2. Ιστορική αναδρομή…
1922:ανταλλαγή πληθυσμών (Έλληνες Μ. Ασίας).
Ανασχηματίζεται το Ελληνικό κράτος, τα σύνορά του και
η ζωή των Ελλήνων γίνεται αξιοπρεπής και αρμονική.
1925: Ο Μουσολίνι στην Ιταλία κηρύσσει Δικτατορία, με τη
ματαιοδοξία του οραματίζεται μια νέα Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία….
1939:ο Αδόλφος Χίτλερ κατακτά την Πολωνία…
Ματαιόδοξος κι αυτός, οραματίζεται να κατακτήσει όλον
τον κόσμο….προετοιμάζει την πιο θανατική φρουρά στην
ιστορία….
1940:η τρομερή φρουρά του Χίτλερ κατακτά Δανία,
Νορβηγία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Γαλλία. Τώρα,
τα όνειρα του Μουσολίνι μοιάζουν εφικτά…
1941: οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Ελλάδα και
διανύουμε δύσκολους καιρούς ΚΑΤΟΧΗΣ.
1944: οι Γερμανοί αποχωρούν.
3. Δευτέρα, 28 Οκτώβρη 1940.
Ώρα: 3 τα ξημερώματα.
Ο κόμης Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλίας
φέρνει στον έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη
Μεταξά τελεσίγραφο. Τα Ιταλικά
στρατεύματα θα καταλάβουν στρατηγικά
σημεία της Ελλάδας. Οποιαδήποτε
αντίσταση συναντήσουν, θα καμφθεί δια
των όπλων….Οι Έλληνες ενωμένοι, το
ίδιο ξημέρωμα απορρίπτουν το
τελεσίγραφο και το λόγο παίρνουν τα
όπλα.
4.
5. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
(Απ’ το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη)
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να
κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες.
Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από
Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα,
συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε
τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το
γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη,
λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των
κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων .
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια
τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές,
εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους
έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να
ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι,
φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με
λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως
το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε
ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα
τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε
στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως
το ΄χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ,
όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα
σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.
Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας,
που ξορκισμένα να ΄ναι.
6. Στην αρχή η χώρα μας έμεινε ουδέτερη, αν και
ο ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι δεν έχανε
ευκαιρία να μας δείξει τις εχθρικές του
προθέσεις. Έτσι στα πλαίσια αυτής της
τακτικής, στις 15 Αυγούστου του 1940,
τορπίλισε στο λιμάνι της Τήνου και βύθισε το
ελληνικό πλοίο «Έλλη». Η ελληνική κυβέρνηση
μη θέλοντας να μπλέξει τη χώρα σε
περιπέτειες, προσποιήθηκε πως δεν γνώριζε
ποιοι βύθισαν το πλοίο για να αποφύγει τη
σύγκρουση. Οι ιταλοί όμως δεν το έβαλαν κάτω.
7. Ο εναέριος ελληνικός χώρος παραβιάζεται απ’
τα πρώτα ιταλικά αεροσκάφη. Ηχεί ο κρότος
της πρώτης πτώσης ενός βομβαρδισμένου
αεροπλάνου. Τα ελληνικά στρατεύματα
αμύνονται όπως μπορούν. Οι άνθρωποι όλο και
περισσότερο τρομοκρατούνται από τα άγρια
πυροβόλα.
Οι οικογένειες φοβούνται για τα μονάκριβα
παιδιά τους μήπως η κακιά στιγμή τρυπώσει τη
ψυχή τους. Γυναίκες βοήθησαν τους ήρωές μας
στέλνοντάς τους τρόφιμα, ρούχα, γράμματα
χαράς και λύπης, μια φωτογραφία της
οικογένειας τους και μερικά από τα αγαπημένα
τους αντικείμενα.
8. Όλος ο λαός είχε βγει στους δρόμους με
ενθουσιασμό. Οι φαντάροι με πραγματική χαρά
σαν σταφύλια κρεμασμένοι πάνω στα τρένα
κινούσαν για τον πόλεμο. Έπρεπε παιδιά να
βλέπατε τον ηρωικό εκείνο στρατό να βαδίζει
χωρίς τα αναγκαία μέσα στα άγρια βουνά της
Πίνδου, σε λασπωμένα μονοπάτια με βροχή και
χιόνι και με ελάχιστα τρόφιμα. Οι οβίδες να
σφυρίζουν δίπλα τους, τα αεροπλάνα να τους
βομβαρδίζουν και αυτοί συνεχώς να προχωρούν
μ’ ένα όνειρο. Να ελευθερώσουν την πατρίδα
από τον κατακτητή.
9. Γιάννης Ρίτσος
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν.
Και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
και η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων
μας.
