουκ .pdf
Λαπμπουκ                                                    .pdfΛαπμπουκ                                                    .pdf
Λαπμπουκ .pdf
 
Οι στόχοι των παιδιών
Οι στόχοι των                       παιδιώνΟι στόχοι των                       παιδιών
Οι στόχοι των παιδιών
 
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή ΑυτοκρατορίαΗ Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
 
Ξενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptx
Ξενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptxΞενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptx
Ξενάγηση στο ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων.pptx
 
Δημιουργία εφημερίδας .pdf
Δημιουργία εφημερίδας                       .pdfΔημιουργία εφημερίδας                       .pdf
Δημιουργία εφημερίδας .pdf
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptxΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
 
Σχολικός εκφοβισμός
Σχολικός                             εκφοβισμόςΣχολικός                             εκφοβισμός
Σχολικός εκφοβισμός
 
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptxΕκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
 
Οδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdf
Οδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdfΟδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdf
Οδηγίες για τη δημιουργία Flashcard με το Quizlet.pdf
 
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
 
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας ΆρταςΠαρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
 
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptxΕκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
 
Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.
Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.
Σχέδιο Μικρο-διδασκαλίας στη Γεωγραφία.
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docxΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
 

Jacket 1

  • 1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. «Έπρεπε να ΄χα πάρει μπουφάν» σκέφτηκε, και σηκώθηκε από το πέτρινο λευκό παγκάκι. Αν και αργά το Σεπτέμβρη, το νησί γέμιζε ακόμα τα Σαββατοκύριακα και ειδικά τώρα, η χώρα μάζευε τον περισσότερο κόσμο. Κοίταξε πάλι γύρω του και διαπίστωσε ότι ήταν ο μοναδικός με κοντομάνικα. Όταν τύπωνε το συμφωνημένο μήνυμα «KODAK» στο μπλουζάκι, ήταν στην Αθήνα και δεν έλαβε υπόψη τον καιρό. Τώρα είχε ξεπαγιάσει και το άτομο που περίμενε δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Πιθανόν να έλεγχε την περίμετρο, όπως και ο ίδιος άλλωστε, από χθες το βράδυ και μισή ώρα πριν, σήμερα. Περπάτησε προς τον «Αφανή Ναύτη» και τσέκαρε τις κάμερες που είχε βάλει για παρακολούθηση του χώρου, ένα παλιό πακέτο τσιγάρα, ένα κουτάκι Coca-Cola κι ένα γύψινο εξόγκωμα κάτω από το περβάζι. Αυτή η τελευταία δεν έπαιρνε τίποτα εδώ και ώρα. Μια τύπισσα είχε θρονιαστεί μπροστά στο περβάζι στο συγκεκριμένο σημείο και όταν δε μιλούσε στο κινητό τραβούσε φωτογραφίες. Έπρεπε παρόλα αυτά να παραδεχτεί… ήταν ωραία γυναίκα. Με τα τακούνια ξεπερνούσε το 1,80, πληθωρική όσο του άρεσε, ψηλά πόδια, μαύρα ίσια μαλλιά και φορούσε εφαρμοστό τζιν παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο επιμελώς ξεκούμπωτο μέχρι τη διακόσμηση του σουτιέν κι ένα μακρύ ριχτό ασύμμετρο πανωφόρι που ο αέρας κολλούσε πάνω της. Αναμφίβολα ήταν η πιο εντυπωσιακή παρουσία στη πλατεία. Δεν μπορούσε παρόλα αυτά να διακρίνει τα μάτια της. Ξανακοίταξε τριγύρω. Καμία κίνηση προς το μέρος του. Είχαν περάσει πέντε λεπτά από την ώρα του ραντεβού και ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι καθυστερήσεις, στην πραγματικότητα τις μισούσε. Ειδικά στη δουλειά του ήταν απαγορευτικές. «Δουλειά» σκέφτηκε και χαμογέλασε. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να δει τα μάτια της γυναίκας στο περβάζι μπροστά στην κάμερα. Φορούσε γυαλιά ηλίου και επιπλέον ήταν γυρισμένη προς το βορρά, κοιτούσε στο Νημποριό. Πέρασε άλλο ένα λεπτό. Άρχισε να εκνευρίζεται. Έβρισε από μέσα του, σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή και την πλησίασε. Θα της ζητούσε να κάνει άκρη για να βγάλει και καλά μια φωτογραφία. Αν ήταν τυχερός θα διέκρινε τα μάτια της. Την ώρα που σχεδόν την ακούμπησε διέκρινε με την άκρη του ματιού του έναν μεσήλικα με μια εφημερίδα να κοιτάει γύρω του. «Αυτός πρέπει να είναι» σκέφτηκε. Έβρισε πάλι από μέσα του. Ο άνθρωπος φαινόταν φοβισμένος σαν μωρό παιδί, περπατούσε σαν βρεγμένη γάτα και ήταν ντυμένος σαν άγγλος μπάτλερ, φορούσε ακόμα και παπιγιόν, προς Θεού, σ’ ένα χώρο γεμάτο τουρίστες. Μ’ άλλα λόγια ξεχώριζε σαν τη μύγα στο γάλα. Σελίδα 1 από 36
  • 2. Ξεκρέμασε τη φωτογραφική από το λαιμό, την ακούμπησε στο πεζούλι του αγάλματος και κάθισε δίπλα. Ο «σύνδεσμος» τον είδε, κοίταξε γύρω και ήρθε και κάθισε δίπλα του. «Are you Mr. Kodak?» ρώτησε με τέλεια προφορά αλλά φωνή που έτρεμε. «You can call me whatever you want. You ‘ll never see me again anyway!» ήρθε η απάντηση από τον Παύλο που έδειξε τη μηχανή, ήταν μια αναλογική Kodak. Ο τυπάκος με τη γραβάτα άνοιξε την εφημερίδα, ήταν το «ΒΗΜΑ». «Κοίτα στη θήκη του φιλμ. Έχεις δέκα λεπτά!» του είπε ο Παύλος και φεύγοντας άρπαξε την εφημερίδα. Περπάτησε γρήγορα στο καλντερίμι προσπερνώντας τους τουρίστες μέχρι που έφτασε στη πλατεία Καΐρη. Μείωσε ρυθμό και έβγαλε το κινητό. Κάλεσε ένα νούμερο και είπε «Φύγε. Θα σε πάρω εγώ. Μάλλον μεθαύριο, χιλιάρικο την ώρα.» Έστριψε ξαφνικά σ’ ένα στενό δεξιά, μπήκε στην αυλή ενός παρατημένου σπιτιού και προχώρησε στην πίσω πλευρά που δεν φαινόταν από το καλντερίμι. Πήρε από μια γωνία το σακίδιο που είχε κρύψει νωρίτερα, έχωσε μέσα την εφημερίδα, ξεντύθηκε, έβγαλε την περούκα, το μούσι και πλύθηκε με εμφιαλωμένο νερό και σαπούνι από το σακίδιο για να φύγει το μακιγιάζ. Φόρεσε τα ρούχα που είχε στο σακίδιο, ευτυχώς ήταν πιο ζεστά και έβγαλε ένα καθρεφτάκι για να ελέγξει το πρόσωπό του. Είχε καθαρίσει καλά. Κοίταξε το ρολόι του, είχε δύο ακόμα λεπτά, μάζεψε τα παλιά ρούχα σε μια σακούλα απορριμμάτων, φόρεσε το σακίδιο στην πλάτη και βγήκε πάλι στο καλντερίμι. Κατηφόρισε προς τη θάλασσα και κάλεσε ένα άλλο νούμερο αυτή τη φορά από ένα καρτοκινητό. «How are you today Mr kodak» ακούστηκε η απάντηση με την ίδια τέλεια προφορά αλλά διαφορετική φωνή, προφανώς γυναικεία. «Προτιμώ ελληνικά» απάντησε ο Παύλος και συνέχισε «Την επόμενη φορά που θα υπάρξει οποιαδήποτε καθυστέρηση, η συμφωνία μας χαλάει. Αντιληπτό;» «Loud and clear» απάντησε η γυναίκα στο τηλέφωνο. «Τα στοιχεία είναι στην εφημερίδα που κρατάτε και το μισό της αμοιβής σας κατατέθηκε όπως συμφωνήθηκε. Αναμένω αντίστοιχα αποτελέσματα.» «Και θα τα έχετε το πολύ σ’ ένα μήνα! Δεν θα μπορέσετε να με ξαναβρείτε από ‘δω και πέρα. Αν χρειαστεί κάτι, θα επικοινωνήσω εγώ.» αποκρίθηκε ο Παύλος και έκλεισε. Πέταξε τη συσκευή στη θάλασσα και συνέχισε για το παρκινγκ. Περπάτησε πέντε λεπτά ακόμα και έφτασε στο αυτοκίνητο. «Ώρα για φαΐ» σκέφτηκε, μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά. Καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει περίεργα και όμορφα χρώματα. Χρώματα που σκάλισαν τη μνήμη του και βγήκαν γέλια και φιλιά σε παραλίες, μάτια γεμάτα νόημα Σελίδα 2 από 36
