SlideShare a Scribd company logo
1 of 66
Download to read offline
1
Οδυσσέας Γκιλής
Αλφαβητικός πίνακας
Ευρετήριο λέξεων
Λεξικό Τουρκικών-
Θρακιώτικων λέξεων στην
Ελληνική γλώσσα
Θεσσαλονίκη 2012
2
3
Εισαγωγικό σημείωμα
Οι πρόγονοί μου ήλθαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Από την
περιοχή της Ραιδεστού.
Στην γλώσσα που μιλούσαν περιέχονταν πάρα πολλές λέξεις από την
Τουρκική γλώσσα. Βέβαια υπάρχουν και πολλές λέξεις που είναι καθαρά
Θρακιώτικές χωρίς να είναι τούρκικες.
Γιαυτό έκανα αυτόν τον πίνακα.
Είναι περίπου 450 λέξεις.
Στη γλωσσολογία αυτή η μεταφορά και χρήση λέξεων από γλώσσα σε
γλώσσα λέγεται δάνειο.
Στο πρώτο μέρος είναι δική μου συλλογή στο δεύτερο είναι μια
προσπάθεια από άλλους.
Αρκετές λέξεις θα τις έλεγα Θρακιώτικες και όχι τούρκικες.
Όπως η λέξη Γέννημα= δημιτριακά καρποί, Γεώμορο = Το ποσό του
καρπού. Αρχ. αυτός που έχει κλήρο γης. Αρειμανίως = με πολεμικό
μένος. Αρ ί δ α = ξυλουργικό εργαλείο και επίσης το πίσω μέρος του
ποδιού.
ΕΡΓΕΝΗΣ άγαμος, Ι δ ιό μ ε λ ο = Τροπάρι που ψέλνεται "κατ' iδιον
μέλος άπόλυτον … όχι μιμούμενσένα όλλο πού μοιάζε ι"…και πολλές
άλλες…
4
Περιεχόμενα
Εισαγωγικό σημείωμα..................................................................................3
Περιεχόμενα.................................................................................................4
.Α΄ Μέρος ...................................................................................................4
.Β΄ Μέρος..................................................................................................15
.Λεξικό Τουρκικών λέξεων στην Ελληνική γλώσσα ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών
.Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας –Λιάνα Κουτρολίκου .Αθήνα ................15
.Γ΄ Μέρος Τουρκικές λέξεις........................................................................62
.Α΄ Μέρος
Α ρ ε ιμανίως = με πολεμικό μένος.
Αρ ί δ α = ξυλουργικό εργαλείο και επίσης το πίσω μέρος του ποδιού.
Άγαμος-Μπεκιάρ
ΑΓΑΣ δεσποτικός-αυταρχικός
ΑΓΙΑΖΙ πρωινό ή νυχτερινό κρύο
5
Αδελφός-Καρντές
ΑΛΑΝΑ ανοιχτός χώρος
ΑΛΑΝΙ αλήτης
Απίδια =: αχλάδια.
Βεγγέρα = ιταλ. vegghena εσπερινή συγκέντρωση.
Βεντέτα = Εκδίκηση.
Βερίκοκο-Καϊσί
Γ κ ό λ φ ι = τουρκ. zempil σάκος ψάθα μαλακό καλάθι.
Γαϊβάνι=ζώο χαζός
Γαλάζιο-Μαβί
Γαλέτσα=πρόχειρο φτηνό παπούτσι
Γανιάζω= κουράζομαι έγνοια
Γελέκο και γιλέκο = υποδίτης ζιλές Ισπανικό jileco - Τοίφκ. yelek.
Γέννημα= δημιτριακά καρποί
Γεώμορο = Το ποσό του καρπού. Αρχ. αυτός που έχει κλήρο γης.
ΓΙΑΚΑΣ περιλαίμιο
Γιανίσκει έγιανε = γιατρέφτηκε
ΓΙΑΟΥΡΤΙ πηγμένο γάλα
ΓΙΑΠΙ οικοδομή
ΓΙΑΡΜΑΣ ροδάκινο
Γιατάκι = τούρκ. yatak κλίνη. τόπος κατάλληλος για ανάπαυση ύπνο.
Γιατάκι=καναπές κρεβάτι γωνιά για ξάπλα
ΓΙΛΕΚΟ περιθωράκιον
ΓΙΝΑΤΙ πείσμα
ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ επίθεση
Γιοφκάδες= οι χυλοπίτες
Γκαβός=τυφλός μονόφθαλμός
ΓΚΑΙΝΤΑ άσκαυλος
ΓΚΕΜΙ χαλινάρι
ΓΛΕΝΤΙ διασκέδαση
ΓΟΥΡΙ τύχη
Γρατζούνα=μεγάλη κολοκύθα για άδειασμα –κουβάλημα νερού
ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ κακότυχος
ΔΕΡΒΕΝΙ κλεισούρα
Δρόμος-Γιολ
Δωμάτιο-Οντά
Έκπτωση-Ισκόντο
Ένταξη-Ταμάμ
ΕΡΓΕΝΗΣ άγαμος
ΖΑΜΑΝΙΑ μεγάλο χρονικό διάστημα
ΖΑΡΖΑΒΑΤΙΚΑ λαχανικά
ΖΟΡΙ δυσκολία
ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ υάκινθος
6
Ι δ ιό μ ε λ ο = Τροπάρι που ψέλνεται "κατ' iδιον μέλος άπόλυτον … όχι
μιμούμενσένα όλλο πού μοιάζε ι".
Ινάτι γινάτι=πείσμα
Κ ολλ ήγος "" λατιν. coIIega αυτός που καλλιεργεί ξένο αγρό.
Καβάκι= λεύκα
ΚΑΒΓΑΣ φιλονικία
ΚΑΒΟΥΚΙ καύκαλο
Καβούνι= πεπόνι
ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ φρυγανίζω-ξεροψήνω
Καβουρμάς=χοιρινό κρέας μέσα λίγδα=λίπος
Καζάς=Επαρχίας
ΚΑΖΑΝΙ λέβητας
ΚΑΙΚΙ βάρκα
Καλαμπαλίκι=πολύς κόσμος
ΚΑΛΕΜΙ γραφίδα
ΚΑΛΟΥΠΙ μήτρα-πρότυπο
ΚΑΛΠΙΚΟΣ κίβδηλος
Καλτερίμι=δρόμος στρωμένος με πέτρες
ΚΑΠΑΚΙ σκέπασμα- κάλυμμα
ΚΑΡΑΟΥΛΙ φρουρά-σκοπιά
Καρίκι=η σειρά στο χωράφι αυλάκι απο το όργωμα
Καρντάσι=αδελφός φίλος
ΚΑΡΠΟΥΖΙ υδροπέπων
Καρσί=απέναντι
Καρσιλαμάς=αντικρυστός
Κασκαβάλι=κασέρι
ΚΑΣΜΑΣ αξίνα-σκαπάνη
Κατρακύλι=ρόδα
Κατσαμάκι=Γίνεται από καλαμποκίσιο αλεύρι νερό και βούτυρο.
Σερβίρεται με μέλι ή πετιμέζι.
ΚΑΤΣΙΚΑ ερίφι-γίδα
Καφαντάρης=φιλαράκι φίλος αδερφός
ΚΑΦΑΣΙ κιβώτιο
Καφτάνι = τουρκ. Kaftna περα. haftan μακριός πολυτελής μανδύας.
Κελεμές=άγονο μέρος χωράφι
ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ ανέλπιστο εύρημα
ΚΕΦΙ ευδιαθεσία
ΚΙΜΑΣ ψιλοκομμένο κρέας
ΚΙΟΣΚΙ περίπτερο
Κιτάπ=βιβλίο
Κλιμιά=ξύλινο στήριγμα στο κάρο για φόρτωμα
7
ΚΟΛΑΙ ευκολία-άνεση
ΚΟΛΑΟΥΖΟΣ οδηγός
ΚΟΠΙΤΣΑ πόρπη
ΚΟΤΖΑΜ τεράστιος-πελώριος
ΚΟΤΣΑΝΙ μίσχος
ΚΑΦΑΣΙ κιβώτιο
ΚΟΤΣΙ αστράγαλος
ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης
ΚΟΥΒΑΣ κάδος-αγγείο
Κουϊτή= απάνεμο μέρος που δεν το πιάνει αέρας
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων-ΚΟΥΣΟΥΡΙ ελάττωμα-μειονέκτημα
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων
Κουπάνα= ποτίστρα σκάφη
Κουρμπάνι= παλαιότερα όπως και σήμερα ιδιαίτερα στην Θράκη
έσφαζαν ένα ζώο και το μαγείρευαν σε καζάνια στην πλατεία του χωριού
και έπειτα το μοίραζαν. Η σφαγή γινώταν στο προαύλιο της εκκλησίας
που έφερε το όνομα των Αγίου που γιόρταζε για λόγους εξαγνισμού. ..
ΚΟΥΣΟΥΡΙ ελάττωμα-μειονέκτημα
ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ ασύνετα-απερίσκεπτα
Κρασί-Σαράπ
Κυριακή-Παζάρ
Λ υ γ ρ ό πένθιμα λυπηρά.
ΛΑΓΟΥΜΙ υπόνομος-οχετός
Λαλαγγίτες= Χυλός από αλεύρι μαγιά μπύρας νερό και αλάτι. Ψήνονται
σε βουτυρωμένη πλάκα και σερβίρονται με μέλι τυρί ή σουσάμι.
ΛΑΠΑΣ χυλός
Λαρδί= παχύ λίπος από χοιρινό κρέας
Λαϋνι λαϊνα=σταμνί
ΛΕΒΕΝΤΗΣ ανδρείος-ευσταλής
ΛΕΚΕΣ κηλίδα
ΛΕΛΕΚΙ πελαργός
Λεμονάδα-Λιμονίτα
Λέσι=η βρωμιά/ο βρωμιάρης ψοφίμι
Λημόρια= νεκροταφείο
Λίγδα=λιωμένο χοιρινό λίπος
Λίστα ιταλ. !ista κατάλογος.
Λόρδα=πείνα
ΛΟΥΚΙ υδροσωλήνας
μ η τ ρώον "" επίσημος κατάλογος προσώπων.
Μαμόθρεφτος "" ο ανατραφείς από τη μαμμή με πολλές περιποιήσεις
Καλομαθημένος πολύ χαϊδεμένος αρχ. μαμμ6θρεπτος.
8
Μαμουλίζω := μασώ χωρίς δόντια από το mammolo = βρέφος ιταλ.
μόμολο.
Μανιτάρι αργκό λέξη. Θα σε φάω σαν μανιτάρι θα σε κόψω.
Ματζούνι τουρκ. macun κρέμα αλοιφή κλπ.
Μπο ύ ρ τ ζ ι = φρούριο παραπλήσιο· τούρκικα Bυrιt.
Μπούρδα = ανοησΙα .
ΜΑΓΙΑ προζύμη-ζυθοζύμη
ΜΑΓΚΑΛΙ πύραυνο
ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ έρημος
ΜΑΙΝΤΑΝΟΣ πετροσέλινο-μακεδονίσι
Μάλαμαμαλαματένιος=χρυσό χρυσαφένιο
Μαλάς=μυστρί
Μαμούκα=μαντήλα στης γυναίκας το κεφάλι
ΜΑΝΑΒΗΣ οπωροπώλης
Μαντζάνα= μελιτζάνα
ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ φάρμακο
ΜΑΟΥΝΑ φορτηγίδα
ΜΑΡΑΖΙ φθίση
ΜΑΡΑΦΕΤΙ μικρό εργαλείο
ΜΑΣΟΥΡΙμικρό ξύλο
Μαστραπάς=παραδοσιακό ποτήρι με χερούλι. Κούπα
Μαύρο κτούκι=κατάμαυρο
ΜΑΧΑΛΑΣ συνοικία
ΜΕΖΕΣ ορεκτικά
Μεϊντάνι=πλατεία βγήκε στο κλαρί
ΜΕΛΤΕΜΙ άνεμος ετησίας
ΜΕΝΤΕΣΕΣ στρόφιγγα
ΜΕΡΑΚΙ πόθος
ΜΕΡΕΜΕΤΙ επισκευή-επιδιόρθωση
Μισές μεσές= ξύλο βελανιδιάς δρύς
ΜΟΥΣΑΜΑΣ κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα
ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣφιλοξενούμενος-επισκέπτης
Μουσλούκι= σκεύος για το αποθήκευση νερού...
ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ μη νωπό
ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ δένω-φυλακίζω
ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ δένω-φυλακίζω ΜΠΑΛΤΑΣ πελέκι
Μπαϊλτίζω= κουράζομαι
ΜΠΑΙΡΑΚΙ σημαία
Μπαϊρι=ανηφόρα
ΜΠΑΚΑΛΗΣ παντοπώλης
Μπακίρ=Χάλκινο
ΜΠΑΛΤΑΣ πελέκι
Μπαλτάς=τσεκούρι
9
Μπαμπάτσκου=μεγάλο
ΜΠΑΜΙΑ ιβίσκος ο εδώδιμος
ΜΠΑΜΠΑΣ πατέρας
Μπαντιρντί=θόρυβος
ΜΠΑΞΕΣ περιβόλι-κήπος
Μπάρμπας=θείος
ΜΠΑΡΟΥΤΙ πυρίτιδα
Μπασάκι= το κομάτι που είναι ο σπόρος του δημητριακού στάρι βρώμη
κριθάρι…
Μπαταρισμένος=γυρμένος
Μπάτε σκύλοι αλέστε=ελάτε περάστε
ΜΠΑΤΖΑΚΙ κνήμη-σκέλη
ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ σύγαμπρος-συννυφάδα
ΜΠΑΤΙΡΙΣΑπτωχεύω-χρεοκοπώ
Μπατίρ μπατίρης=αδέκαρος
Μπαφιάζω=κουράζομαι βαριέμαι
Μπάχαλο=μπέρδεμα ανακάτωμα
ΜΠΑΧΑΡΙΚΟ αρωματικό άρτυμα
ΜΠΕΚΡΗΣ μέθυσος
ΜΠΕΛΑΣ ενόχληση
Μπήγω=καρφώνω
Μπιζέρσα= βαρέθηκα
ΜΠΟΓΙΑ βαφή-χρώμα
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ ελαιοχρωματιστής
ΜΠΟΙ ανάστημα-ύψος
ΜΠΟΛΙΚΟΣ άφθονος
Μπόνης μπονάκης=Χαζός/αγαθός
ΜΠΟΡΑ καταιγίδα
ΜΠΟΣΙΚΟΣ χαλαρός
ΜΠΟΣΤΑΝΙ λαχανόκηπος
Μπουγάς= ταύρος
Μποχτσάς=δέμα
Μπούζ=κρύο παγωμένο
ΜΠΟΥΖΙ πάγος-ψύχρα
ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ στίφος-άτακτο πλήθος
ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ καλοθρεμμένος-παχουλός
ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ κουτός-ανόητος
Μπουνταλάς= χαζός αφελής
ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ φυλακή
ΜΠΟΥΡΙ καπνοσωλήνας
ΜΠΟΥΤΙ μηρός
ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ κορεσμός
ΝΑΖΙ κάμωμα-φιλαρέσκεια
10
Νιάμα= χωράφι σε αγρανάπαυση
ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ σύγχυση
Νταβαντούρι=θόρυβος σαματάς
Νταβούλι=πρισμένος
Νταβραντιζμένος=δυνατός
Νταγιαντώ=στηρίζομαι
Νταής=παληκαρά καυγατζής
ΝΤΑΜΑΡΙ φλέβα-λατομείο
ΝΤΑΜΠΛΑΣ αποπληξία
ΝΤΑΝΤΑ παραμάνα-τροφός
ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ συναλλαγή-αγοραπωλησία
Ντβάρ ντουβάρι=τοίχος μεταφορικά αστοιχείωτος αγράμματος
ΝΤΕΛΑΛΗΣ διαλαλητής
ΝΤΕΛΗΣ παράφρονας
ΝΤΕΛΑΛΗΣ διαλαλητής
ΝΤΕΛΗΣ παράφρονας
Ντεμέκ=ο δήθεν
ΝΤΕΡΤΙ καημός
ΝΤΙΒΑΝΙ κρεβάτι
ΝΤΙΠ ΓΙΑ ΝΤΙΠ ολωσδιόλου
Ντίπ=καθόλου εντελώς
Ντιρέκι=ψιλός
ΝΤΟΥΒΑΡΙ τοίχος
ΝΤΟΥΛΑΠΙ ιματιοθήκη
Ντουμάνι=σκόνη ακαταστασία
ΝΤΟΥΜΑΝΙ καταχνιά-καπνός
ΝΤΟΥΝΙΑΣ κόσμος-ανθρωπότητα
Ξάφ Ξάφς=Χρυσάφι Χρυσάφηςκύριο όνομα
Ξεροντούβαρο=ξερολιθιά
Ξόμπλια=στολίδια
Ξυστρί=βοηθητικό εργαλείο καθαρισμού των ζώων
Ούζο-Ρακί
ΠΑΖΑΡΙ αγορά-διαπραγμάτευση
Παλαμαριά=βοηθητικό προφυλακτικό εργαλείο θερισμού
Παναϊρ=πανύγυρη
Παντεσπάνι := Pan di Spagna := ψωμί της 1000 ανίας.
ΠΑΝΤΖΑΡΙ κοκκινογούλι-τεύτλο
παντόφλα = εμβάς αρχ. ελλ. παντό-φελλος = όλη από φελλό.lταλ.
Pantofola.
Παπόρι=βαπόρι καίκι καράβι
ΠΑΠΟΥΤΣΙ υπόδημα
Παρασόλι=ομπρέλα
Παρατσούκλι= όνομα σαν χαρακτηρισμός
11
Παρμάκι=μέρος της ρόδας του κάρου ή σούστας
Πατέρας-Μπαμπά
ΠΑΤΖΟΥΡΙ παραθυρόφυλλο
Πατόζα= παλού είδους αλωνιστική μηχανή
Πεκμέζι πακμάζι πετιμέζι=βρασμένος χυμός σταφυλιού σαν κάποια
μορφή μελιού.
Πεπόνι-Καβούν
ΠΕΡΒΑΖΙ πλαίσιο θυρών
ΠΙΛΑΦΙ ρύζι
Πινακωτή= θήκη ψωμιών πρίν το φούρνισμα
Πιρούνι-Τσατάλ
Πισμανεύω πισμάνεψα=πεισμώνω αλλά και μετανοιώνω
Πληγούρι=αλεσμένο στάρι
Πλιγούρι=τριμμένο στάρι
ΠΟΥΣΤΗΣ-ΜΠΙΝΕΣ κίναιδος-ασελγής
Ράνα = Βάτραχος.
Ραχάτ ραχατλίκι=ξεκούραση καθισιό
Ραχάτι = Αργία ανάπαυση. Τουρκ. Rahat χουζούρι ξάπλα.
ΡΑΧΑΤΙ ησυχία
Ρεμπεσκές=άχρηστος
Ριτσέλι=βρασμάνος χυμός σταφυλιού με κυδώνια ή ρόγες σταφυκιού
Κολοκύθι σε φέτες. Σερβίρεται σαν γλυκό του κουταλιού.
Ρόκα = από το μσν. ρόκα ιταλικ. Rocca - αρχ. Γερμ. Roccho "" ηλακάτη.
Ρούπα=κλαδί αγριόξυλου για καυσόξυλα
ΡΟΥΣΦΕΤΙ χαριστική εξυπηρέτηση
Σ λ ό γ κ α ν = Φράση που επαναλαμβανόμενη διαφημισ τικά γίνεται
γνωστή.
Σ ο υ ρ τ σ ούκο = ανδρικό ένδυμα γ αλλικά Surtoul. Κοντό ανδρικό
πανωφόρι.
Σ τ έ κ ι = από το τρίτο προ στέκει· το μέρος όπου συνήθως στέκει
σταθμεύει κάποιος.
ΣΑΙΝΙ ευφυής
ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος
ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος ΣΑΜΑΤΑΣ θόρυβος
ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος
Σαλάτα-Σαλάτα
ΣΑΜΑΤΑΣ θόρυβος
Σαρμάς=Απλώνουμε σ' ένα ταψί τη «σκέπη» από το αρνί και ρίχνουμε
μέσα μια συκωταριά αρνίσια κρεμμυδάκια φρέσκα μαϊδανό άνηθο και
ρύζι τσιγαρισμένα. Ενώνουμε τις άκρες και αφού αλείψουμε με αυγό.
ΣΕΝΤΟΥΚΙ κιβώτιο
Σεργιάνι=βόλτα
Σερμπέτ=γλυκό ζάχαρη και νερό
12
Σερσέμης= Βλάκας-χαζός
ΣΕΡΤΙΚΟ τσουχτερό βαρύ
ΣΙΝΑΦΙ συντεχνία κοινωνική τάξη
ΣΙΝΑΦΙ συντεχνία κοινωνική τάξη
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙπίδακας
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙπίδακας
ΣΙΡΟΠΙ πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης
Σκαμνιά= μουριά
Σκατσιρίδα=απομεινάρι από τηγάνισμα χοιρινού κρέατος
σκωπτικός = ο χλευαστικός σαρκαστικός περιπαιχτικός.
ΣΟΒΑΣ ασβεστοκονίαμα
ΣΟΙ καταγωγή-γένος
ΣΟΚΑΚΙ δρόμος
Σοκάκι=δρομάκι
ΣΟΜΠΑ θερμάστρα
ΣΟΥΛΟΥΠΙ μορφή-σχήμα
ΣΟΜΠΑ θερμάστρα
Σουβλάκια-Σισκεμπάπ
ΣΟΥΓΙΑΣ μαχαιράκι
ΤΕΝΕΚΕΣ δοχείο
ΣΟΥΓΙΑΣ μαχαιράκι
ΣΟΥΛΟΥΠΙ μορφή-σχήμα
Στιά= φωτιά
Στου ρ ν ά ρ ι = από το μεov. στορυνάριον υποκ. του μτγν. στορύνη.
Nυρόλιθος πυριτόλιθος τσακμακόπετρα.
Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι… Affedersiniz. ή Pardon.
Συγγνώμη που ενοχλώ…. Kusura bakmayın!
Συλλογή επιμέλεια
Σφιγγούνι= πνευμόνια ζώου
Σχίζα = και σκίζα κομμάτι ξύλου λεπτό και μυτερό βγαλμένο από ένα
μεγαλύτερο ξύλο.
ΤΑΒΑΝΙ οροφή
Τακίμι = τούρκ. λέξη. Σύνολο πραγμάτων εργαλείων σκευών κλπ. που
χρησιμοποιεΙται για τον [διο σκοπό κοιν. ασσορτιμέντο.
Ταμάμ=ακριβώς
ΤΑΜΠΛΑΣ αποπληξία-συγκοπή
ΤΑΠΙ χωρίς χρήματα
ΤΑΡΑΜΑΣ αυγοτάραχο
ΤΑΣΑΚΙ σταχτοδοχείο
ΤΑΧΙΝΙ αλεσμένο σουσάμι
T ( - ),ΕΜΠΕΛΗΣ οκνηρός ακαμάτης
ΤΑΨΙ μαγειρικό σκεύος
ΤΕΚΕΣ καταγώγιο
13
ΤΕΝΕΚΕΣ δοχείο
ΤΕΡΤΙΠΙ τέχνασμα-απάτη
ΤΕΦΑΡΙΚΙ εκλεκτό-αριστούργημα
Τεφτέρ=βιβλίο κατάστιχο
ΤΕΦΤΕΡΙκατάστιχο
ΤΖΑΚΙ παραγώνι
ΤΖΑΜΙ υαλοπίνακας-γυαλί
ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ κακότροπος-δύστροπος
Τζιέρι τζιγέρι=εντόσθια συκώτια
τζοβαίρι = τουρκ. Cevahir πολύτιμη πέτρα πετράδι και στην επέκταση
κόσμημα.
ΤΖΟΓΛΑΝΙ νέος
Τζορμπατζής τσορμπατζής=κτηματίας η λέξη αρχικά
χρησιμοποιούνταν για αξιωματικό και στη συνέχεια σήμαινε τον
πλούσιο.
Τζουτζές = τουρκ. cϋce ο πολύ κοντός ο νάνος συνεκδ. γελωτοποιός.
Τιρλίκια=είδος μάλλινης κάλτσας
ΤΟΠΙ σφαίρα
ΤΟΥΛΟΥΜΙ ασκός
ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ αντλία
ΤΟΥΜΠΕΚΙ σιωπή
Τουρβάς ντουρβάς=μορφή σακίδιου
ΤΡΑΜΠΑ ανταλλαγή
Τσάγαλα=πράσινα άγουρα αμύγδαλα
ΤΣΑΙΡΙ λιβάδι-βοσκοτόπι
Τσαϊρι= χώρος μάλλον ακαλλιέργητος με χόρτα νεροπατημένος
ΤΣΑΚΑΛΙ θώς
ΤΣΑΚΙΡΗΣ γαλανομάτης
ΤΣΑΚΜΑΚΙ αναπτήρας
ΤΣΑΚΜΑΚΙ αναπτήρας
Τσακνί=ξερά μικρόκλαδα για προσάναμα
Τσαλί=κλαδί θάμνου συνήθως αγκαθωτό
Τσάμι=πεύκο
ΤΣΑΜΠΑ δωρεάν
ΤΣΑΝΤΑ δερμάτινη θήκη
ΤΣΑΝΤΙΖΩ εξοργίζω-προσβάλω
ΤΣΑΝΤΙΡΙ σκηνή
Τσαούσης, τζαούσης, τζαγούσης, ή τζαγούσιος, ή τζαούσιος),
"Τσιαουσλί", από την ελληνική παραλλαγή "τσαούσης" της τουρκικής
λέξης "τσαούς". Η λέξη αυτή αναφέρεται σε αξίωμα του οθωμανικού
στρατού και συγκεκριμένα σε αυτό του λοχία. Έτσι, συμπεραίνουμε πώς
14
το χωριό ήταν εκείνη την εποχή αρκετά σημαντικό κέντρο, αφού είχε την
έδρα του εκεί ο τσαούσης.
ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ ανοικοκύρευτος-άτσαλος
Τσαρδάκι=χώρος σκεπασμένος με κλαδιά για ίσκιο
ΤΣΑΡΚΑ επιδρομή-περιπλάνηση
Τσάσκα=κούπα
Τσατάλα= ξύλο σαν δίχαλο
ΤΣΑΧΠΙΝΗΣκατεργάρης-πονηρός
ΤΣΕΠΗ θυλάκιο
ΤΣΙΓΚΕΛΙαρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο
ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ καπνοσύριγγα
Τσιπλάκης=Γυμνός
ΤΣΙΡΑΚΙ ακόλουθος
ΤΣΙΣΑούρα
ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ-ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ φιλάργυρος
ΤΣΙΦΤΗΣ άψογος-ικανός
ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ βοσκός-ποιμένας
ΤΣΟΠΑΝΗΣ βοσκός
ΤΣΟΥΒΑΛΙ σακί
ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ δέσμη μαλλιών
Τσουράπια= καρτσούνια κάλτσες
Φ α λ τ σ έ τ α = μαχαίρι του τσαγκάρη ιτaλ. φαλτσέπο.
ΦΑΡΑΣΙ φτυάρι-σκουπιδολόγος
ΦΑΡΣΙ τέλεια-άπταιστα
Φέτα-Πεϊνίρ
ΦΙΣΤΙΚΙ πιστάκη
φλησκούνι = και βλησκούνι υποκορ. του γληχών ή 6ληχών ηδύοσμος ο
γλήχων.
ΦΛΙΤΖΑΝΙ κύπελλο
ΦΟΥΚΑΡΑΣ κακομοίρης-άθλιος
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ λεπτοκάρυο-λευτόκαρο
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ λεπτοκάρυο-λευτόκαρο
Φουρκάλα=σκούπα
ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ ψωμί
ΦΥΝΤΑΝΙ φυτώριο
ΦΥΤΙΛΙ θρυαλλίδα
ΧΑΒΑΣ μουσικός σκοπός
Χαβάς=ρυθμός
ΧΑΖΙ ευχαρίστηση
Χαϊρ χαϊρ= προκοπή
Χαϊρ χαϊρι=τύχη
ΧΑΛΑΛΙΖΩ συγχωρώ
15
ΧΑΛΙ άθλιο
ΧΑΛΙ τάπητας
ΧΑΛΚΑΣ κρίκος
ΧΑΜΑΛΗΣαχθοφόρος
ΧΑΜΠΑΡΙΑ αγγελία-νέα
ΧΑΝΙ πανδοχείο
ΧΑΠΙ καταπότι
ΧΑΡΑΜΙ άδικα
ΧΑΡΜΑΝΗΣ χασισοπότης
ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ μικρό χρηματικό ποσό
ΧΑΣΑΠΙΚΟ κρεοπωλείο
Χασίλι=πρώϊμο κριθάρι για τάϊσμα
ΧΑΤΙΡΙ χάρη
ΧΑΦΙΕΣκαταδότης
Χλιάρ Χουλιάρι=κουταλι
ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ ανάπαυση
ΧΟΥΙ ιδιοτροπία
ΧΟΥΙ ιδιοτροπία ΧΟΥΝΕΡΙ πάθημα-εξαπάτηση.
ΧΟΥΝΕΡΙ πάθημα-εξαπάτηση
Χουσμέτ= δουλειά
Χτικιό χτικιάρης=φυματίωση φυματικός
Ψωμί-Εκμέκ
Ωραίο-Γκιουζέλ
.Β΄ Μέρος
Λεξικό Τουρκικών λέξεων στην Ελληνική
.γλώσσα ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της
.Ελληνικής Γλώσσας Λιάνα Κουτρολίκου
– .Αθήνα
ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
16
Το ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας είναι μια
συλλογή ελληνικών λέξεων που προέρχονται από την τουρκική γλώσσα
ή έχουν υποστεί την επίδρασή της.
Εδώ γίνεται μια πρώτη παρουσίαση χιλίων και πλέον
λέξεων η οποία αποτείνεται στον αναγνώστη που αναζητά μια συνοπτική
πληροφόρηση σχετικά με τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής γλώσσας.
Το συνολικό έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 5.000 λέξεις
(πρωτότυπες, παράγωγα, σύνθετα κ.ά.) οι οποίες αναλύονται διεξοδικά
(με παραπομπές στις πηγές) και τις οποίες ελπίζουμε να μας δοθεί ο
χρόνος και οι δυνάμεις να ανεβάσουμε στο διαδίκτυο στο μέλλον προς
χρήση των ερευνητών που επιθυμούν να προχωρήσουν σε λεπτομερή
εξέταση και συγκριτική μελέτη.
Προσθέτω εννοιολογικά στοιχεία από το λεξικό Πάπυρος.
αβτζής, (ο) ουσ. κυνηγός. avcı = κυνηγός.
αγάς, (ο) ουσ. αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ağa = αγάς, αρχηγός, τσιφλικάς.= Αγάς. ο (Μ γάς)· τίτλος Τούρκουἀ
αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής· || (νεοελλ.) (μτφ.) 1. δεσποτικός, τύραννος· 2.
αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aga (= διοικητής)].
αγιάζι, (το) ουσ. διαπεραστικό κρύο και υγρασία. || πάχνη.
ayaz = αγιάζι, ψύχρα. || πάχνη.
αϊράνι, (το) ουσ. βλ. αριάνι.
ayran = αϊράνι, ξινόγαλα.
ayırmak = χωρίζω, διαιρώ.
αλάνι, (το) ουσ. υπαίθριος χώρος. || αλητόπαιδο, αλήτης.
alan = χώρος. || αλάνα. || περιοχή. .Αλάνι 1. πτο· υ αίθριος
, π π ’ , 2. πχώρος έξω α ό την όλη ή μέσα σ αυτή αλάνα· αιδί τού
, π , , . [ . . .δρόμου αλητό αιδο χαμίνι αλάνης ΕΤΥΜΟΛ τουρκ λ alan
«π ». . ( .)έρασμα μέσα στο δάσος ΠΑΡ νεοελλ αλάνα, αλάνης,
αλανιάρης].
αλατζάς, (ο) ουσ. φτηνό, ποικιλόχρωμο, βαμβακερό ύφασμα.
alaca = αλατζάς. || δίχρωμος, παρδαλός.
άλικο, (το) ουσ. το άλικο χρώμα.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα. .Άλικος - , - 1. πη ο· αυτός ου έχει
, 2. π ,βαθύ κόκκινο χρώμα ο κατακόκκινος· αυτός ου έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα
, π . [ . < .κοκκινόχρωμος κοκκινω ός ΕΤΥΜΟΛ τουρκ al « » + π . .κόκκινος αραγ κατάλ
-ικος].
άλικος, επίθ. βαθυκόκκινος, κατακόκκινος.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.
αλισ(ι)βερίσι, (το) ουσ. εμπορική συναλλαγή. || κάθε συναλλαγή.
17
alışveriş = αλισβερίσι. || αγοραπωλησία.
αλμπάνης, (ο) ουσ. πεταλωτής. || άνθρωπος αδέξιος και άπειρος.
nalbant = πεταλωτής. π .Αλμ άνης ( . - ) 1.ο θηλ ισσα ·
π , ( . π ) 2.εταλωτής καλιγωτής το θηλ δηλώνει τη γυναίκα τού εταλωτή ·
( π ) , πσυχνά με ονόματα δηλωτικά ε αγγέλματος αδέξιος ά ειρος·
« π ;». [ . . π πγιατρός είναι αυτός ή αλμ άνης ΕΤΥΜΟΛ Η λ ροέρχεται α ό
. *αρχικό τ πναλμ άντης, ( . .ο εξελληνισμένος τ τού τουρκ nalbant). To
αρχικό ν π π .α εβλήθη α ό τη συνεκφορά τού τ με το άρθρο τον: τον
πναλμ άντη > πτον αλμ άντη > πτον αλμ άνη, π πμε α λο οίηση τού
π -συμ λέγματος ντ-].
αμάν, επιφ. έλεος! για όνομα του Θεού!
aman = αμάν. || έλεος!
αμανάτι, (το) ουσ. ενέχυρο, εγγύηση, παρακαταθήκη, υποθήκη.
emanet = ενέχυρο, παρακαταθήκη.
αμανές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου τραγουδιού.
mâni = λαϊκό τραγούδι. || μαντινάδα.
αμπαδέλι, (το) ουσ. είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπανόζι, (το) ουσ. έβενος.
abanoz = έβενος. || εβένινος.
αμπάρι, (το) ουσ. αποθηκευτικός χώρος. || το κύτος του πλοίου.
ambar = αποθήκη. || κύτος.
αμπάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπατζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής αμπάδων. || πωλητής αμπάδων.
abacı = κατασκευαστής ή έμπορος χοντρών
υφασμάτων.
ανταλής, (ο) ουσ. νησιώτης (ιδιαίτερα του Αιγαίου ή της
Προποντίδας).
ada = νησί.
adalı = νησιώτης.
αντάμης, (ο) ουσ., επίθ. θαρραλέος, παλληκαράς.
adam = άνθρωπος, άτομο. || άνδρας.
Adem = Αδάμ.
αντερί, (το) ουσ. μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια.
entari = χιτώνας. || αντερί.
αντέτι, (το) ουσ. έθιμο. || συνήθεια.
âdet = έθιμο. || συνήθεια.
αντζούρι, (το) ουσ. ξυλάγγουρο.
acur = ξυλάγγουρο.
αραλίκι, (το) ουσ. τεμπελιά. || χαραμάδα. || διάστημα.
aralık = χαραμάδα. || διάστημα. || δίοδος.
αραμπάς, (ο) ουσ. δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα που την έσερναν βόδια
ή άλογα, κάρο.
araba = αυτοκίνητο, αμάξι. || άμαξα.
αραμπατζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός του αραμπά.
arabacı = αμαξηλάτης. || αραμπατζής.
αράπης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή. || ΄Αραβας.
Arap = ΄Αραβας.
18
αριάνι, (το) ουσ. ξινόγαλα. || αραιωμένο γιαούρτι.
ayran = αϊράνι.
ayırmak = χωρίζω.
Αρναούτης, (ο) ουσ. Αλβανός. || Αρβανίτης.
Arnavut = Αλβανός. || Αρβανίτης.
αρσίζης, (ο) ουσ., επίθ. αναιδής, ξετσίπωτος.
arsız = αναιδής, ξετσίπωτος. || πονηρός.
ασίκης, (ο) ουσ., επίθ. λεβέντης, παλληκαράς. || ωραίος. || εραστής.
aşık, âşık = εραστής. || βάρδος. || ασίκης.
ασλάνι, (το) ουσ. λιοντάρι. || άνθρωπος δυνατός και ρωμαλέος.
a(r)slan = λιοντάρι.
ασκέρι, (το) ουσ. πολυπληθές σώμα στρατού. || όχλος.
asker = στρατιώτης. || στρατός.
ασουρές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού από βρασμένο σιτάρι,
σταφίδες, καρύδια κ.ά..
aşure = είδος γλυκού με δημητριακά και σταφίδες.
αστάρι, (το) ουσ. η φόδρα. || η πρώτη επάλειψη μιας επιφάνειας.
astar = αστάρι, φόδρα.
ατζαμής, (ο) ουσ., επίθ. αδέξιος. || άπειρος. || πρωτόπειρος.
acemi = αδαής. || ατζαμής.
ατζέμ πιλάφι, (το) ουσ. πιλάφι μαγειρεμένο με τον περσικό τρόπο.