Ο ήλιος πλυμμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελούν.
10. Ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων,
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουν.
Σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη.
Ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί.
Κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
23. Γράμμα απ’ το μέτωπο (Πυθαγόρας)
30 Οκτωβρίου 1940
Αγαπημένη μου
είμαι στο Καλπάκι, σ’ ένα ρέμα κούρνιασαν οι φαντάροι, βουτώ την
λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες.
Είναι λέξεις μετρημένες, σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω κι είναι οι
σκέψεις μου δικές σου, ως τη στιγμή που θα πεθάνω.
Αχ! Τι να σου γράψω αγαπημένη, εδώ συμβαίνουνε πολλά. Γύρω μου
δέκα σκοτωμένοι, αλλά ... είμαι καλά, ... είμαι καλά.
Ότι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά. Κι αν μάθεις
πως έχω πεθάνει ... είμαι καλά, ... είμαι καλά ...
Μα ... να! Η επίθεση αρχίζει πάλι. Νομίζω πως σου τα ‘πα όλα. Τώρα
είναι η στιγμή πολύ μεγάλη, τώρα μιλούν τα πολυβόλα,
φιλιά πολλά και στα παιδιά.
24.
25.
26. «4 Νοεμβρίου 1940. Κάπου στο μέτωπο …»
«Αγαπημένοι μου,
Περπατώ και σας σκέφτομαι, σας σκέφτομαι και περπατώ. Μέρες
τώρα περπατάμε για να φτάσουμε στα σύνορα. Που να φανταζόμουν
τι πεζοπορία με περίμενε, όταν
άπλωνα τις αρίδες μου στην πολυθρόνα του σαλονιού.
Έχω να βγάλω τις μπότες μου από τότε που τις έβαλα στην Αθήνα.
Δε βρίσκω τον καιρό. Μόλις καθίσω ή γείρω λιγάκι το κορμί μου, με
παίρνει ο ύπνος από την κούραση. Η μεγαλύτερη επιθυμία μου αυτή
τη στιγμή που σας γράφω είναι να μπορούσα να κάνω ένα ζεστό
ποδόλουτρο, μα ποιος ξέρει πότε θα έχω την τιμή…
Αχ, πόσο μου λείπουν τα χάδια σας και ιδίως εκείνες οι
μεσημεριάτικες φωνές σας, όταν χτυπούσα το κουδούνι κι άκουγα
από μέσα τον οικογενειακό συναγερμό: «Ο μπαμπάς! Ήρθε ο
μπαμπάς!»
Μακάρι να δώσει ο θεός να γυρίσω γρήγορα. Να χτυπήσω το
κουδούνι και πάλι, να μ’ ακούσει όλη η γειτονιά: «Ανοίξτε! Ήρθε ο
μπαμπάς!». Να με ρωτήσετε: «Μπαμπά, τι μας έφερες;» Και να σας
αποκριθώ: «Σας έφερα τη Νίκη!»
27.
28. Ήταν γενναίο παιδί
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
δεν εγνώρισε κακό ποτέ του
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί! (Οδυσσέας Ελύτης)
37. Παρά την υπεροχή των Ιταλών σε πολεμικό υλικό και στρατό οι
Έλληνες πολέμησαν με εξαιρετική γενναιότητα και θάρρος και όχι
μόνο νίκησαν τους Ιταλούς, αλλά και τους γελοιοποίησαν. Τα
αλβανικά βουνά γνώρισαν μεγάλες ελληνικές νίκες και ο ιταλικός
στρατός κατεστραμμένος, απογοητευμένος και με πολλές απώλειες
αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η Ελλάδα όμως ήταν ζωτικής σημασίας για τον περίφημο «Άξονα».
Έτσι τους Ιταλούς έσπευσαν να βοηθήσουν οι Γερμανοί ΝΑΖΙ, οι
οποίου στις 6 Απριλίου του 1941 κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα
μας. Νέες ηρωικές μάχες αρχίζουν στα ελληνικά σύνορα αλλά η
μικρή Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντέξει την συντονισμένη επίθεση
της πανίσχυρης τότε Γερμανίας και έτσι τα ελληνικά εδάφη
πατήθηκαν απ’ τους Γερμανούς.
Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση - ο Μεταξάς είχε πεθάνει - κατέφυγαν
στην Κρήτη αλλά οι Γερμανοί δεν άργησαν να κυριέψουν και αυτήν.
Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν στην Μέση Ανατολή όπου
συνεργάστηκαν στενά με τους συμμάχους και προσπαθούσαν να
απελευθερώσουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και κάθε χώρα που
βρισκόταν κάτω απ’ την φασιστική γερμανική κατοχή.