  • 3. και αισθήματα, μυρωδιές αγαπημένες και… σταμάτησε, έκλεισε τα μάτια και ξεροκατάπιε, σκέφτηκε λεφτά, διορίες, τράπεζες, συμβόλαια και συνήλθε. Δεν ήταν, πλέον, συναισθηματικός, μα τον είχε κιόλας λούσει ο ιδρώτας. Σκούπισε το μέτωπο με την ανάστροφη του χεριού του. Κάποιος ήδη τον κόρναρε, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου. Σήκωσε το χέρι σε χειρονομία συγνώμης και ξανάβαλε μπροστά το νοικιασμένο Fiat. Ξεκίνησε πάλι για Στραπουριές, όπου του είπαν ότι θα φάει τη γνήσια «φρουτάλια». Τελευταία φορά που την παρήγγειλε του σέρβιραν ομελέτα με πατάτες και λουκάνικα χειρότερη από αυτή που έκανε μόνος του. Είχε ξανάρθει στην Άνδρο και πάντα είχε μείνει ικανοποιημένος από το φαγητό, εκτός από αυτή την τοπική ομελέτα που ήθελε να δοκιμάσει. Ανεβαίνοντας το στενό με συνεχόμενες στροφές δρόμο, καθώς βρισκόταν στην ανατολική πλαγιά, το φως έπεφτε γρήγορα. Έφτασε στον οικισμό με τα λιγοστά σπίτια, έκοψε ταχύτητα και προχωρούσε κοιτώντας δεξιά. Διέκρινε το μαγαζί στο βάθος του στενού δρόμου, προχώρησε άλλα εκατό μέτρα και πάρκαρε σ’ ένα πλάτωμα. Πέταξε τη σακούλα απορριμμάτων στον κάδο δίπλα στο αμάξι, πήρε το σακίδιο και προχώρησε περπατώντας για την ταβέρνα. Το μέρος ήταν πολύ ήσυχο και απομονωμένο για να αισθάνεται άβολα. Στην πραγματικότητα, φαινόταν ξεχασμένο από τον κόσμο. Δυο κατσίκια βοσκούσαν στο στενό δρομάκι και μάλλον το παρατημένο Volkswagen στη γωνία στο τέλος της ασφάλτου είχε γίνει κοτέτσι. Κάπου στο βάθος ακουγόταν μια φωνή που μάζευε τις κότες και ακόμα πιο μακριά, προφανώς από άλλο χωριό, ακούστηκε η καμπάνα του εσπερινού. Ένα φορτηγό ανέβαινε την πλαγιά… με το ζόρι απ’ ό,τι ακουγόταν. Δεν έδωσε σημασία, είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου, σ΄ αυτό που εννοείται ότι ήταν ταβέρνα. Την εμπορική υπόσταση του χώρου πρόδιδε μόνο μια πινακίδα στην είσοδο, τα πολλά φώτα και τα στριμωγμένα τραπεζάκια στην αυλή. Πέρασε την «πόρτα» και διάλεξε ένα γωνιακό τραπέζι, κάθισε και άρχισε να παρατηρεί το χώρο. Το μέρος δεν ήταν σκεπασμένο, αλλά υπήρχε μια κρεβατίνα που η μισή ήταν καλυμμένη με ένα κλήμα και η άλλη μισή δεμένη με ένα σκουροπράσινο κισσό που φαινόταν σαν τοίχος. Ο κισσός είχε καταλάβει και την βορινή πλευρά της αυλής κατεβαίνοντας μπλεγμένος στο παλιό φράχτη μέχρι το έδαφος. Το κλήμα είχε πρόσφατα τρυγηθεί και ευτυχώς, γιατί μπορούσε να φανταστεί τι θα γινόταν εκεί από σφήκες και κουνούπια πριν τον τρύγο. Όλα τα σπίτια τριγύρω ήταν χαμηλά και είχαν χτιστεί άναρχα με συνεχόμενες προσθήκες. Αν ίσχυε ό,τι και στα αντίστοιχα χωριά του τόπου του, τα περισσότερα τέτοια παλιά σπίτια θα κατοικούνταν από αλλοδαπούς που δουλεύουν στα χωράφια και στα ζώα. Η δορυφορική κεραία πάνω στον περίτεχνο περιστερώνα που φαινόταν παρακάτω επιβεβαίωσε τη σκέψη του. Σελίδα 3 από 36
  • 4. «Καλησπέρα» τον πλησίασε η ευτραφής και ηλικιωμένη σερβιτόρα, «τι να σας φέρω, μήπως να σας φέρω ένα κατάλογο» και πριν προλάβει να απαντήσει ο Παύλος συνέχισε «τα μαγειρευτά έχουν τελειώσει όλα, εκτός από τα λαδερά, γεμιστά και αρακά, έχουμε της ώρας σουβλάκια και πανσέτα, και κάποια ορεκτικά και σαλάτες, αν δε βιάζεστε σε μισή ωρίτσα έρχεται ο άντρας μου από το χασάπη και θα ‘χω κοτόπουλο σχάρας και…» «Ευχαριστώ» έκανε ο Παύλος μια χειρονομία για να την σταματήσει, «μου είπαν ότι εδώ θα φάω την γνήσια φρουτάλια του νησιού, καλά έκανα και ήρθα;». «Εσύ δεν είσαι απ’ τους πλούσιους που τους ξέρω και με ξέρουν κι έρχονται για φρουτάλια, από ποιον το ‘μαθες;» έκλεισε το μάτι η σερβιτόρα που μάλλον ήταν και μαγείρισσα – ιδιοκτήτρια – σύζυγος ή συγγενής του ιδιοκτήτη. «Ούτε σε λέσχη να πήγαινα», σκέφτηκε ο Παύλος και απάντησε «έχει σημασία;» «Μμμ, πως δεν έχει» και σκύβοντας συνέχισε συνωμοτικά «εδώ πληρώνς με τα μέτρ’ απ’ το κότερο που ‘χεις, αλλά σύ δεν έχς κότερο!» χαμογέλασε πονηρά. «Το ‘μαθα απ’ την κυρά Μαρία του Ρηνόπουλου που ‘στε κουμπαριά. Πως κατάλαβες ότι δεν έχω κότερο;» «Άμα είχες κότερο θα ‘χες και γυναίκα μαζί… και δε θα οδηγούσες αυτόν το κουβά… και θα φορούσες κάνα Λακόστ, κάνα Κάλβιν Κλαν. Σαλάτα να σε φέρω με τ’ αυγά;» «Μια χωριάτικη, όχι κρεμμύδι και μισό κιλό κρασί.. και νεράκι κρύο», απάντησε γελώντας και συνέχισε «περιμένετε κόσμο απόψε;» «Μπα, τώρα όλοι μαζεύονται στη χώρα, δεν ανεβαίνει κόσμος προς τα ‘δω, αλλά περιμένω καμιά δεκαριά νοματαίους απ’ αυτούς με τα κότερα που σ’ έλεγα, γι’ αυτό πήγε ο άντρας μ’ να ψωνίσει», έκανε να πει και κάτι άλλο αλλά σαν να το ξανασκέφτηκε και γύρισε να φύγει «πάω να βάλω το λάδι να κάψει» είπε και χάθηκε πίσω από μια πέργκολα στη κουζίνα. Στο μαγαζί καθόταν άλλη μια παρέα, δύο νεαρά ζευγάρια, που μάλλον είχαν πιει αρκετά καθώς ακουγόταν να λένε πειράγματα και υπονοούμενα και γελούσαν δυνατά με το παραμικρό. Χαμογέλασε και συνέχισε να τους παρατηρεί. Όλοι πρέπει να ήταν μέχρι εικοσιπέντε χρονών και γυμνασμένοι. Οι νεαροί είχαν σκούρα μάτια και μαύρα κοντά μαλλιά ανάκατα από τη θάλασσα και τον αέρα. Οι νεανικοί μύες τους διακρίνονταν κάτω από το σφριγηλό τους δέρμα. Οι κοπέλες έμοιαζαν μεταξύ τους, αδερφές ίσως, και είχαν πολύ ωραία χαρακτηριστικά και ανοιχτόχρωμα μάτια. Τα μαγιό τους διαγράφονταν μέσα από τα εφαρμοστά τους ρούχα, μαρτυρώντας πως ήρθαν κατευθείαν από τη Σελίδα 4 από 36
  • 5. θάλασσα. Ακολούθησε τη γραμμή του σώματός τους και χάιδεψε τις καμπύλες τους με τα μάτια του, τις παρακολούθησε να τινάζουν τα μακριά ξανθά μαλλιά τους και ζήλεψε το κρύο γυαλί των ποτηριών που ακουμπούσε τα χείλια τους. Κοίταξε τα χέρια του, γεμάτα ουλές, σκληρά και άγρια σαν γυαλόχαρτο, το δέρμα του ηλιοκαμένο με ζάρες και σκόρπιες φλέβες να πετάνε παντού. Παρά τα σαράντα πέντε χρόνια του διατηρούσε το σώμα του σε άριστη κατάσταση και πολλοί νεαροί θα το ζήλευαν αν δεν ήταν γεμάτο ουλές και σημάδια. Ακόμα και οι γυναίκες που περιστασιακά πλήρωνε αδρά για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ανάγκες απορούσαν με το άγριο δέρμα των χεριών του και το γεμάτο ουλές σώμα του. Κάποιες φορές, την ώρα που προσποιούνταν τη σύντροφό του και τον χάιδευαν ή τον έτριβαν, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι του πολυτελούς ξενοδοχείου, ξεκίνησαν να τις μετρήσουν αλλά δεν πρόλαβαν ποτέ γιατί η διαδικασία τον έφτιαχνε πολύ και οδηγούσε σε διαφορετική συνέχεια. Είχε καιρό να πάει με γυναίκα, επί πληρωμή φυσικά, δεν είχε συναισθηματικά αποθέματα για σχέσεις και ήταν και η «δουλειά». Στο χώρο που κινούνταν δεν υπήρχαν περιθώρια για σχέσεις, πόσο μάλλον για συναισθηματισμούς. Γι’ αυτό βόλευε η περίπτωσή του. Η δικιά του ψυχή πέθανε οχτώ χρόνια πριν και πλέον δεν ένοιωθε τίποτε. Η πολυλογού κυρία του μαγαζιού ήρθε να στρώσει το τραπέζι, «να ψήσω το ψωμάκι;» ρώτησε. «Γιατί όχι;» απάντησε ο Παύλος και της χαμογέλασε. «Στα νιάτα της θα ήταν πολύ ωραία γυναίκα» σκέφτηκε, και την παρατήρησε καθώς απομακρύνονταν με γρήγορο βήμα για την κουζίνα. Όπως χάθηκε πίσω απ’ την πέργκολα, ένα αγοράκι γύρω στα δέκα βγήκε κρατώντας μια κανατούλα κρασί και ένα ποτήρι. Τα έφερε στο τραπέζι του και μέχρι να γυρίσει πίσω φάνηκε πάλι η κυρία που ‘φερνε το νερό και τα σερβίτσια. «Ευχαριστώ» της είπε ο Παύλος καθώς του σερβίρισε νερό, «τη δροσιά του να ‘χεις». «Πάει η δροσιά τώρα» πρόλαβε και σχολίασε «εμένα που με βλέπ’ς, στα νιάτα μ’ έκαιγα καρδιές. Έβγαινα στη πλατεία τσι Μένητες και λίγωναν οι γαμπροί στο καφενείο, «κοίτα την Καλλιόπη» έλεγαν και πίναν τις ρακές μονοκοπανιά. Μα κι εμένα με χτύπ’σε η αγάπη κατακούτελα σαν τον είδα τον άντρα μ’. Να ‘ταν όλες τυχερές σαν του λόγου μου μακάρι, αλλά σπάνιο πράμα. Σαράντα χρόνια μαζί και με κοιτάει στα μάτια ακόμα σαν τα πιτσιρίκια που κάθονται παραδίπλα, να ‘κείθε» και γνέφοντας συμπλήρωσε «εκεί είν’ η δροσιά τ’ ανθρώπ’, μέχρι τα ‘κοσπέντε. Μυρίζ’ ο ιδρώτας τ’ς έρωτα από μακριά.» «Στην υγειά σου τότε κυρά Καλλιόπη, να χαίρεσαι παιδιά κι εγγόνια! Έχεις, δεν έχεις;» «Πως, μας έδωσε ο Θεός απ’ όλα. Να ο Πετράκ’ς εδώ είν’ το πρώτο εγγόνι.» Σελίδα 5 από 36