acem pilavı = ατζέμ πιλάφι.
ατζέμικος, επίθ. περσικός.
Acem = Πέρσης.
-ατζής –ατζού, κατάλ. ουσ. βλ. -τζής.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
άτι, (το) ουσ. αρσενικό άλογο ιππασίας ή πολεμικό άλογο.
at = άλογο, άτι.
άφεριμ, αφερίμ, επιφ. εύγε, μπράβο.
aferim, aferin= εύγε, μπράβο.
αφιόνι, (το) ουσ. φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο. || το όπιο.
afyon = όπιο, αφιόνι.
αχαΐρευτος, επίθ., (ο) ουσ. που δεν έχει κάνει χαΐρι.
hayır = ευεργεσία, καλό.|| προκοπή, χαΐρι.
αχμάκης, επίθ., (ο) ουσ. αφελής, απλοϊκός, κουτός. || νωθρός, τεμπέλης.
ahmak = βλάκας, χαζός, μωρός.
αχούρι, (το) ουσ. στάβλος. || αχυρώνας.
ahır = αχούρι, στάβλος. || βουστάσιο.
αχτάρης, (ο) ουσ. έμπορος αρωματικών προϊόντων. || ψιλικατζής.
aktar = μικροπωλητής. || έμπορος μπαχαρικών. ||
μυροπώλης.
αχταρμάς, (ο) ουσ. διαμετακόμιση, μεταφόρτωση. || ανακάτωμα.
aktarma = διαμετακόμιση,μεταφόρτωση.
άχτι, (το) ουσ. άκλ. έντονη επιθυμία, πόθος. || πόθος για εκδίκηση.
ahd, ahit = όρκος. || σύμφωνο. || άχτι.
αχτναμές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ειδικό έγγραφο (συνθήκη).
ahd + name
ahd, ahid, ahit, aht = σύμφωνο, διαθήκη.
name = έγγραφο, γράμμα.
βάι, βάι-βάι, επιφ. αλίμονο.
19
vay = αχ, όχου, α, βάι.
Βαϊκάλη, (η) ουσ. λίμνη της Σιβηρίας, η βαθύτερη στον κόσμο.
bol + göl
bol = άφθονος, πολύς
göl = λίμνη.
βακούφι, (το) ουσ. κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
βαλής, (ο) ουσ. διοικητής βιλαετιού, νομάρχης.
vali = νομάρχης, βαλής.
βαλιδέ, (η) ουσ. άκλ. μητέρα.
valide = μητέρα.
Βαλκάνια, (τα) ουσ. η βαλκανική χερσόνησος.
balkan = δασώδης οροσειρά. || Βαλκάνια.
βαράκι, (το) ουσ. λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.
varak = φύλλο. || φύλλο μετάλλου. || φύλλο βιβλίου.
βαργεστίζω, ρ. χάνω την υπομονή μου, αποκάμνω, μπουχτίζω.
vazgeçmek = παραιτούμαι. || εγκαταλείπω, παρατάω.
βασιβουζούκος, (ο) ουσ. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού
στρατού.
başıbozuk = ασύδοτος. || βασιβουζούκος.
βαχ, επιφ. επιφώνημα που εκφράζει λύπη, πόνο.
vah = βαχ. || ουαί, αλί. || κρίμα.
βεζίρης, (ο) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπουργός.
vezir = βεζίρης, υπουργός.
βελέντζα, (η) ουσ. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκέπασματος.
velense = βελέντζα.
βελούχι, (το) ουσ. πηγή άφθονου νερού.
bolluk = αφθονία.
βεράτιο(ν), (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, σουλτανικό διάταγμα.
berat = σουλτανικό διάταγμα. || βεράτιο.
βερέμης, επίθ., (ο) ουσ. ασθενικός.|| δύστροπος. || μελαγχολικός.
verem = φυματίωση, φθίση, χτικιό.
βερεσέ, επίρρ. με πίστωση.
veresiye = επί πιστώσει, βερεσέ.
βιλαέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, διοικητική περιφέρεια.
vilâyet, vilayet = νομός. || βιλαέτι.
βουρ, επιφ. δηλώνει δράση, κίνηση.
vurmak = χτυπώ.
γαλακτομπούρεκο, (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
γελέκο, (το) ουσ. βλ. γιλέκο.
yelek = γιλέκο.
γεμενί, (το) ουσ. (1) είδος μαντηλιού για το κεφάλι.
yemeni = είδος μαντηλιού.
γεμενί, (το) ουσ. (2) είδος παπουτσιού.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμενιά, (τα) ουσ. ελαφριά παπούτσια για το σπίτι.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμιτζής, (ο) ουσ. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος.
20
gemici = ναυτικός, θαλασσινός.
γενίτσαρος, (ο) ουσ. Τούρκος στρατιώτης του πεζικού.
yeniçeri = γενίτσαρος.
γεντέκι, (το) ουσ. (1) σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται ένα πλοίο.
yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης.
γεντέκι, (το) ουσ. (2) σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο.
yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας
ρυμούλκησης.
για, σύνδ. διαζευτικός σύνδεσμος: ή, είτε
ya = ή, είτε. || ω! || μαθές! || δα.
γιαβάς, γιαβάς-γιαβάς, επίρρ. σιγά, σιγά-σιγά.
yavaş = αργός, βραδύς, σιγανός. || σιγά.
γιαβέρης, (ο) ουσ. σωματοφύλακας.
yaver = βοηθός, υπασπιστής.
γιαβουκλού, (η) ουσ. μνηστή. || ερωμένη, αγαπητικιά.
yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβουκλούς, (ο) ουσ. μνηστήρας. || εραστής, αγαπητικός.
yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβρί, (το) ουσ. νεογνό ζώου και κυρίως πτηνού.
yavru = μωρό, τέκνο. || νεογνό.
γιαβρούμ, ουσ. άκλ., επιφ. τρυφερή προσφώνηση: μωρό μου.
yavrum = αγάπη μου.
γιαγκίνι, (το) ουσ. πυρκαγιά, φωτιά. || (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος.
yangın = πυρκαγιά, φωτιά.
γιαγλίδικος, επίθ. (για τροφές) λιπαρός. || παχύς.
yağlı = λιπαρός. || παχύς.
γιακάς, (ο) ουσ. περιλαίμο, κολάρο.
yaka = γιακάς, κολάρο. || όχθη, πλευρά.
γιαλαντζί, επίθ. άκλ., ουσ. άκλ. οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο.
yalancı = ψεύτικος.
γιαλαντζί-ντολμάς, (ο) ουσ. νηστήσιμος ντολμάς με ρύζι,
αμπελόφυλλα.
yalancı dolma = ντολμάδες με ρύζι.
γιάντες, (το) ουσ. άκλ. είδος στοιχήματος μνήμης.
yâd = σκέψη, ανάμνηση.
yades = γιάντες.
yâdetmek, yadetmek = αναφέρω, θυμάμαι.
γιαούρτι, (το) ουσ. παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα.
yoğurt = γιαούρτι, οξύγαλα.
γιαουρτλού, (το) ουσ. βλ. γιoγουρτλού.
yoğurtlu = με γιαούρτι.
γιαπί, (το) ουσ. η οικοδομή που δεν έχει τελειώσει.
yapı = οικοδομή. || κτίριο, κτίσμα. || κατασκευή. || γιαπί.
γιαπιτζής, (ο) ουσ. χτίστης, οικοδόμος.
yapıcı = χτίστης, οικοδόμος. || κατασκευαστής.
γιαπράκι, (το) ουσ.είδος ντολμά.
yaprak = φύλλο.
γιαραμπής, (ο) ουσ. Αλλάχ, Θεός.
ya Rabbi, yarabbi = Θεέ μου!
γιαρμάς, (ο) ουσ. είδος ροδάκινου.
21
yarma = σχίσιμο, τομή. yarmak = σχίζω.
γιασεμί, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του.
yasemin = γιασεμί, ίασμος.
γιασμάκι, (το) ουσ. καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες.
yaşmak = γιασμάκι, καλύπτρα προσώπου.
γιαταγάνι, (το) ουσ. είδος σπαθιού.
yatağan = γιαταγάνι.
γιατάκι, (το) ουσ. στρώμα, κρεβάτι. || κατάλυμα, φωλιά.
yatak = κρεβάτι, στρώμα.
γιαχνί, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. τρόπος μαγειρέματος.
yahni = γιαχνί.
γιλέκο, (το) ουσ. είδος ρούχου χωρίς μανίκια.
yelek = γιλέκο.
γινάτι, (το) ουσ. πείσμα..
inat = πείσμα, γινάτι.
γιορντάνι, (το) ουσ. περιδέραιο.
gerdan = λαιμός, τράχηλος.
gerdanlik = περιλαίμιο. || γιορντάνι.
γιουβαρλάκια, (τα) ουσ. είδος φαγητού.
yuvarlak = σφαιρικός. || στρογγυλός, κυκλικός.
γιουβέτσι, (το) ουσ. είδος φαγητού. || είδος πήλινου σκεύους.
güveç = γιουβέτσι
γιούκος, (το) ουσ. (1) στοίβα κλινοσκεπασμάτων, στρωμάτων, χαλιών,
κ.ά.
yük = φορτίο, βάρος.
yüklük = γιούκος.
γιούκος, (το) ουσ. (2) εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος (1).
oyuk = κούφιος, κοίλος. || βαθούλωμα, κόγχη.
γιουρούκης, επίθ. άξεστος, βάρβαρος. || που ζει νομαδικά.
yürük = ταχύς, γρήγορος.
γιουρούσι, (το) ουσ. έφοδος, επίθεση.
yürüyüş = βάδισμα. || πορεία. || έφοδος.
γιούχα, επιφ. εκφράζει αποδοκιμασία.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχαΐζω, ρ. εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχάρω, ρ. γιουχαΐζω.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γκάιντα, (η) ουσ. λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο· άσκαυλος.
gayda = γκάιντα, άσκαυλος.
γκαϊντατζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει γκάιντα.
gaydacı = παίχτης γκάιντας.
γκεβεζελίκι, (το) ουσ. φλυαρία.
gevezelik = φλυαρία.
γκελ, (το) ουσ. άκλ. αναπήδηση.
gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (1) βλ. γκελ.
gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (2) (στο τάβλι) αποτυχημένη ζαριά.
gele = (στο τάβλι) γκέλα.
22
γκέμι, (το) ουσ. χαλινάρι.
gem = χαλινάρι, γκέμι.
γκεσέμι, (το) ουσ. κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
kösem, kösemen = γκεσέμι.
γκιαούρης, (ο) ουσ. για τους μουσουλμάνους, αλλόθρησκος, κυρίως
χριστιανός.
gâvur = άπιστος, αλλόθρησκος, γκιαούρης.
γκιούμι, (το) ουσ. είδος μεταλλικού δοχείου.
güğüm = κανάτα. || χάλκινο δοχείο.
γλεντζές, (ο) ουσ. που αγαπάει τα γλέντια και τις διασκεδάσεις.
eğlence, eğlenti = διασκέδαση, γλέντι.
γλεντώ, ρ. διασκεδάζω με φαγοπότι, μουσική, χορό.
eğlenmek = διασκεδάζω, γλεντώ.
γούρι, (το) ουσ. καλός οιωνός, καλή τύχη.
uğur = τύχη, γούρι.
γουρλής, επίθ., (ο) ουσ. που πιστεύεται ότι έχει ή προμηνύει καλή τύχη.
uğurlu = τυχερός, γουρλής. || ευοίωνος.
γρέκι, (το) ουσ. πρόχειρο περίφραγμα. || κατοικία.
eğrek = αυλάκι.
γριγρί, (το) ουσ. άκλ. είδος αλιευτικού συγκροτήματος. gırgır =
γριγρί.
γρουσούζης, επίθ., (ο) ουσ. αυτός που προκαλεί ή προμηνύει κακή τύχη.
uğursuz = γρουσούζικος, δυσοίωνος.
γρετίδικος, επίθ. κυρτός. || προσωρινός, πρόχειρος, πρόσθετος.
eğreti = πρόχειρος. || κακοφτιαγμένος.
δερβέναγας, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σώματος στρατού.
derbentağası = δερβέναγας.
δερβένι, (το) ουσ. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.
derbent = στενό πέρασμα, δερβένι.
δερβίσης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος μοναχός.
derviş = δερβίσης, μουσουλμάνος μοναχός.
διαγουμίζω, ρ. λεηλατώ. || σπαταλώ.
yağma = λεηλασία, διαγούμισμα.
διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (1) βλ. ντιβάνι (1).
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς.
διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (2) αίθουσα συνεδριάσεων του τουρκικού
συμβουλίου του κράτους. || η τουρκική κυβέρνηση.
divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι,
σοφάς. [ΣΗΜ: βλ. σχόλιο "διβάνιο(ν)"].
δοβλέτι, (το) ουσ. βλ. ντοβλέτι.
devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι.
εκμέκ, (το) ουσ. βλ. εκμέκ κανταΐφι.
ekmek = ψωμί,άρτος.
εκμέκ κανταΐφι, (το) ουσ. είδος γλυκού.
ekmek kadayıf(ı) = εκμέκ, είδος γλυκού.
εμίρης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνα μουσουλμανικού κράτους.
emir, emîr = εμίρης.
εργένης, (ο) ουσ. ανύπαντρος. || αυτός που ζεί μόνος.
23
ergen = έφηβος. || εργένης.
ερίφης, (ο) ουσ. πονηρός, ανόητος που κάνει τον έξυπνο.
herif = τύπος, υποκείμενο. || ερίφης
ζάβαλης, (ο) ουσ. επίθ. δυστυχής, ταλαίπωρος, καημένος.
zavallı = δυστυχής, καημένος.
ζαγάρι, (το) ουσ. κυνηγόσκυλο.
zağar = κυνηγετικός σκύλος, ζαγάρι.
ζαΐφης, (ο) ουσ. φιλάσθενος, καχεκτικός.
zayıf = αδύναμος. || αδύνατος.
ζαμάνι, (το) ουσ. μεγάλο, απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
zaman = χρόνος, καιρός.
ζαμπάκι, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του (κρίνος, νάρκισσος).
zambak = κρίνο, κρίνος.
ζαπτιές, (ο) ουσ. αστυνομικός, χωροφύλακας.
zaptiye = αστυνόμος, ζαπτιές.
ζαρζαβάτι, (το) ουσ. λαχανικό, χορταρικό.
zerzavat, zerzevat = ζαρζαβατικό, λαχανικό.
ζαρίφης, (ο) ουσ. κομψός, λεπτός, ευγενικός.
zarif = κομψός, ζαρίφης.
ζαφορά, σαφορά, (η) ουσ. το φυτό κρόκος.
safran = ζαφορά, κρόκος.
ζάφτι, (το) ουσ. άκλ. κατάληψη, επικράτηση.
zapt = άλωση. || σύλληψη. || πειθαρχία.
ζεβζέκης, επίθ., (ο) ουσ. ανόητος. || κατεργάρης. || ιδιότροπος.
zevzek = ανόητος, ζεβζέκης.
ζεϊμπέκης, (ο) ουσ. εξισλαμισμένος ΄Ελληνας της Μικράς Ασίας. ||
άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας.
zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεϊμπεκιά, (η) ουσ. ζεϊμπέκικος χορός.
zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεϊμπέκικο, (το) ουσ. λαϊκός χορός που εκτελείται από ένα άτομο και
η αντίστοιχη μουσική.
zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.
ζεμπερέκι, (το) ουσ. μπετούγια πόρτας.
zemberek = ελατήριο, σύρτης.
ζεμπίλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.
zembil = ζεμπίλι.
ζεύκι, (το) ουσ. γλέντι, φαγοπότι, τσιμπούσι, διασκέδαση.
zevk = κέφι. || απόλαυση, ηδονή. || γεύση.
ζίλι, (το) ουσ. ταμπούρλο. || μεταλλικό κρόταλο χορευτών.
zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.
ζίλια, (τα) ουσ. είδος λαϊκού κρουστού οργάνου.
zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.
ζόρι, (το) ουσ. άσκηση βίας, εξαναγκασμός. || δυσκολία.
zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.
ζορίζω, ρ. ασκώ βία, πίεση, εξαναγκάζω.
zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.
ζοριλίκι, (το) ουσ. συμπεριφορά ανθρώπου ζόρικου. || χυδαία επίδειξη
δύναμης.
24
zorluk = δυσκολία, δυσχέρεια.
ζορμπαλίκι, (το) ουσ. βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά, αυθαιρεσία.
zorbalık = βία, καταπίεση.
ζορμπάς, (ο) ουσ. άνθρωπος βίαιος, αυθαίρετος.
zorba = τύραννος, δυνάστης. || βίαιος.
ζουμπάς, (ο) ουσ. είδος εργαλείου. || (μτφ.) άνθρωπος πολύ κοντός.
zımba = συρραπτικό.
ζουμπούλι, (το) ουσ. το φυτό υάκινθος και το άνθος του.
sümbül = υάκινθος, ζουμπούλι.
ζουρνάς, (ο) ουσ. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου.
zurna = ζουρνάς.
ζουρνατζής, (ο) ουσ. οργανοπαίκτης που παίζει ζουρνά.
zurnacı = ζουρνατζής.
ιμάμης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός. ||
μουσουλμάνος θρησκευτικός αρχηγός ή ηγεμόνας.
imam = ιμάμης. || θρησκευτικός αρχηγός Μωαμεθανών.
ιμάμ μπαϊλντί, (το) ουσ. άκλ. είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες. ||
βλ. και μπαϊλντίζω (με τη σημασία λιποθυμώ).
imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί.
ιραδές, (ο) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
irade = θέληση, βούληση.
ισνάφι, (το) ουσ. βλ. σινάφι.
esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
-ιτζής -ιτζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
καβάκι, (το) ουσ. είδος λεύκας.
kavak = λεύκα.
καβάσης, (ο) ουσ. θυρωρός, φρουρός προξενείου ή πρεσβείας.
|| ένοπλος κλητήρας των τουρκικών υπουργείων και της
Υψηλής Πύλης.
kavas = φρουρός. || κλητήρας προξενείου ή πρεσβείας. ||
καβάσης.
καβάφης, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή έμπορος υποδημάτων δεύτερης
ποιότητας.
kavaf = υποδηματοποιός.
καβγάς, (ο) ουσ. φιλονικία, τσακωμός.
kavga = καβγάς, διαμάχη, φιλονικία.
καβγατζής, (ο) ουσ. εριστικός, φιλόνικος.
kavgacı = καβγατζής, φίλερις, εριστικός.
καβούκι, (το) ουσ. όστρακο. || ψηλό καλύμμα του κεφαλιού.
kabuk = καβούκι, κέλυφος. || φλοιός.
kavuk = τουρμπάνι. || καβούκι.
καβουρμάς, (ο) ουσ. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι. ||
κρέας λίγο τηγανισμένο που διατηρείται μέσα σε λίπος.
kavurma = καβουρμάς. || καβούρντισμα.
καβουρντίζω, ρ. ξεροψήνω. || τσιγαρίζω.
kavurmak = καβουρντίζω, τσιγαρίζω.
καδής, (ο) ουσ. βλ. κατής.
25
kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.
καζάζης, (ο) ουσ. μεταξουργός. kazaz = μεταξουργός. .Καζάζης (ο Μ
) , π . [ . < .καζάζης · μεταξουργός μεταξο ώλης ΕΤΥΜΟΛ τουρκ kazaz].
καζάνι, (το) ουσ. λέβητας. || είδος μεγάλης μεταλλικής χύτρας.
kazan = λέβητας, καζάνι.
καζαντζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής καζανιών, λεβητοποιός.
kazancı = λεβητοποιός.
καζαντίζω, ρ. κερδίζω. || πλουτίζω. || προκόβω.
kazanmak = κερδίζω, καζαντίζω.
καζάς, (ο) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || η απόφαση του κατή.
kaza = ατύχημα. || απόφαση.
καζίκι, (το) ουσ. πάσσαλος. || (μτφ.) δύσκολη υπόθεση. || απάτη.
kazık = πάσσαλος. || απάτη.
καΐκι, (το) ουσ. μικρό ιστιοφόρο πλοίο.
kayık, kayik = καΐκι, βάρκα, λέμβος.
καϊκτσής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού.
kayıkçı, kayikçi = βαρκάρης, καϊκτσής.
καϊμακάμης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, τοποτηρητής, υποδιοικητής,
έπαρχος.
kaymakam = έπαρχος, ποδιοικητής, καϊμακάμης.ἀ
καϊμάκι, (το) ουσ. ανθόγαλα, αφρόγαλα. || ο αφρός του καφέ.
kaymak = καϊμάκι, αφρόγαλα, ανθόγαλα. || αφρός.
καϊμακλής, (ο) ουσ. καφές που έχει πολύ καϊμάκι.
kaymaklı = με κρέμα, με καϊμάκι.
καΐσι, καϊσί, (το) ουσ. (1) ο καρπός της καϊσιάς, το βερίκοκο.
kayısı = βερίκοκο, καΐσι.
καΐσι, (το) ουσ. (2) δερμάτινο λουρί το οποίο χρησιμοποιούσαν
οι κουρείς για να ακονίζουν το ξυράφι. || κάθε είδους
δερμάτινο λουρί.
kayış = (δερμάτινο) λουρί.
καλάι, (το) ουσ. κασσίτερος.
kalay = κασσίτερος, καλάι. || γάνωμα.
καλαϊτζής, (ο) ουσ. κασσιτερωτής, γανωματής.
kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής.
καλαμπαλίκι, (το) ουσ. συρροή πλήθους ανθρώπων που προκαλούν
φασαρία, οχλαγωγία. || σωρός από ασήμαντα αντικείμενα.
kalabalık = πλήθος, κοσμοσυρροή, πολυκοσμία,
καλαμπαλίκι. || πολυπληθής.
καλαντζής, (ο) ουσ. βλ. καλαϊτζής
kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής.
καλέμι, (το) ουσ. είδος σμίλης. || είδος πένας γραφής από καλάμι.
kalem = μολύβι, στυλό. || γραφίδα. || καλάμι, κοντύλι. ||
καλέμι, σμίλη.
καλιοντζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ναύτης.
kalyoncu = ναύτης πολεμικού πλοίου.
καλκάνι, (το) ουσ. το ψάρι ρόμβος ο κοινός, με σώμα πεπλατυσμένο
σαν της γλώσσας και ρομβοειδές σχήμα. || τρίγωνο
στέγης. || κορώνη.
kalkan = ασπίδα.
26
~ balığı = καλκάνι.
καλντερίμι, (το) ουσ. δρόμος, συνήθως στενός, ανηφορικός και
δύσβατος, με ανώμαλη επιφάνεια, στρωμένος με
ακανόνιστες πέτρες.
kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι. || πεζοδρόμιο.
καλντεριμιτζού, (η) ουσ. γυναίκα του δρόμου.
kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι.|| πεζοδρόμιο.
καλούπι, (το) ουσ. μήτρα. || φόρμα. || ξυλότυπος.
kalıp = καλούπι, μήτρα. || αποτύπωμα. || σχήμα, σχέδιο. ||
τύπος.
καλπάκι, (το) ουσ. είδος καλύμματος κεφαλιού.
kalpak = καλπάκι.
κάλπης, (ο) ουσ., επίθ. αναξιόπιστος, απατεώνας, υποκριτής, κίβδηλος.
kalp = κίβδηλος, κάλπικος.
κάλπικος, επίθ. κίβδηλος. || (για νομίσματα) παραχαραγμένος,
πλαστός. || (για ανθρώπους) δόλιος, κατεργάρης.
kalp = κίβδηλος, κάλπικος.
καλπουζανιά, (η) ουσ. απάτη, δολιότητα, πλαστογραφία, παραχάραξη.
kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας.
καλπουζάνος, (ο) ουσ. απατεώνας, πλαστογράφος, παραχαράκτης.
kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας.
κάλφας, (ο) ουσ. μαθητευόμενος βοηθός τεχνίτη (ιδίως ράφτη ή
παπουτσή).
kalfa = κάλφας.
κάμα, (η) ουσ. αιχμηρό δίκοπο μαχαίρι.
kama = χατζάρι, κάμα, στιλέτο.
καμουτσίκι,(το) ουσ. μαστίγιο.
kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι.
καμουτσικιά, (η) ουσ. χτύπημα με καμουτσίκι.
kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι.
καμπάδικος, επίθ. (για υφάσματα) χοντρός, σκληρός.
kaba = χοντρός, αγενής. || τραχύς
καμπάνταης, (ο) ουσ. βλ. καπάνταης.
kabadayı = νταής. || μάγκας.
καμπούρα, (η) ουσ. το κύρτωμα της ράχης.
kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
καμπούρης, (ο) ουσ. , επίθ. που έχει καμπούρα,κυφός.
kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
καμπουριάζω, ρ. γίνομαι καμπούρης. || σκύβω, κυρτώνω την πλάτη
μου σαν να ήμουν καμπούρης.
kambur = καμπούρης. || καμπούρα.
κανάτι, (το) ουσ. φύλλο πόρτας ή παραθύρου.
kanat = πτέρυγα. || παραθυρόφυλλο.
κανονάκι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
kanun = νόμος, κανόνας. || κανονάκι.
κανταΐφι, (το) ουσ. είδος ζύμης και γλυκού του ταψιού.
kaday ıf = κανταΐφι.
καντάρι, (το) ουσ. μονάδα βάρους. || είδος ζυγαριάς.
kantar = καντάρι, στατήρας.
κανταρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής, πωλητής κανταριών.
27
kantarcı = πωλητής ζυγαριών.
καπάκι, (το) ουσ. σκέπασμα, κάλυμμα δοχείου, σκεύους κ.ά.
kapak = καπάκι, κάλυμμα, σκέπασμα.
καπαμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με
ντομάτα και καρυκεύματα.
kapama = καπάκωμα. || είδος φαγητού, καπαμάς.
kapamak = κλείνω. || σκεπάζω.
καπάνταης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σπείρας νταήδων.
kabadayı = νταής. || μάγκας. || παλληκαράς. ||
ψευτοπαλλήκαρο.
καπάντζα, (η) ουσ. παγίδα για πουλιά ή ποντίκια.
kapanca = παγίδα, φάκα.
καπαντζές, (ο) ουσ. βλ. καπάντζα.
kapanca = παγίδα, φάκα.
καπλαμάς, (ο) ουσ. λεπτό φύλλο ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού που
χρησιμοποιείται ως επένδυση επιφάνειας αντικειμένου για
προφύλαξη ή καλλωπισμό.
kaplama = επικάλυψη, επένδυση. || καπλαμάς.
καπλάνι, (το) ουσ. τίγρη.
kaplan = τίγρη, καπλάνι.
καπλαντίζω, ρ. καλύπτω, επενδύω με καπλαμά.
kaplamak (από τον τύπο του αορίστου: kapladım) =
καρα-, καρά-, α΄ συνθ. α΄ συνθετικό που α) δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό
έχει την ιδιότητα του μαύρου, β) επιτείνει τη
σημασία του β΄ συνθετικού.
kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.
καραβάνα, (η) ουσ. σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών.
karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.
καραβανάς, (ο) ουσ. μόνιμος βαθμοφόρος, απαίδευτος και άξεστος.
karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.
καραβάνι, (το) ουσ. ταξιδιώτες που ταξιδεύουν ομαδικά.
kervan = καραβάνι.
καραβανσεράι, (το) ουσ. χάνι.
kervansaray = καραβάν σεράι.
καραγάτσι, (το) ουσ. το δέντρο φτελιά. || το μαύρο ξύλο της φτελιάς.
karaağaç = φτελιά.
καράγιαλης, (ο) ουσ. βορειοδυτικός άνεμος, η μαϊστροτραμουντάνα.
karayel = βορειοδυτικός άνεμος, μαΐστρος.
καραγκιόζης, (ο) ουσ. πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών.
karagöz = καραγκιόζης. || μαυρομάτης.
καραγκιοζιλίκι, (το) ουσ. χοντρό, χυδαίο αστείο. || (συνήθως στον
πληθυντικό, καραγκοζιλίκια) γελοία, ανόητη ενέργεια ή
συμπεριφορά.
karagözlük = καραγκιοζιλίκι.
καρακόλι, (το) ουσ. αστυνομική περίπολος. || φυλάκιο. || αστυνομικό
τμήμα. || στρατονόμος.
karakol = αστυνομικό τμήμα. || περίπολος. || φυλάκιο. ||
καρακόλι.
Καραμανλής, καραμανλής, (ο) ουσ. τουρκόφωνος κάτοικος της
Καραμανίας, ο οποίος έγραφε και διάβαζε την τουρκική
28
γλώσσα χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα.
Karamanlı = Καραμανλής.
καραμπογιά, (η) ουσ. μαύρη βαφή.
kara + boya
kara = μαύρος.
boya = βαφή, μπογιά.
καραούλι, (το) ουσ. σκοπιά, βάρδια, φρουρά. || παρατηρητήριο.
|| ενέδρα. || σκοπός, φρουρός, φύλακας.
karakol = περίπολος. || καρακόλι.
καράς, (ο) ουσ. μαύρος. || μαύρο άλογο.
kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.
καρασεβντάς, (ο) ουσ. μεγάλος καημός από δυνατό, άτυχο έρωτα.
karasevda = μελαγχολία. || μεγάλος έρωτας. || ερωτικός
μαρασμός.
κάργ(ι)α, (η) ουσ. είδος μαύρου πουλιού· η καλιακούδα.
karga = κόρακας. || κάργα.
καρναμπίτ(σ)ι, (το) ουσ. κουνουπίδι.
karnabahar, karnabit, karnıbahar = κουνουπίδι.
καρντάσης, (ο) ουσ. αδελφός. || αδελφικός φίλος, σύντροφος.
kardaş, kardeş = αδελφός. || καρντάσης.