38. Η περίοδος απ’ την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα
το 1941 μέχρι το 1944 που σταμάτησε ο πόλεμος
ονομάσθηκε Κατοχή και είναι μία απ’ τις πιο μαύρες
σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας εξαιτίας των δεινών
που υπέστησαν οι Έλληνες απ’ τους κατακτητές, αλλά
ταυτόχρονα και μια από τις πιο ένδοξες εξαιτίας της
ηρωικής αντίστασης των Ελλήνων σε όλη τη διάρκειά
της για να πετύχουν την πολυπόθητη απελευθέρωση. Κι
ήταν η Κατοχή αυτή τριπλή αφού κατείχαν την
Μακεδονία και την Θράκη οι Βούλγαροι, σύμμαχοι τότε
του Άξονα, ενώ την υπόλοιπη χώρα κατείχαν οι
Γερμανοί και οι Ιταλοί.
Στη διάρκεια της Κατοχής χιλιάδες Έλληνες, κυρίως
γυναικόπαιδα εκτελέστηκαν απ’ τους κατακτητές ενώ
πολλοί ήταν αυτοί που πέθαιναν από την πείνα. Ο λαός
αργοπέθαινε και το κράτος δεν λειτουργούσε. Η
καταστροφή και η ερήμωση βασίλευε παντού.
48. «…Ένας στρατιώτης που επέστρεφε από το αυτοκίνητο με την
κουραμάνα ήλθε προς το μέρος μας. Ήταν μούσκεμα. Η βροχή
γυάλιζε στο μέτωπό του και γλιστρούσε στα μάγουλά του. Ήταν
βουτηγμένος στη λάσπη ως τα γόνατα.
Δώδεκα ώρες τώρα οδηγούσε ένα μουλάρι και μόλις τώρα
σταματούσε να πάρει συσσίτιο. Έριξε μια ματιά μέσα στ’ αυτοκίνητό
μας και είδε ότι δεν τρώγαμε.
Μας έτεινε τότε ένα καρβέλι, που είχε βραχεί κι αυτό από τη
βροχή, και μ’ ένα ολόλαμπρο χαμόγελο ξεχυμένο σ’ όλο το πρόσωπό
του μας είπε:
Το θέλετε; Δυστυχώς δεν έχω τίποτε άλλο να σας προσφέρω.
…Σκεφτείτε τον απλό εκείνο στρατιώτη που μας πρόσφερε το ψωμί
του μέσα στη βροχή. Αυτός είναι η Ελλάς! Αυτός και οι χιλιάδες των
συντρόφων του εκπροσωπούν τις δυνάμεις της ελευθερίας, της
δικαιοσύνης και της αρετής που πρέπει να νικήσουν, και θα
νικήσουν, τις δυνάμεις της αθλιότητας και της καταπίεσης.»
49. Παρόλο αυτά ο ελληνικός λαός δεν κάμφθηκε και
συνέχισε μ’ όλες του τις δυνάμεις να οργανώνεται και
να κτυπά τους κατακτητές με κάθε τρόπο και σε κάθε
σημείο, επιφέροντάς του σημαντικές απώλειες.
Τελικά μετά απ’ τις αλλεπάλληλες γερμανικές ήττες στα
διάφορα μέτωπα του εξωτερικού από τις συμμαχικές
δυνάμεις, ο γερμανικός στρατός αναγκάστηκε στις 18
Οκτωβρίου του 1944 να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Την
μέρα αυτή της απελευθέρωσης ο ελληνικός λαός
ξεχύθηκε και γιόρτασε με ξέφρενο ενθουσιασμό, το
γεγονός.
Με σύμμαχό μας το μεγάλο ΟΧΙ που βροντοφώναξε ο
ελληνικός λαός, αγωνιστήκαμε και νικήσαμε.
Καταφέραμε πάνω απ’ όλα να αποδείξουμε πρώτα στους
εαυτούς μας και ύστερα στους αντιπάλους μας ότι η
ελευθερία θέλει θυσίες, αρετή και τόλμη.
52. Ο Τσόρτσιλ, πρωθυπουργός της Μ.
Βρετανίας, μετά το τέλος του πολέμου
είπε:
«…λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν
ήρωες…
Τώρα, θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμάνε σαν
Έλληνες…»
53. Τα χρόνια πέρασαν. Κοντά 60 χρόνια. Πολλοί
ξέχασαν. Όμως κοιμήσου ήσυχος … Ήρωα της
Αλβανίας,
κοιμήσου χαροκαμένη μάνα και συ,
μικρό, πεινασμένο παιδί της Κατοχής.
Εμείς δε ξεχνάμε!
Για σας υπάρχει πάντα μια ζεστή γωνιά στην
καρδιά μας, ένα φρέσκο λουλούδι στον τάφο σας
και μια υπόσχεση:
Να φυλάξουμε το πιο ακριβό σας δώρο,
Την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ μας…