  • 6. Ο μικρός έφερε τη σαλάτα και την ακούμπησε προσεκτικά στο τραπέζι. «Γιαγιά, πως θα φάει ο κύριος σαλάτα που μου ‘πες να φέρω χωρίς το ψωμί που ‘ναι ακόμα στη σχάρα, εε πώς;» είπε βάζοντας τα χέρια στη μέση και σουφρώνοντας τα χείλια. Η εικόνα ήταν αστεία και ο Παύλος χαμογέλασε πάλι. «Έλα, πάμε τώρα να το βγάλουμε» είπε γελώντας η κυρά Καλλιόπη στον εγγονό της και τον πήρε πίσω από την πέργκολα χαϊδεύοντάς τον στο σβέρκο. «Να σερβίρεις ‘σύ τον κύριο μετά, να παρ’ς μπουρμπουάρ» ακούστηκε να λέει στον μικρό. Παρατήρησε ξανά τα δυο ζευγάρια στο κοντινό τραπέζι. Είχαν λυθεί στα γέλια πάλι και χτυπιόνταν στις καρέκλες τους. Καθώς η μια κοπέλα γελούσε είχε πέσει το φόρεμα χαμηλά κάτω απ’ τον ώμο και το στήθος της διαγράφονταν πιο έντονα τώρα. «Έχω καιρό να πάω με γυναίκα, μάλλον πρέπει να το επισπεύσω» σκέφτηκε. Έβγαλε από την τσάντα του την εφημερίδα και το φορητό υπολογιστή του, τον άνοιξε και τον ακούμπησε στην άκρη του τραπεζιού. Άνοιξε προσεκτικά την εφημερίδα και την ξεφύλλισε. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει μια κάρτα μνήμης SD κολλημένη σε μια σελίδα. Την πήρε και την έβαλε στο slot του υπολογιστή. Έβγαλε από την τσάντα και το usb stick για τη σύνδεση στο internet και το σύνδεσε και αυτό. Καθώς περίμενε να φορτώσει, έβαλε αλάτι στη σαλάτα και την ανακάτεψε, δοκίμασε… ή πεινούσε πολύ ή ήταν πραγματικά πολύ νόστιμη αυτή η ντομάτα. Του θύμισε τις ντομάτες που έτρωγε στο περιβόλι του πατέρα του μικρός. Το θυμόταν αυτό το περιβόλι καλά. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος εκείνα τα χώματα. Απ’ τα τριακόσια δέντρα όλων των ειδών, τώρα είχαν μείνει κάποιες μυγδαλιές, καρυδιές και κερασιές και ο κήπος με τα λαχανικά που έβαζε η αδερφή του με το γαμπρό του. Δεν προλάβαιναν να τρώνε τότε, 3 οικογένειες, φρούτα και λαχανικά και σταφύλια, μέχρι και λάδι έβγαζαν. Έφυγαν όμως τα παιδιά, πήγαν για σπουδές μακριά, στην Αθήνα κυρίως κι έμειναν εκεί, λείψαν τα χέρια, πνίγηκαν τα δέντρα στα χορτάρια, έμεινε ο καρπός στις ελιές και γίναν στέρφες. Μετά μπήκε το χωράφι στο σχέδιο πόλης κι ήρθαν τα κληρονομικά. Χωρίστηκε το κτήμα στα δυο και η Γεωργία πήρε την απόφαση και στο μισό δικό της κομμάτι έχτισε ένα σπίτι όπως το ήθελε. Το άλλο μισό το πήραν τα ξαδέρφια του και ξερίζωσαν τα δέντρα για να το πουλήσουν οικόπεδα. Δεν είχαν κι άδικο, ποιος να τα δουλέψει. Ούτε την αδελφή του κατηγορούσε. Ευτυχώς που έμενε κι αυτήν εκεί, γιατί αλλιώς θα ερήμωναν τα πατρικά τα κτήματα. Σελίδα 6 από 36
  • 7. Η αδερφή του… είχε να τη δει τρία χρόνια. Είχε γενικά να συναντήσει συγγενή του τρία χρόνια. Μόνο τον κουμπάρο του είχε συναντήσει τυχαία στο αεροδρόμιο στο Παρίσι και μη μπορώντας να τον αποφύγει κουβέντιασαν. Τη θυμόταν αυτή τη κουβέντα σα φαρμάκι και βάλσαμο ταυτόχρονα. Αυτός επέστρεφε Ελλάδα και ο Αντώνης είχε ανταπόκριση με επτά ώρες καθυστέρηση για Ηνωμένες Πολιτείες. Μιλούσαν για τέσσερις ώρες κι είχε ήδη χάσει την πτήση του όταν χαιρετήθηκαν να φύγουν. Στην αρχή ήταν παγωμένος κι ο ίδιος και ένοιωθε και τον Αντώνη διστακτικό. Αλλά του έλειπε τόσο πολύ να μιλήσει σε κάποιον που τον ήξερε, που δεν θα μιλούσε με γρίφους και υπονοούμενα, που δεν θα φοβόταν τι θα πει και τι θα ακούσει, που όταν τον χαιρέτησε τον έσφιξε στην αγκαλιά του… και που ήξερε το πραγματικό του όνομα. Καταλάβαινε κι ο Αντώνης και δεν επέμεινε να μάθει γιατί έφυγε, που χάθηκε, πως ζει, γιατί έκοψε κάθε επαφή με τον κύκλο του. Όταν χώρισαν τον όρκισε να μην πει τίποτα σε κανέναν… άδικος κόπος! Μισή ώρα μετά δέχτηκε εικοσιπέντε με τριάντα mail από συγγενείς και φίλους. Ντρεπόταν να της μιλήσει από κοντά της αδερφής του. Τι να τις έλεγε… δεν θα μπορούσε να απαντήσει σε καμιά από τις ερωτήσεις που θα του έκανε σαν αδερφή και κυρίως γιατί έκανε ό,τι έκανε! Τελευταία φορά πριν τρία χρόνια την είδε στο μνημόσυνο των γονιών τους. Ο πατέρας τους είχε φύγει δυο χρόνια πριν, ένα χρόνο και τρεις μέρες μετά τη μάνα τους, τόσο άντεξε μόνος του. Έφυγε όπως ακριβώς ήθελε.. πήγε τη πρωινή του βόλτα, άναψε κερί στη γυναίκα του, γύρισε σπίτι έκανε ντους, ξάπλωσε να κοιμηθεί λίγο ακόμα και πήγε να την συναντήσει. Έτσι τον βρήκε η αδερφή του, ξαπλωμένο με τα μάτια κλειστά για πάντα, στην πλευρά που μέχρι πριν ένα χρόνο κοιμόταν η μαμά. Έλεγε ότι ξάπλωνε από εκεί για να την νοιώθει να τον ακουμπάει. Σαν να έβαλε το διακόπτη στη θέση «off». Απλά και ήρεμα, ή τουλάχιστον έτσι θέλανε όλοι να πιστεύουνε. Πάλι ο Παύλος έλειπε μακριά κι έφτασε ίσα ίσα για την κηδεία. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να τον βάλουν σε ψυγείο μέχρι να φτάσει, όπως είχε γίνει με τη μαμά. Μίλησε ελάχιστα τις δέκα μέρες που έμεινε στα Τρίκαλα τότε. Είπε απλά ότι είναι καλά, όχι δεν είναι με καμία, κρατιέται καλά οικονομικά και δουλεύει στο εξωτερικό. Ούτε στη αδερφή του πήγε να μείνει, φοβόταν. Έμεινε σε ξενοδοχείο και έκλαψε όσο δεν είχε κλάψει δέκα χρόνια, παρά τα όσα είχαν συμβεί. Όταν «έφυγε» η μάνα δεν είχε κλάψει, ήταν ακόμα πολύ σφιχτός, πολύ θυμωμένος, πολύ μακριά απ’ όλους για να κλάψει. Ένοιωθε τον πόνο και την λύπη να του σκίζουν το στήθος και μια πικρή γεύση κι ένα μούδιασμα μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών του… μα δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Με τον πατέρα του δεν άντεξε. Κι αν στην κηδεία ήταν σκληρός και όποτε βρισκόταν μπροστά σε κόσμο κρατούσε χαρακτήρα, μόλις έμπαινε στο δωμάτιο κι Σελίδα 7 από 36
  • 8. έκλεινε την πόρτα πίσω του, έβγαζε τη μάσκα κι έλιωνε η πανοπλία της μοναξιάς και πλάνταζε στο κλάμα σαν μικρό παιδί που του πήραν το αγαπημένο παιχνίδι. Έκλαιγε για ώρες, μέχρι που στέρευαν τα μάτια και τον έπιανε λόξυγκας και σκέψεις διάφορες τον έπνιγαν. Σκέψεις που γινόταν εφιάλτες και τύψεις καθώς κοιμόταν και ξυπνούσε πότε στο πάτωμα και πότε στις καρέκλες. Μαστίγια που χτυπούσαν εναλλάξ το συνειδητό και το ασυνείδητο, μάτωναν την ψυχή και στο μυαλό του χάραζαν σημάδια και ουλές. Και σαν ξυπνούσε και κατάφερνε να πάρει παυσίπονα και ηρεμιστικά, απ’ τα σημάδια αυτά ξεκινούσαν ιδέες και αμφιβολίες γι’ αυτό που ήταν και που έκανε, κι έτοιμος ήταν να παραδοθεί και να ομολογήσει, ή να απαλλάξει τον κόσμο απ’ τον περιττό εαυτό του, ή να κλειστεί σ’ ένα μοναστήρι ψάχνοντας συγχώρεση από Θεό κι ανθρώπους. Πάντα όμως διακρίνονταν για την ψυχρή λογική του, την ψυχραιμία του και τον αυτοέλεγχό του… κι έτσι πάλι δεν έγινε τίποτα. Ένα βράδυ ξύπνησε με το κρεβάτι του πλημμυρισμένο από ιδρώτα, ξερατά κι αίματα. Δεν μπορούσε καλά-καλά να περπατήσει. «Δεν θα πεθάνω σ’ ένα γαμημένο δωμάτιο ξενοδοχείου» σκέφτηκε και άρχισε να λειτουργεί όπως πριν. Ήπιε ό,τι μη αλκοολούχο υγρό είχε το μίνι-μπαρ, πήρε δυο mesulid και ξεράθηκε στον ύπνο