καρπούζι, (το) ουσ. το φυτό σίκυς ο κοινός ή υδροπέπων και ο καρπός
του.
karpuz = καρπούζι.
καρσί, επίρρ. απέναντι, αντίκρυ.
karşı = απέναντι. || ενώπιον. || σε αντίθεση. || αντίκρυ,
καρσί.
καρσιλαμάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού αντικριστού χορού.
karşılama = προϋπάντηση. || καρσιλαμάς.
καρτάλι, (το) ουσ. είδος αετού. || γύπας, όρνιο. || καλάθι.
kartal = αετός. || καρτάλι.
κασαβέτι, (το) ουσ. λύπη, θλίψη.
kasavet = στενοχώρια.
κασέρι, (το) ουσ. είδος κίτρινου τυριού.
kaşar, kaşer = κασέρι.
κασκαβάλι, (το) ουσ. κασέρι.
kaşkaval = είδος τυριού.
κασμάς, (ο) ουσ. είδος σκαπτικού εργαλείου.
kazma = σκαπάνη, αξίνα, κασμάς.
καταντίπ, επίρρ. εντελώς, ολωσδιόλου.
dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος.
κατής, (ο) ουσ. Τούρκος δικαστής, ο οποίος δίκαζε οικογενειακές
υποθέσεις σύμφωνα με το μουσουλμανικό δίκαιο.
kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.
κάτι, (το) ουσ. πτυχή, τσάκισμα. || στρώση. || όροφος.
kat = όροφος, πάτωμα. || διαμέρισμα. || επίστρωση,
πέρασμα.
κατιμάς, (ο) ουσ. κρέας κατώτερης ποιότητας.
katma = πρόσθετο πράγμα, προσθήκη.
κατιμέρι, (το) ουσ. γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα ζύμης.
katmer = φύλλο. || δίπλες.
29
κατιφές, (ο) ουσ. βελούδο από μετάξι. || είδος φυτού.
kadife = βελούδο.
~ çiçeği = κατιφές.
κατσαμάκι, (το) ουσ. (1) υπεκφυγή, πρόφαση. || νάζι.
kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.
κατσαμάκι, (το) ουσ. (2) είδος φαγητού.
kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.
καφάσι, (το) ουσ. (1) τελάρο. || δικτυωτό πλέγμα. || κλουβί.
kafes = κλουβί. || κάγκελα.
καφάσι, (το) ουσ. (2) κεφάλι, κρανίο.
kafa = κεφάλι, κρανίο, καφάσι || μυαλό, νοημοσύνη.
καφενείο, (το) ουσ. κατάστημα και χώρος συνάντησης και αναψυχής,
μέσα στο οποίο σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, γλυκά,
κ.ά. και παίζονται επιτραπέζια παιχνίδια, κυρίως χαρτιά
και τάβλι.
kahvehane = καφενείο.
καφενές, (ο) ουσ. καφενείο.
kahvehane = καφενείο.
καφές, (ο) ουσ. οι σπόροι του καφεόδεντρου. || το καφεόδεντρο.
kahve = καφές. || καφενείο.
καφετζής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης καφενείου.
kahveci = καφετζής. || καφεπώλης.
καφτάνι, (το) ουσ. ανδρικό έδυμα πολυτελείας των λαών της Ανατολής.
kaftan = καφτάνι.
κεζάπι, (το) ουσ. υδροχλωρικό οξύ.
kezzap = βιτριόλι. || νιτρικό οξύ.
κεκές, (ο) ουσ. βραδύγλωσσος, τραυλός.
keke = βραδύγλωσσος, τραυλός, κεκές.
κελεπούρι, (το) ουσ. ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα, ευκαιρία.
kelepir = κελεπούρι, ευκαιρία.
κεμεντζές, (ο) ουσ. ποντιακή λύρα.
kemençe = ποντιακή λύρα, κεμεντζές.
κεμέρι, (το) ουσ. είδος ζώνης με θήκες για φύλαξη χρημάτων. ||
βαλάντιο, κομπόδεμα.
kemer = ζώνη.
κεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού.
kebap = ψητό, κεμπάπ.
κερεστές, (ο) ουσ. ξυλεία που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές
κατασκευές και στη ναυπηγική.
kereste = ξυλεία, ξύλο. || οικοδομική ξυλεία.
κερχανάς, (ο) ουσ. οίκος ανοχής, πορνείο.
kerhane = πορνείο.
κερχανατζής, (ο) ουσ. θαμώνας των πορνείων. || προαγωγός.
kerhaneci = προαγωγός.
κεσάτι, (το) ουσ. αναδουλειά, εμπορική απραξία.
kesat = αναδουλειά, απραξία, κεσάτι.
κεσέμι, (το) ουσ. βλ. γκεσέμι.
kösem, kösemen = γκεσέμι.
κεσές, (ο) ουσ. είδος μικρού στρογγυλού δοχείου.
kâse = κεσές.
30
kese = σακούλα, σακούλι, θήκη.
κετσές, (ο) ουσ. είδος χοντρού υφάσματος. || είδος χαλιού.
keçe = πίλημα, κετσές.
κέφι, (το) ουσ. χαρούμενη διάθεση, ευδιαθεσία, ευθυμία, όρεξη.
keyif = διάθεση, κέφι, όρεξη.
κεφτές, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά, διάφορα υλικά και
καρυκεύματα που πλάθονται σε μικρά σφαιροειδή
κομμάτια και τηγανίζονται.
köfte = κεφτές.
κεχαγιάς, (ο) ουσ. οικονόμος μεγάλης οικογένειας. || επίτροπος,
τοποτηρητής του σουλτάνου, του βεζίρη ή άλλων
μεγιστάνων.
kâhya = κεχαγιάς, οικονόμος.
κεχριμπάρι, (το) ουσ. ήλεκτρο. || το χρώμα του ήλεκτρου.
kehlibar, kehribar = κεχριμπάρι, ήλεκτρο.
κεψές, (ο) ουσ. είδος τρυπητής κουτάλας.
kepçe = κουτάλα, χουλιάρα.
κηρομπογιά, (η) ουσ. είδος μπογιάς με βάση το κερί.
boya = βαφή, χρώμα, μπογιά.
κιλίμι, (το) ουσ. είδος χαλιού.
kilim = χαλί, κιλίμι.
κιμάς, (ο) ουσ. κρέας που έχει αλεστεί σε ειδική μηχανή.
kıyma = κιμάς.
kıymak = ψιλοκόβω, λιανίζω.
κιμπάρης, (ο) ουσ. άνθρωπος αξιοπρεπής και γενναιόδωρος.
kibar = ευγενής. || αξιοπρεπής.
κιμπαρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα του κιμπάρη.
kibarlık = ευγένεια. || αξιοπρέπεια.
κινά, (η) ουσ., (το) ουσ. άκλ. είδος κόκκινης φυτικής βαφής για τα μαλλιά
ή τα νύχια.
kına = χένα, κινά.
κιόσκι, (το) ουσ. περίπτερο. || στέγαστρο σε κήπο. || εξοχικό σπίτι,
έπαυλη.
köşk = περίπτερο, κιόσκι. || έπαυλη.
κιοτής, (ο) ουσ. άνανδρος, δειλός, φοβιτσιάρης.
kötü = κακός.
κιούγκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας. || σωλήνας οχετού.
künk = κιούγκι. || πήλινος σωλήνας. || οχετός.
κιούπι, (το) ουσ. πιθάρι.
küp = κιούπι, πιθάρι. || κύβος.
κιρκινέζι, (το) ουσ. είδος αρπακτικού πουλιού.
kerkenes, kerkenez = κιρκινέζι.
κισμέτ(ι), (το) ουσ. άκλ. πεπρωμένο, τύχη, μοίρα, ριζικό.
kısmet = τύχη, πεπρωμένο, κισμέτι.
κιτάπι, (το) ουσ. βιβλίο. βιβλίο λογαριασμών.
kitap = βιβλίο.
κοζάρω, ρ. κοιτάζω προσεκτικά.
koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
κόζι, (το) ουσ. στο χαρτοπαίγνιο, το χαρτί που νικάει· το ατού.
koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
31
κολάι, (το) ουσ. ευκολία, άνεση, ευχέρεια.
kolay = εύκολος. || ευκολία.
κολάνι, (το) ουσ. εξάρτημα της σαγής υποζυγίου.
kolan = κολάνι, λουρί, ίγκλα. || σχοινί.
κολαούζος, (ο) ουσ. (1) οδηγός.
kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολαούζος, (ο) ουσ. (2) το σχοινί με το οποίο είναι δεμένος ο δύτης.
kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολαούζος, (ο) ουσ. (3) σπειροτόμος.
kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.
κολομπαράς, (ο) ουσ. αρσενοκοίτης. || παιδεραστής.
gulampara, kulampara = παιδεραστής,
κομιτατζής, (ο) ουσ. μέλος κομιτάτου και ειδικότερα του βουλγαρικού.
komitacı = κομιτατζής, αντάρτης, επαναστάτης.
κονάκι, (το) ουσ. κατοικία, κατάλυμα.
konak = αρχοντικό, μέγαρο. || κατάλυμα.
κονεύω, ρ. σταθμεύω, καταλύω για ξεκούραση ή ύπνο.
konmak = καταλύω, σταθμεύω. || στρατοπεδεύω.
κοντσές, (ο) ουσ. μπουμπούκι.
gonca, konca = μπουμπούκι.
κόπ(ι)τσα, (η) ουσ. μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
kopça = κόπιτσα.
κοτζάμ, επίθ. άκλ. τόσο μεγάλος. || προσδίδει την έννοια του πολύ
μεγάλου, του ογκώδους στα ουσιαστικά που συνοδεύει.
koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.
kocaman = πελώριος.
κοτζαμάν, επίθ. άκλ. βλ. κοτζάμ.
koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.
kocaman = πελώριος.
κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, πρόεδρος
κοινότητας, δημογέροντας, προεστός.
kocabaşı = πρόκριτος, προεστός, κοτζάμπασης.
κουβαρνταλίκι, (το) ουσ. βλ. χουβαρνταλίκι.
hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.
κουβαρντάς, (ο) ουσ. βλ. χουβαρντάς.
hovarda = γυναικάς. || χουβαρντάς.
κουβάς, (ο) ουσ. κάδος.
kova = κουβάς, κάδος.
κουλαντρίζω, ρ. χειρίζομαι επιδέξια. || διευθετώ, εξομαλύνω. || τα
καταφέρνω. || περιποιούμαι κάποιον.
kullanmak (από τον τύπο του αορίστου: kullandım) =
χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι. || εκμεταλλεύομαι.
κουλές, (ο) ουσ. πύργος, φρούριο. || σκοπιά.
kule = πύργος, κουλές.
κουμάρι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα.
kumar = κουμάρι, τζόγος. || χαρτοπαιξία.
κουμαρτζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει κουμάρι, ο τζογαδόρος.
kumarbaz, kumarcı = τζογαδόρος, χαρτόμουτρο,
χαρτοπαίκτης.
κουμπαράς, (ο) ουσ. μικρό δοχείο για αποταμίευση.
32
kumbara = κουμπαράς.
κουμπές, (ο) ουσ. θόλος, τρούλος.
kubbe = θόλος, τρούλος, κουμπές.
κουμπούρα, (η) ουσ. είδος πιστολιού. || (μτφ.) άνθρωπος αμόρφωτος,
αδιάβαστος μαθητής.
kubur = κουμπούρα, κουμπούρι. || αγωγός αποχέτευσης.
κουντούρα, (η) ουσ. είδος υποδήματος. || ποικιλία σταφυλιού.
kundura = παπούτσι, υπόδημα.
κουραμπιές, (ο) ουσ. είδος γλυκίσματος, || απόλεμος στρατιώτης.
kurabiye = κουραμπιές. || μαλθακός.
κουρασάνι, (το) ουσ. είδος αμμοκονιάματος.
horasan = κονίαμα.
κουρμπάνι, (το) ουσ. ζώο που σφάζεται σε πανηγύρι.
kurban = θυσία. || θύμα. || σφάγιο. || κουρμπάνι.
κουρμπάτσι, (το) ουσ. μαστίγιο, βούρδουλας.
kırbaç = μαστίγιο, βούρδουλας, κουρμπάτσι.
κουρμπέτι, (το) ουσ. ξενιτιά, εξορία. || πιάτσα. || δύσκολη ζωή.
gurbet = ξενιτιά.
κουρσούμι, (το) ουσ. μόλυβδος, μολύβι. || σφαίρα, βόλι.
kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.
κουρσούνι, (το) ουσ. βλ. κουρσούμι.
kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.
κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (1) το κουτσομπολιό.
kuskus = κουσκούσι.
κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (2) είδος ζυμαρικού σε κόκκους.
kuskus = κουσκούσι.
κουσούρι, (το) ουσ. ελάττωμα, μειονέκτημα. || κακή συνήθεια. ||
αναπηρία.
kusur = ελάττωμα, έλλειψη, σφάλμα κουσούρι. ||
παράπτωμα.
κουτούκι, (το) ουσ. (1) μικρή λαϊκή ταβέρνα.
koltuk = μασχάλη. || πολυθρόνα.
~ meyhanesi = ταβερνάκι
kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
~ gibi = τύφλα στο μεθύσι.
κουτούκι, (το) ουσ. (2) κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.
κουτουράδα, (η) ουσ. απερισκεψία.
götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κουτουρού, επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό.
götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.
κρεμεζής, επίθ. που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κόκκινος.
kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κρεμέζι, (το) ουσ. χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος
εντόμου.
kırmız = κρεμέζι.
κρεμεζί, (το) ουσ. το κόκκινο χρώμα του κρεμεζιού.
kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.
κωλοχανείο, (το) ουσ. χώρος όπου επικρατεί αταξία, ασυδοσία.
hane = σπίτι, οίκος. || τετράγωνο.
33
λαγούμι, (το) ουσ. υπόνομος, οχετός. || υπόγεια στοά ορυχείου. ||
υπόγειο όρυγμα για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών
υλών· φουρνέλο.
lağım, lâğım = αποχέτευση, υπόνομος. || λαγούμι. ||
νάρκη.
λαγουμιτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής λαγουμιών.
lağımcı, lâğımcı = καθαριστής υπονόμων, λαγουμιτζής.
λακιρντί, (το) ουσ. άκλ. βλ. λακριντί.
lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.
λακριντί, (το) ουσ. άκλ. συζήτηση, κουβέντα, φλυαρία, κουβεντολόι.
lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.
λαλές, (ο) ουσ. είδος λουλουδιού.
lale, lâle = τουλίπα.
λαπάς, (ο) ουσ. φαγητό από ρύζι που έχει βράσει πολύ και έχει γίνει
χυλός. || κατάπλασμα από χυλωμένο ρύζι, λιναρόσπορο
κ.ά. || (μτφ.) άνθρωπος πλαδαρός, νωθρός.
lapa, lâpa = λαπάς. || μαλθακός, νωθρός. || κατάπλασμα.
λαχούρι, (το) ουσ. είδος λεπτού υφάσματος πολυτελείας.
lahuri = λαχούρι.
λεβέντης, (ο) ουσ. άνδρας ωραίος, τίμιος, γενναίος, γενναιόδωρος.
levent = λεβέντης, παλληκάρι.
λεγένι, (το) ουσ. η λεκάνη του νιπτήρα.
leğen = λεκάνη.
λεκές, (ο) ουσ. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία.
leke = λεκές, κηλίδα.
λελέκι, (το) ουσ. πελαργός. || (μτφ.) άνθρωπος ψιλόλιγνος.
leylek = πελαργός. || λελέκι.
λεμές, (ο) ουσ. σταφίδα πρώτης ποιότητας. || αλήτης, παλιάνθρωπος,
αγύρτης.
eleme = κοσκίνισμα. || πρόκριση. || γύρος.
λεμόντο(υ)ζου, (το) ουσ. άκλ. το κιτρικό οξύ στη μαγειρική· το ξινό.
limontozu, limontuzu = κιτρικό οξύ.
λεμπλεμπί, (το) ουσ. αφράτο στραγάλι.
leblebi = στραγάλι.
λέσι, (το) ουσ. πτώμα ζώου· ψοφίμι. || δυσοσμία, βρόμα.
leş = ψοφίμι, λέσι, πτώμα.
λιμάνι, (το) ουσ. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση ακτής, κατάλληλη για
να αγκυροβολούν τα πλοία.
liman = λιμάνι.
λούκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι. || αυλάκι.
oluk = λούκι, υδρορροή, σωλήνας. || ράβδωση.
λουκουμάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού που παρασκευάζεται από αραιή ζύμη
η οποία τηγανίζεται σε καυτό λάδι και σερβίρεται με μέλι
και κανέλα.
lokma = μπουκιά. || λουκουμάς.
λουκουματζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής και πωλητής λουκουμάδων.
lokmacı = λουκουματζής.
λουκούμι, (το) ουσ. μικρό γλύκισμα από άμυλο και ζάχαρη,
πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη.
lokum = λουκούμι.
34
λουλάς, (ο) ουσ. το εξάρτημα του ναργιλέ πάνω στο οποίο
τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. || το κοίλο
μέρος του τσιμπουκιού μέσα στο οποίο τοποθετείται
ο καπνός.
lüle = λουλάς.
λουφές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ο μισθός, η αμοιβή των
αρματολών. || φιλοδώρημα και γενικότερα κέρδος που
αποκτιέται χωρίς κόπο. || δωροδοκία.
ulufe, ulûfe = μισθός, μισθός γενίτσαρου, λουφές.
μαβής, επίθ. που έχει μοβ χρώμα· βαθυγάλαζος, μενεξεδένιος.
mavi = μπλέ, γαλάζιος.
μαβί, (το) ουσ. άκλ. το μοβ, το βαθυγάλαζο χρώμα.
mavi = μπλέ, γαλάζιος.
μαγιά, (η) ουσ. οτιδήποτε προκαλεί ζύμωση.
maya = προζύμι, ζύμη, μαγιά.
μαγιασίλι, (το) ουσ. έκζεμα. || είδος δερματικής νόσου.
mayasıl = αιμορροΐδες, ζοχάδες. || έκζεμα.
μαγκάλι, (το) ουσ. μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετούνται
αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων.
mangal = μαγκάλι, πύραυνο, φουφού.
μαγκούφης, επίθ., (ο) ουσ. μόνος κι έρημος.
mankafa = χαζός, χοντροκέφαλος.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
μαϊμού, (η) ουσ. πίθηκος. || φτηνή απομίμηση.
maymun = μαϊμού, πίθηκος.
μαϊντανός, (ο) ουσ. το φυτό πετροσέλινο ή μακεδονήσι.
maydanoz = μαϊντανός.
μακαράς, (ο) ουσ. τροχαλία. || κουβαρίστρα. || καρούλι.
makara = τροχαλία, μπομπίνα, μασούρι, κουβαρίστρα.
μακάτι, (το) ουσ. στρωσίδι, κάλυμμα (κυρίως για τον καναπέ).
makat = κάλυμμα σοφά, επίστρωμα.
μανάβης, (ο) ουσ. οπωροπώλης, λαχανοπώλης.
manav = μανάβης, οπωροπώλης.
μαντέμι, (το) ουσ. μετάλλευμα. || χυτοσίδηρος.
maden = ορυκτό, μετάλλευμα. || μέταλλο. || ορυχείο,
μεταλλείο.
μαντεμτζής, (ο) ουσ. μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης μεταλλείου.
madenci = μεταλλωρύχος. || μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης
ορυχείου.
μα(ν)τζούνι, (το) ουσ. είδος πρακτικού φαρμακευτικού
παρασκευάσματος. || γλειφιτζούρι.
macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή.
μαξούλι, (το) ουσ. σοδειά, συγκομιδή, παραγωγή.
mahsul = προϊόν. || σοδειά, παραγωγή.
μαούνα, (η) ουσ. χαμηλό και πλατύ σκάφος, το οποίο χρησιμοποιείται
για φορτώσεις και εκφορτώσεις πλοίων μέσα στο λιμάνι
και για τη μεταφορά φορτίων σε μικρές αποστάσεις·
φορτηγίδα.
mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα.
μαουνιέρης, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης μαούνας. || ναυτεργάτης
35
που δουλεύει σε μαούνα.
mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα.
μαράζι, (το) ουσ. μαρασμός || φθίση. || μεγάλη θλίψη, καημός.
maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι.
μαραζλής, (ο) ουσ. φθισικός, χτικιάρης.
marazlı = ασθενικός.
μαραζώνω, ρ. (για φυτά) μαραίνομαι. || με τρώει το μαράζι, φθίνω. ||
(μτφ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, μελαγχολώ. || προκαλώ
(σε κάποιον) μαράζι.
maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι.
μαραφέτι, (το) ουσ. οποιοδήποτε αντικείμενο (όταν δε θέλουμε ή δεν
μπορούμε να αναφέρουμε το όνομά του). || εργαλείο,
εξάρτημα, σύνεργο. || τέχνασμα.
marifet = μαστοριά, τέχνη. || χουνέρι, τέχνασμα.
μαρκούτσι, (το) ουσ. η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. || (κατ΄ επέκταση)
μακρόστενο αντικείμενο, κυρίως εξάρτημα.
marpuç = μαρκούτσι.
μάσαλα, μασαλλά επιφ. επιφώνημα θαυμασμού.
|| αποτροπή βασκανίας: να μή βασκαθείς!
maşallah = εύγε! || να μη βασκαθείς! || φυλαχτό.
μασάλι, (το) ουσ. παραμύθι. || ψέμα.
masal = παραμύθι. || μύθος.
μασιά, (η) ουσ. σιδερένια λαβίδα για τα αναμμένα κάρβουνα·
πυράγρα. || είδος εργαλείου, σε σχήμα μασιάς, που
χρησιμοποιείται στην κομμωτική.
maşa = τσιμπίδα, μασιά. || λαβίδα. || φουρκέτα.
|| πυράγρα.
μασκαραλίκι, (το) ουσ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντροπή.
maskaralık = μασκαραλίκι, γελοιότητα.
μασκαράς, (ο) ουσ. άνθρωπος ανήθικος, απατεώνας, κακοήθης.
maskara = μασκαράς, καραγκιόζης. || γελοίος, κακοήθης.
μασούρι, (το) ουσ. μικρό καλάμι ή ξύλο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το
νήμα. || κουβαρίστρα, καρούλι. || κέρματα ή
χαρτονομίσματα τυλιγμένα σε σχήμα κυλίνδρου.
masura = μασούρι. || μικρό καλάμι.
μαστούρης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που παίρνει ναρκωτικά. || αυτός που
βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικού.
mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος.
μαστουρώνω, ρ. παίρνω ναρκωτικά. || βρίσκομαι υπό την επήρεια
ναρκωτικού.
mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος.
μαστραπάς, (ο) ουσ. κανάτα, κύπελλο.
maşraba, maşrapa = κύπελλο, μαστραπάς.
ματζίρης, (ο) ουσ. τσιγκούνης, || κακομοίρης.
muhacir = μετανάστης.
ματζούνι, (το) ουσ. βλ. μαντζούνι.
macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή.
ματικάπι, (το) ουσ. είδος τρυπανιού· η αρίδα.
matkap = τρυπάνι, δράπανο, ματικάπι.
μαχαλάς, (ο) ουσ. γειτονιά, συνοικία, ενορία.
36
mahalle = συνοικία, γειτονιά.
μαχμουρλής, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που μόλις ξύπνησε και είναι
νυσταλέος και βαρύθυμος· αγουροξυπνημένος.
mahmur = αγουροξυπνημένος, μαχμουρλής.
μαχμουρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, η κατάσταση του μαχμουρλή.
mahmurluk = μαχμουρλίκι.
μέγγενη, μέγκενη, (η) ουσ. είδος εργαλείου· σφιγκτήρας. || όργανο
βασανισμού.
mengene = μέγγενη, σφιγκτήρας.
μεζε(κ)λίκι, (το) ουσ. εκλεκτός μεζές. || ορεκτικό.
mezelik = μεζελίκι.
μεζές, (ο) ουσ. μικρή ποσότητα πικάντικου φαγητού που συνοδεύει
οινοπνευματώδη ποτά ή σερβίρεται ως ορεκτικό.
meze = ορεκτικό. || μεζές. || λιχουδιά.
μεϊντάνι, (το) ουσ. πλατεία. || αλώνι.
meydan = πλατεία. || πιάτσα. || ξέφωτο.
μελτέμι, (το) ουσ. βόρειος άνεμος της ανατολικής Μεσογείου.
meltem = μελτέμι.
μενεξές, (ο) ουσ. το φυτό ίο(ν) το εύοσμο(ν) και το άνθος του.
menekşe = μενεξές, ίο(ν), βιολέτα, γιούλι.
μεντεσές, (ο) ουσ. στροφέας, πόρτας ή παραθύρου· ρεζές.
menteşe = μεντεσές, ρεζές, στροφέας.
μεντρεσές, (ο) ουσ. μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.
medrese = μεντρεσές.
μεράκι, (το) ουσ. πόθος. || καημός. || ψυχική ευφορία.
merak = ενδιαφέρον. || μεράκι.
μερακλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει μεράκι για κάτι.
meraklı = μερακλής.
μερεμέτι, (το) ουσ. επισκευή, επιδιόρθωση.
meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι.
μερεμετίζω, ρ. επισκευάζω, επιδιορθώνω.
meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι.
μεταλίκι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα αξίας δέκα παράδων.
metelik = μεταλίκι, παράς. || δεκάρα.
μετερίζι, (το) ουσ. οχύρωμα, πρόχωμα, προμαχώνας.
meteris = πρόχωμα, προμαχώνας.
μετζίτι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα.
mecidiye = μετζίτι.
μιλέτι, (το) ουσ. έθνος. || φυλή. || θρησκευτική κοινότητα.
millet = έθνος. || θρησκευτική κοινότητα.
μιναρές, (ο) ουσ. ο ψηλός πύργος του μουσουλμανικού ναού.
minare = μιναρές.
μιντέρι, (το) ουσ. χαμηλός ανατολίτικος καναπές.
minder = ανάκλιντρο, μιντέρι.
μισμίζης, (ο) ουσ. μίζερος. || σχολαστικός.
mızmız = γκρινιάρης. || υπερβολικά, λεπτολόγος.
μουαλεμπί, (το) ουσ. βλ. μουχαλεμπί.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουεζίνης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός.
müezzin = μουεζίνης.
37
μουλάς, (ο) ουσ. τίτλος μουσουλμάνου ιερωμένου.
molla = μουλάς. || ιεροδίκης.
μούλκι, (το) ουσ. είδος ιδιοκτησίας. || γεωργικό κτήμα.
mülk = ιδιοκτησία. || περιουσία. || κτήμα.
μουρνταρεύω, ρ. λερώνω, βρομίζω. || έχω εξωσυζυγικές ερωτικές
δραστηριότητες.
murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς.
μουρντάρης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος βρομερός. || άνθρωπος
ακόλαστος.
murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς.
μουσακάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού.
musakka = μουσακάς.
μουσαμαδιά, (η) ουσ. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά.
muşamba = μουσαμάς.
μουσαμάς, (ο) ουσ. είδος αδιάβροχου υφάσματος.
muşamba = μουσαμάς.
μουσαφίρης, (ο) ουσ. επισκέπτης. || φιλοξενούμενος.
misafir = επισκέπτης, μουσαφίρης.
μουσουλμάνος, (ο) ουσ. μωαμεθανός.
Müslüman = Μουσουλμάνος.
μουστερής, (ο) ουσ. πελάτης, αγοραστής.
müşteri = πελάτης, αγοραστής.
μουφλουζεύω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφλούζης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος.
müflis, müflüs = χρεοκοπημένος.
μουφτής, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος.
müfti, müftü = μουφτής, νομοδιδάσκαλος.
μουχαλεμπί, (το) ουσ. είδος γλυκού από ρυζάλευρο και γάλα.
mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί.
μουχτάρης, (ο) ουσ. κοινοτάρχης. || προεστός.
muhtar = κοινοτάρχης. || μουχτάρης.
μπαγδατί, (το) ουσ. είδος μεσότοιχου ή ταβανιού.
bağdadi, bağdadî = μπαγδατί, τσατμάς.
Bağdat = Βαγδάτη.
μπαγιατεύω, ρ. (για τρόφιμα) γίνομαι μπαγιάτικος. || παλιώνω.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγιάτικος, επίθ. (για τρόφιμα) που δεν είναι φρέσκος. || παλιός.
bayat = μπαγιάτικος, παλιός.
μπαγλαμάς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
bağlama = έγχορδο μουσικό όργανο.
μπαγλαρώνω, ρ. δένω. || συλλαμβάνω, φυλακίζω. || ξυλοκοπώ.
bağlamak = δένω. || μπαγλαρώνω.
μπαϊλντίζω, ρ. εξαντλούμαι από μεγάλη κούραση. || λιποθυμώ.
bayılmak = λιποθυμώ. || εξαντλούμαι.
μπαϊράκι, (το) ουσ. σημαία, παντιέρα.
bayrak = σημαία, μπαϊράκι, παντιέρα.
μπαϊρακτάρης, (ο) ουσ. σημαιοφόρος. || στην Αλβανία, φύλαρχος.
bayraktar = μπαϊρακτάρης.
μπαϊράμι, (το) ουσ. μεγάλη μουσουλμανική γιορτή.
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα
τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα

More Related Content

What's hot

2. Η πόλη κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος
2. Η πόλη  κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος2. Η πόλη  κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος
2. Η πόλη κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματοςKvarnalis75
 
αόριστος β΄πίνακας
αόριστος β΄πίνακαςαόριστος β΄πίνακας
αόριστος β΄πίνακαςcgialopsos
 
5. O μυκηναϊκός κόσμος
5. O μυκηναϊκός κόσμος5. O μυκηναϊκός κόσμος
5. O μυκηναϊκός κόσμοςKvarnalis75
 
19 α. η κυριακη προσευχη αντίγραφο
19 α. η κυριακη προσευχη   αντίγραφο19 α. η κυριακη προσευχη   αντίγραφο
19 α. η κυριακη προσευχη αντίγραφοΕλενη Ζαχου
 
2. Κυκλαδικός πολιτισμός
2. Κυκλαδικός πολιτισμός2. Κυκλαδικός πολιτισμός
2. Κυκλαδικός πολιτισμόςKvarnalis75
 
4. Αθήνα από τη βασιλεία στην αριστοκρατία
4. Αθήνα   από τη βασιλεία στην αριστοκρατία4. Αθήνα   από τη βασιλεία στην αριστοκρατία
4. Αθήνα από τη βασιλεία στην αριστοκρατίαKvarnalis75
 
1. Η Συμμαχία της Δήλου - η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας
1. Η Συμμαχία της Δήλου -  η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας1. Η Συμμαχία της Δήλου -  η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας
1. Η Συμμαχία της Δήλου - η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίαςKvarnalis75
 
αρχαίο ελληνικό θέατρο
αρχαίο ελληνικό θέατροαρχαίο ελληνικό θέατρο
αρχαίο ελληνικό θέατροAngeliki Chroni
 
5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ - Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ - Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI
5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ -  Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ -  Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ -  Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ -  Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI
5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ - Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ - Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕIKvarnalis75
 
3. Η ηγεμονία της Σπάρτης: Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση
3. Η  ηγεμονία της Σπάρτης:  Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση3. Η  ηγεμονία της Σπάρτης:  Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση
3. Η ηγεμονία της Σπάρτης: Μια κυριαρχία σε αμφισβήτησηKvarnalis75
 
Tου γιοφυριού της ;Aρτας
Tου γιοφυριού της ;AρταςTου γιοφυριού της ;Aρτας
Tου γιοφυριού της ;AρταςStella Stath
 
3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.
3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.
3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.Kvarnalis75
 
1. Οι μεταβατικοί χρόνοι
1. Οι μεταβατικοί χρόνοι1. Οι μεταβατικοί χρόνοι
1. Οι μεταβατικοί χρόνοιKvarnalis75
 
αραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσα
αραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσααραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσα
αραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσαmavraroda
 
7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται
7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται
7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονταιKvarnalis75
 
Tο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείται
Tο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείταιTο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείται
Tο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείταιThan Kioufe
 
6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί
6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί
6. Οι πανελλήνιοι δεσμοίKvarnalis75
 
παρώνυμα
παρώνυμαπαρώνυμα
παρώνυμαalexadra71
 

What's hot (20)

2. Η πόλη κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος
2. Η πόλη  κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος2. Η πόλη  κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος
2. Η πόλη κράτος και η εξέλιξη του πολιτεύματος
 
Γιάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυ...
Γιάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυ...Γιάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυ...
Γιάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυ...
 
αόριστος β΄πίνακας
αόριστος β΄πίνακαςαόριστος β΄πίνακας
αόριστος β΄πίνακας
 
5. O μυκηναϊκός κόσμος
5. O μυκηναϊκός κόσμος5. O μυκηναϊκός κόσμος
5. O μυκηναϊκός κόσμος
 
19 α. η κυριακη προσευχη αντίγραφο
19 α. η κυριακη προσευχη   αντίγραφο19 α. η κυριακη προσευχη   αντίγραφο
19 α. η κυριακη προσευχη αντίγραφο
 
2. Κυκλαδικός πολιτισμός
2. Κυκλαδικός πολιτισμός2. Κυκλαδικός πολιτισμός
2. Κυκλαδικός πολιτισμός
 
4. Αθήνα από τη βασιλεία στην αριστοκρατία
4. Αθήνα   από τη βασιλεία στην αριστοκρατία4. Αθήνα   από τη βασιλεία στην αριστοκρατία
4. Αθήνα από τη βασιλεία στην αριστοκρατία
 
1. Η Συμμαχία της Δήλου - η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας
1. Η Συμμαχία της Δήλου -  η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας1. Η Συμμαχία της Δήλου -  η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας
1. Η Συμμαχία της Δήλου - η Συμμαχία όργανο της αθηναϊκής ηγεμονίας
 
αρχαίο ελληνικό θέατρο
αρχαίο ελληνικό θέατροαρχαίο ελληνικό θέατρο
αρχαίο ελληνικό θέατρο
 
5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ - Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ - Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI
5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ -  Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ -  Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ -  Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ -  Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI
5. Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ - Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ - Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI
 
3. Η ηγεμονία της Σπάρτης: Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση
3. Η  ηγεμονία της Σπάρτης:  Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση3. Η  ηγεμονία της Σπάρτης:  Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση
3. Η ηγεμονία της Σπάρτης: Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση
 
Tου γιοφυριού της ;Aρτας
Tου γιοφυριού της ;AρταςTου γιοφυριού της ;Aρτας
Tου γιοφυριού της ;Aρτας
 
3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.
3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.
3. Η αρχιτεκτονική των κλασικών χρόνων.
 
1. Οι μεταβατικοί χρόνοι
1. Οι μεταβατικοί χρόνοι1. Οι μεταβατικοί χρόνοι
1. Οι μεταβατικοί χρόνοι
 
1η Ενότητα, Η Ελλάδα στον κόσμο, Εισαγωγικά κείμενα, Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυ...
1η Ενότητα, Η Ελλάδα στον κόσμο, Εισαγωγικά κείμενα, Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυ...1η Ενότητα, Η Ελλάδα στον κόσμο, Εισαγωγικά κείμενα, Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυ...
1η Ενότητα, Η Ελλάδα στον κόσμο, Εισαγωγικά κείμενα, Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυ...
 
αραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσα
αραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσααραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσα
αραβικεσ λεξεισ στην ελληνικη γλωσσα
 
7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται
7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται
7. Πέρσες και Έλληνες: Δύο κόσμοι συγκρούονται
 
Tο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείται
Tο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείταιTο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείται
Tο δημοκρατικό πολίτευμα σταθεροποιείται
 
6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί
6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί
6. Οι πανελλήνιοι δεσμοί
 
παρώνυμα
παρώνυμαπαρώνυμα
παρώνυμα
 

Viewers also liked

Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...
Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...
Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...Spyridon Voykalis
 
οι συνθηκες ζωης των υποδουλων
οι συνθηκες ζωης των υποδουλωνοι συνθηκες ζωης των υποδουλων
οι συνθηκες ζωης των υποδουλωνKon Vasiliadis
 
οι συνθήκες ζωής των υποδούλων
οι συνθήκες ζωής των υποδούλωνοι συνθήκες ζωής των υποδούλων
οι συνθήκες ζωής των υποδούλωνfotist
 
η διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριασ
η διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριαση διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριασ
η διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριασmavraroda
 
η βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχησ
η βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχηση βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχησ
η βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχησmavraroda
 
Designing Teams for Emerging Challenges
Designing Teams for Emerging ChallengesDesigning Teams for Emerging Challenges
Designing Teams for Emerging ChallengesAaron Irizarry
 

Viewers also liked (7)

Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...
Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...
Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους ...
 
