2. Η κυρά των
αμπελιών [1975]
Ένας ήλιος από πέτρα ταξίδευε πλάι μας καίγοντας τον
αγέρα και τ’ αγκάθια της ερημιάς. Τ’ απόγεμα στάθηκε στην
ούγια της θάλασσας σαν κίτρινος γλόμπος σ’ ένα μεγάλο
δάσος θύμηση.
3. Έρημο το φεγγάρι – κοίτα – σαν ένα πιάτο αλουμινένιο, σαν
ένα πιάτο με αποφάγια στο μικρό εστιατόριο της λύπης, όταν
οι ταξιδιώτες έχουν φύγει κι ακούγεται από πέρα τόσο
μακρινή η κόρνα του φορτηγού, κάτου απ΄ της νύχτας τις
καμάρες.
ιωπηλή Εποχή
[ΑΓΡΤΠΝΙΑ –
1954]
4. Απάνου στην προβιά του χορταριού νταγκ – νταγκ τα
κουδουνάκια, μες στο πηχτό γαλάζιο γάλα του γιαλού τα
κίτρινα κουμπιά της πούλιας, νταγκ – νταγκ καλόγνωμες
ελιές φορτώνοντας τον όρθρο στα μικρά γαϊδούρια τους.
Η κυρά των
αμπελιών [1975]
5. Περνάνε οι μέρες κουβαλώντας στο κεφάλι τους πανέρια με
σταφύλια. Στρίβουνε το πευκόδασο – δεν τις ακούς που
φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους ασάλευτο έναν ήχο από νερά
κρεμάμενα.
Η κυρά των
αμπελιών [1975]
6. Αργότερα θα σου συστήσω τ’ αμίλητο φως του δειλινού. Έτσι
που βαθαίνει, που βαθαίνει παίρνοντας μαζί του τα κλειδιά
μας, παίρνοντας τα μυστικά μας μες στο μυστικό του.
Πρωινό
άστρο[1955]
7. Εδώ η σιωπή μετράει τα δάχτυλά της μην ξεχάσει το
μέτρημα, μην ξεχάσει του σπιτιού μας το νούμερο, μην πέσει
έξω απ’ τον κύκλο το καρδιοχτύπι μας, μη χυθούν όλα τ’
αστέρια πίσω απ’ τον ορίζοντα.
Πρωινό
άστρο[1955]
8. Δέσμευση
[ΠΤΡΑΜΙΔΕ -
1935]
Μικρά κορίτσια σαπουνίζουν το κεφάλι του ήλιου, κι ο ήλιος
βλαστημάει σαν κακομαθημένο αγόρι που του χώνουν το
κεφάλι μες στη γούρνα για να το λούσουν.
9. Άσε λοιπόν, μια στιγμή σώπα να σωπάσουν οι τροχοί του
φεγγαριού, να σωπάσουν των αστεριών οι γρύλλοι.
Πρωινό
άστρο [1955]
10. Κ’ ήταν η σιγαλιά πηχτή σα γάλα σ’ ελατίσιο κάδο και τ’
οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά τη μέρα των
Βαγιώνε. Κ’ έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του καθώς
που βγαίνει ο κάβουρας απ’ το νερό στο περιγιάλι κι
αστράφτει στο νωπό καβούκι του γαλάζιο το πρωινό με δύο
κουκκίδες άστρα.
Η κυρά των
αμπελιών [1975]
11. Το κάθε τι, και πιο πολύ τ’ όνειρο, να μας τυραγνά,
τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ’ αγνά,
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.
Απροσάρμοστοι
[ΣΡΑΚΣΕΡ -
1934]
12. Δεν ήταν τίποτα άλλο μες στη νύχτα, μόνον η απέραντη
σκοτεινή πεδιάδα κι ο ίσιος δρόμος αδιόρατα φωτισμένος
από μέσα του. Εκεί ένα μεγάλο συντριμμένο λεωφορείο με
αναμμένο τον ένα προβολέα του, φωτίζοντας τις πέντε
ξυπνημένες, ξαφνιασμένες κότες κ’ ένα ξερό κλαδί του
απαραβίαστου.
Έκταση
[ΘΤΡΩΡΕΙΟ –
1976]
13. Κουρτίνα τραβηγμένη στον ορίζοντα, καπνισμένη απ’ την
κούραση της μέρας, όχι μακριά απ’ το χάνι με τα τέσσερα
άλογα – σβήνει το δείλι στα καπούλια τους, όχι μακριά απ’ το
τελευταίο καλύβι στα προάστια του φθινόπωρου.
ιωπηλή Εποχή
[ΑΓΡΤΠΝΙΑ –
1954]
14. Άνοιξαν τα παράθυρα και μπήκαν μέσα τα λουλούδια σαν
ένα εύθυμο στράτευμα με κόκκινα τύμπανα και χρυσές
τρουμπέτες που γυρίζει απ΄ το χτεσινό μας κήπο στη
σημερινή μας καλοσύνη.
Όνειρο
καλοκαιρινού
μεσημεριού
[1980]
15. Ένα σταματημένο φορτηγό άναψε το φως, ύστερα ένα
παράθυρο, ύστερα κι άλλο. Κοιτούν οι άγγελοι τη βραδιά με
τα δυο χέρια τους κάτου από το πηγούνι.
ιωπηλή Εποχή
[ΑΓΡΤΠΝΙΑ –
1954]
16. Έχουν ακόμη πόδια τα όνειρα – λέει – τ’ ακούς στο πάνω
πάτωμα με το μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη
μέση της νύχτας. Η αυγή σταχτιά – τριανταφυλλένια χνώτιζε
τα τζάμια και το μικρό μπαλκόνι της Μαρίας με τις τέσσερις
γλάστρες κρεμόταν μες στη φούχτα τ’ ουρανού.
Σα παιδιά μας
[ΠΕΣΡΙΝΟ
ΧΡΟΝΟ –
1957]
18. Ένα μπαλκόνι κρεμασμένο στον ουρανό. Ένα μικρό σύγνεφο
που πικραίνει τη θάλασσα – μεγαλώνει το σύγνεφο, μια
φωτιά τσοπάνου στο απόβροχο του δάσους – σβήνει. Η
βραδιά μαζεύει απ’ το σύρμα τα νοτισμένα μεσοφόρια της
ώσπου ν’ ανάψει πίσω από το βουνό τη λάμπα της.
ιωπηλή Εποχή
[ΑΓΡΤΠΝΙΑ –
1954]
19. Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο
σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό
γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια – δε θέλω
να τ’ ακούσω. Σώπα.
Η σονάτα του
σεληνόφωτος
[1956]
20. Ξημερώνει. Τα τζάμια της πολιτείας είναι χρυσά. Βάζουνε
μπρος τα λεωφορεία. Μυρίζει η μέρα ζεστό γάλα. Ο ήλιος
ξεμπράτσωτος βάφει γαλάζια την πρόσοψη του ορίζοντα
ανεβασμένος στη σκαλωσιά της ελπίδας μας.
Οι γειτονιές του
κόσμου [1957]