για δεκαέξι ώρες. Τον ξύπνησε η αδερφή του που χτυπούσε την πόρτα του δωματίου. Της είπε να πάει σπίτι, σηκώθηκε, έκανε μπάνιο και μάζεψε τα πράγματά του. Κάλεσε την καθαριότητα και έδωσε στην καθαρίστρια πουρμπουάρ περίπου δυο μηνιάτικά για να κάνει απολύμανση το δωμάτιο και φυσικά να μην ρωτήσει, αλλά ούτε και να πει για τα ματωμένα σεντόνια και σκεπάσματα που πήρε μαζί του για να κάψει. Πήγε στην τράπεζα νοίκιασε δύο θυρίδες και προπλήρωσε πενήντα χρόνια. Στη μία έβαλε τις οδηγίες, τον αριθμό και τους κωδικούς για το λογαριασμό στην Ελβετία και στην άλλη για το λογαριασμό στην Κύπρο. Άνοιξε επίσης δύο λογαριασμούς έναν στο όνομα του ανιψιού του Αχιλλέα κι έναν στην ανιψιά του Δάφνη. Αντίστοιχα έφτιαξε και την πρόσβαση στις θυρίδες. Έκανε μια αρχική κατάθεση πενήντα χιλιάδες ευρώ στον καθένα, πίστευε ότι έφταναν για τις σπουδές τους, αν είχαν σκοπό να σπουδάσουν. Ύστερα τους πήρε τηλέφωνο και κανόνισε να τους κάνει οικογενειακά το τραπέζι. Συναντήθηκαν στο «Λαδοφάναρο» ένα μεζεδοπωλείο που πήγαινε από δεκαπέντε χρονών μέχρι που έφυγε από τα Τρίκαλα και ποτέ δεν έφαγε κάτι άσχημο. Ο ιδιοκτήτης, ο Αντώνης, τον θυμήθηκε. Όταν έφτασαν όλοι σηκώθηκε όρθιος να μιλήσει και τους έβαλε να υποσχεθούν ότι δεν θα επιμένουν να ρωτάνε πράγματα που δεν θέλει ν’ απαντήσει. Όταν κάθισε είδε την Γεωργία να τον κοιτάει στα μάτια μ’ αυτό το μόνιμα θλιμμένο βλέμμα που είχε μετά το Ισραήλ. Είχε υποπτευθεί πως δεν θα τον ξανάβλεπε. Ο γαμπρός του και ο μπατζανάκης του δεν είχαν Σελίδα 8 από 36
  • 9. σταματήσει να σχολιάζουν ψιθυριστά μεταξύ τους όλο το βράδυ, αλλά κατά τα άλλα ήταν ένα χαρούμενο τραπέζι, ανοιχτό και άνετο. Ακόμα και η αδερφή του ξεχάστηκε, ή προσποιήθηκε πολύ καλά και συμμετείχε. Κουβέντιαζαν και γελούσαν και τα σύννεφα των αγαπημένων προσώπων που έλειπαν και των μυστικών που φοβίζουν διαλύθηκαν για λίγο. Ήταν η τελευταία φορά που θυμόταν τον εαυτό του να γελάει από καρδιάς. Έδωσε τα κουτάκια με τα βιβλιάρια και τα κλειδιά των θυρίδων στα παιδιά και τους είπε να τα ανοίξουν σπίτι, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν πριν ενηλικιωθούν. Ο Αχιλλέας παρά το νεαρό της ηλικίας πειθάρχησε, όπως θα έκανε κι ίδιος ο Παύλος άλλωστε. Αυτό το παιδί όσο μεγάλωνε τόσο του έμοιαζε. Η Δάφνη όμως, σαν μικρότερη και γυναίκα, δεν κρατήθηκε: «Μαμά ποιος αριθμός είναι αυτός», ρώτησε τη μαμά της ξεφυλλίζοντας το βιβλιάριο. Η Δήμητρα σάστισε και έβαλε το χέρι μπροστά στο στόμα της: «Έλα ρε Παύλο! Αν είναι δυνατόν, τι κάνεις τώρα;» φώναξε, και γυρνώντας προς τη Γεωργία : «Μα… πενήντα χιλιάρικα;». Η αδερφή του δάκρυσε καθώς ο φόβος έγινε πλέον σιγουριά και την πλάκωσε. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και ήρθε κλαίγοντας να τον αγκαλιάσει: «Σε τι έχεις μπλέξει; Γιατί; Γιατί;» του ψιθύρισε κι ένιωσε τα δάκρυά της σα μαχαίρια στο λαιμό και στην πλάτη του. Δεν ήθελε να αποχωριστούν έτσι…όχι. Τα παιδιά κοιτούσαν απορημένα. Σηκώθηκε όρθιος: «Αυτά είναι τα παιδιά μου τώρα! Δεν μπορώ να είμαι κοντά τους αλλά μπορώ να τους εξασφαλίσω προϋποθέσεις για ένα καλύτερο μέλλον, και αυτό έκανα. Δεν ήθελα να προσβάλω ούτε να στεναχωρήσω κανέναν. Τώρα πρέπει να φύγω!» Αγκάλιασε τη Δάφνη που τον κοιτούσε με μεγάλα αθώα μάτια γεμάτα απορία, και πιο συγκρατημένα τον Αχιλλέα, έφηβος πια. Φίλησε την Γεωργία στο μάγουλο και απομακρύνθηκε. Του κρατούσε το χέρι μέχρι που δεν τον έφτανε πια, λες και μπορεί να άλλαζε γνώμη και να μην έφευγε. Η σιωπή εκείνου του τραπεζιού που άφησε πίσω του τον ακολουθούσε για μήνες σα σκιά. Σκιά που … σαν έρθει το σούρουπο και σβήσει ο θόρυβος της μέρας και πλακώσει η σιωπή της νύχτας, μακραίνει τρομακτικά και γεμίζει το μυαλό τρομακτικά ήσυχες σκιές. Σιωπή και σκοτάδι… που φώτιζε για λίγο η οθόνη του κινητού του κάθε φορά που τον έπαιρναν τηλέφωνο και δεν απαντούσε … κι έσβηνε το λιγοστό φως μα άναβε η φωτιά της αμφιβολίας και των αναμνήσεων και της μοναξιάς. Τώρα πια είχε αλλάξει νούμερο για να αποφεύγει αυτές τις εκρήξεις συναισθηματισμού. Τους είχε στείλει και μήνυμα ότι θα τον έβρισκαν πάντα μέσω mail. Είχε κρατήσει εκείνη την παλιά συσκευή και το νούμερο. Μια φορά το ενεργοποίησε και είδε περισσότερες από διακόσιες κλήσεις, οι περισσότερες από την αδερφή του. Του έστελναν και mail συχνά και του έλεγαν νέα, κυρίως για τα παιδιά, πως πήγαιναν στο σχολείο. Άλλες φορές τον ειδοποιούσαν για κοινωνικά γεγονότα όπως γάμους, βαφτίσεις Σελίδα 9 από 36
  • 10. ή και, μακριά από ‘δω, κηδείες, λες και θα πήγαινε! Απλά τους απαντούσε ότι είναι καλά και δεν θα μπορούσε να πάει. Είχε τολμήσει μια φορά να πάει να δει τον ανιψιό του σε αγώνα μπάσκετ. Αλίμονο, σ’ όλη την κερκίδα του μικρού επαρχιακού κλειστού γυμναστηρίου Τρικάλων δεν υπήρχαν πάνω από εκατό άτομα και για να μην τον δουν αναγκάστηκε να παρακολουθήσει κρυμμένος πίσω από παλιές και παρατημένες διαφημιστικές πινακίδες. Όσο κι αν ήθελε δεν τολμούσε να αντικρίσει κανένα συγγενή ή παλιό φίλο. «Όλα καλά;» ρώτησε η κυρία του μαγαζιού που στο μεταξύ τον είχε σερβίρει. «Μια χαρά» απάντησε ο Παύλος και κοίταξε τα πιάτα μπροστά του «φαίνεται και μυρίζει ωραία» συμπλήρωσε. Έκοψε μια πιρουνιά απ’ τη «φρουτάλια» και την έφερε στο στόμα του. Ήταν πράγματι πολύ καλή. Μπουκώθηκε πάλι και πριν προλάβει να μιλήσει τον έκοψε η κυρά Καλλιόπη «Σίγουρα είσαι καλά; Φαίνεσαι λιγάκι χαμένος!» «Μια χαρά είμαι!» Διαμαρτυρήθηκε και αφού κατάπιε συμπλήρωσε γελώντας: «Τα έχω χαμένα απ’ την πείνα!» «Ό,τι θες… φώναξε, μη ντρέπεσαι. Κι αν δεν ακούω χτύπα παλαμάκια όπως παλιά, δεν παρεξηγιόμαστε εδώ.» είπε η κυρά Καλλιόπη και έκανε κατά την κουζίνα. Κοίταξε γύρω καθώς έτρωγε λαίμαργα. Τα ζευγάρια στο απέναντι τραπέζι είχαν ηρεμήσει και κοιτιόντουσαν μεταξύ τους με νόημα. Πίσω απ’ την πέργκολα της κουζίνας φαινόταν η κυρά Καλλιόπη να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα. Οι γεμάτες ψόφια έντομα λάμπες που κρεμόταν τρεμόπαιξαν καθώς φύσηξε στιγμιαία ένα δυνατό αεράκι και παιχνιδιάρικες σκιές πλημμύρισαν για λίγο την μικρή αυλή με τα τραπεζάκια. Κοίταξε τον υπολογιστή που είχε ανοίξει. Καθώς συνέχισε να τρώει με το δεξί χέρι, χρησιμοποίησε το αριστερό και άνοιξε την παρουσίαση μέσα στην κάρτα μνήμης που είχε παραλάβει με την εφημερίδα. Του έκανε εντύπωση που δεν του έστειλαν το αρχείο μέσω internet. Υπάρχουν τόσοι ασφαλείς και ανώνυμοι – μη ανιχνεύσιμοι τρόποι. Γενικά δεν του άρεσαν αρκετά πράγματα σ’ αυτή τη δουλειά, όπως ότι αναγκάστηκε να εκτεθεί, έστω και μεταμφιεσμένος, ή ότι ταξίδεψε σε περίοδο που το ήξεραν κι άλλοι, αλλά την πήρε γιατί τον παρακάλεσε ο Τζόνι και πλήρωνε ασυνήθιστα πολλά λεφτά. Η παρουσίαση ήταν καλή. Είχε τα πάντα για το στόχο. Ακόμα ένας πολιτευτής που είχε πλουτίσει την περίοδο που η χώρα φτώχαινε! Από τους στόχους που θα τελείωνε και τζάμπα. Η αντικειμενική δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να εξαφανίσει το πτώμα. Ο σκοπός ήταν να θεωρηθεί ο στόχος αγνοούμενος και όχι νεκρός. Η παρουσίαση ανέφερε ότι υπήρχε μια κόρη, τριάντα δύο ετών, η μητέρα νεκρή, δυο αδέρφια στο εξωτερικό Σελίδα 10 από 36
