Έκθεση μαθητικής Ζωγραφικής- Η μαγεία των μοτίβων.pptx
μοντέλο προσομοίωσης
1. Προσομοίωση (simulation)
Το μοντέλο της προσομοίωσης (Simulation) ανήκει στην κατηγορία των
συμπεριφοριστικών μοντέλων (Behavioral Systems Family of models), σύμφωνα με
την κατηγοριοποίηση των Joyce, Weil & Calhoun (2000). Η προσομοίωση είναι ένα
είδος παιχνιδιού ρόλων όπου οι εκπαιδευόμενοι συμμετέχουν σε μια νοητή, και κατά
το δυνατόν, ρεαλιστική αναπαράσταση μιας πραγματικής κατάστασης,
προσπαθώντας να σκεφτούν και να ενεργήσουν όπως θα έκαναν και τα πραγματικά
πρόσωπα που θα εμπλέκονταν στην κατάσταση αυτή ή η μελέτη ενός συστήματος και
η εξοικείωση με τα χαρακτηριστικά του με τη βοήθεια ενός άλλου συστήματος
(Joyce, Weil & Calhoun, 2000). Η προσομοίωση με τη χρήση κάποιου μηχανήματος
μπορεί να γίνει τόσο συνεργατικά όσο και από κάθε εκπαιδευόμενο ξεχωριστά
(Courau, 2000).
Στόχοι του μοντέλου
Τα μαθήματα με χρήση προσομοίωσης είναι ιδανικά για τη διδασκαλία με μαθησιακό
περιεχόμενο όπου το άμεσο βίωμα δεν είναι εύκολο στην πραγματική ζωή. Αυτό
μπορεί να συμβαίνει λόγω κόστους, επικινδυνότητας (π.χ. αντιμετώπιση πυρκαγιών)
ή καταστάσεων όπου η πρακτική επιτυγχάνεται καλύτερα με έναν πιο ελεγχόμενο
τρόπο (π.χ. εκμάθηση οδήγησης).
Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της προσομοίωσης είναι η ενσωμάτωση της
θεωρίας και της πράξης σε ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον. Για παράδειγμα, σε
προγράμματα προσομοίωσης οι νέοι οδηγοί αναπτύσσουν αντιλήψεις και δεξιότητες
για αποτελεσματική οδήγηση (Joyce, Weil & Calhoun, 2000).
Η κατανόηση εννοιών και η απόκτηση δεξιοτήτων ενισχύεται μέσω του άμεσου
βιώματος των μαθητών, όπου ενεργητικά εμπλεκόμενοι μαθαίνουν από τις συνέπειες
των πράξεών τους.
Η χρήση της προσομοίωσης μπορεί να έχει αρκετά πλεονεκτήματα. Προσφέρει τη
δυνατότητα στους μαθητές να επικεντρώνονται στα αποτελέσματά της και όχι σε
διαδικαστικά θέματα, παρέχοντας ένα αφαιρετικό και ελεγχόμενο περιβάλλον, στο
οποίο η έκβαση των αποτελεσμάτων είναι σαφής, χωρίς περισπασμούς και χωρίς
περιθώρια σύγχυσης ή αμφιβολίας, ειδικά σε μαθητές της υποχρεωτικής Π.Ε. όπου οι
ικανότητές τους για αφαιρετική σκέψη είναι εξαιρετικά περιορισμένες (Κολιάδης,
2007γ). Διαθέτει ένα προστατευμένο περιβάλλον εξάσκησης, χρήσιμο σε περιπτώσεις
2. διενέργειας πειραμάτων - μιας και το εργαστηριακό περιβάλλον ενέχει κινδύνους
ασφάλειας, όπου οι μαθητές μπορούν να μάθουν μόνοι τους την απαραίτητη
συμπεριφορά από την ανατροφοδότηση που θα λάβουν από το πρόγραμμα
προσομοίωσης (Ματσαγγούρας, 2003; Τριλιανός, 1998α).
