2. 2
Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν ήταν ξαπλωμένος πίσω από τον κορμό ενός πεύκου στην
πλαγιά του λόφου πέρα από το δρόμο και τη γέφυρα και χάζευε το ξημέρωμα. Αυτή
ήταν πάντοτε η αγαπημένη του ώρα της ημέρας και τώρα την χάζευε, την ένιωθε να
γίνεται μουντή μέσα του, σαν να ήταν κομμάτι της αργής φεγγοβολιάς που έρχεται
λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, όταν τα στερεά πράγματα σκουραίνουν κι ο χώρος
αρχίζει να φωτίζεται και τα φώτα που έλαμπαν τη νύχτα χλομιάζουν και σβήνουν
καθώς έρχεται η ημέρα. Τώρα ξεχώριζε καθαρά το καφετί χρώμα των σκληρών
κορμών κάτω στην πλαγιά και ο δρόμος έλαμπε με μια ιδέα ομίχλης να τον
σκεπάζει. Η δροσιά από το μαλακό έδαφος του δάσους τον είχε διαποτίσει και
ένιωσε τις καφετιές πεσμένες πευκοβελόνες να υποχωρούν από κάτω του. Από
κάτω, μέσα από τη λεπτή ομίχλη που αναδυόταν από την κοίτη του ποταμού,
έβλεπε την ατσάλινη γέφυρα, ίσια και άκαμπτη να διασχίζει το κενό, με τα ξύλινα
παραπήγματα σε κάθε άκρη της. Καθώς την κοιτούσε, ο σκελετός της έμοιαζε
ακόμα αραχνένιος και λεπτός στην ομίχλη που αιωρούταν πάνω από το ποτάμι.
Έβλεπε πια και τον φρουρό που στεκόταν μέσα στο φυλάκιό του. Είδε την πλάτη
του με το κρεμαστό μάλλινο παλτό και το ατσαλένιο κράνος καθώς έσκυψε προς το
πρόχειρα φτιαγμένο μαγκάλι για να ζεστάνει τα χέρια του. Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν
άκουσε από μακριά το ποτάμι που κυλούσε πάνω στις πέτρες και είδε έναν αχνό,
λεπτό καπνό να αναδύεται από το φυλάκιο.