  • 11. και τέλος μια οικιακή βοηθός από την Πολωνία που, κρίνοντας από τις φωτογραφίες, πρέπει να είχε αναλάβει και «συζυγικά» καθήκοντα. Δεν είχε παρόλα αυτά φωτογραφία της κόρης. Ο κύριος Μητροφάνης λοιπόν έπρεπε να χαθεί χωρίς ίχνη. Ακούστηκαν ήχοι από αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Υπήρχε σίγουρα ένα supersport, ο οξύς ήχος διακρίνονταν ξεκάθαρα, και μια ακόμα μοτοσικλέτα που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Το αυτοκίνητο, μπορεί να ήταν και δύο, δεν ακούγονταν ιδιαίτερα, αλλά όλα ανέβαιναν γρήγορα. «Έρχονται! Που ‘ναι αυτός ο παππού’ σ’» ακούστηκε να γκρινιάζει η κυρά Καλλιόπη από την κουζίνα, «θα ‘μπλεξε στον καφενέ και θα πίν’ ρακές. Πάρ’ τον στο κινητό να μιλήσω!» φώναξε στον Πετράκη. Αυτήν η γυναίκα τον εντυπωσίαζε. Είχε σπάνια παρατηρητικότητα που συνήθως συναντάς σε εκπαιδευμένους για αυτό ανθρώπους. Ακόμα δεν είχε καταλάβει πως ήξερε για το νοικιασμένο Φίατ, τον «κουβά», που είχε παρκάρει τόσο μακριά. Με μια ματιά ξεχώρισε τα ρούχα του και τώρα κατάλαβε τα αυτοκίνητα που ερχόταν, παρόλο που ήταν στην κουζίνα. Την άκουγε να μιλάει στο κινητό στον άντρα της. Την ίδια στιγμή που τον μάλωνε τον αποκαλούσε «μωρό μου» και δεν είχε ίχνος ειρωνείας στη φωνή της! «Τι γυναίκα είναι αυτή» σκέφτηκε ο Παύλος. Συνέχισε να κοιτάει την παρουσίαση για τον στόχο του. Μελέτησε τους χάρτες και τις τοποθεσίες. Η μόνιμη κατοικία ήταν στην Αθήνα όπου κατείχε διάφορα ιδιόκτητα διαμερίσματα, ενώ στο νησί υπήρχε μια βίλα στα Λάμυρα, όχι περισσότερο από δύο χιλιόμετρα παρακάτω. Θα μπορούσε να πάει με τα πόδια αν ήθελε. Υπήρχε κι ένα ταχύπλοο σκάφος των τριάντα ποδιών. Δεν έγραφε πουθενά αν το έπαιρνε και μόνος του, ούτε καν αν είχε το κατάλληλο δίπλωμα. Οδηγούσε μια παλιά Μερτσέντες 190 του ’94. Η οδήγηση δεν φαινόταν να είναι το φόρτε του. Μάλλον οδηγούσε μόνο όταν δε μπορούσε να το αποφύγει και προτιμούσε να τον πηγαίνουν. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτούς τους ανθρώπους. Ο Παύλος οδήγησε οτιδήποτε υπήρχε σε τροχοφόρο από τη στιγμή που το επέτρεπαν οι σωματικές του διαστάσεις: ποδήλατο, αυτοκίνητο, μηχανάκι, μοτοσικλέτα και την εποχή που δούλευε στη Σαουδική Αραβία είχε εντρυφήσει στα πλωτά, ιστιοφόρα πρώτα και μετά ταχύπλοα. Δεν το έκανε εξαιτίας της δουλειάς, απλά του άρεσε να οδηγεί αυτός ό,τι μέσο χρησιμοποιούσε. Είχε την αίσθηση ότι όριζε τη μοίρα του, ότι αυτός αποφασίζει για το τι, πότε και πως θα γίνει. Γι’ αυτόν κάθε διαδρομή ήταν και προορισμός, μια ακόμα Ιθάκη. Οι μηχανές έστριψαν στο στενάκι και ήρθαν και σταμάτησαν έξω από την ταβέρνα. Το GSXR έκανε μια κλασσική ξερογκαζιά πριν σβήσει, ενώ το παλιότερο Varadero σταμάτησε νωχελικά δίπλα. Ακολούθησαν τα Σελίδα 11 από 36
  • 12. δύο αυτοκίνητα που έκλεισαν το δρόμο. Αν δεν ήξερε ότι τα περίμεναν θα είχε φύγει, αλλά τώρα που είχε ακούσει την κυρά Καλλιόπη, απλά ήταν προσεκτικός. Χωρίς ακόμα να έχουν βγάλει κράνη και στολές, οι σιλουέτες πρόδιδαν το φύλλο των αναβατών. Ήταν ένα ζευγάρι σε κάθε μηχανή. Τα αυτοκίνητα, ένα μουράτο Mini Cooper S κι ένα BMW σειρά ένα, κουβαλούσαν άλλους δυο άντρες και τρεις γυναίκες. Οι αναβάτες της Varadero προχώρησαν στην αυλή με τα κράνη τους φορεμένα. Άπλωσε το χέρι του στην πλαϊνή τσέπη του σακιδίου, και πιάνοντας την πολυμερή λαβή του FN, έβγαλε την ασφάλεια. Άγγιξε το καρφάκι που προεξείχε για να επιβεβαιώσει ότι ήταν γεμάτο και οπλισμένο. Συνέχισε να τρώει με το άλλο χέρι. Τελικά όλοι έβγαλαν τα κράνη τους και κάθισαν σ’ ένα μεγαλύτερο τραπέζι που είχε στρωθεί. Έκαναν φασαρία και ενοχλούσαν όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τα ζευγαράκια απέναντι που ζήτησαν να πληρώσουν. Παρακολουθούσε ασυναίσθητα τις συζητήσεις τους και κατάλαβε ότι θα ερχόταν κι άλλοι δύο. Πήρε το χέρι του από το όπλο. Ήταν και γι’ αυτόν ώρα να φύγει, είχε τελειώσει άλλωστε το φαγητό του. Έκλεισε την παρουσίαση και τον υπολογιστή και έκανε νόημα στον Πετράκη να πληρώσει. Ο μικρός έφυγε τρέχοντας για την κουζίνα. Στην πραγματικότητα είχε περάσει η ώρα κι είχε πολλά να κάνει ακόμα απόψε. Ήρθε η κυρά Καλλιόπη χαμογελώντας με απορία: «Θα φύγ’ς κιόλας; Δεν σ’ άρεσε;» «Όλα ήταν υπέροχα, αλλά πόσο να φάω! Είμαι και μόνος μου όπως βλέπεις. Δεν έχω κότερο για να πάω τις γυναίκες βόλτα!» γέλασε. «Όπως θες. Τριάντα ευρώ είναι να δώσεις» Ήθελε να δώσει εκατό και να της πει να κρατήσει ο Πετράκης τα υπόλοιπα, αλλά θα τραβούσε πολλή την προσοχή της. Βέβαια, αν έκρινε από την μέχρι τώρα παρατηρητικότητα θα τον θυμόταν έτσι κι αλλιώς. Αποφάσισε τη μέση λύση: «Το πουρμπουάρ το παίρνει ο μικρός;» «Εσύ πληρώνς, εσύ το δίνς ‘που θες» του απάντησε μάλλον ενοχλημένη. «Τα ρέστα πουρμπουάρ στον Πέτρο» είπε και της έδωσε ένα πενηντάευρο. Θυμήθηκε το γιό του τον Πέτρο, με το όνομα του παππού. Ήρθαν στο μυαλό του τα πρωινά που ερχόταν στο κρεβάτι τους να χουζουρέψει. Τα γέλια του όπως τον γαργαλούσε. Τις ασταμάτητες ερωτήσεις του. Συνήθως ρωτούσε την επόμενη ερώτηση πριν τελειώσει η απάντηση στην προηγούμενη. Τον κοίταζε με τα γαλανά του μάτια και τον έλιωνε σαν παγωτό τον Αύγουστο. Όπως και η μάνα του… Την προσοχή του τράβηξαν πάλι οι κουβέντες της μεγάλης παρέας. Δεν ήταν όλοι Έλληνες, ή μάλλον…δεν ήταν όλες Ελληνίδες. Σελίδα 12 από 36
  • 13. Ήταν εύκολο να διακρίνει την αλλοδαπή, πιθανόν ανατολικής Ευρώπης, προφορά από τις δύο γυναίκες της παρέας, ενώ κάποιοι μιλούσαν και αγγλικά. Εκνευρίστηκε που ακόμα κι εκεί έβρισκε βιζιτατζούδες. Ίσως να βιάστηκε να κρίνει, αλλά το όλο σκηνικό οδηγούσε σε αυτό το συμπέρασμα. Σκέφτηκε να ρωτήσει την κυρά Καλλιόπη τι ήξερε, μα το μετάνιωσε. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν αυτή η δουλειά του εκεί! Σηκώθηκε και διασχίζοντας την αυλή και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα περπάτησε νωχελικά στο δρομάκι για το αυτοκίνητο. Ένα αγιόκλημα μύριζε και του γαργαλούσε τη μύτη ενώ ο αέρας έφερνε μυρωδιές πεύκου και ρίγανης από το βοριά. Του άρεσε πολύ αυτό το μέρος. Σίγουρα θα ξαναρχόταν αν βρίσκονταν στο νησί κι άλλη φορά. Άκουσε κι άλλο ένα αυτοκίνητο να έρχεται κι έπιασε να περπατάει στην άκρη του δρόμου. Όταν έφτασε στη γωνία με τον κεντρικό, διασταυρώθηκε με το αυτοκίνητο που έστριψε στο στενάκι. Στο φως του στύλου διέκρινε καθαρά την οδηγό και τη συνεπιβάτη που τον κοιτούσαν. Δεν άλλαξε το ρυθμό της κίνησής του ούτε γύρισε το κεφάλι του, αλλά ήταν σίγουρος ότι η έκπληξή του προδόθηκε από την έκφραση του προσώπου του, καθώς στο πρόσωπο της οδηγού αναγνώρισε την πολωνή «οικιακή βοηθό» του Μητροφάνη, ενώ στη θέση του συνοδηγού καθόταν η εντυπωσιακή γυναίκα που είχε τραβήξει την προσοχή του το ίδιο απόγευμα στην πλατεία του Αφανή Ναύτη στη Χώρα. Καθώς συνέχισε να περπατά προς το αυτοκίνητο, για να μη δώσει στόχο, του καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα ότι ήξερε και τη συνοδηγό. Κάτι του θύμιζε το πρόσωπο της σίγουρα, αλλά τι! Άκουσε το αυτοκίνητό τους να σταματάει στο στενό και τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν. Έπρεπε να τις ξαναδεί για να βεβαιωθεί… τι σχέση μπορεί να είχαν μεταξύ τους. Προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του την ανάμνηση της γυναίκας από τον Αφανή Ναύτη. Πως δε θυμόταν μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα, αν όντως την είχε γνωρίσει! Μπορεί βέβαια να ήταν κάποια celebrity και να τη θυμόταν από περιοδικά, εφημερίδες ή την τηλεόραση… κι όμως, ήταν σίγουρος ότι την ήξερε από αλλού. Αποφάσισε να ρίξει μια αδιάκριτη ματιά στο μαγαζί που έτρωγε μέχρι πριν λίγο, αφού έτσι κι αλλιώς εκεί βρισκόταν κι ένα άτομο πολύ σχετικό με το στόχο του. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έκανε αναστροφή και ξεκίνησε προς τη χώρα. Μόλις βγήκε από το χωριό, βρήκε ένα σημείο στη στροφή του δρόμου όπου τα δέντρα έκρυβαν κάπως το αυτοκίνητο και σταμάτησε. Άνοιξε την πόρτα, άφησε το κινητό του στο κάθισμα και κοντοστάθηκε. Ξανακοίταξε το σάκο. «Ποτέ δεν ξέρεις» σκέφτηκε και άρπαξε το «Five seveΝ» του από μέσα. Βίδωσε το σιγαστήρα, το σφήνωσε στη πίσω πλευρά της ζώνης του και πέρασε απέναντι. Περπατούσε γρήγορα ανάμεσα στα πεύκα και τους θάμνους που κύκλωναν τον οικισμό. Είχε σκοπό να πάει γύρω από τα σπίτια και να κρυφτεί πίσω από τη μάντρα Σελίδα 13 από 36