οι συνθηκες ζωης των υποδουλων
οι συνθηκες ζωης των υποδουλωνοι συνθηκες ζωης των υποδουλων
οι συνθηκες ζωης των υποδουλων
 
οι συνθήκες ζωής των υποδούλων
οι συνθήκες ζωής των υποδούλωνοι συνθήκες ζωής των υποδούλων
οι συνθήκες ζωής των υποδούλων
 
η διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριασ
η διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριαση διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριασ
η διαμορφωση τησ μεσαιωνικησ ελληνικησ βυζαντινησ αυτοκρατοριασ
 
η βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχησ
η βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχηση βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχησ
η βασιλεια του μιχαηλ γ' και η αυγη τησ νεασ εποχησ
 
Η μωβ ομπρέλα, Άλ. Ζέη
Η μωβ ομπρέλα, Άλ. ΖέηΗ μωβ ομπρέλα, Άλ. Ζέη
Η μωβ ομπρέλα, Άλ. Ζέη
 
Designing Teams for Emerging Challenges
Designing Teams for Emerging ChallengesDesigning Teams for Emerging Challenges
Designing Teams for Emerging Challenges
 

Similar to τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα

Γλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.com
Γλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.comΓλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.com
Γλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.comHélène Kémiktsi
 
ΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣanny1976
 
Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]
Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]
Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]Amparo Gasent
 
Νέα ταξινόμηση Στόχων Bloom
Νέα ταξινόμηση Στόχων BloomΝέα ταξινόμηση Στόχων Bloom
Νέα ταξινόμηση Στόχων BloomElena Elliniadou
 
παραδοσιακά παιχνίδια
παραδοσιακά παιχνίδιαπαραδοσιακά παιχνίδια
παραδοσιακά παιχνίδιαSocratis Vasiopoulos
 
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗpetroulapapada
 
Ερωτόκριτος
ΕρωτόκριτοςΕρωτόκριτος
Ερωτόκριτοςntinakatirtzi
 
πετρινα γεφυρια
πετρινα γεφυριαπετρινα γεφυρια
πετρινα γεφυριαscorpios2001
 
κρητικό λεξιλόγιο
κρητικό λεξιλόγιοκρητικό λεξιλόγιο
κρητικό λεξιλόγιοGIA VER
 
ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣanny1976
 
συνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκα
συνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκασυνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκα
συνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκαzzeross
 
Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...
Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...
Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...spmentis
 

Similar to τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα (20)

Γλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.com
Γλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.comΓλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.com
Γλωσσάρι της Κυπριακής Διαλέκτου - http://www.projethomere.com
 
ΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Δ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β ΤΕΥΧΟΣ
 
Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]
Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]
Ud0 aprender a leer en griego [modo de compatibilidad]
 
Νέα ταξινόμηση Στόχων Bloom
Νέα ταξινόμηση Στόχων BloomΝέα ταξινόμηση Στόχων Bloom
Νέα ταξινόμηση Στόχων Bloom
 
παραδοσιακά παιχνίδια
παραδοσιακά παιχνίδιαπαραδοσιακά παιχνίδια
παραδοσιακά παιχνίδια
 
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗ
 
ΝΕΡΑΪΔΕΣ
ΝΕΡΑΪΔΕΣΝΕΡΑΪΔΕΣ
ΝΕΡΑΪΔΕΣ
 
Ερωτόκριτος
ΕρωτόκριτοςΕρωτόκριτος
Ερωτόκριτος
 
πετρινα γεφυρια
πετρινα γεφυριαπετρινα γεφυρια
πετρινα γεφυρια
 
Ηρόδοτος
ΗρόδοτοςΗρόδοτος
Ηρόδοτος
 
κρητικό λεξιλόγιο
κρητικό λεξιλόγιοκρητικό λεξιλόγιο
κρητικό λεξιλόγιο
 
ΛΟΓΟΠΑΙΓΝΙΟ
ΛΟΓΟΠΑΙΓΝΙΟΛΟΓΟΠΑΙΓΝΙΟ
ΛΟΓΟΠΑΙΓΝΙΟ
 
Λογοπαίγνιο
ΛογοπαίγνιοΛογοπαίγνιο
Λογοπαίγνιο
 
ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Β΄ΤΕΥΧΟΣ
 
Proika
ProikaProika
Proika
 
συνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκα
συνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκασυνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκα
συνταγες,ονομασια τροφιμων,γλυκα
 
Epidauros
EpidaurosEpidauros
Epidauros
 
Slovenia
SloveniaSlovenia
Slovenia
 
Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...
Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...
Μπάμπης Μεντής - ΛΕΞΙΚΟ και ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της (ϼ) Ρχιἔλ «ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑ...
 
μοίρα
μοίραμοίρα
μοίρα
 

Recently uploaded

Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptxΜοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx36dimperist
 
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptxΕκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx7gymnasiokavalas
 
ETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptx
ETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptxETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptx
ETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptxMertxu Ovejas
 
Το άγαλμα που κρύωνε
Το άγαλμα που                       κρύωνεΤο άγαλμα που                       κρύωνε
Το άγαλμα που κρύωνεDimitra Mylonaki
 
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdfΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdfssuserf9afe7
 
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίεςΕπιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίεςΜαρία Διακογιώργη
 
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή ΑυτοκρατορίαΗ Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορίαeucharis
 
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...Areti Arvithi
 
Ενσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docx
Ενσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docxΕνσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docx
Ενσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docxMichail Desperes
 
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptxΕκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx36dimperist
 
Η κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - ΠένναΗ κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - ΠένναΣάσα Καραγιαννίδου - Πέννα
 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docxΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docxAreti Arvithi
 
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΜαρία Διακογιώργη
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docxΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docxtheologisgr
 
Δημιουργία εφημερίδας .pdf
Δημιουργία εφημερίδας                       .pdfΔημιουργία εφημερίδας                       .pdf
Δημιουργία εφημερίδας .pdfDimitra Mylonaki
 
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΜαρία Διακογιώργη
 
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας ΆρταςΠαρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρταςsdeartas
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptxΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptxtheologisgr
 
ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτερα
ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτεραΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτερα
ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτεραssuser2bd3bc
 
Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...Irini Panagiotaki
 

Recently uploaded (20)

Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptxΜοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
Μοσχομύρισε το σχολείο. Πασχαλινά κουλουράκια από τους μαθητές της Γ΄ τάξης.pptx
 
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptxΕκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
Εκπαιδευτική επίσκεψη στο 1ο ΕΠΑΛ Καβάλας.pptx
 
ETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptx
ETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptxETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptx
ETIMOLOGÍA : EL NOMBRES DE LOS COLORES/ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.pptx
 
Το άγαλμα που κρύωνε
Το άγαλμα που                       κρύωνεΤο άγαλμα που                       κρύωνε
Το άγαλμα που κρύωνε
 
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdfΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2024 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.pdf
 
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίεςΕπιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
Επιστολή στο Δήμαρχο και αρμόδιες υπηρεσίες
 
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή ΑυτοκρατορίαΗ Δυναστεία των Παλαιολόγων -  Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
 
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
Παρατήρηση Κυττάρων στο Μικροσκόπιο _ παρουσίαση /Observation of cells under ...
 
Ενσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docx
Ενσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docxΕνσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docx
Ενσυνειδητότητα και εκπαίδευση για διαχείριση κρίσης στην τάξη.docx
 
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptxΕκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
Εκπαιδευτική Επίσκεψη στην Πάρνηθα ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024.pptx
 
Η κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - ΠένναΗ κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
Η κυρία Αλφαβήτα και τα παιδιά της. Της Σάσας Καραγιαννίδου - Πέννα
 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docxΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
 
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΗΠΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docxΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
ΣΔΕ Ιεράπετρας ερωτηματολόγιο - ecomobility .docx
 
Δημιουργία εφημερίδας .pdf
Δημιουργία εφημερίδας                       .pdfΔημιουργία εφημερίδας                       .pdf
Δημιουργία εφημερίδας .pdf
 
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITYΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ECOMOBILITY
 
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας ΆρταςΠαρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
 
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptxΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
ΣΔΕ Ιεράπετρας παρουσίαση - ecomobility.pptx
 
ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτερα
ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτεραΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτερα
ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ αρσενικιά θηλυκιά ουδέτερα
 
Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
Οδηγίες για τη δημιουργία διαδραστικών δραστηριοτήτων με την εφαρμογή Wordwal...
 