Με τη χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου μοντέλου οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα
να ανακαλύψουν τη γνώση μέσω συνεργατικών δραστηριοτήτων και επίλυσης
προβλημάτων, ενεργοποιώντας ανώτερες λειτουργίες της σκέψης. Η εκπαιδευτική
διαδικασία δεν είναι δασκαλοκεντρική καθώς η μάθηση επιτυγχάνεται μέσω της
αυτενέργειας των μαθητών, ενώ ο εκπαιδευτικός παίζει περισσότερο το ρόλο του
συντονιστή και του διευκολυντή της διαδικασίας της μάθησης. Κατά τη διάρκεια της
προσομοίωσης η στάση του πρέπει να είναι υποστηρικτική και όχι αξιολογητική. Θα
πρέπει ο εκπαιδευτικός αρχικά να παρουσιάσει και στη συνέχεια να διευκολύνει την
κατανόηση και την εξήγηση των κανόνων της δραστηριότητας της προσομοίωσης,
ενώ, για να μην χάνεται η εστίαση των μαθητών, είναι καλό να τους έχει
προετοιμάσει φύλλα εργασίας τα οποία θα πρέπει να συμπληρώσουν
πραγματοποιώντας τα αντίστοιχα προβλήματα (Joyce, Weil & Calhoun, 2000).
Θεωρητικά και εννοιολογικά θεμέλια του μοντέλου
Το μοντέλο της προσομοίωσης, αν και χρησιμοποιείται αρκετά τα τελευταία χρόνια
στην εκπαίδευση, δεν προέρχεται από αυτήν. Είναι μια εφαρμογή των αρχών της
κυβερνητικής, κλάδου της ψυχολογίας (Joyce, Weil & Calhoun, 2000). Οι
κυβερνητικοί ψυχολόγοι πραγματοποίησαν μια αναλογία μεταξύ ανθρώπων και
μηχανών, θεωρώντας τον μαθητευόμενο ως ένα αυτορρυθμιζόμενο
ανατροφοδοτούμενο σύστημα.
Όπως όλα τα μοντέλα της κατηγορίας του εφαρμόζει τις αρχές του συμπεριφορισμού
στη διδακτική πράξη. Σύμφωνα με τις γενικές θέσεις του Watson, όλη η συμπεριφορά
του ατόμου είναι αποτέλεσμα μάθησης, ανάλογα με τις συνδέσεις που
πραγματώνονται κάθε φορά με βάση το μηχανιστικό σχήμα ερέθισμα-αντίδραση
(Κολιάδης, 2005α). Ο μαθητής, δηλαδή, αλληλεπιδρά με το περιβάλλον μάθησης,
δεχόμενος από αυτό ένα ερέθισμα και αντιδρώντας σε αυτό. Η δε τροποποίηση της
συμπεριφοράς ενισχύεται με την επανάληψη. Όσο πιο πρόσφατο είναι το ερέθισμα
και όσο πιο πολλές φορές επαναληφθεί, τόσο καλύτερες προϋποθέσεις υπάρχουν και
αυξάνεται η πιθανότητα να επαναληφθεί η αντίδραση, δηλαδή η μάθηση (Κολιάδης,
2005α).
3. Επιλέγοντας την προσομοίωση ο εκπαιδευτικός κατευθύνει τους μαθητές του
περιγράφοντας, προσεκτικά και με λεπτομέρεια, τις προς εκτέλεση δραστηριότητες.
Ακόμα, όμως, και μέσα σε αυτήν την άκαμπτη προσέγγιση, ένα συνεργατικό
περιβάλλον αλληλεπίδρασης μπορεί να ευδοκιμήσει. Εργαζόμενοι μαζί, οι μαθητές
μοιράζονται ιδέες που αξιολογούνται από τους συμμαθητές τους και όχι από τον
εκπαιδευτικό. Με τον τρόπο αυτό η διαδικασία δεν είναι «απειλητική» και
πραγματοποιείται συνεργατικά. Η εργασία σε ομάδες παρακινεί τους μαθητές γιατί
εκπληρώνει και ένα σημαντικό κοινωνικό στόχο, αυτόν του «ανήκειν», σύμφωνα με
τον Maslow και τη διάσημη πυραμίδα αναγκών του (Boeree, 2006).
Επίσης, το μοντέλο της προσομοίωσης, μπορεί να συνδεθεί με τη θεωρία του
εποικοδομητισμού του Papert (1991). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η μάθηση
αναγνωρίζεται ως προϊόν δόμησης και αναδόμησης της γνώσης από τον ίδιο τον
μαθητευόμενο όπου ενεργητικά εμπλεκόμενος μαθαίνει από τις συνέπειες των
πράξεών του (Κολιάδης, 2007γ). Το μοντέλο αυτό συνάδει και με τις βασικές αρχές
της ανακαλυπτικής μάθησης του Bruner (1996), σύμφωνα με τις οποίες η ανάπτυξη
δεξιοτήτων των μαθητών είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, όταν πραγματοποιείται με
υπολογιστές και συστήματα προσομοιώσεων.