  • 14. και τον πυκνό κισσό. Υπολόγιζε πως δεν θα του ΄παιρνε περισσότερο από πέντε λεπτά για να διανύσει την απόσταση. Έφτασε σ’ ένα χαμηλό φράχτη που χώριζε ένα κήπο με λαχανικά και ζαρζαβάτια από την δασώδη έκταση της πλαγιάς. Τον πήδηξε και συνέχισε μέχρι το πρώτο σπίτι που άφησε στ’ αριστερά του. Ακολούθησε το περίγραμμα των αυλών και χρειάστηκε να περάσει μέσα από κάνα δυο ακόμα κήπους πριν φτάσει σε μια ψηλή μάντρα που φαινόταν να καταλήγει στην πάνω πλευρά του στενού δρόμου που βρισκόταν η ταβέρνα. Σηκώθηκε στις μύτες και διέκρινε στο βάθος τη δορυφορική κεραία που είχε προσέξει πάνω στον παλιό περιστερώνα. Πήγαινε καλά. Άκουσε κάτι στην πίσω πλευρά του τοίχου. Ήταν μια λαχανιασμένη ανάσα.. κι ένα ανεπαίσθητο γρύλισμα.. σκυλί και μάλιστα εκπαιδευμένο… αλλιώς γιατί να μην γαυγίζει! «Που σκατά βρέθηκε τέτοιο σκυλί εδώ σ’ αυτή την άκρη τόπου!» μονολόγησε μουγκρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του. Το ότι δεν μπορούσε καν να το δει έκανε την κατάσταση πιο επικίνδυνη. Σκέφτηκε να φύγει για το αμάξι, αλλά την ίδια στιγμή άκουσε το θόρυβο από τα νύχια του ζώου που έτρεχε στο τσιμέντο. Απομακρύνθηκε λίγο από τη μάντρα και διέκρινε μια πόρτα στο βάθος, λίγο πριν το δρομάκι, δώδεκα περίπου μέτρα από τη θέση του. «Γαμώτο, εκεί πηγαίνει» σκέφτηκε και τράβηξε το όπλο από τη ζώνη του. Δεν είχε πρόβλημα με τα ζώα, αλλά το συγκεκριμένο σκυλί βρέθηκε σε λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Έκανε δυο βήματα προς την πόρτα που φαινόταν κλειστή, έβγαλε την ασφάλεια και σημάδεψε. Το κεφάλι του ζώου πετάχτηκε έξω και τα πόδια του ακουγόταν να σπρώχνουν καθώς σφήνωσε στιγμιαία στα κάγκελα. Κράτησε την ανάσα του και πίεσε την σκανδάλη. Ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος κι ένα στιγμιαίο σφύριγμα και το κεφάλι του ζώου τινάχτηκε προς τα πίσω και στη συνέχεια γλίστρησε μέχρι το έδαφος. Ο Παύλος ξεκίνησε πάλι να περπατάει προς το δρομάκι βάζοντας το όπλο στη ζώνη του. Περνώντας δίπλα από το νεκρό λυκόσκυλο πρόσεξε ότι το μέρος του κεφαλιού του μπροστά από τα μάτια του δεν υπήρχε πλέον. Μόλις είχε ξοδέψει πενήντα ευρώ για ένα γαμόσκυλο επειδή είχε μαζί του το λάθος γεμιστήρα. Και δεν ήταν τόσο τα πενήντα ευρώ, τόσο του στοίχιζε κάθε μία από αυτές τις ειδικές σφαίρες που θραυσματοποιούνταν, αλλά η διαδικασία του να τις φέρει παράνομα από Αμερική και πάντα σε μικρές ποσότητες. Είχε φτάσει πια στο δρομάκι και με δυο δρασκελιές βρέθηκε απέναντι και πίσω από τον κισσό. Από ‘δω μπορούσε ν’ ακούσει τα πάντα. Τα ζευγαράκια δεν είχαν φύγει ακόμα. Είχαν στο μέσο του τραπεζιού τους μια μεγάλη γαβάθα με κάποιο γλυκό του κουταλιού και τάιζαν ο ένας τον άλλο. Η μεγάλη παρέα είχε συμπληρωθεί και έκανε ακόμα μεγαλύτερη φασαρία. Οι δύο γυναίκες που είχε δει στο τελευταίο αυτοκίνητο κάθονταν δίπλα και έδειχναν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους. Σελίδα 14 από 36
  • 15. Πρόσεξε ότι η μία κρατούσε το χέρι της άλλης σαν να ήταν ζευγάρι. «Διπλό ταμπλό η Πολωνή» σκέφτηκε ο Παύλος. Την εντυπωσιακή γυναίκα την έλεγαν Κάτια και είχε ανοίξει σοβαρή κουβέντα με τον ένα αναβάτη των μηχανών που τον έλεγαν Στιβ. Μιλούσαν για το τι θα γίνει μετά από κάποιο γεγονός, δεν μπορούσε να καταλάβει τι, που θα είχε νομική υπόσταση. Ο Στιβ μιλούσε σα δικηγόρος και εξηγούσε κάτι έννοιες όπως κληρονομιά, φόρος κληρονομιάς, διαχείριση περιουσίας, πληρεξούσια και διεκδίκηση περιουσίας, προσβολή διαθήκης και ένα σωρό άλλα τέτοια. Ένα άλλο ζευγάρι δίπλα εξηγούσε μια διαδρομή στην Πολωνή. Ο Παύλος το ήξερε το μέρος που της έλεγαν μιας και ήταν εκατό μέτρα πιο κάτω από τα δωμάτια που έμενε, ενώ δίπλα αναπαλαιώνονταν ένα χαρακτηριστικό παλιό αρχοντικό που είχε πρόσφατα αγοραστεί από μια διάσημη τηλεπερσόνα. Κάποιοι άλλοι μιλούσαν για την εκδρομή που πήγαν με το σκάφος στην «Άχλα», μια γνωστή παραλία του νησιού. Ξανακοίταξε την γυναίκα που έλεγαν Κάτια. Ναι, σίγουρα την είχε γνωρίσει, αλλά … δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε και που. Ακούστηκε ένα κινητό να χτυπάει και το σήκωσε μια από τις γυναίκες της παρέας «Hello?... Giannis, …how are you today darling?» Ένοιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι και τις φλέβες του να χτυπάνε στο λαιμό και τους κροτάφους. Αυτή ήταν η γυναίκα που του μίλησε στο τηλέφωνο, ήταν σίγουρος. Γύρισε κι ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Τέντωσε και τα πόδια του που είχαν πιαστεί. Ήταν σχεδόν ξεκάθαρο πως όλη η παρέα, ή σχεδόν όλη, ήταν στο κόλπο. Ακόμα και η Πολωνή, πρέπει να ήταν και αυτή στο κόλπο. Όχι πως αποκλείεται να μην ήξερε τίποτα, και να την πλησίασαν για να έχουν πρόσβαση στον Μητροφάνη. Βέβαια, το πρόβλημα δεν ήταν αν ήταν η Πολωνή στο κόλπο. Κάποιος τον πλήρωνε να εξαφανίσει χωρίς ίχνη έναν άνθρωπο πασίγνωστο στον πολιτικό κόσμο και στα media και το ‘ξερε μια ντουζίνα κόσμος. Να τα χέσει τα διακόσια χιλιάρικα που του έδιναν. Στράφηκε πάλι προς την αυλή της ταβέρνας. Η κουβέντα γύρισε στην εκδρομή της επόμενης ημέρας και όλοι έδωσαν βάση στα λεγόμενα του άλλου αναβάτη, που τους εξηγούσε τη διαδρομή που θα ακολουθήσουν με το σκάφος. Ανάμεσα στις κουβέντες κατάλαβε ότι η Κάτια και η Πολωνή θα πήγαιναν μετά την ταβέρνα στο σπίτι που εξηγούσαν νωρίτερα και μάλλον θα έμεναν εκεί. Κάπου εκεί έπιασε την Κάτια να λέει: «Το κανόνισε ο Αντρέας σου είπα. Είμαι σίγουρη. Μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο! Εξάλλου είναι κι αυτός εδώ! Τον είδα το απόγευμα.» Ένοιωσε τα πόδια του να καίνε. Είχε πάνω από σαράντα πέντε λεπτά στο βαθύ κάθισμα, αλλά δεν ήταν αυτό που τον έκανε να νοιώσει έτσι. Αν ο Αντρέας που ανέφεραν ήταν ο Αντρέας που ήξερε, δηλαδή ο Τζόνι που του είχε δώσει τη δουλειά, η κατάσταση γινόταν πολύ δύσκολη. Σελίδα 15 από 36