τουρκικές λεξεις-στην-ελληνική-γλώσσα

  • 1. 1 Οδυσσέας Γκιλής Αλφαβητικός πίνακας Ευρετήριο λέξεων Λεξικό Τουρκικών- Θρακιώτικων λέξεων στην Ελληνική γλώσσα Θεσσαλονίκη 2012
  • 2. 2
  • 3. 3 Εισαγωγικό σημείωμα Οι πρόγονοί μου ήλθαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Από την περιοχή της Ραιδεστού. Στην γλώσσα που μιλούσαν περιέχονταν πάρα πολλές λέξεις από την Τουρκική γλώσσα. Βέβαια υπάρχουν και πολλές λέξεις που είναι καθαρά Θρακιώτικές χωρίς να είναι τούρκικες. Γιαυτό έκανα αυτόν τον πίνακα. Είναι περίπου 450 λέξεις. Στη γλωσσολογία αυτή η μεταφορά και χρήση λέξεων από γλώσσα σε γλώσσα λέγεται δάνειο. Στο πρώτο μέρος είναι δική μου συλλογή στο δεύτερο είναι μια προσπάθεια από άλλους. Αρκετές λέξεις θα τις έλεγα Θρακιώτικες και όχι τούρκικες. Όπως η λέξη Γέννημα= δημιτριακά καρποί, Γεώμορο = Το ποσό του καρπού. Αρχ. αυτός που έχει κλήρο γης. Αρειμανίως = με πολεμικό μένος. Αρ ί δ α = ξυλουργικό εργαλείο και επίσης το πίσω μέρος του ποδιού. ΕΡΓΕΝΗΣ άγαμος, Ι δ ιό μ ε λ ο = Τροπάρι που ψέλνεται "κατ' iδιον μέλος άπόλυτον … όχι μιμούμενσένα όλλο πού μοιάζε ι"…και πολλές άλλες…
  • 4. 4 Περιεχόμενα Εισαγωγικό σημείωμα..................................................................................3 Περιεχόμενα.................................................................................................4 .Α΄ Μέρος ...................................................................................................4 .Β΄ Μέρος..................................................................................................15 .Λεξικό Τουρκικών λέξεων στην Ελληνική γλώσσα ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών .Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας –Λιάνα Κουτρολίκου .Αθήνα ................15 .Γ΄ Μέρος Τουρκικές λέξεις........................................................................62 .Α΄ Μέρος Α ρ ε ιμανίως = με πολεμικό μένος. Αρ ί δ α = ξυλουργικό εργαλείο και επίσης το πίσω μέρος του ποδιού. Άγαμος-Μπεκιάρ ΑΓΑΣ δεσποτικός-αυταρχικός ΑΓΙΑΖΙ πρωινό ή νυχτερινό κρύο
  • 5. 5 Αδελφός-Καρντές ΑΛΑΝΑ ανοιχτός χώρος ΑΛΑΝΙ αλήτης Απίδια =: αχλάδια. Βεγγέρα = ιταλ. vegghena εσπερινή συγκέντρωση. Βεντέτα = Εκδίκηση. Βερίκοκο-Καϊσί Γ κ ό λ φ ι = τουρκ. zempil σάκος ψάθα μαλακό καλάθι. Γαϊβάνι=ζώο χαζός Γαλάζιο-Μαβί Γαλέτσα=πρόχειρο φτηνό παπούτσι Γανιάζω= κουράζομαι έγνοια Γελέκο και γιλέκο = υποδίτης ζιλές Ισπανικό jileco - Τοίφκ. yelek. Γέννημα= δημιτριακά καρποί Γεώμορο = Το ποσό του καρπού. Αρχ. αυτός που έχει κλήρο γης. ΓΙΑΚΑΣ περιλαίμιο Γιανίσκει έγιανε = γιατρέφτηκε ΓΙΑΟΥΡΤΙ πηγμένο γάλα ΓΙΑΠΙ οικοδομή ΓΙΑΡΜΑΣ ροδάκινο Γιατάκι = τούρκ. yatak κλίνη. τόπος κατάλληλος για ανάπαυση ύπνο. Γιατάκι=καναπές κρεβάτι γωνιά για ξάπλα ΓΙΛΕΚΟ περιθωράκιον ΓΙΝΑΤΙ πείσμα ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ επίθεση Γιοφκάδες= οι χυλοπίτες Γκαβός=τυφλός μονόφθαλμός ΓΚΑΙΝΤΑ άσκαυλος ΓΚΕΜΙ χαλινάρι ΓΛΕΝΤΙ διασκέδαση ΓΟΥΡΙ τύχη Γρατζούνα=μεγάλη κολοκύθα για άδειασμα –κουβάλημα νερού ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ κακότυχος ΔΕΡΒΕΝΙ κλεισούρα Δρόμος-Γιολ Δωμάτιο-Οντά Έκπτωση-Ισκόντο Ένταξη-Ταμάμ ΕΡΓΕΝΗΣ άγαμος ΖΑΜΑΝΙΑ μεγάλο χρονικό διάστημα ΖΑΡΖΑΒΑΤΙΚΑ λαχανικά ΖΟΡΙ δυσκολία ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ υάκινθος
  • 6. 6 Ι δ ιό μ ε λ ο = Τροπάρι που ψέλνεται "κατ' iδιον μέλος άπόλυτον … όχι μιμούμενσένα όλλο πού μοιάζε ι". Ινάτι γινάτι=πείσμα Κ ολλ ήγος "" λατιν. coIIega αυτός που καλλιεργεί ξένο αγρό. Καβάκι= λεύκα ΚΑΒΓΑΣ φιλονικία ΚΑΒΟΥΚΙ καύκαλο Καβούνι= πεπόνι ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ φρυγανίζω-ξεροψήνω Καβουρμάς=χοιρινό κρέας μέσα λίγδα=λίπος Καζάς=Επαρχίας ΚΑΖΑΝΙ λέβητας ΚΑΙΚΙ βάρκα Καλαμπαλίκι=πολύς κόσμος ΚΑΛΕΜΙ γραφίδα ΚΑΛΟΥΠΙ μήτρα-πρότυπο ΚΑΛΠΙΚΟΣ κίβδηλος Καλτερίμι=δρόμος στρωμένος με πέτρες ΚΑΠΑΚΙ σκέπασμα- κάλυμμα ΚΑΡΑΟΥΛΙ φρουρά-σκοπιά Καρίκι=η σειρά στο χωράφι αυλάκι απο το όργωμα Καρντάσι=αδελφός φίλος ΚΑΡΠΟΥΖΙ υδροπέπων Καρσί=απέναντι Καρσιλαμάς=αντικρυστός Κασκαβάλι=κασέρι ΚΑΣΜΑΣ αξίνα-σκαπάνη Κατρακύλι=ρόδα Κατσαμάκι=Γίνεται από καλαμποκίσιο αλεύρι νερό και βούτυρο. Σερβίρεται με μέλι ή πετιμέζι. ΚΑΤΣΙΚΑ ερίφι-γίδα Καφαντάρης=φιλαράκι φίλος αδερφός ΚΑΦΑΣΙ κιβώτιο Καφτάνι = τουρκ. Kaftna περα. haftan μακριός πολυτελής μανδύας. Κελεμές=άγονο μέρος χωράφι ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ ανέλπιστο εύρημα ΚΕΦΙ ευδιαθεσία ΚΙΜΑΣ ψιλοκομμένο κρέας ΚΙΟΣΚΙ περίπτερο Κιτάπ=βιβλίο Κλιμιά=ξύλινο στήριγμα στο κάρο για φόρτωμα
  • 7. 7 ΚΟΛΑΙ ευκολία-άνεση ΚΟΛΑΟΥΖΟΣ οδηγός ΚΟΠΙΤΣΑ πόρπη ΚΟΤΖΑΜ τεράστιος-πελώριος ΚΟΤΣΑΝΙ μίσχος ΚΑΦΑΣΙ κιβώτιο ΚΟΤΣΙ αστράγαλος ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης ΚΟΥΒΑΣ κάδος-αγγείο Κουϊτή= απάνεμο μέρος που δεν το πιάνει αέρας ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων-ΚΟΥΣΟΥΡΙ ελάττωμα-μειονέκτημα ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων Κουπάνα= ποτίστρα σκάφη Κουρμπάνι= παλαιότερα όπως και σήμερα ιδιαίτερα στην Θράκη έσφαζαν ένα ζώο και το μαγείρευαν σε καζάνια στην πλατεία του χωριού και έπειτα το μοίραζαν. Η σφαγή γινώταν στο προαύλιο της εκκλησίας που έφερε το όνομα των Αγίου που γιόρταζε για λόγους εξαγνισμού. .. ΚΟΥΣΟΥΡΙ ελάττωμα-μειονέκτημα ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ ασύνετα-απερίσκεπτα Κρασί-Σαράπ Κυριακή-Παζάρ Λ υ γ ρ ό πένθιμα λυπηρά. ΛΑΓΟΥΜΙ υπόνομος-οχετός Λαλαγγίτες= Χυλός από αλεύρι μαγιά μπύρας νερό και αλάτι. Ψήνονται σε βουτυρωμένη πλάκα και σερβίρονται με μέλι τυρί ή σουσάμι. ΛΑΠΑΣ χυλός Λαρδί= παχύ λίπος από χοιρινό κρέας Λαϋνι λαϊνα=σταμνί ΛΕΒΕΝΤΗΣ ανδρείος-ευσταλής ΛΕΚΕΣ κηλίδα ΛΕΛΕΚΙ πελαργός Λεμονάδα-Λιμονίτα Λέσι=η βρωμιά/ο βρωμιάρης ψοφίμι Λημόρια= νεκροταφείο Λίγδα=λιωμένο χοιρινό λίπος Λίστα ιταλ. !ista κατάλογος. Λόρδα=πείνα ΛΟΥΚΙ υδροσωλήνας μ η τ ρώον "" επίσημος κατάλογος προσώπων. Μαμόθρεφτος "" ο ανατραφείς από τη μαμμή με πολλές περιποιήσεις Καλομαθημένος πολύ χαϊδεμένος αρχ. μαμμ6θρεπτος.
  • 8. 8 Μαμουλίζω := μασώ χωρίς δόντια από το mammolo = βρέφος ιταλ. μόμολο. Μανιτάρι αργκό λέξη. Θα σε φάω σαν μανιτάρι θα σε κόψω. Ματζούνι τουρκ. macun κρέμα αλοιφή κλπ. Μπο ύ ρ τ ζ ι = φρούριο παραπλήσιο· τούρκικα Bυrιt. Μπούρδα = ανοησΙα . ΜΑΓΙΑ προζύμη-ζυθοζύμη ΜΑΓΚΑΛΙ πύραυνο ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ έρημος ΜΑΙΝΤΑΝΟΣ πετροσέλινο-μακεδονίσι Μάλαμαμαλαματένιος=χρυσό χρυσαφένιο Μαλάς=μυστρί Μαμούκα=μαντήλα στης γυναίκας το κεφάλι ΜΑΝΑΒΗΣ οπωροπώλης Μαντζάνα= μελιτζάνα ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ φάρμακο ΜΑΟΥΝΑ φορτηγίδα ΜΑΡΑΖΙ φθίση ΜΑΡΑΦΕΤΙ μικρό εργαλείο ΜΑΣΟΥΡΙμικρό ξύλο Μαστραπάς=παραδοσιακό ποτήρι με χερούλι. Κούπα Μαύρο κτούκι=κατάμαυρο ΜΑΧΑΛΑΣ συνοικία ΜΕΖΕΣ ορεκτικά Μεϊντάνι=πλατεία βγήκε στο κλαρί ΜΕΛΤΕΜΙ άνεμος ετησίας ΜΕΝΤΕΣΕΣ στρόφιγγα ΜΕΡΑΚΙ πόθος ΜΕΡΕΜΕΤΙ επισκευή-επιδιόρθωση Μισές μεσές= ξύλο βελανιδιάς δρύς ΜΟΥΣΑΜΑΣ κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣφιλοξενούμενος-επισκέπτης Μουσλούκι= σκεύος για το αποθήκευση νερού... ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ μη νωπό ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ δένω-φυλακίζω ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ δένω-φυλακίζω ΜΠΑΛΤΑΣ πελέκι Μπαϊλτίζω= κουράζομαι ΜΠΑΙΡΑΚΙ σημαία Μπαϊρι=ανηφόρα ΜΠΑΚΑΛΗΣ παντοπώλης Μπακίρ=Χάλκινο ΜΠΑΛΤΑΣ πελέκι Μπαλτάς=τσεκούρι
  • 9. 9 Μπαμπάτσκου=μεγάλο ΜΠΑΜΙΑ ιβίσκος ο εδώδιμος ΜΠΑΜΠΑΣ πατέρας Μπαντιρντί=θόρυβος ΜΠΑΞΕΣ περιβόλι-κήπος Μπάρμπας=θείος ΜΠΑΡΟΥΤΙ πυρίτιδα Μπασάκι= το κομάτι που είναι ο σπόρος του δημητριακού στάρι βρώμη κριθάρι… Μπαταρισμένος=γυρμένος Μπάτε σκύλοι αλέστε=ελάτε περάστε ΜΠΑΤΖΑΚΙ κνήμη-σκέλη ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ σύγαμπρος-συννυφάδα ΜΠΑΤΙΡΙΣΑπτωχεύω-χρεοκοπώ Μπατίρ μπατίρης=αδέκαρος Μπαφιάζω=κουράζομαι βαριέμαι Μπάχαλο=μπέρδεμα ανακάτωμα ΜΠΑΧΑΡΙΚΟ αρωματικό άρτυμα ΜΠΕΚΡΗΣ μέθυσος ΜΠΕΛΑΣ ενόχληση Μπήγω=καρφώνω Μπιζέρσα= βαρέθηκα ΜΠΟΓΙΑ βαφή-χρώμα ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ ελαιοχρωματιστής ΜΠΟΙ ανάστημα-ύψος ΜΠΟΛΙΚΟΣ άφθονος Μπόνης μπονάκης=Χαζός/αγαθός ΜΠΟΡΑ καταιγίδα ΜΠΟΣΙΚΟΣ χαλαρός ΜΠΟΣΤΑΝΙ λαχανόκηπος Μπουγάς= ταύρος Μποχτσάς=δέμα Μπούζ=κρύο παγωμένο ΜΠΟΥΖΙ πάγος-ψύχρα ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ στίφος-άτακτο πλήθος ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ καλοθρεμμένος-παχουλός ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ κουτός-ανόητος Μπουνταλάς= χαζός αφελής ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ φυλακή ΜΠΟΥΡΙ καπνοσωλήνας ΜΠΟΥΤΙ μηρός ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ κορεσμός ΝΑΖΙ κάμωμα-φιλαρέσκεια
  • 10. 10 Νιάμα= χωράφι σε αγρανάπαυση ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ σύγχυση Νταβαντούρι=θόρυβος σαματάς Νταβούλι=πρισμένος Νταβραντιζμένος=δυνατός Νταγιαντώ=στηρίζομαι Νταής=παληκαρά καυγατζής ΝΤΑΜΑΡΙ φλέβα-λατομείο ΝΤΑΜΠΛΑΣ αποπληξία ΝΤΑΝΤΑ παραμάνα-τροφός ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ συναλλαγή-αγοραπωλησία Ντβάρ ντουβάρι=τοίχος μεταφορικά αστοιχείωτος αγράμματος ΝΤΕΛΑΛΗΣ διαλαλητής ΝΤΕΛΗΣ παράφρονας ΝΤΕΛΑΛΗΣ διαλαλητής ΝΤΕΛΗΣ παράφρονας Ντεμέκ=ο δήθεν ΝΤΕΡΤΙ καημός ΝΤΙΒΑΝΙ κρεβάτι ΝΤΙΠ ΓΙΑ ΝΤΙΠ ολωσδιόλου Ντίπ=καθόλου εντελώς Ντιρέκι=ψιλός ΝΤΟΥΒΑΡΙ τοίχος ΝΤΟΥΛΑΠΙ ιματιοθήκη Ντουμάνι=σκόνη ακαταστασία ΝΤΟΥΜΑΝΙ καταχνιά-καπνός ΝΤΟΥΝΙΑΣ κόσμος-ανθρωπότητα Ξάφ Ξάφς=Χρυσάφι Χρυσάφηςκύριο όνομα Ξεροντούβαρο=ξερολιθιά Ξόμπλια=στολίδια Ξυστρί=βοηθητικό εργαλείο καθαρισμού των ζώων Ούζο-Ρακί ΠΑΖΑΡΙ αγορά-διαπραγμάτευση Παλαμαριά=βοηθητικό προφυλακτικό εργαλείο θερισμού Παναϊρ=πανύγυρη Παντεσπάνι := Pan di Spagna := ψωμί της 1000 ανίας. ΠΑΝΤΖΑΡΙ κοκκινογούλι-τεύτλο παντόφλα = εμβάς αρχ. ελλ. παντό-φελλος = όλη από φελλό.lταλ. Pantofola. Παπόρι=βαπόρι καίκι καράβι ΠΑΠΟΥΤΣΙ υπόδημα Παρασόλι=ομπρέλα Παρατσούκλι= όνομα σαν χαρακτηρισμός
  • 11. 11 Παρμάκι=μέρος της ρόδας του κάρου ή σούστας Πατέρας-Μπαμπά ΠΑΤΖΟΥΡΙ παραθυρόφυλλο Πατόζα= παλού είδους αλωνιστική μηχανή Πεκμέζι πακμάζι πετιμέζι=βρασμένος χυμός σταφυλιού σαν κάποια μορφή μελιού. Πεπόνι-Καβούν ΠΕΡΒΑΖΙ πλαίσιο θυρών ΠΙΛΑΦΙ ρύζι Πινακωτή= θήκη ψωμιών πρίν το φούρνισμα Πιρούνι-Τσατάλ Πισμανεύω πισμάνεψα=πεισμώνω αλλά και μετανοιώνω Πληγούρι=αλεσμένο στάρι Πλιγούρι=τριμμένο στάρι ΠΟΥΣΤΗΣ-ΜΠΙΝΕΣ κίναιδος-ασελγής Ράνα = Βάτραχος. Ραχάτ ραχατλίκι=ξεκούραση καθισιό Ραχάτι = Αργία ανάπαυση. Τουρκ. Rahat χουζούρι ξάπλα. ΡΑΧΑΤΙ ησυχία Ρεμπεσκές=άχρηστος Ριτσέλι=βρασμάνος χυμός σταφυλιού με κυδώνια ή ρόγες σταφυκιού Κολοκύθι σε φέτες. Σερβίρεται σαν γλυκό του κουταλιού. Ρόκα = από το μσν. ρόκα ιταλικ. Rocca - αρχ. Γερμ. Roccho "" ηλακάτη. Ρούπα=κλαδί αγριόξυλου για καυσόξυλα ΡΟΥΣΦΕΤΙ χαριστική εξυπηρέτηση Σ λ ό γ κ α ν = Φράση που επαναλαμβανόμενη διαφημισ τικά γίνεται γνωστή. Σ ο υ ρ τ σ ούκο = ανδρικό ένδυμα γ αλλικά Surtoul. Κοντό ανδρικό πανωφόρι. Σ τ έ κ ι = από το τρίτο προ στέκει· το μέρος όπου συνήθως στέκει σταθμεύει κάποιος. ΣΑΙΝΙ ευφυής ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος ΣΑΜΑΤΑΣ θόρυβος ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος Σαλάτα-Σαλάτα ΣΑΜΑΤΑΣ θόρυβος Σαρμάς=Απλώνουμε σ' ένα ταψί τη «σκέπη» από το αρνί και ρίχνουμε μέσα μια συκωταριά αρνίσια κρεμμυδάκια φρέσκα μαϊδανό άνηθο και ρύζι τσιγαρισμένα. Ενώνουμε τις άκρες και αφού αλείψουμε με αυγό. ΣΕΝΤΟΥΚΙ κιβώτιο Σεργιάνι=βόλτα Σερμπέτ=γλυκό ζάχαρη και νερό
  • 12. 12 Σερσέμης= Βλάκας-χαζός ΣΕΡΤΙΚΟ τσουχτερό βαρύ ΣΙΝΑΦΙ συντεχνία κοινωνική τάξη ΣΙΝΑΦΙ συντεχνία κοινωνική τάξη ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙπίδακας ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙπίδακας ΣΙΡΟΠΙ πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης Σκαμνιά= μουριά Σκατσιρίδα=απομεινάρι από τηγάνισμα χοιρινού κρέατος σκωπτικός = ο χλευαστικός σαρκαστικός περιπαιχτικός. ΣΟΒΑΣ ασβεστοκονίαμα ΣΟΙ καταγωγή-γένος ΣΟΚΑΚΙ δρόμος Σοκάκι=δρομάκι ΣΟΜΠΑ θερμάστρα ΣΟΥΛΟΥΠΙ μορφή-σχήμα ΣΟΜΠΑ θερμάστρα Σουβλάκια-Σισκεμπάπ ΣΟΥΓΙΑΣ μαχαιράκι ΤΕΝΕΚΕΣ δοχείο ΣΟΥΓΙΑΣ μαχαιράκι ΣΟΥΛΟΥΠΙ μορφή-σχήμα Στιά= φωτιά Στου ρ ν ά ρ ι = από το μεov. στορυνάριον υποκ. του μτγν. στορύνη. Nυρόλιθος πυριτόλιθος τσακμακόπετρα. Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι… Affedersiniz. ή Pardon. Συγγνώμη που ενοχλώ…. Kusura bakmayın! Συλλογή επιμέλεια Σφιγγούνι= πνευμόνια ζώου Σχίζα = και σκίζα κομμάτι ξύλου λεπτό και μυτερό βγαλμένο από ένα μεγαλύτερο ξύλο. ΤΑΒΑΝΙ οροφή Τακίμι = τούρκ. λέξη. Σύνολο πραγμάτων εργαλείων σκευών κλπ. που χρησιμοποιεΙται για τον [διο σκοπό κοιν. ασσορτιμέντο. Ταμάμ=ακριβώς ΤΑΜΠΛΑΣ αποπληξία-συγκοπή ΤΑΠΙ χωρίς χρήματα ΤΑΡΑΜΑΣ αυγοτάραχο ΤΑΣΑΚΙ σταχτοδοχείο ΤΑΧΙΝΙ αλεσμένο σουσάμι T ( - ),ΕΜΠΕΛΗΣ οκνηρός ακαμάτης ΤΑΨΙ μαγειρικό σκεύος ΤΕΚΕΣ καταγώγιο
  • 13. 13 ΤΕΝΕΚΕΣ δοχείο ΤΕΡΤΙΠΙ τέχνασμα-απάτη ΤΕΦΑΡΙΚΙ εκλεκτό-αριστούργημα Τεφτέρ=βιβλίο κατάστιχο ΤΕΦΤΕΡΙκατάστιχο ΤΖΑΚΙ παραγώνι ΤΖΑΜΙ υαλοπίνακας-γυαλί ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ κακότροπος-δύστροπος Τζιέρι τζιγέρι=εντόσθια συκώτια τζοβαίρι = τουρκ. Cevahir πολύτιμη πέτρα πετράδι και στην επέκταση κόσμημα. ΤΖΟΓΛΑΝΙ νέος Τζορμπατζής τσορμπατζής=κτηματίας η λέξη αρχικά χρησιμοποιούνταν για αξιωματικό και στη συνέχεια σήμαινε τον πλούσιο. Τζουτζές = τουρκ. cϋce ο πολύ κοντός ο νάνος συνεκδ. γελωτοποιός. Τιρλίκια=είδος μάλλινης κάλτσας ΤΟΠΙ σφαίρα ΤΟΥΛΟΥΜΙ ασκός ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ αντλία ΤΟΥΜΠΕΚΙ σιωπή Τουρβάς ντουρβάς=μορφή σακίδιου ΤΡΑΜΠΑ ανταλλαγή Τσάγαλα=πράσινα άγουρα αμύγδαλα ΤΣΑΙΡΙ λιβάδι-βοσκοτόπι Τσαϊρι= χώρος μάλλον ακαλλιέργητος με χόρτα νεροπατημένος ΤΣΑΚΑΛΙ θώς ΤΣΑΚΙΡΗΣ γαλανομάτης ΤΣΑΚΜΑΚΙ αναπτήρας ΤΣΑΚΜΑΚΙ αναπτήρας Τσακνί=ξερά μικρόκλαδα για προσάναμα Τσαλί=κλαδί θάμνου συνήθως αγκαθωτό Τσάμι=πεύκο ΤΣΑΜΠΑ δωρεάν ΤΣΑΝΤΑ δερμάτινη θήκη ΤΣΑΝΤΙΖΩ εξοργίζω-προσβάλω ΤΣΑΝΤΙΡΙ σκηνή Τσαούσης, τζαούσης, τζαγούσης, ή τζαγούσιος, ή τζαούσιος), "Τσιαουσλί", από την ελληνική παραλλαγή "τσαούσης" της τουρκικής λέξης "τσαούς". Η λέξη αυτή αναφέρεται σε αξίωμα του οθωμανικού στρατού και συγκεκριμένα σε αυτό του λοχία. Έτσι, συμπεραίνουμε πώς
  • 14. 14 το χωριό ήταν εκείνη την εποχή αρκετά σημαντικό κέντρο, αφού είχε την έδρα του εκεί ο τσαούσης. ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ ανοικοκύρευτος-άτσαλος Τσαρδάκι=χώρος σκεπασμένος με κλαδιά για ίσκιο ΤΣΑΡΚΑ επιδρομή-περιπλάνηση Τσάσκα=κούπα Τσατάλα= ξύλο σαν δίχαλο ΤΣΑΧΠΙΝΗΣκατεργάρης-πονηρός ΤΣΕΠΗ θυλάκιο ΤΣΙΓΚΕΛΙαρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ καπνοσύριγγα Τσιπλάκης=Γυμνός ΤΣΙΡΑΚΙ ακόλουθος ΤΣΙΣΑούρα ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ-ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ φιλάργυρος ΤΣΙΦΤΗΣ άψογος-ικανός ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ βοσκός-ποιμένας ΤΣΟΠΑΝΗΣ βοσκός ΤΣΟΥΒΑΛΙ σακί ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ δέσμη μαλλιών Τσουράπια= καρτσούνια κάλτσες Φ α λ τ σ έ τ α = μαχαίρι του τσαγκάρη ιτaλ. φαλτσέπο. ΦΑΡΑΣΙ φτυάρι-σκουπιδολόγος ΦΑΡΣΙ τέλεια-άπταιστα Φέτα-Πεϊνίρ ΦΙΣΤΙΚΙ πιστάκη φλησκούνι = και βλησκούνι υποκορ. του γληχών ή 6ληχών ηδύοσμος ο γλήχων. ΦΛΙΤΖΑΝΙ κύπελλο ΦΟΥΚΑΡΑΣ κακομοίρης-άθλιος ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ λεπτοκάρυο-λευτόκαρο ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ λεπτοκάρυο-λευτόκαρο Φουρκάλα=σκούπα ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ ψωμί ΦΥΝΤΑΝΙ φυτώριο ΦΥΤΙΛΙ θρυαλλίδα ΧΑΒΑΣ μουσικός σκοπός Χαβάς=ρυθμός ΧΑΖΙ ευχαρίστηση Χαϊρ χαϊρ= προκοπή Χαϊρ χαϊρι=τύχη ΧΑΛΑΛΙΖΩ συγχωρώ
  • 15. 15 ΧΑΛΙ άθλιο ΧΑΛΙ τάπητας ΧΑΛΚΑΣ κρίκος ΧΑΜΑΛΗΣαχθοφόρος ΧΑΜΠΑΡΙΑ αγγελία-νέα ΧΑΝΙ πανδοχείο ΧΑΠΙ καταπότι ΧΑΡΑΜΙ άδικα ΧΑΡΜΑΝΗΣ χασισοπότης ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ μικρό χρηματικό ποσό ΧΑΣΑΠΙΚΟ κρεοπωλείο Χασίλι=πρώϊμο κριθάρι για τάϊσμα ΧΑΤΙΡΙ χάρη ΧΑΦΙΕΣκαταδότης Χλιάρ Χουλιάρι=κουταλι ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ ανάπαυση ΧΟΥΙ ιδιοτροπία ΧΟΥΙ ιδιοτροπία ΧΟΥΝΕΡΙ πάθημα-εξαπάτηση. ΧΟΥΝΕΡΙ πάθημα-εξαπάτηση Χουσμέτ= δουλειά Χτικιό χτικιάρης=φυματίωση φυματικός Ψωμί-Εκμέκ Ωραίο-Γκιουζέλ .Β΄ Μέρος Λεξικό Τουρκικών λέξεων στην Ελληνική .γλώσσα ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της .Ελληνικής Γλώσσας Λιάνα Κουτρολίκου – .Αθήνα ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
  • 16. 16 Το ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας είναι μια συλλογή ελληνικών λέξεων που προέρχονται από την τουρκική γλώσσα ή έχουν υποστεί την επίδρασή της. Εδώ γίνεται μια πρώτη παρουσίαση χιλίων και πλέον λέξεων η οποία αποτείνεται στον αναγνώστη που αναζητά μια συνοπτική πληροφόρηση σχετικά με τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής γλώσσας. Το συνολικό έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 5.000 λέξεις (πρωτότυπες, παράγωγα, σύνθετα κ.ά.) οι οποίες αναλύονται διεξοδικά (με παραπομπές στις πηγές) και τις οποίες ελπίζουμε να μας δοθεί ο χρόνος και οι δυνάμεις να ανεβάσουμε στο διαδίκτυο στο μέλλον προς χρήση των ερευνητών που επιθυμούν να προχωρήσουν σε λεπτομερή εξέταση και συγκριτική μελέτη. Προσθέτω εννοιολογικά στοιχεία από το λεξικό Πάπυρος. αβτζής, (ο) ουσ. κυνηγός. avcı = κυνηγός. αγάς, (ο) ουσ. αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. ağa = αγάς, αρχηγός, τσιφλικάς.= Αγάς. ο (Μ γάς)· τίτλος Τούρκουἀ αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής· || (νεοελλ.) (μτφ.) 1. δεσποτικός, τύραννος· 2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aga (= διοικητής)]. αγιάζι, (το) ουσ. διαπεραστικό κρύο και υγρασία. || πάχνη. ayaz = αγιάζι, ψύχρα. || πάχνη. αϊράνι, (το) ουσ. βλ. αριάνι. ayran = αϊράνι, ξινόγαλα. ayırmak = χωρίζω, διαιρώ. αλάνι, (το) ουσ. υπαίθριος χώρος. || αλητόπαιδο, αλήτης. alan = χώρος. || αλάνα. || περιοχή. .Αλάνι 1. πτο· υ αίθριος , π π ’ , 2. πχώρος έξω α ό την όλη ή μέσα σ αυτή αλάνα· αιδί τού , π , , . [ . . .δρόμου αλητό αιδο χαμίνι αλάνης ΕΤΥΜΟΛ τουρκ λ alan «π ». . ( .)έρασμα μέσα στο δάσος ΠΑΡ νεοελλ αλάνα, αλάνης, αλανιάρης]. αλατζάς, (ο) ουσ. φτηνό, ποικιλόχρωμο, βαμβακερό ύφασμα. alaca = αλατζάς. || δίχρωμος, παρδαλός. άλικο, (το) ουσ. το άλικο χρώμα. al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα. .Άλικος - , - 1. πη ο· αυτός ου έχει , 2. π ,βαθύ κόκκινο χρώμα ο κατακόκκινος· αυτός ου έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα , π . [ . < .κοκκινόχρωμος κοκκινω ός ΕΤΥΜΟΛ τουρκ al « » + π . .κόκκινος αραγ κατάλ -ικος]. άλικος, επίθ. βαθυκόκκινος, κατακόκκινος. al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα. αλισ(ι)βερίσι, (το) ουσ. εμπορική συναλλαγή. || κάθε συναλλαγή.
  • 17. 17 alışveriş = αλισβερίσι. || αγοραπωλησία. αλμπάνης, (ο) ουσ. πεταλωτής. || άνθρωπος αδέξιος και άπειρος. nalbant = πεταλωτής. π .Αλμ άνης ( . - ) 1.ο θηλ ισσα · π , ( . π ) 2.εταλωτής καλιγωτής το θηλ δηλώνει τη γυναίκα τού εταλωτή · ( π ) , πσυχνά με ονόματα δηλωτικά ε αγγέλματος αδέξιος ά ειρος· « π ;». [ . . π πγιατρός είναι αυτός ή αλμ άνης ΕΤΥΜΟΛ Η λ ροέρχεται α ό . *αρχικό τ πναλμ άντης, ( . .ο εξελληνισμένος τ τού τουρκ nalbant). To αρχικό ν π π .α εβλήθη α ό τη συνεκφορά τού τ με το άρθρο τον: τον πναλμ άντη > πτον αλμ άντη > πτον αλμ άνη, π πμε α λο οίηση τού π -συμ λέγματος ντ-]. αμάν, επιφ. έλεος! για όνομα του Θεού! aman = αμάν. || έλεος! αμανάτι, (το) ουσ. ενέχυρο, εγγύηση, παρακαταθήκη, υποθήκη. emanet = ενέχυρο, παρακαταθήκη. αμανές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου τραγουδιού. mâni = λαϊκό τραγούδι. || μαντινάδα. αμπαδέλι, (το) ουσ. είδος πανωφοριού. aba = κάπα, αμπάς. αμπανόζι, (το) ουσ. έβενος. abanoz = έβενος. || εβένινος. αμπάρι, (το) ουσ. αποθηκευτικός χώρος. || το κύτος του πλοίου. ambar = αποθήκη. || κύτος. αμπάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος πανωφοριού. aba = κάπα, αμπάς. αμπατζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής αμπάδων. || πωλητής αμπάδων. abacı = κατασκευαστής ή έμπορος χοντρών υφασμάτων. ανταλής, (ο) ουσ. νησιώτης (ιδιαίτερα του Αιγαίου ή της Προποντίδας). ada = νησί. adalı = νησιώτης. αντάμης, (ο) ουσ., επίθ. θαρραλέος, παλληκαράς. adam = άνθρωπος, άτομο. || άνδρας. Adem = Αδάμ. αντερί, (το) ουσ. μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια. entari = χιτώνας. || αντερί. αντέτι, (το) ουσ. έθιμο. || συνήθεια. âdet = έθιμο. || συνήθεια. αντζούρι, (το) ουσ. ξυλάγγουρο. acur = ξυλάγγουρο. αραλίκι, (το) ουσ. τεμπελιά. || χαραμάδα. || διάστημα. aralık = χαραμάδα. || διάστημα. || δίοδος. αραμπάς, (ο) ουσ. δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα που την έσερναν βόδια ή άλογα, κάρο. araba = αυτοκίνητο, αμάξι. || άμαξα. αραμπατζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός του αραμπά. arabacı = αμαξηλάτης. || αραμπατζής. αράπης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή. || ΄Αραβας. Arap = ΄Αραβας.
