9. Κόβω στάχυα ή χόρτα, με δρεπάνια ή θεριστικές μηχανές. ΕΤΥΜ. Αρχ. θέρος ΘΕΡΙΖΩ
10. ΔΡΕΠΑΝΙ ή ΔΡΕΠΑΝΟ: Κοφτερό θεριστικό εργαλείο, που χρησιμοποιείται στη γεωργία για τον θερισμό χόρτου ή δημητριακών και το οποίο έχει ξύλινη ή μεταλλική χειρολαβή και κυρτή μεταλλική λάμα. ΕΤΥΜ. < ρήμα δρέπω = θερίζω. ΔΡΕΠΑΝΙ ή ΔΡΕΠΑΝΟ Και Παλαμαριά
22. Όταν τελείωνε το λίχνισμα μετέφεραν το σιτάρι με τον "κούτλο" στο " δρυμώνι ". Αυτό ήταν ένα μεγάλο κόσκινο φτιαγμένο με δέρμα τα παλιά χρόνια και σιδερένιο αργότερα. Το "δρυμώνισμα" ήταν απλό όσο και κοπιαστικό. Τη μια πλευρά του δρυμωνιού τη στήριζαν στο καρπολόι και την άλλη την κρατούσε ένας ή δύο από τους συμμετέχοντες. Έτσι κοσκίνιζαν όλο το αλώνι, κουβαλώντας με τον κούτλο το σιτάρι και δρυμωνιάζοντας με το δρυμώνι που ήταν και το τελευταίο στάδιο του αλωνισμού.
23.
24. ΘΗΜΩΝΙΑΖΩ Μαζεύω Θερισμένα στάχυα ή χόρτα και τα στοιβάζω σε δεμάτια.