  • 16. Τα νεύρα του ήταν τσατάλια και δε μπορούσε να σκεφτεί. Το σίγουρο ήταν ότι θα ‘πρεπε να παρακολουθήσει τις δύο γυναίκες για να μάθει κι άλλα, κι αποφάσισε να γυρίσει στο αυτοκίνητο. Τεντώθηκε σιγά σιγά και απομακρύνθηκε από τον κισσό. Περπάτησε σκυμμένος και έκανε ένα μεγάλο κύκλο από το τέλος του δρόμου για να μη γίνει αντιληπτός. Έφτασε στην απέναντι μάντρα και κοίταξε το ψόφιο σκυλί. Σκέφτηκε να το τραβήξει πιο μακριά, αλλά θα καθυστερούσε κι άλλο, οπότε συνέχισε να περπατάει αντίστροφα απ’ ότι είχε έρθει. Αδυνατούσε να συμμαζέψει τις σκέψεις στο μυαλό του «Ο Τζόνι αποκλείεται να έκανε τέτοια βλακεία και να το είπε σε μη έμπιστο άνθρωπο, πόσο μάλλον σε τόσους πολλούς. Απ’ την άλλη μπορεί ο εργοδότης του να είναι ηλίθιος και να την πάτησε ο Τζόνι δεχόμενος να κάνει το μεσάζοντα, αλλά και πάλι θα ήταν δύσκολο να μην πάρει χαμπάρι τέτοιο μαλάκα, που κανονίζει φόνο και το συζητάει ανοιχτά στην παρέα. Εκτός αν κάτι παίζεται σε βάρος του Τζόνι. Έχει κάνει κακό σε πολύ κόσμο κι όσο κι αν έκρυψε σχολαστικά την ταυτότητά του όλο και κάποιος μπορεί να τον έχει ξετρυπώσει. Ναι, το πιο πιθανό είναι να θέλουν να εκθέσουν τον Τζόνι, αλλά ποιος ο ρόλος ο δικός μου. Κι αυτή η γυναίκα… πως γίνεται να μη θυμάμαι τέτοια γυναίκα… αφού την ξέρω, είμαι σίγουρος. Και σίγουρα εδώ παίζεται κάτι μεγάλο. Ο Μητροφάνης δεν είναι απλά μια δουλειά. Πρέπει να μάθω περισσότερα και μάλιστα γρήγορα. Να περιμένω τις ερωτευμένες να φύγουν ή να πάω να μαζέψω τις κάμερες από τη χώρα; Μπορεί να δω κάτι εκεί. Εκτέθηκα ανεπανόρθωτα που δέχτηκα να συναντηθώ. Πως μ’ έπεισε κι εμένα ο μαλάκας ο Τζόνι να δώσω ραντεβού. Έχε χάρη που μου στάθηκε παλιότερα και του χρωστάω. Κι αυτή η ιστορία με τις εφημερίδες και τα συνθηματικά λόγια… που βρίσκονται οι άνθρωποι… τελευταία ταινία που είδαν είναι το Καζαμπλάνκα; Πως την πάτησα έτσι γαμώτο μου. Έκατσα κι έκανα ό,τι μου ‘πε ο Τζόνι σα βλάκας… σαν να παίζω σε ταινία. Χαλάρωσα πολύ τελευταία και θα την πατήσω. Άκου να φοράς μπλούζα με logo της kodak και θα είσαι ο κύριος kodak κι ένα κάρο μαλακίες. Λες και ήξερα και κανόνισα σχέδιο διαφυγής αν γίνει η στραβή! Πως το δέχτηκα…αν είναι δυνατόν… μετά από τόσες δουλειές σ’ όλο τον κόσμο να την πατήσω έτσι. Όχι για κανέναν δεν έπρεπε να το δεχτώ, ούτε για τον Τζόνι! Θα τον πάρω τηλέφωνο σε πρώτη ευκαιρία να τον βρίσω… και για τον Μητροφάνη δεν κάνω τίποτα ακόμα. Θα περιμένω να ξεκαθαρίσει η κατάσταση πρώτα. Όχι… σίγουρα είναι όλοι στο κόλπο, αφού ακόμα και η άσχετη μου μίλησε στο τηλέφωνο, είναι όλοι τους μπλεγμένοι. Κι αυτή η γυναίκα, δε μπορώ να τη βγάλω απ’ το μυαλό μου. Δεν μπορώ να τους ακολουθήσω όλους μαζί. Θα πάω να πάρω τις κάμερες και αφού δω τι τράβηξαν θα κάνω μια βόλτα από τη φωλίτσα της Πολωνής και της Κάτιας.» Σελίδα 16 από 36
  • 17. Συνέχισε να περπατάει γρήγορα μέχρι που έφτασε στο αυτοκίνητο. Μόλις ξεκίνησε πήρε τηλέφωνο τον Τζόνι αλλά «ο συνδρομητής που καλείτε δεν είναι διαθέσιμος». Εκνευρίστηκε. Πήρε τηλέφωνο το Γιώργο. Χτύπησε μερικές φορές πριν καταλάβει ότι η ώρα ήταν περασμένη. «Έλα αφεντικό, τι έπαθες;» ακούστηκε η νυσταγμένη και μπάσα φωνή. «Ξέχασα τι ώρα είναι.» δικαιολογήθηκε. «Πρώτη φορά είναι!» «Όχι αλήθεια…» «Εντάξει, θα πεις τώρα τι θές, ή να ξαναπέσω για ύπνο;» «Γράψε ένα όνομα: Μητροφάνης Σταμάτης, βουλευτής μέχρι πριν δυο χρόνια. Μάθε ό,τι μπορείς!» «Τι εννοείς ό,τι μπορώ; Μπορώ πολλά. Εσύ μέχρι πότε τα θέλεις, όσα μπορώ να μάθω;» «Χθες!» «Μες στον προγραμματισμό είσαι πάντα! Πότε να σε πάρω;» «Θα σε πάρω εγώ.» Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή στο βάθος, κι ο Γιώργος της απάντησε «Τίποτα δε συμβαίνει. Κοιμήσου κι έρχομαι.» «Θα προσπαθήσω να μην ξεχάσω την ώρα όταν σε πάρω!» απολογήθηκε πάλι. «Μας έπεισες» μουρμούρισε ο Γιώργος, «πάω στοίχημα ότι θα γαμάω όταν με ξαναπάρεις» «Όχι ειλικρινά μιλάω» «Δεν λες ψέματα. Θα προσπαθήσεις, αλλά πάλι θα με πάρεις βιαστικός και δε θα θυμάσαι τίποτα. Τρώγε ψάρια, στο ‘χω πει ότι ενισχύουν τη μνήμη!» «Η μνήμη μου είναι μια χαρά. Απλά χάνω συνέχεια την αίσθηση του χρόνου, ξέρεις πως είναι. Διατροφή γι’ αυτό υπάρχει;» αστειεύτηκε. «Δε θέλω να το συνεχίσω» αποκρίθηκε ο Γιώργος «καληνύχτα». «Καληνύχτα και σε σένα, χαιρετισμούς στη Μάχη» «Θα δώσω, καληνύχτα είπα! Γεια!» είπε και του έκλεισε το τηλέφωνο. Ξαναπήρε το Τζόνι… «ο συνδρομητής που καλ…». «Που είναι ο μαλάκας, τέτοια ώρα είναι πάντα στο μαγαζί.» σκέφτηκε. Ο Τζόνι μπορεί να ήταν ένα κάρο πράγματα, από αμείλικτος νταβατζής μέχρι φιλοχρήματο αφεντικό της νύχτας, αλλά πάντα σήκωνε το τηλέφωνο. Ξαναπήρε στο σταθερό του μαγαζιού. Μια γυναικεία φωνή με το ζόρι ξεχώριζε από τη δυνατή μουσική «Αρένα, λέγεται!» «Τον Τζό… εεε τον Αντρέα θέλω» ξεφώνισε. «Τον κύριο Ευαγγέλου ζητάνε» άκουσε να λένε. «Πείτε του ότι τον ζητάει ο Μπίλι» Σελίδα 17 από 36
  • 18. «Λένε ότι τον ζητάει ο Μπίλι» μεταφέρθηκε πάλι το μήνυμα και μετά από δυο – τρία δευτερόλεπτα ήρθε η απάντηση «Δεν έχει έρθει απόψε ο κύριος Ευαγγέλου». «Όταν έρθει να του πείτε να με πάρει τηλέφωνο, όποτε έρθει, ότι ώρα και να ‘ναι.» Μια άλλη γυναικεία φωνή βγήκε στο τηλέφωνο «Δεν θα έρθει απόψε ο κύριος Ευαγγέλου» «Δεν είπα απόψε, είπα όταν έρθει. Όποτε τον δείτε, να με πάρει τηλέφωνο. Να πάρει τηλέφωνο τον Μπίλι.» Έκλεισε το τηλέφωνο νευριασμένος. Τώρα τελευταία κι ο Τζόνι είχε μαζέψει όλα τα ξέκωλα απ’ τους δρόμους και τις έβαζε να δουλεύουν στο μαγαζί. Αφού πάλι βίζιτες έκαναν, ποια η διαφορά; Ας διάλεγε τουλάχιστον δυο τρεις που να τους κόβει και να μην είναι πρεζόνια! Προσπάθησε να κινηθεί πιο γρήγορα στο φιδίσιο δρόμο που κατέβαινε την πλαγιά, αλλά το νοικιασμένο αμάξι δεν βοηθούσε. Πότε γλιστρούσε μπροστά και πότε πίσω, ενώ ο κινητήρας του ήταν τόσο «σκοτωμένος» που προλάβαινες να ανάψεις τσιγάρο ανάμεσα στο πάτημα του γκαζιού και την επιτάχυνση. Αποφάσισε να κάνει υπομονή και να κινηθεί με πιο ασφαλείς ρυθμούς. Θα ‘θελε πολύ να έχει τη Lotus εκεί. Θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να την οδηγεί σε αυτούς τους δρόμους. Είχε αγοράσει την Elise πριν τέσσερα χρόνια και ήταν το μοναδικό αυτοκίνητο που είχε κρατήσει τόσο πολύ. Ήταν επίσης το μοναδικό αυτοκίνητο που είχε «πειράξει» εκτεταμένα, αν και δεν ήταν απαραίτητο, γιατί το ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που το είδε στις σελίδες των περιοδικών. Τότε δε πίστευε ποτέ ότι θα μπορέσει να το οδηγήσει, πόσο μάλλον να το αποκτήσει κι έτσι όταν μετά από χρόνια την πάρκαρε για πρώτη φορά στο σπίτι του ξεχάστηκε για δυο ώρες να την κοιτάει και να την χαϊδεύει λες κι ήταν γυναίκα. Ποτέ δεν χόρταινε να το οδηγεί αυτό το αυτοκίνητο. Πολλές φορές είχε σκεφτεί ότι αν ήταν να σκοτωθεί σε τροχαίο θα ήθελε να είναι μέσα σε αυτό. Έφτασε στο Νημποριό και πέρασε μπροστά από τα μπαράκια στην παραλία που δεν είχαν πάνω από δυο τρεις παρέες. Άφησε το αμάξι στο παρκινγκ μετά την παραλία και ξεκίνησε περπατώντας για την πλατεία που το απόγευμα είχε συναντήσει τον «μπάτλερ». Δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι παιζόταν. Περπατούσε στο, χωρίς κόσμο πια, καλντερίμι κι έφερνε στο μυαλό του τις πληροφορίες που είχε για το στόχο. Σίγουρα δεν φαινόταν να είναι στόχος των διακοσίων χιλιάδων ευρώ. Δεν είχε ιδιαίτερη ασφάλεια και θα μπορούσε να τον ξεκάνει κι ένας μπράβος για τριάντα χιλιάρικα. Ακόμα και οι καταθέσεις στο εξωτερικό, τουλάχιστον όπως παρουσιάζονταν στις διαφάνειες που του έδωσαν δεν άξιζαν τον κόπο. Προφανώς κάποιος θα διαχειρίζονταν μια περιουσία που δεν ήθελε να μαθευτεί. Αν ήταν έτσι κι ο Γιώργος θα δυσκολευόταν Σελίδα 18 από 36