  • 18. 18 αριάνι, (το) ουσ. ξινόγαλα. || αραιωμένο γιαούρτι. ayran = αϊράνι. ayırmak = χωρίζω. Αρναούτης, (ο) ουσ. Αλβανός. || Αρβανίτης. Arnavut = Αλβανός. || Αρβανίτης. αρσίζης, (ο) ουσ., επίθ. αναιδής, ξετσίπωτος. arsız = αναιδής, ξετσίπωτος. || πονηρός. ασίκης, (ο) ουσ., επίθ. λεβέντης, παλληκαράς. || ωραίος. || εραστής. aşık, âşık = εραστής. || βάρδος. || ασίκης. ασλάνι, (το) ουσ. λιοντάρι. || άνθρωπος δυνατός και ρωμαλέος. a(r)slan = λιοντάρι. ασκέρι, (το) ουσ. πολυπληθές σώμα στρατού. || όχλος. asker = στρατιώτης. || στρατός. ασουρές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού από βρασμένο σιτάρι, σταφίδες, καρύδια κ.ά.. aşure = είδος γλυκού με δημητριακά και σταφίδες. αστάρι, (το) ουσ. η φόδρα. || η πρώτη επάλειψη μιας επιφάνειας. astar = αστάρι, φόδρα. ατζαμής, (ο) ουσ., επίθ. αδέξιος. || άπειρος. || πρωτόπειρος. acemi = αδαής. || ατζαμής. ατζέμ πιλάφι, (το) ουσ. πιλάφι μαγειρεμένο με τον περσικό τρόπο. acem pilavı = ατζέμ πιλάφι. ατζέμικος, επίθ. περσικός. Acem = Πέρσης. -ατζής –ατζού, κατάλ. ουσ. βλ. -τζής. -cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη. άτι, (το) ουσ. αρσενικό άλογο ιππασίας ή πολεμικό άλογο. at = άλογο, άτι. άφεριμ, αφερίμ, επιφ. εύγε, μπράβο. aferim, aferin= εύγε, μπράβο. αφιόνι, (το) ουσ. φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο. || το όπιο. afyon = όπιο, αφιόνι. αχαΐρευτος, επίθ., (ο) ουσ. που δεν έχει κάνει χαΐρι. hayır = ευεργεσία, καλό.|| προκοπή, χαΐρι. αχμάκης, επίθ., (ο) ουσ. αφελής, απλοϊκός, κουτός. || νωθρός, τεμπέλης. ahmak = βλάκας, χαζός, μωρός. αχούρι, (το) ουσ. στάβλος. || αχυρώνας. ahır = αχούρι, στάβλος. || βουστάσιο. αχτάρης, (ο) ουσ. έμπορος αρωματικών προϊόντων. || ψιλικατζής. aktar = μικροπωλητής. || έμπορος μπαχαρικών. || μυροπώλης. αχταρμάς, (ο) ουσ. διαμετακόμιση, μεταφόρτωση. || ανακάτωμα. aktarma = διαμετακόμιση,μεταφόρτωση. άχτι, (το) ουσ. άκλ. έντονη επιθυμία, πόθος. || πόθος για εκδίκηση. ahd, ahit = όρκος. || σύμφωνο. || άχτι. αχτναμές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ειδικό έγγραφο (συνθήκη). ahd + name ahd, ahid, ahit, aht = σύμφωνο, διαθήκη. name = έγγραφο, γράμμα. βάι, βάι-βάι, επιφ. αλίμονο.
  • 19. 19 vay = αχ, όχου, α, βάι. Βαϊκάλη, (η) ουσ. λίμνη της Σιβηρίας, η βαθύτερη στον κόσμο. bol + göl bol = άφθονος, πολύς göl = λίμνη. βακούφι, (το) ουσ. κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα. vakıf = ίδρυμα. || βακούφι. βαλής, (ο) ουσ. διοικητής βιλαετιού, νομάρχης. vali = νομάρχης, βαλής. βαλιδέ, (η) ουσ. άκλ. μητέρα. valide = μητέρα. Βαλκάνια, (τα) ουσ. η βαλκανική χερσόνησος. balkan = δασώδης οροσειρά. || Βαλκάνια. βαράκι, (το) ουσ. λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού. varak = φύλλο. || φύλλο μετάλλου. || φύλλο βιβλίου. βαργεστίζω, ρ. χάνω την υπομονή μου, αποκάμνω, μπουχτίζω. vazgeçmek = παραιτούμαι. || εγκαταλείπω, παρατάω. βασιβουζούκος, (ο) ουσ. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού. başıbozuk = ασύδοτος. || βασιβουζούκος. βαχ, επιφ. επιφώνημα που εκφράζει λύπη, πόνο. vah = βαχ. || ουαί, αλί. || κρίμα. βεζίρης, (ο) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπουργός. vezir = βεζίρης, υπουργός. βελέντζα, (η) ουσ. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκέπασματος. velense = βελέντζα. βελούχι, (το) ουσ. πηγή άφθονου νερού. bolluk = αφθονία. βεράτιο(ν), (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, σουλτανικό διάταγμα. berat = σουλτανικό διάταγμα. || βεράτιο. βερέμης, επίθ., (ο) ουσ. ασθενικός.|| δύστροπος. || μελαγχολικός. verem = φυματίωση, φθίση, χτικιό. βερεσέ, επίρρ. με πίστωση. veresiye = επί πιστώσει, βερεσέ. βιλαέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, διοικητική περιφέρεια. vilâyet, vilayet = νομός. || βιλαέτι. βουρ, επιφ. δηλώνει δράση, κίνηση. vurmak = χτυπώ. γαλακτομπούρεκο, (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού. börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα. γελέκο, (το) ουσ. βλ. γιλέκο. yelek = γιλέκο. γεμενί, (το) ουσ. (1) είδος μαντηλιού για το κεφάλι. yemeni = είδος μαντηλιού. γεμενί, (το) ουσ. (2) είδος παπουτσιού. yemeni = είδος παπουτσιού. γεμενιά, (τα) ουσ. ελαφριά παπούτσια για το σπίτι. yemeni = είδος παπουτσιού. γεμιτζής, (ο) ουσ. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος.
  • 20. 20 gemici = ναυτικός, θαλασσινός. γενίτσαρος, (ο) ουσ. Τούρκος στρατιώτης του πεζικού. yeniçeri = γενίτσαρος. γεντέκι, (το) ουσ. (1) σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται ένα πλοίο. yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης. γεντέκι, (το) ουσ. (2) σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο. yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης. για, σύνδ. διαζευτικός σύνδεσμος: ή, είτε ya = ή, είτε. || ω! || μαθές! || δα. γιαβάς, γιαβάς-γιαβάς, επίρρ. σιγά, σιγά-σιγά. yavaş = αργός, βραδύς, σιγανός. || σιγά. γιαβέρης, (ο) ουσ. σωματοφύλακας. yaver = βοηθός, υπασπιστής. γιαβουκλού, (η) ουσ. μνηστή. || ερωμένη, αγαπητικιά. yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά. γιαβουκλούς, (ο) ουσ. μνηστήρας. || εραστής, αγαπητικός. yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά. γιαβρί, (το) ουσ. νεογνό ζώου και κυρίως πτηνού. yavru = μωρό, τέκνο. || νεογνό. γιαβρούμ, ουσ. άκλ., επιφ. τρυφερή προσφώνηση: μωρό μου. yavrum = αγάπη μου. γιαγκίνι, (το) ουσ. πυρκαγιά, φωτιά. || (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος. yangın = πυρκαγιά, φωτιά. γιαγλίδικος, επίθ. (για τροφές) λιπαρός. || παχύς. yağlı = λιπαρός. || παχύς. γιακάς, (ο) ουσ. περιλαίμο, κολάρο. yaka = γιακάς, κολάρο. || όχθη, πλευρά. γιαλαντζί, επίθ. άκλ., ουσ. άκλ. οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο. yalancı = ψεύτικος. γιαλαντζί-ντολμάς, (ο) ουσ. νηστήσιμος ντολμάς με ρύζι, αμπελόφυλλα. yalancı dolma = ντολμάδες με ρύζι. γιάντες, (το) ουσ. άκλ. είδος στοιχήματος μνήμης. yâd = σκέψη, ανάμνηση. yades = γιάντες. yâdetmek, yadetmek = αναφέρω, θυμάμαι. γιαούρτι, (το) ουσ. παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα. yoğurt = γιαούρτι, οξύγαλα. γιαουρτλού, (το) ουσ. βλ. γιoγουρτλού. yoğurtlu = με γιαούρτι. γιαπί, (το) ουσ. η οικοδομή που δεν έχει τελειώσει. yapı = οικοδομή. || κτίριο, κτίσμα. || κατασκευή. || γιαπί. γιαπιτζής, (ο) ουσ. χτίστης, οικοδόμος. yapıcı = χτίστης, οικοδόμος. || κατασκευαστής. γιαπράκι, (το) ουσ.είδος ντολμά. yaprak = φύλλο. γιαραμπής, (ο) ουσ. Αλλάχ, Θεός. ya Rabbi, yarabbi = Θεέ μου! γιαρμάς, (ο) ουσ. είδος ροδάκινου.
  • 21. 21 yarma = σχίσιμο, τομή. yarmak = σχίζω. γιασεμί, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του. yasemin = γιασεμί, ίασμος. γιασμάκι, (το) ουσ. καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες. yaşmak = γιασμάκι, καλύπτρα προσώπου. γιαταγάνι, (το) ουσ. είδος σπαθιού. yatağan = γιαταγάνι. γιατάκι, (το) ουσ. στρώμα, κρεβάτι. || κατάλυμα, φωλιά. yatak = κρεβάτι, στρώμα. γιαχνί, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. τρόπος μαγειρέματος. yahni = γιαχνί. γιλέκο, (το) ουσ. είδος ρούχου χωρίς μανίκια. yelek = γιλέκο. γινάτι, (το) ουσ. πείσμα.. inat = πείσμα, γινάτι. γιορντάνι, (το) ουσ. περιδέραιο. gerdan = λαιμός, τράχηλος. gerdanlik = περιλαίμιο. || γιορντάνι. γιουβαρλάκια, (τα) ουσ. είδος φαγητού. yuvarlak = σφαιρικός. || στρογγυλός, κυκλικός. γιουβέτσι, (το) ουσ. είδος φαγητού. || είδος πήλινου σκεύους. güveç = γιουβέτσι γιούκος, (το) ουσ. (1) στοίβα κλινοσκεπασμάτων, στρωμάτων, χαλιών, κ.ά. yük = φορτίο, βάρος. yüklük = γιούκος. γιούκος, (το) ουσ. (2) εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος (1). oyuk = κούφιος, κοίλος. || βαθούλωμα, κόγχη. γιουρούκης, επίθ. άξεστος, βάρβαρος. || που ζει νομαδικά. yürük = ταχύς, γρήγορος. γιουρούσι, (το) ουσ. έφοδος, επίθεση. yürüyüş = βάδισμα. || πορεία. || έφοδος. γιούχα, επιφ. εκφράζει αποδοκιμασία. yuh, yuha = γιούχα, ου. γιουχαΐζω, ρ. εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου. yuh, yuha = γιούχα, ου. γιουχάρω, ρ. γιουχαΐζω. yuh, yuha = γιούχα, ου. γκάιντα, (η) ουσ. λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο· άσκαυλος. gayda = γκάιντα, άσκαυλος. γκαϊντατζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει γκάιντα. gaydacı = παίχτης γκάιντας. γκεβεζελίκι, (το) ουσ. φλυαρία. gevezelik = φλυαρία. γκελ, (το) ουσ. άκλ. αναπήδηση. gelmek = έρχομαι, φτάνω. γκέλα, (η) ουσ. (1) βλ. γκελ. gelmek = έρχομαι, φτάνω. γκέλα, (η) ουσ. (2) (στο τάβλι) αποτυχημένη ζαριά. gele = (στο τάβλι) γκέλα.
  • 22. 22 γκέμι, (το) ουσ. χαλινάρι. gem = χαλινάρι, γκέμι. γκεσέμι, (το) ουσ. κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι. kösem, kösemen = γκεσέμι. γκιαούρης, (ο) ουσ. για τους μουσουλμάνους, αλλόθρησκος, κυρίως χριστιανός. gâvur = άπιστος, αλλόθρησκος, γκιαούρης. γκιούμι, (το) ουσ. είδος μεταλλικού δοχείου. güğüm = κανάτα. || χάλκινο δοχείο. γλεντζές, (ο) ουσ. που αγαπάει τα γλέντια και τις διασκεδάσεις. eğlence, eğlenti = διασκέδαση, γλέντι. γλεντώ, ρ. διασκεδάζω με φαγοπότι, μουσική, χορό. eğlenmek = διασκεδάζω, γλεντώ. γούρι, (το) ουσ. καλός οιωνός, καλή τύχη. uğur = τύχη, γούρι. γουρλής, επίθ., (ο) ουσ. που πιστεύεται ότι έχει ή προμηνύει καλή τύχη. uğurlu = τυχερός, γουρλής. || ευοίωνος. γρέκι, (το) ουσ. πρόχειρο περίφραγμα. || κατοικία. eğrek = αυλάκι. γριγρί, (το) ουσ. άκλ. είδος αλιευτικού συγκροτήματος. gırgır = γριγρί. γρουσούζης, επίθ., (ο) ουσ. αυτός που προκαλεί ή προμηνύει κακή τύχη. uğursuz = γρουσούζικος, δυσοίωνος. γρετίδικος, επίθ. κυρτός. || προσωρινός, πρόχειρος, πρόσθετος. eğreti = πρόχειρος. || κακοφτιαγμένος. δερβέναγας, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σώματος στρατού. derbentağası = δερβέναγας. δερβένι, (το) ουσ. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά. derbent = στενό πέρασμα, δερβένι. δερβίσης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος μοναχός. derviş = δερβίσης, μουσουλμάνος μοναχός. διαγουμίζω, ρ. λεηλατώ. || σπαταλώ. yağma = λεηλασία, διαγούμισμα. διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (1) βλ. ντιβάνι (1). divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι, σοφάς. διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (2) αίθουσα συνεδριάσεων του τουρκικού συμβουλίου του κράτους. || η τουρκική κυβέρνηση. divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι, σοφάς. [ΣΗΜ: βλ. σχόλιο "διβάνιο(ν)"]. δοβλέτι, (το) ουσ. βλ. ντοβλέτι. devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι. εκμέκ, (το) ουσ. βλ. εκμέκ κανταΐφι. ekmek = ψωμί,άρτος. εκμέκ κανταΐφι, (το) ουσ. είδος γλυκού. ekmek kadayıf(ı) = εκμέκ, είδος γλυκού. εμίρης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνα μουσουλμανικού κράτους. emir, emîr = εμίρης. εργένης, (ο) ουσ. ανύπαντρος. || αυτός που ζεί μόνος.
  • 23. 23 ergen = έφηβος. || εργένης. ερίφης, (ο) ουσ. πονηρός, ανόητος που κάνει τον έξυπνο. herif = τύπος, υποκείμενο. || ερίφης ζάβαλης, (ο) ουσ. επίθ. δυστυχής, ταλαίπωρος, καημένος. zavallı = δυστυχής, καημένος. ζαγάρι, (το) ουσ. κυνηγόσκυλο. zağar = κυνηγετικός σκύλος, ζαγάρι. ζαΐφης, (ο) ουσ. φιλάσθενος, καχεκτικός. zayıf = αδύναμος. || αδύνατος. ζαμάνι, (το) ουσ. μεγάλο, απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. zaman = χρόνος, καιρός. ζαμπάκι, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του (κρίνος, νάρκισσος). zambak = κρίνο, κρίνος. ζαπτιές, (ο) ουσ. αστυνομικός, χωροφύλακας. zaptiye = αστυνόμος, ζαπτιές. ζαρζαβάτι, (το) ουσ. λαχανικό, χορταρικό. zerzavat, zerzevat = ζαρζαβατικό, λαχανικό. ζαρίφης, (ο) ουσ. κομψός, λεπτός, ευγενικός. zarif = κομψός, ζαρίφης. ζαφορά, σαφορά, (η) ουσ. το φυτό κρόκος. safran = ζαφορά, κρόκος. ζάφτι, (το) ουσ. άκλ. κατάληψη, επικράτηση. zapt = άλωση. || σύλληψη. || πειθαρχία. ζεβζέκης, επίθ., (ο) ουσ. ανόητος. || κατεργάρης. || ιδιότροπος. zevzek = ανόητος, ζεβζέκης. ζεϊμπέκης, (ο) ουσ. εξισλαμισμένος ΄Ελληνας της Μικράς Ασίας. || άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας. zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος. ζεϊμπεκιά, (η) ουσ. ζεϊμπέκικος χορός. zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος. ζεϊμπέκικο, (το) ουσ. λαϊκός χορός που εκτελείται από ένα άτομο και η αντίστοιχη μουσική. zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος. ζεμπερέκι, (το) ουσ. μπετούγια πόρτας. zemberek = ελατήριο, σύρτης. ζεμπίλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου. zembil = ζεμπίλι. ζεύκι, (το) ουσ. γλέντι, φαγοπότι, τσιμπούσι, διασκέδαση. zevk = κέφι. || απόλαυση, ηδονή. || γεύση. ζίλι, (το) ουσ. ταμπούρλο. || μεταλλικό κρόταλο χορευτών. zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια. ζίλια, (τα) ουσ. είδος λαϊκού κρουστού οργάνου. zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια. ζόρι, (το) ουσ. άσκηση βίας, εξαναγκασμός. || δυσκολία. zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος. ζορίζω, ρ. ασκώ βία, πίεση, εξαναγκάζω. zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος. ζοριλίκι, (το) ουσ. συμπεριφορά ανθρώπου ζόρικου. || χυδαία επίδειξη δύναμης.
  • 24. 24 zorluk = δυσκολία, δυσχέρεια. ζορμπαλίκι, (το) ουσ. βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά, αυθαιρεσία. zorbalık = βία, καταπίεση. ζορμπάς, (ο) ουσ. άνθρωπος βίαιος, αυθαίρετος. zorba = τύραννος, δυνάστης. || βίαιος. ζουμπάς, (ο) ουσ. είδος εργαλείου. || (μτφ.) άνθρωπος πολύ κοντός. zımba = συρραπτικό. ζουμπούλι, (το) ουσ. το φυτό υάκινθος και το άνθος του. sümbül = υάκινθος, ζουμπούλι. ζουρνάς, (ο) ουσ. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου. zurna = ζουρνάς. ζουρνατζής, (ο) ουσ. οργανοπαίκτης που παίζει ζουρνά. zurnacı = ζουρνατζής. ιμάμης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός. || μουσουλμάνος θρησκευτικός αρχηγός ή ηγεμόνας. imam = ιμάμης. || θρησκευτικός αρχηγός Μωαμεθανών. ιμάμ μπαϊλντί, (το) ουσ. άκλ. είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες. || βλ. και μπαϊλντίζω (με τη σημασία λιποθυμώ). imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί. ιραδές, (ο) ουσ. σουλτανικό διάταγμα. irade = θέληση, βούληση. ισνάφι, (το) ουσ. βλ. σινάφι. esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία. -ιτζής -ιτζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών. -cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη. καβάκι, (το) ουσ. είδος λεύκας. kavak = λεύκα. καβάσης, (ο) ουσ. θυρωρός, φρουρός προξενείου ή πρεσβείας. || ένοπλος κλητήρας των τουρκικών υπουργείων και της Υψηλής Πύλης. kavas = φρουρός. || κλητήρας προξενείου ή πρεσβείας. || καβάσης. καβάφης, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή έμπορος υποδημάτων δεύτερης ποιότητας. kavaf = υποδηματοποιός. καβγάς, (ο) ουσ. φιλονικία, τσακωμός. kavga = καβγάς, διαμάχη, φιλονικία. καβγατζής, (ο) ουσ. εριστικός, φιλόνικος. kavgacı = καβγατζής, φίλερις, εριστικός. καβούκι, (το) ουσ. όστρακο. || ψηλό καλύμμα του κεφαλιού. kabuk = καβούκι, κέλυφος. || φλοιός. kavuk = τουρμπάνι. || καβούκι. καβουρμάς, (ο) ουσ. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι. || κρέας λίγο τηγανισμένο που διατηρείται μέσα σε λίπος. kavurma = καβουρμάς. || καβούρντισμα. καβουρντίζω, ρ. ξεροψήνω. || τσιγαρίζω. kavurmak = καβουρντίζω, τσιγαρίζω. καδής, (ο) ουσ. βλ. κατής.
  • 25. 25 kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης. καζάζης, (ο) ουσ. μεταξουργός. kazaz = μεταξουργός. .Καζάζης (ο Μ ) , π . [ . < .καζάζης · μεταξουργός μεταξο ώλης ΕΤΥΜΟΛ τουρκ kazaz]. καζάνι, (το) ουσ. λέβητας. || είδος μεγάλης μεταλλικής χύτρας. kazan = λέβητας, καζάνι. καζαντζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής καζανιών, λεβητοποιός. kazancı = λεβητοποιός. καζαντίζω, ρ. κερδίζω. || πλουτίζω. || προκόβω. kazanmak = κερδίζω, καζαντίζω. καζάς, (ο) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || η απόφαση του κατή. kaza = ατύχημα. || απόφαση. καζίκι, (το) ουσ. πάσσαλος. || (μτφ.) δύσκολη υπόθεση. || απάτη. kazık = πάσσαλος. || απάτη. καΐκι, (το) ουσ. μικρό ιστιοφόρο πλοίο. kayık, kayik = καΐκι, βάρκα, λέμβος. καϊκτσής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού. kayıkçı, kayikçi = βαρκάρης, καϊκτσής. καϊμακάμης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, τοποτηρητής, υποδιοικητής, έπαρχος. kaymakam = έπαρχος, ποδιοικητής, καϊμακάμης.ἀ καϊμάκι, (το) ουσ. ανθόγαλα, αφρόγαλα. || ο αφρός του καφέ. kaymak = καϊμάκι, αφρόγαλα, ανθόγαλα. || αφρός. καϊμακλής, (ο) ουσ. καφές που έχει πολύ καϊμάκι. kaymaklı = με κρέμα, με καϊμάκι. καΐσι, καϊσί, (το) ουσ. (1) ο καρπός της καϊσιάς, το βερίκοκο. kayısı = βερίκοκο, καΐσι. καΐσι, (το) ουσ. (2) δερμάτινο λουρί το οποίο χρησιμοποιούσαν οι κουρείς για να ακονίζουν το ξυράφι. || κάθε είδους δερμάτινο λουρί. kayış = (δερμάτινο) λουρί. καλάι, (το) ουσ. κασσίτερος. kalay = κασσίτερος, καλάι. || γάνωμα. καλαϊτζής, (ο) ουσ. κασσιτερωτής, γανωματής. kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής. καλαμπαλίκι, (το) ουσ. συρροή πλήθους ανθρώπων που προκαλούν φασαρία, οχλαγωγία. || σωρός από ασήμαντα αντικείμενα. kalabalık = πλήθος, κοσμοσυρροή, πολυκοσμία, καλαμπαλίκι. || πολυπληθής. καλαντζής, (ο) ουσ. βλ. καλαϊτζής kalaycı = γανωματής, καλαϊτζής. καλέμι, (το) ουσ. είδος σμίλης. || είδος πένας γραφής από καλάμι. kalem = μολύβι, στυλό. || γραφίδα. || καλάμι, κοντύλι. || καλέμι, σμίλη. καλιοντζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ναύτης. kalyoncu = ναύτης πολεμικού πλοίου. καλκάνι, (το) ουσ. το ψάρι ρόμβος ο κοινός, με σώμα πεπλατυσμένο σαν της γλώσσας και ρομβοειδές σχήμα. || τρίγωνο στέγης. || κορώνη. kalkan = ασπίδα.
  • 26. 26 ~ balığı = καλκάνι. καλντερίμι, (το) ουσ. δρόμος, συνήθως στενός, ανηφορικός και δύσβατος, με ανώμαλη επιφάνεια, στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες. kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι. || πεζοδρόμιο. καλντεριμιτζού, (η) ουσ. γυναίκα του δρόμου. kaldırım = λιθόστρωτο, καλντερίμι.|| πεζοδρόμιο. καλούπι, (το) ουσ. μήτρα. || φόρμα. || ξυλότυπος. kalıp = καλούπι, μήτρα. || αποτύπωμα. || σχήμα, σχέδιο. || τύπος. καλπάκι, (το) ουσ. είδος καλύμματος κεφαλιού. kalpak = καλπάκι. κάλπης, (ο) ουσ., επίθ. αναξιόπιστος, απατεώνας, υποκριτής, κίβδηλος. kalp = κίβδηλος, κάλπικος. κάλπικος, επίθ. κίβδηλος. || (για νομίσματα) παραχαραγμένος, πλαστός. || (για ανθρώπους) δόλιος, κατεργάρης. kalp = κίβδηλος, κάλπικος. καλπουζανιά, (η) ουσ. απάτη, δολιότητα, πλαστογραφία, παραχάραξη. kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας. καλπουζάνος, (ο) ουσ. απατεώνας, πλαστογράφος, παραχαράκτης. kalpazan = παραχαράκτης, πλαστογράφος. || απατεώνας. κάλφας, (ο) ουσ. μαθητευόμενος βοηθός τεχνίτη (ιδίως ράφτη ή παπουτσή). kalfa = κάλφας. κάμα, (η) ουσ. αιχμηρό δίκοπο μαχαίρι. kama = χατζάρι, κάμα, στιλέτο. καμουτσίκι,(το) ουσ. μαστίγιο. kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι. καμουτσικιά, (η) ουσ. χτύπημα με καμουτσίκι. kamçı = μαστίγιο, καμουτσίκι. καμπάδικος, επίθ. (για υφάσματα) χοντρός, σκληρός. kaba = χοντρός, αγενής. || τραχύς καμπάνταης, (ο) ουσ. βλ. καπάνταης. kabadayı = νταής. || μάγκας. καμπούρα, (η) ουσ. το κύρτωμα της ράχης. kambur = καμπούρης. || καμπούρα. καμπούρης, (ο) ουσ. , επίθ. που έχει καμπούρα,κυφός. kambur = καμπούρης. || καμπούρα. καμπουριάζω, ρ. γίνομαι καμπούρης. || σκύβω, κυρτώνω την πλάτη μου σαν να ήμουν καμπούρης. kambur = καμπούρης. || καμπούρα. κανάτι, (το) ουσ. φύλλο πόρτας ή παραθύρου. kanat = πτέρυγα. || παραθυρόφυλλο. κανονάκι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου. kanun = νόμος, κανόνας. || κανονάκι. κανταΐφι, (το) ουσ. είδος ζύμης και γλυκού του ταψιού. kaday ıf = κανταΐφι. καντάρι, (το) ουσ. μονάδα βάρους. || είδος ζυγαριάς. kantar = καντάρι, στατήρας. κανταρτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής, πωλητής κανταριών.
  • 27. 27 kantarcı = πωλητής ζυγαριών. καπάκι, (το) ουσ. σκέπασμα, κάλυμμα δοχείου, σκεύους κ.ά. kapak = καπάκι, κάλυμμα, σκέπασμα. καπαμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με ντομάτα και καρυκεύματα. kapama = καπάκωμα. || είδος φαγητού, καπαμάς. kapamak = κλείνω. || σκεπάζω. καπάνταης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σπείρας νταήδων. kabadayı = νταής. || μάγκας. || παλληκαράς. || ψευτοπαλλήκαρο. καπάντζα, (η) ουσ. παγίδα για πουλιά ή ποντίκια. kapanca = παγίδα, φάκα. καπαντζές, (ο) ουσ. βλ. καπάντζα. kapanca = παγίδα, φάκα. καπλαμάς, (ο) ουσ. λεπτό φύλλο ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού που χρησιμοποιείται ως επένδυση επιφάνειας αντικειμένου για προφύλαξη ή καλλωπισμό. kaplama = επικάλυψη, επένδυση. || καπλαμάς. καπλάνι, (το) ουσ. τίγρη. kaplan = τίγρη, καπλάνι. καπλαντίζω, ρ. καλύπτω, επενδύω με καπλαμά. kaplamak (από τον τύπο του αορίστου: kapladım) = καρα-, καρά-, α΄ συνθ. α΄ συνθετικό που α) δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό έχει την ιδιότητα του μαύρου, β) επιτείνει τη σημασία του β΄ συνθετικού. kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά. καραβάνα, (η) ουσ. σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών. karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο. καραβανάς, (ο) ουσ. μόνιμος βαθμοφόρος, απαίδευτος και άξεστος. karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο. καραβάνι, (το) ουσ. ταξιδιώτες που ταξιδεύουν ομαδικά. kervan = καραβάνι. καραβανσεράι, (το) ουσ. χάνι. kervansaray = καραβάν σεράι. καραγάτσι, (το) ουσ. το δέντρο φτελιά. || το μαύρο ξύλο της φτελιάς. karaağaç = φτελιά. καράγιαλης, (ο) ουσ. βορειοδυτικός άνεμος, η μαϊστροτραμουντάνα. karayel = βορειοδυτικός άνεμος, μαΐστρος. καραγκιόζης, (ο) ουσ. πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών. karagöz = καραγκιόζης. || μαυρομάτης. καραγκιοζιλίκι, (το) ουσ. χοντρό, χυδαίο αστείο. || (συνήθως στον πληθυντικό, καραγκοζιλίκια) γελοία, ανόητη ενέργεια ή συμπεριφορά. karagözlük = καραγκιοζιλίκι. καρακόλι, (το) ουσ. αστυνομική περίπολος. || φυλάκιο. || αστυνομικό τμήμα. || στρατονόμος. karakol = αστυνομικό τμήμα. || περίπολος. || φυλάκιο. || καρακόλι. Καραμανλής, καραμανλής, (ο) ουσ. τουρκόφωνος κάτοικος της Καραμανίας, ο οποίος έγραφε και διάβαζε την τουρκική