Το μοντέλο της προσομοίωσης, διαμέσου των δραστηριοτήτων που θα υλοποιήσουν
οι μαθητές αλλά και των συζητήσεων που θα ακολουθήσουν, υποστηρίζει ποικιλία
εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων. Σύμφωνα δε με το παιδαγωγικό υλικό της
επιμόρφωσης εκπαιδευτικών1
, η προσομοίωση φαινόμενων, η οποία εξυπηρετείται
από την ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών μέσων και ειδικότερα από τη χρήση των
εργαλείων ΤΠΕ, διαμορφώνει αποτελεσματικές συνθήκες μάθησης, που
παρουσιάζουν πλεονεκτήματα σε σχέση με τα παραδοσιακά μέσα.
Περιγραφή εκπαιδευτικών φάσεων Διδακτικού Μοντέλου
Τα παραπάνω προσπαθούμε να τα πετύχουμε εκτελώντας τις τέσσερεις φάσεις που
είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του μοντέλου, σύμφωνα με τους Joyce, Weil &
Calhoun (2000). Η υλοποίηση του μοντέλου ξεκινά με τον προσανατολισμό,
συνεχίζει με την «εκπαίδευση» των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα προσομοίωσης
και την «εκτέλεση» της προσομοίωσης ενώ ολοκληρώνεται με την ανακεφαλαίωση.
1
Ιστότοπος Υποστήριξης Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών Β' Επιπέδου: http://b-
epipedo.cti.gr/portal/index.php?option=com_frontpage&Itemid=611
4. Φάση 1η:
Προσανατολισμός
Φάση 4η:
Ανακεφαλαίωση
Φάση 3η:
"Εκτέλεση" της προσομοίωσης
Φάση 2η:
"Εκπαίδευση" των συμμετεχόντων
Φάσεις μοντέλου προσομοίωσης (Joyce, Weil & Calhoun, 2000)
Φάση 1η
. Προσανατολισμός (Orientation). Ο εκπαιδευτικός παρουσιάζει το θέμα που
θα εξερευνηθεί, τις ενσωματωμένες στην προσομοίωση έννοιες, μια σύνοψη αυτής,
καθώς και μια εξήγηση σχετικά με το τι είναι η προσομοίωση, σε περίπτωση που δεν
υπάρχει προηγούμενη εμπειρία. Εδώ τίθεται και το πλαίσιο της υπόλοιπης
μαθησιακής διαδικασίας.
Φάση 2η
. «Εκπαίδευση» των συμμετεχόντων (Participant Training). Οι μαθητές
ξεκινούν την εξοικείωσή τους με το πρόγραμμα της προσομοίωσης. Ο εκπαιδευτικός
θέτει σενάρια, εισάγοντας τους μαθητές του στους κανόνες, ρόλους, διαδικασίες και
στους σκοπούς αυτών. Οι μαθητές πραγματοποιούν πρακτική εκπαίδευση ώστε να
κατανοήσουν τις λειτουργίες του.
Φάση 3η
. «Εκτέλεση της προσομοίωσης» (Simulation Operations). Οι μαθητές
πραγματοποιούν την προσομοίωση ενώ ο εκπαιδευτικός τους διευκολύνει και τους
καθοδηγεί. Λαμβάνουν ανατροφοδότηση από τον εκπαιδευτικό και αξιολογούν τα
αποτελέσματα της δουλειάς τους, αποσαφηνίζοντας τις παρανοήσεις τους.
Φάση 4η
. Ανακεφαλαίωση (Participant Debriefing). Βασιζόμενος στα αποτελέσματα
της προσομοίωσης, ο εκπαιδευτικός βοηθά τους μαθητές του εστιάζοντας στην
περιγραφή των γεγονότων, των αντιλήψεων και αντιδράσεών τους, στην ανάλυση της
διαδικασίας, στη σύγκριση της προσομοίωσης με τον πραγματικό κόσμο καθώς και
στη συσχέτιση της δραστηριότητας με το περιεχόμενο του μαθήματος.