  • 19. να βρει κάτι. Ούτε πολιτικός στόχος ήταν γιατί δεν θα τους πείραζε να είναι νεκρός, χώρια που πριν δυο χρόνια που έγιναν εκλογές δεν μπήκε καν στο ψηφοδέλτιο του κόμματος που υποστήριξε για είκοσι χρόνια. Είχε τερματιστεί η πολιτική του καριέρα από τους ίδιους που τον προώθησαν τόσα χρόνια. Όταν έσκασε η φούσκα των δανείων της χώρας δεν την πλήρωσαν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μισθωτοί – μικρομεσαίοι. Άνθρωποι των κομμάτων που χρόνια έκαναν όλες τις βρωμοδουλειές, με το αζημίωτο βέβαια, για να συνεχίζουν κάποιοι να εκλέγονται, βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς αντικείμενο, αφού δεν μπορούσαν πλέον να βολέψουν κανένα και εκπροσωπούσαν ένα πολιτικό σύστημα που κανείς δεν ήθελε να στηρίξει ή να χρησιμοποιήσει. Το άξιζαν βέβαια και με το παραπάνω αυτό που έπαθαν αλλά όπως αποδείχτηκε ήταν προετοιμασμένοι. Για κάθε μπλεγμένο πολιτευτή αμαυρώθηκε η φήμη ενός ακόμα εκλεγμένου εκπροσώπου τουλάχιστον. Ακόμα κι αδέρφια προδόθηκαν μεταξύ τους προσπαθώντας να ρίξουν ο ένας την ευθύνη στον άλλο. Πλησίασε προσεκτικά στην έρημη πλέον πλατεία. Προχώρησε με σταθερά βήματα και μάζεψε τις κάμερες. Δεν ήταν κανένα σπουδαίο σύστημα παρακολούθησης, απλές κάμερες μπρελόκ προσαρμοσμένες σε συσκευασία ώστε να μην διακρίνονται, αλλά τη δουλειά τους την έκαναν. Τις είχε βάλει γι’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά. Καθώς δεν έδιναν ζωντανή εικόνα σε κάποιον απομακρυσμένο σταθμό μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για εκ των υστέρων εξέταση του χώρου και των γεγονότων. Γέλασε παρατηρώντας πως ακόμα και στη σκέψη του μερικές φορές χρησιμοποιούσε ξύλινη γλώσσα, απομεινάρι της εποχής που έγραφε τα μεταπτυχιακά του. Η γραπτή έκφραση πάντα του δημιουργούσε πρόβλημα και θυμόταν όλους τους καθηγητές ή υπεύθυνους με κάποιο τρόπο για τη δουλειά του, να του λένε «ναι ρε Παύλο, σωστό είναι, δίκιο έχεις, αλλά έτσι όπως το γράφεις, μόνο εσύ το καταλαβαίνεις». Έτσι στρώθηκε να διαβάζει οικονομικές εφημερίδες και εκδόσεις του επιμελητηρίου, του ΤΕΕ και οτιδήποτε άλλο με ξερή, τυπική γλώσσα για να μάθει κι αυτός να γράφει το ίδιο. Τα κατάφερε, δυστυχώς όμως επηρεάστηκε κι ο προφορικός του λόγος, γεγονός που μισούσε. Πάντα τον εκνεύριζε να ακούει να μιλάνε άλλοι με την αυστηρή τυπική γλώσσα, πόσο μάλλον όταν το έκανε ο ίδιος! Πήρε προβληματισμένος το δρόμο προς το πάρκινγκ που περνούσε από το κέντρο της Χώρας. Τα τελευταία δεδομένα γυρνούσαν πάλι στο μυαλό του και τον μπέρδευαν. Όπως περνούσε πάλι από την πλατεία, θυμήθηκε τις διακοπές του στο νησί πριν χρόνια. Σαν να είδε τον Πέτρο να τρέχει ανάμεσα στα άδεια τραπεζάκια και τη Νίκη να τον κυνηγάει. Ένιωσε πάλι τα μάτια του υγρά. Τον τελευταίο καιρό του ΄ρχονταν πολύ έντονες οι μνήμες του παρελθόντος και είχε Σελίδα 19 από 36
  • 20. συναισθηματικά ξεσπάσματα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Εννοείται πως ο χρόνος τα σβήνει όλα με τη μεγάλη γόμα της λήθης. Ίσως να ‘χε δίκιο η Μιλένα που του έλεγε ότι δεν είναι άδεια η ψυχή του όπως νόμιζε. «Καημένη Μιλένα… δεν έζησες να δεις την ευγενική ψυχή μου να εκδικείται!» σκέφτηκε ακόμα πιο θλιμμένα και κοίταξε τα τελευταία μαγαζιά που έκλειναν μέσα από τη θαμπάδα των δακρυσμένων ματιών του. Ίσως να είχε και να έπρεπε να δώσει χαρά και αγάπη και να μην το καταλάβαινε ή δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Το είχε σκεφτεί πολλές φορές και δεν μπορούσε να καταλάβει πως ένας άνθρωπος σαν την αφεντιά του έδινε τόσο καλή εντύπωση στους γύρω του, παρόλο που ήξεραν ποιος ήταν. Μπορεί να ήταν οι καλοί του τρόποι, η ευγένεια και η ειλικρίνειά του. Ήταν γεγονός ότι σπάνια έλεγε ψέματα, σχεδόν ποτέ. Θεωρούσε όμως πιο πιθανό το φόβο. Απλά τον φοβόταν και το έπαιζαν καλοί μαζί του. «Απ’ το να σε λυπούνται, πιο καλά είναι να σε φοβούνται!» σκέφτηκε και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Ναι, δεν θα έδινε ποτέ και σε κανέναν λόγο για να τον λυπηθεί. Επιτάχυνε το βήμα του: «Αυτός ο Μητροφάνης είναι παρελθόν. Κι αν δυο λούγκρες με τα ξεκωλά τους θέλουν μπελάδες, θα τους έχουν… στον άλλο κόσμο!!» σκέφτηκε θριαμβευτικά και γέλασε δυνατά. Ένας ζαχαροπλάστης, που έκλεινε το μαγαζί του, τον κοίταξε απορημένος ή και φοβισμένος. «Σερβίρεις ακόμα;» «Ννναι, ναι… πως!» «Θέλω ένα προφιτερόλ κι ένα διπλό εσπρέσο για το δρόμο.» «Για τον καφέ… θέλει ένα τέταρτο να ζεσταθεί η μηχανή.» «Θα περιμένω» απάντησε ο Παύλος και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι έξω, στο πεζοδρόμιο. Πραγματικά ήθελε ένα γλυκό εκείνη τη στιγμή. Μέχρι να φέρει ο παππούς το προφιτερόλ τον διαπέρασε το κρύο, κοίταξε μέσα και τον είδε να ξανανάβει όλα τα φώτα. Είχε βάλει αέρα, βοριά, και η θερμοκρασία έπεφτε συνεχώς. Μπήκε στο ζαχαροπλαστείο και κοιτούσε τον ιδιοκτήτη. Ακόμα και τέτοια ώρα, και τόσο απρόσμενα και βεβιασμένα, πρώτα φόρεσε αργά την ποδιά και μετά έπιασε να βγάλει το προφιτερόλ από το ψυγείο. Του άρεσαν οι άνθρωποι που ήταν λεπτολόγοι στη δουλειά τους. Ο παππούς ξανακοίταξε γύρω στο μαγαζί να βεβαιωθεί πως άναψαν όλα τα φώτα που έπρεπε και ήρθε να του καθαρίσει το τραπέζι. «Όλα καλά;» «Τώρα που βρήκα γλυκό και καφέ, όλα είναι τέλεια! Συγνώμη για την ώρα αλλά …» «Δεν πειράζει. Αν το ζητάς το γλυκό και τον καφέ, έχεις λόγο να το ζητάς! Κι εγώ στο δίνω. Αν ζητούσα λόγο απ’ τον καθένα που έρχεται Σελίδα 20 από 36
  • 21. αργά για καφέ, ή νωρίς για ποτό, ή τρώει το γλυκό πριν το σάντουιτς, θα ‘μουν ψυχίατρος! Αυτοί δεν είναι που ρωτάν τέτοια χαζά; Αυτοί είναι!» «Ε, δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν σε πάρουν τηλέφωνο στις τρεις τη νύχτα για να σου ζητήσουν προφιτερόλ θα έρθεις να το σερβίρεις ή θα τους βρίσεις;» «Θα ΄ρθω πως δε θα ‘ρθω! Ο φαρμακοποιός πως έρχεται!» «Ναι, αλλά το φάρμακο είναι επείγον, το γλυκό δεν είναι!» «Για να ρίξει ο άλλος τα μούτρα του και να σε πάρει στις τρεις τη νύχτα, επείγον είναι και το γλυκό. Αλλά το γλυκό τυχαίνει επείγον μια στα δέκα χρόνια, ενώ το φάρμακο τρεις τη βδομάδα. Έτσι ο φαρμακοποιός απέναντι που ‘ναι μόνος στο νησί, πουλάει το φάρμακο χίλια τις εκατό απάνω κι εγώ πουλάω το γλυκό εκατό τις εκατό. Κι ο φαρμακοποιός έχει δυο πολυκατοικίες στο Ψυχικό κι εγώ ένα πατρικό στη χώρα και δε μπορώ να πληρώσω την εφορία και να φτιάξω τα υδραυλικά που τρέχουν.» «Και πάλι δεν είναι τόσο απλά, αλλά κάτι ξέρεις εσύ! Πως πήγε η σεζόν; Από δουλειά εννοώ.» «Θα τη βγάλουμε και φέτος. Άμα είσ’ απίκο απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και τα κάνεις όλα μόνος σου… βγαίνεις. Αλλιώς…δύσκολα! Κάτσε να σου φέρω το προφιτερόλ, γι’ αυτό δεν ήρθες;» «Εντάξει, φερ’ το.» Στην πραγματικότητα ο Παύλος είχε ξεχάσει το γλυκό. Του άρεσε η κουβέντα με τον παππού. Είχε γούστο να τον ακούς. Βέβαια, διαπίστωσε παράλληλα ότι δύσκολα θα έπινε εσπρέσο της προκοπής, αλλά δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει αλλάζοντας την παραγγελία στο γνωστό και αξιόπιστο νες. Υπολόγισε την ηλικία του πάνω από εξήντα. «Σίγουρα δε θα πιω εσπρέσο απόψε!» ξανασκέφτηκε. «Ορίστε!» ακούμπησε το τεράστιο μπολ με το εντυπωσιακό γλυκό μπροστά του, «φτιάχνω και τον καφέ, για έξω είπες, ε;» «Ναι, για το δρόμο» απάντησε ο Παύλος και δοκίμασε το γλυκό, «πο πο μάγκα μου, έχω χρόνια να φάω τέτοιο προφιτερόλ, μόνος σου το φτιάχνεις;» «Όπως και ό,τι άλλο υπάρχει στο μαγαζί. Αν δεν τα κάνεις όλα μόνος σου δε βγαίνεις!» και συνέχισε «Ζάχαρη θα βάλεις εσύ;» «Βάλε μια κοφτή κουταλιά.» Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε πάει έντεκα και μισή. Έφαγε βιαστικά το γλυκό του. Ο καφές είχε αρωματίσει όλο το μαγαζί και άρχισε να ανατρέπει την δυσπιστία του για τον καφέ που θα έφτιαχνε ο παππούς. Τη λάτρευε αυτή τη μυρωδιά. Άφησε δέκα ευρώ στο τραπεζάκι που καθόταν και στάθηκε στον απέναντι πάγκο την ώρα που ο παππούς έβαζε το καπάκι στο χάρτινο ισοθερμικό ποτηράκι του καφέ «Άργησα! Δέκα ευρώ φτάνουν;» Σελίδα 21 από 36