  • 28. 28 γλώσσα χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα. Karamanlı = Καραμανλής. καραμπογιά, (η) ουσ. μαύρη βαφή. kara + boya kara = μαύρος. boya = βαφή, μπογιά. καραούλι, (το) ουσ. σκοπιά, βάρδια, φρουρά. || παρατηρητήριο. || ενέδρα. || σκοπός, φρουρός, φύλακας. karakol = περίπολος. || καρακόλι. καράς, (ο) ουσ. μαύρος. || μαύρο άλογο. kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά. καρασεβντάς, (ο) ουσ. μεγάλος καημός από δυνατό, άτυχο έρωτα. karasevda = μελαγχολία. || μεγάλος έρωτας. || ερωτικός μαρασμός. κάργ(ι)α, (η) ουσ. είδος μαύρου πουλιού· η καλιακούδα. karga = κόρακας. || κάργα. καρναμπίτ(σ)ι, (το) ουσ. κουνουπίδι. karnabahar, karnabit, karnıbahar = κουνουπίδι. καρντάσης, (ο) ουσ. αδελφός. || αδελφικός φίλος, σύντροφος. kardaş, kardeş = αδελφός. || καρντάσης. καρπούζι, (το) ουσ. το φυτό σίκυς ο κοινός ή υδροπέπων και ο καρπός του. karpuz = καρπούζι. καρσί, επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. karşı = απέναντι. || ενώπιον. || σε αντίθεση. || αντίκρυ, καρσί. καρσιλαμάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού αντικριστού χορού. karşılama = προϋπάντηση. || καρσιλαμάς. καρτάλι, (το) ουσ. είδος αετού. || γύπας, όρνιο. || καλάθι. kartal = αετός. || καρτάλι. κασαβέτι, (το) ουσ. λύπη, θλίψη. kasavet = στενοχώρια. κασέρι, (το) ουσ. είδος κίτρινου τυριού. kaşar, kaşer = κασέρι. κασκαβάλι, (το) ουσ. κασέρι. kaşkaval = είδος τυριού. κασμάς, (ο) ουσ. είδος σκαπτικού εργαλείου. kazma = σκαπάνη, αξίνα, κασμάς. καταντίπ, επίρρ. εντελώς, ολωσδιόλου. dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος. κατής, (ο) ουσ. Τούρκος δικαστής, ο οποίος δίκαζε οικογενειακές υποθέσεις σύμφωνα με το μουσουλμανικό δίκαιο. kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης. κάτι, (το) ουσ. πτυχή, τσάκισμα. || στρώση. || όροφος. kat = όροφος, πάτωμα. || διαμέρισμα. || επίστρωση, πέρασμα. κατιμάς, (ο) ουσ. κρέας κατώτερης ποιότητας. katma = πρόσθετο πράγμα, προσθήκη. κατιμέρι, (το) ουσ. γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα ζύμης. katmer = φύλλο. || δίπλες.
  • 29. 29 κατιφές, (ο) ουσ. βελούδο από μετάξι. || είδος φυτού. kadife = βελούδο. ~ çiçeği = κατιφές. κατσαμάκι, (το) ουσ. (1) υπεκφυγή, πρόφαση. || νάζι. kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή. κατσαμάκι, (το) ουσ. (2) είδος φαγητού. kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή. καφάσι, (το) ουσ. (1) τελάρο. || δικτυωτό πλέγμα. || κλουβί. kafes = κλουβί. || κάγκελα. καφάσι, (το) ουσ. (2) κεφάλι, κρανίο. kafa = κεφάλι, κρανίο, καφάσι || μυαλό, νοημοσύνη. καφενείο, (το) ουσ. κατάστημα και χώρος συνάντησης και αναψυχής, μέσα στο οποίο σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, γλυκά, κ.ά. και παίζονται επιτραπέζια παιχνίδια, κυρίως χαρτιά και τάβλι. kahvehane = καφενείο. καφενές, (ο) ουσ. καφενείο. kahvehane = καφενείο. καφές, (ο) ουσ. οι σπόροι του καφεόδεντρου. || το καφεόδεντρο. kahve = καφές. || καφενείο. καφετζής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης καφενείου. kahveci = καφετζής. || καφεπώλης. καφτάνι, (το) ουσ. ανδρικό έδυμα πολυτελείας των λαών της Ανατολής. kaftan = καφτάνι. κεζάπι, (το) ουσ. υδροχλωρικό οξύ. kezzap = βιτριόλι. || νιτρικό οξύ. κεκές, (ο) ουσ. βραδύγλωσσος, τραυλός. keke = βραδύγλωσσος, τραυλός, κεκές. κελεπούρι, (το) ουσ. ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα, ευκαιρία. kelepir = κελεπούρι, ευκαιρία. κεμεντζές, (ο) ουσ. ποντιακή λύρα. kemençe = ποντιακή λύρα, κεμεντζές. κεμέρι, (το) ουσ. είδος ζώνης με θήκες για φύλαξη χρημάτων. || βαλάντιο, κομπόδεμα. kemer = ζώνη. κεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού. kebap = ψητό, κεμπάπ. κερεστές, (ο) ουσ. ξυλεία που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές κατασκευές και στη ναυπηγική. kereste = ξυλεία, ξύλο. || οικοδομική ξυλεία. κερχανάς, (ο) ουσ. οίκος ανοχής, πορνείο. kerhane = πορνείο. κερχανατζής, (ο) ουσ. θαμώνας των πορνείων. || προαγωγός. kerhaneci = προαγωγός. κεσάτι, (το) ουσ. αναδουλειά, εμπορική απραξία. kesat = αναδουλειά, απραξία, κεσάτι. κεσέμι, (το) ουσ. βλ. γκεσέμι. kösem, kösemen = γκεσέμι. κεσές, (ο) ουσ. είδος μικρού στρογγυλού δοχείου. kâse = κεσές.
  • 30. 30 kese = σακούλα, σακούλι, θήκη. κετσές, (ο) ουσ. είδος χοντρού υφάσματος. || είδος χαλιού. keçe = πίλημα, κετσές. κέφι, (το) ουσ. χαρούμενη διάθεση, ευδιαθεσία, ευθυμία, όρεξη. keyif = διάθεση, κέφι, όρεξη. κεφτές, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά, διάφορα υλικά και καρυκεύματα που πλάθονται σε μικρά σφαιροειδή κομμάτια και τηγανίζονται. köfte = κεφτές. κεχαγιάς, (ο) ουσ. οικονόμος μεγάλης οικογένειας. || επίτροπος, τοποτηρητής του σουλτάνου, του βεζίρη ή άλλων μεγιστάνων. kâhya = κεχαγιάς, οικονόμος. κεχριμπάρι, (το) ουσ. ήλεκτρο. || το χρώμα του ήλεκτρου. kehlibar, kehribar = κεχριμπάρι, ήλεκτρο. κεψές, (ο) ουσ. είδος τρυπητής κουτάλας. kepçe = κουτάλα, χουλιάρα. κηρομπογιά, (η) ουσ. είδος μπογιάς με βάση το κερί. boya = βαφή, χρώμα, μπογιά. κιλίμι, (το) ουσ. είδος χαλιού. kilim = χαλί, κιλίμι. κιμάς, (ο) ουσ. κρέας που έχει αλεστεί σε ειδική μηχανή. kıyma = κιμάς. kıymak = ψιλοκόβω, λιανίζω. κιμπάρης, (ο) ουσ. άνθρωπος αξιοπρεπής και γενναιόδωρος. kibar = ευγενής. || αξιοπρεπής. κιμπαρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα του κιμπάρη. kibarlık = ευγένεια. || αξιοπρέπεια. κινά, (η) ουσ., (το) ουσ. άκλ. είδος κόκκινης φυτικής βαφής για τα μαλλιά ή τα νύχια. kına = χένα, κινά. κιόσκι, (το) ουσ. περίπτερο. || στέγαστρο σε κήπο. || εξοχικό σπίτι, έπαυλη. köşk = περίπτερο, κιόσκι. || έπαυλη. κιοτής, (ο) ουσ. άνανδρος, δειλός, φοβιτσιάρης. kötü = κακός. κιούγκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας. || σωλήνας οχετού. künk = κιούγκι. || πήλινος σωλήνας. || οχετός. κιούπι, (το) ουσ. πιθάρι. küp = κιούπι, πιθάρι. || κύβος. κιρκινέζι, (το) ουσ. είδος αρπακτικού πουλιού. kerkenes, kerkenez = κιρκινέζι. κισμέτ(ι), (το) ουσ. άκλ. πεπρωμένο, τύχη, μοίρα, ριζικό. kısmet = τύχη, πεπρωμένο, κισμέτι. κιτάπι, (το) ουσ. βιβλίο. βιβλίο λογαριασμών. kitap = βιβλίο. κοζάρω, ρ. κοιτάζω προσεκτικά. koz = ατού, κόζι. || καρύδι. κόζι, (το) ουσ. στο χαρτοπαίγνιο, το χαρτί που νικάει· το ατού. koz = ατού, κόζι. || καρύδι.
  • 31. 31 κολάι, (το) ουσ. ευκολία, άνεση, ευχέρεια. kolay = εύκολος. || ευκολία. κολάνι, (το) ουσ. εξάρτημα της σαγής υποζυγίου. kolan = κολάνι, λουρί, ίγκλα. || σχοινί. κολαούζος, (ο) ουσ. (1) οδηγός. kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός. κολαούζος, (ο) ουσ. (2) το σχοινί με το οποίο είναι δεμένος ο δύτης. kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός. κολαούζος, (ο) ουσ. (3) σπειροτόμος. kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός. κολομπαράς, (ο) ουσ. αρσενοκοίτης. || παιδεραστής. gulampara, kulampara = παιδεραστής, κομιτατζής, (ο) ουσ. μέλος κομιτάτου και ειδικότερα του βουλγαρικού. komitacı = κομιτατζής, αντάρτης, επαναστάτης. κονάκι, (το) ουσ. κατοικία, κατάλυμα. konak = αρχοντικό, μέγαρο. || κατάλυμα. κονεύω, ρ. σταθμεύω, καταλύω για ξεκούραση ή ύπνο. konmak = καταλύω, σταθμεύω. || στρατοπεδεύω. κοντσές, (ο) ουσ. μπουμπούκι. gonca, konca = μπουμπούκι. κόπ(ι)τσα, (η) ουσ. μικρή πόρπη, θηλύκωμα. kopça = κόπιτσα. κοτζάμ, επίθ. άκλ. τόσο μεγάλος. || προσδίδει την έννοια του πολύ μεγάλου, του ογκώδους στα ουσιαστικά που συνοδεύει. koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος. kocaman = πελώριος. κοτζαμάν, επίθ. άκλ. βλ. κοτζάμ. koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος. kocaman = πελώριος. κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, πρόεδρος κοινότητας, δημογέροντας, προεστός. kocabaşı = πρόκριτος, προεστός, κοτζάμπασης. κουβαρνταλίκι, (το) ουσ. βλ. χουβαρνταλίκι. hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη. κουβαρντάς, (ο) ουσ. βλ. χουβαρντάς. hovarda = γυναικάς. || χουβαρντάς. κουβάς, (ο) ουσ. κάδος. kova = κουβάς, κάδος. κουλαντρίζω, ρ. χειρίζομαι επιδέξια. || διευθετώ, εξομαλύνω. || τα καταφέρνω. || περιποιούμαι κάποιον. kullanmak (από τον τύπο του αορίστου: kullandım) = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι. || εκμεταλλεύομαι. κουλές, (ο) ουσ. πύργος, φρούριο. || σκοπιά. kule = πύργος, κουλές. κουμάρι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα. kumar = κουμάρι, τζόγος. || χαρτοπαιξία. κουμαρτζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει κουμάρι, ο τζογαδόρος. kumarbaz, kumarcı = τζογαδόρος, χαρτόμουτρο, χαρτοπαίκτης. κουμπαράς, (ο) ουσ. μικρό δοχείο για αποταμίευση.
  • 32. 32 kumbara = κουμπαράς. κουμπές, (ο) ουσ. θόλος, τρούλος. kubbe = θόλος, τρούλος, κουμπές. κουμπούρα, (η) ουσ. είδος πιστολιού. || (μτφ.) άνθρωπος αμόρφωτος, αδιάβαστος μαθητής. kubur = κουμπούρα, κουμπούρι. || αγωγός αποχέτευσης. κουντούρα, (η) ουσ. είδος υποδήματος. || ποικιλία σταφυλιού. kundura = παπούτσι, υπόδημα. κουραμπιές, (ο) ουσ. είδος γλυκίσματος, || απόλεμος στρατιώτης. kurabiye = κουραμπιές. || μαλθακός. κουρασάνι, (το) ουσ. είδος αμμοκονιάματος. horasan = κονίαμα. κουρμπάνι, (το) ουσ. ζώο που σφάζεται σε πανηγύρι. kurban = θυσία. || θύμα. || σφάγιο. || κουρμπάνι. κουρμπάτσι, (το) ουσ. μαστίγιο, βούρδουλας. kırbaç = μαστίγιο, βούρδουλας, κουρμπάτσι. κουρμπέτι, (το) ουσ. ξενιτιά, εξορία. || πιάτσα. || δύσκολη ζωή. gurbet = ξενιτιά. κουρσούμι, (το) ουσ. μόλυβδος, μολύβι. || σφαίρα, βόλι. kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι. κουρσούνι, (το) ουσ. βλ. κουρσούμι. kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι. κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (1) το κουτσομπολιό. kuskus = κουσκούσι. κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (2) είδος ζυμαρικού σε κόκκους. kuskus = κουσκούσι. κουσούρι, (το) ουσ. ελάττωμα, μειονέκτημα. || κακή συνήθεια. || αναπηρία. kusur = ελάττωμα, έλλειψη, σφάλμα κουσούρι. || παράπτωμα. κουτούκι, (το) ουσ. (1) μικρή λαϊκή ταβέρνα. koltuk = μασχάλη. || πολυθρόνα. ~ meyhanesi = ταβερνάκι kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου. ~ gibi = τύφλα στο μεθύσι. κουτούκι, (το) ουσ. (2) κούτσουρο. || κορμός δέντρου. kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου. κουτουράδα, (η) ουσ. απερισκεψία. götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία. κουτουρού, επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό. götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία. κρεμεζής, επίθ. που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κόκκινος. kırmızı = κόκκινος, ερυθρός. κρεμέζι, (το) ουσ. χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος εντόμου. kırmız = κρεμέζι. κρεμεζί, (το) ουσ. το κόκκινο χρώμα του κρεμεζιού. kırmızı = κόκκινος, ερυθρός. κωλοχανείο, (το) ουσ. χώρος όπου επικρατεί αταξία, ασυδοσία. hane = σπίτι, οίκος. || τετράγωνο.
  • 33. 33 λαγούμι, (το) ουσ. υπόνομος, οχετός. || υπόγεια στοά ορυχείου. || υπόγειο όρυγμα για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών υλών· φουρνέλο. lağım, lâğım = αποχέτευση, υπόνομος. || λαγούμι. || νάρκη. λαγουμιτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής λαγουμιών. lağımcı, lâğımcı = καθαριστής υπονόμων, λαγουμιτζής. λακιρντί, (το) ουσ. άκλ. βλ. λακριντί. lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί. λακριντί, (το) ουσ. άκλ. συζήτηση, κουβέντα, φλυαρία, κουβεντολόι. lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί. λαλές, (ο) ουσ. είδος λουλουδιού. lale, lâle = τουλίπα. λαπάς, (ο) ουσ. φαγητό από ρύζι που έχει βράσει πολύ και έχει γίνει χυλός. || κατάπλασμα από χυλωμένο ρύζι, λιναρόσπορο κ.ά. || (μτφ.) άνθρωπος πλαδαρός, νωθρός. lapa, lâpa = λαπάς. || μαλθακός, νωθρός. || κατάπλασμα. λαχούρι, (το) ουσ. είδος λεπτού υφάσματος πολυτελείας. lahuri = λαχούρι. λεβέντης, (ο) ουσ. άνδρας ωραίος, τίμιος, γενναίος, γενναιόδωρος. levent = λεβέντης, παλληκάρι. λεγένι, (το) ουσ. η λεκάνη του νιπτήρα. leğen = λεκάνη. λεκές, (ο) ουσ. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία. leke = λεκές, κηλίδα. λελέκι, (το) ουσ. πελαργός. || (μτφ.) άνθρωπος ψιλόλιγνος. leylek = πελαργός. || λελέκι. λεμές, (ο) ουσ. σταφίδα πρώτης ποιότητας. || αλήτης, παλιάνθρωπος, αγύρτης. eleme = κοσκίνισμα. || πρόκριση. || γύρος. λεμόντο(υ)ζου, (το) ουσ. άκλ. το κιτρικό οξύ στη μαγειρική· το ξινό. limontozu, limontuzu = κιτρικό οξύ. λεμπλεμπί, (το) ουσ. αφράτο στραγάλι. leblebi = στραγάλι. λέσι, (το) ουσ. πτώμα ζώου· ψοφίμι. || δυσοσμία, βρόμα. leş = ψοφίμι, λέσι, πτώμα. λιμάνι, (το) ουσ. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση ακτής, κατάλληλη για να αγκυροβολούν τα πλοία. liman = λιμάνι. λούκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι. || αυλάκι. oluk = λούκι, υδρορροή, σωλήνας. || ράβδωση. λουκουμάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού που παρασκευάζεται από αραιή ζύμη η οποία τηγανίζεται σε καυτό λάδι και σερβίρεται με μέλι και κανέλα. lokma = μπουκιά. || λουκουμάς. λουκουματζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής και πωλητής λουκουμάδων. lokmacı = λουκουματζής. λουκούμι, (το) ουσ. μικρό γλύκισμα από άμυλο και ζάχαρη, πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη. lokum = λουκούμι.
  • 34. 34 λουλάς, (ο) ουσ. το εξάρτημα του ναργιλέ πάνω στο οποίο τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. || το κοίλο μέρος του τσιμπουκιού μέσα στο οποίο τοποθετείται ο καπνός. lüle = λουλάς. λουφές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ο μισθός, η αμοιβή των αρματολών. || φιλοδώρημα και γενικότερα κέρδος που αποκτιέται χωρίς κόπο. || δωροδοκία. ulufe, ulûfe = μισθός, μισθός γενίτσαρου, λουφές. μαβής, επίθ. που έχει μοβ χρώμα· βαθυγάλαζος, μενεξεδένιος. mavi = μπλέ, γαλάζιος. μαβί, (το) ουσ. άκλ. το μοβ, το βαθυγάλαζο χρώμα. mavi = μπλέ, γαλάζιος. μαγιά, (η) ουσ. οτιδήποτε προκαλεί ζύμωση. maya = προζύμι, ζύμη, μαγιά. μαγιασίλι, (το) ουσ. έκζεμα. || είδος δερματικής νόσου. mayasıl = αιμορροΐδες, ζοχάδες. || έκζεμα. μαγκάλι, (το) ουσ. μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων. mangal = μαγκάλι, πύραυνο, φουφού. μαγκούφης, επίθ., (ο) ουσ. μόνος κι έρημος. mankafa = χαζός, χοντροκέφαλος. vakıf = ίδρυμα. || βακούφι. μαϊμού, (η) ουσ. πίθηκος. || φτηνή απομίμηση. maymun = μαϊμού, πίθηκος. μαϊντανός, (ο) ουσ. το φυτό πετροσέλινο ή μακεδονήσι. maydanoz = μαϊντανός. μακαράς, (ο) ουσ. τροχαλία. || κουβαρίστρα. || καρούλι. makara = τροχαλία, μπομπίνα, μασούρι, κουβαρίστρα. μακάτι, (το) ουσ. στρωσίδι, κάλυμμα (κυρίως για τον καναπέ). makat = κάλυμμα σοφά, επίστρωμα. μανάβης, (ο) ουσ. οπωροπώλης, λαχανοπώλης. manav = μανάβης, οπωροπώλης. μαντέμι, (το) ουσ. μετάλλευμα. || χυτοσίδηρος. maden = ορυκτό, μετάλλευμα. || μέταλλο. || ορυχείο, μεταλλείο. μαντεμτζής, (ο) ουσ. μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης μεταλλείου. madenci = μεταλλωρύχος. || μεταλλουργός. || ιδιοκτήτης ορυχείου. μα(ν)τζούνι, (το) ουσ. είδος πρακτικού φαρμακευτικού παρασκευάσματος. || γλειφιτζούρι. macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή. μαξούλι, (το) ουσ. σοδειά, συγκομιδή, παραγωγή. mahsul = προϊόν. || σοδειά, παραγωγή. μαούνα, (η) ουσ. χαμηλό και πλατύ σκάφος, το οποίο χρησιμοποιείται για φορτώσεις και εκφορτώσεις πλοίων μέσα στο λιμάνι και για τη μεταφορά φορτίων σε μικρές αποστάσεις· φορτηγίδα. mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα. μαουνιέρης, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης μαούνας. || ναυτεργάτης
  • 35. 35 που δουλεύει σε μαούνα. mav(u)na = μαούνα, φορτηγίδα. μαράζι, (το) ουσ. μαρασμός || φθίση. || μεγάλη θλίψη, καημός. maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι. μαραζλής, (ο) ουσ. φθισικός, χτικιάρης. marazlı = ασθενικός. μαραζώνω, ρ. (για φυτά) μαραίνομαι. || με τρώει το μαράζι, φθίνω. || (μτφ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, μελαγχολώ. || προκαλώ (σε κάποιον) μαράζι. maraz = ασθένεια, νόσος. || μαρασμός. || μαράζι. μαραφέτι, (το) ουσ. οποιοδήποτε αντικείμενο (όταν δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να αναφέρουμε το όνομά του). || εργαλείο, εξάρτημα, σύνεργο. || τέχνασμα. marifet = μαστοριά, τέχνη. || χουνέρι, τέχνασμα. μαρκούτσι, (το) ουσ. η καπνοσύριγγα του ναργιλέ. || (κατ΄ επέκταση) μακρόστενο αντικείμενο, κυρίως εξάρτημα. marpuç = μαρκούτσι. μάσαλα, μασαλλά επιφ. επιφώνημα θαυμασμού. || αποτροπή βασκανίας: να μή βασκαθείς! maşallah = εύγε! || να μη βασκαθείς! || φυλαχτό. μασάλι, (το) ουσ. παραμύθι. || ψέμα. masal = παραμύθι. || μύθος. μασιά, (η) ουσ. σιδερένια λαβίδα για τα αναμμένα κάρβουνα· πυράγρα. || είδος εργαλείου, σε σχήμα μασιάς, που χρησιμοποιείται στην κομμωτική. maşa = τσιμπίδα, μασιά. || λαβίδα. || φουρκέτα. || πυράγρα. μασκαραλίκι, (το) ουσ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντροπή. maskaralık = μασκαραλίκι, γελοιότητα. μασκαράς, (ο) ουσ. άνθρωπος ανήθικος, απατεώνας, κακοήθης. maskara = μασκαράς, καραγκιόζης. || γελοίος, κακοήθης. μασούρι, (το) ουσ. μικρό καλάμι ή ξύλο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα. || κουβαρίστρα, καρούλι. || κέρματα ή χαρτονομίσματα τυλιγμένα σε σχήμα κυλίνδρου. masura = μασούρι. || μικρό καλάμι. μαστούρης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που παίρνει ναρκωτικά. || αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικού. mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος. μαστουρώνω, ρ. παίρνω ναρκωτικά. || βρίσκομαι υπό την επήρεια ναρκωτικού. mastor = μαστούρης. || πολύ μεθυσμένος. μαστραπάς, (ο) ουσ. κανάτα, κύπελλο. maşraba, maşrapa = κύπελλο, μαστραπάς. ματζίρης, (ο) ουσ. τσιγκούνης, || κακομοίρης. muhacir = μετανάστης. ματζούνι, (το) ουσ. βλ. μαντζούνι. macun = ματζούνι. || γλειφιτζούρι. || αλοιφή. ματικάπι, (το) ουσ. είδος τρυπανιού· η αρίδα. matkap = τρυπάνι, δράπανο, ματικάπι. μαχαλάς, (ο) ουσ. γειτονιά, συνοικία, ενορία.
  • 36. 36 mahalle = συνοικία, γειτονιά. μαχμουρλής, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που μόλις ξύπνησε και είναι νυσταλέος και βαρύθυμος· αγουροξυπνημένος. mahmur = αγουροξυπνημένος, μαχμουρλής. μαχμουρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, η κατάσταση του μαχμουρλή. mahmurluk = μαχμουρλίκι. μέγγενη, μέγκενη, (η) ουσ. είδος εργαλείου· σφιγκτήρας. || όργανο βασανισμού. mengene = μέγγενη, σφιγκτήρας. μεζε(κ)λίκι, (το) ουσ. εκλεκτός μεζές. || ορεκτικό. mezelik = μεζελίκι. μεζές, (ο) ουσ. μικρή ποσότητα πικάντικου φαγητού που συνοδεύει οινοπνευματώδη ποτά ή σερβίρεται ως ορεκτικό. meze = ορεκτικό. || μεζές. || λιχουδιά. μεϊντάνι, (το) ουσ. πλατεία. || αλώνι. meydan = πλατεία. || πιάτσα. || ξέφωτο. μελτέμι, (το) ουσ. βόρειος άνεμος της ανατολικής Μεσογείου. meltem = μελτέμι. μενεξές, (ο) ουσ. το φυτό ίο(ν) το εύοσμο(ν) και το άνθος του. menekşe = μενεξές, ίο(ν), βιολέτα, γιούλι. μεντεσές, (ο) ουσ. στροφέας, πόρτας ή παραθύρου· ρεζές. menteşe = μεντεσές, ρεζές, στροφέας. μεντρεσές, (ο) ουσ. μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο. medrese = μεντρεσές. μεράκι, (το) ουσ. πόθος. || καημός. || ψυχική ευφορία. merak = ενδιαφέρον. || μεράκι. μερακλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει μεράκι για κάτι. meraklı = μερακλής. μερεμέτι, (το) ουσ. επισκευή, επιδιόρθωση. meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι. μερεμετίζω, ρ. επισκευάζω, επιδιορθώνω. meramet, meremet = επισκευή, μερεμέτι. μεταλίκι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα αξίας δέκα παράδων. metelik = μεταλίκι, παράς. || δεκάρα. μετερίζι, (το) ουσ. οχύρωμα, πρόχωμα, προμαχώνας. meteris = πρόχωμα, προμαχώνας. μετζίτι, (το) ουσ. παλιό τουρκικό νόμισμα. mecidiye = μετζίτι. μιλέτι, (το) ουσ. έθνος. || φυλή. || θρησκευτική κοινότητα. millet = έθνος. || θρησκευτική κοινότητα. μιναρές, (ο) ουσ. ο ψηλός πύργος του μουσουλμανικού ναού. minare = μιναρές. μιντέρι, (το) ουσ. χαμηλός ανατολίτικος καναπές. minder = ανάκλιντρο, μιντέρι. μισμίζης, (ο) ουσ. μίζερος. || σχολαστικός. mızmız = γκρινιάρης. || υπερβολικά, λεπτολόγος. μουαλεμπί, (το) ουσ. βλ. μουχαλεμπί. mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί. μουεζίνης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός. müezzin = μουεζίνης.
  • 37. 37 μουλάς, (ο) ουσ. τίτλος μουσουλμάνου ιερωμένου. molla = μουλάς. || ιεροδίκης. μούλκι, (το) ουσ. είδος ιδιοκτησίας. || γεωργικό κτήμα. mülk = ιδιοκτησία. || περιουσία. || κτήμα. μουρνταρεύω, ρ. λερώνω, βρομίζω. || έχω εξωσυζυγικές ερωτικές δραστηριότητες. murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς. μουρντάρης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος βρομερός. || άνθρωπος ακόλαστος. murdar = βρομερός, μιαρός. || γυναικάς. μουσακάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού. musakka = μουσακάς. μουσαμαδιά, (η) ουσ. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά. muşamba = μουσαμάς. μουσαμάς, (ο) ουσ. είδος αδιάβροχου υφάσματος. muşamba = μουσαμάς. μουσαφίρης, (ο) ουσ. επισκέπτης. || φιλοξενούμενος. misafir = επισκέπτης, μουσαφίρης. μουσουλμάνος, (ο) ουσ. μωαμεθανός. Müslüman = Μουσουλμάνος. μουστερής, (ο) ουσ. πελάτης, αγοραστής. müşteri = πελάτης, αγοραστής. μουφλουζεύω, ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω. müflis, müflüs = χρεοκοπημένος. μουφλούζης, (ο) ουσ., επίθ. χρεοκοπημένος. müflis, müflüs = χρεοκοπημένος. μουφτής, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος. müfti, müftü = μουφτής, νομοδιδάσκαλος. μουχαλεμπί, (το) ουσ. είδος γλυκού από ρυζάλευρο και γάλα. mahallebi, muhallebi = μουχαλεμπί. μουχτάρης, (ο) ουσ. κοινοτάρχης. || προεστός. muhtar = κοινοτάρχης. || μουχτάρης. μπαγδατί, (το) ουσ. είδος μεσότοιχου ή ταβανιού. bağdadi, bağdadî = μπαγδατί, τσατμάς. Bağdat = Βαγδάτη. μπαγιατεύω, ρ. (για τρόφιμα) γίνομαι μπαγιάτικος. || παλιώνω. bayat = μπαγιάτικος, παλιός. μπαγιάτικος, επίθ. (για τρόφιμα) που δεν είναι φρέσκος. || παλιός. bayat = μπαγιάτικος, παλιός. μπαγλαμάς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου. bağlama = έγχορδο μουσικό όργανο. μπαγλαρώνω, ρ. δένω. || συλλαμβάνω, φυλακίζω. || ξυλοκοπώ. bağlamak = δένω. || μπαγλαρώνω. μπαϊλντίζω, ρ. εξαντλούμαι από μεγάλη κούραση. || λιποθυμώ. bayılmak = λιποθυμώ. || εξαντλούμαι. μπαϊράκι, (το) ουσ. σημαία, παντιέρα. bayrak = σημαία, μπαϊράκι, παντιέρα. μπαϊρακτάρης, (ο) ουσ. σημαιοφόρος. || στην Αλβανία, φύλαρχος. bayraktar = μπαϊρακτάρης. μπαϊράμι, (το) ουσ. μεγάλη μουσουλμανική γιορτή.