SlideShare a Scribd company logo
1 of 38
Download to read offline
Ο    Χάρης     Β.     Μικελόπουλος
γεννήθηκε το 1973 στον Πύργο
Ηλείας όπου και µεγάλωσε. Η
ζωγραφική, το σχέδιο, οι εικόνες,
τον οδήγησαν στο να σπουδάσει
στο Αkto Αrt&Design College
στην Αθήνα, Αρχιτεκτονική και
  ιακόσµηση            Εσωτερικών-
Εξωτερικών Χώρων. Μετά τις
σπουδές του, επέστρεψε στον
Πύργο     όπου      ξεκίνησε    να
εργάζεται ως διακοσµητής µε
δικό του γραφείο. Γνωρίζει
Αγγλικά από ανάγκη, όπως ο ίδιος
δηλώνει,    και      Ιταλικά   από
ευχαρίστηση.      Η    πρώτη   του
απόπειρα στη συγγραφή µιας
παιδικής ιστορίας, αισθάνεται
πως είναι ίσως όπως και το
ξεκίνηµα ενός µικρού παιδιού. Τα
πρώτα βήµατα. Οι εικόνες, η
φαντασία, οι σκέψεις έρχονται
πια    ως    λέξεις       για   να
αποτυπωθούν στο χαρτί.
ΧΑΡΗΣ Β. ΜΙΚΕΛΟΠΟΥΛΟΣ




 ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΜΠΑΑΜΠΟΥΡ
Χάρης Β. Μικελόπουλος, Το όνοµά µου είναι Μπααµπούρ
ISBN: 978-618-5040-03-1
Μάρτιος 2013


Σύνθεση εξωφύλλου-Εικονογράφηση:
Χάρης Β. Μικελόπουλος
harisvmikelo@yahoo.gr

Επιµέλεια, ιορθώσεις:
Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη
k.charlavani@gmail.com

Σελιδοποίηση:
Ηρακλής Λαµπαδαρίου
http://www.facebook.com/iraklis.lampadariou



Εκδόσεις Σαΐτα
Αθανασίου ιάκου 42, 652 01, Καβάλα
Τ.: 2510 831856
Κ.: 6977 070729
e-mail: info@saitapublications.gr
website: www.saitapublications.gr

Σηµείωση: Η γραµµατοσειρά που χρησιµοποιήσαµε είναι προσφορά του Aka-acid
(www.aka-acid.com).




                                                 Άδεια Creative Commons
                                            Αναφορά ηµιουργού – Μη Εµπορική
                                                         χρήση
                                              Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Με τη σύµφωνη γνώµη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε
οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, µερική ή περιληπτική,
µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η
διανοµή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά
της πηγής προέλευσης, µη εµπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν µπορείτε να
αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δηµιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό.
Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριµένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική
διεύθυνση:
http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Ο Μπααµπούρ γεννήθηκε σε ένα µικρό χωριό,           έρθουν από τον ουρανό οι βροχές. Να µεγαλώσει
κάπου τρεις ώρες µακριά από την Καµπούλ,                το σιτάρι και για µια ακόµη χρονιά να γίνει
πρωτεύουσα     του   Αφγανιστάν.     Μια   χώρα   µε    χρυσάφι στα χέρια του φτωχού Αζάρ.
πλούσια ιστορία χιλιάδων χρόνων, όµως φτωχή στα               Μα τούτη τη χρονιά οι βροχές δεν ήρθαν, κι η
µάτια των σύγχρονων κατοίκων της. Μια χώρα              σοδειά καταστράφηκε. Ο Αζάρ µαζί µε τη γυναίκα
σταυροδρόµι    στο   πέρασµα     των   αιώνων,    µε    του, την Ντελµπάρ, δεν είχαν τίποτα στα χέρια
ιστορική και οικονοµική σηµασία, µα σήµερα              τους για να ζήσουν, εκτός από λίγες κατσίκες και
βασανισµένη από εισβολές ξένων και εµφύλιους            µερικές κότες στο µικρό τους πέτρινο σπίτι. Το ίδιο
πολέµους.                                               δράµα ζούσαν χιλιάδες σαν τον Αζάρ και την
    Ψηλά,     αγέρωχα   βουνά,     κατάλευκα      τον   Ντελµπάρ.
περισσότερο καιρό από τα χιόνια, ποτάµια και                  Ο   καιρός   περνούσε   και       τα   πράγµατα
εκτάσεις    απέραντες    που   δεν     µπορούν    να    δυσκόλευαν όλο και πιο πολύ. «Τίποτα χειρότερο
καλλιεργηθούν. Κι όσες καλλιεργούνται, κυρίως µε        από   την   πείνα»,   σκεφτόταν     ο    Αζάρ.   Βαθιά
σιτάρι, πληγώνονται από την ίδια τη φύση. Έτσι          λυπηµένος, δεν έλεγε κουβέντα για πολλές µέρες.
είδε κι ο πατέρας του Μπααµπούρ, ο Αζάρ, τη             Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει
σοδειά του να καταστρέφεται µέσα σε λίγο καιρό          την οικογένειά του. Μα τίποτα δε φαινόταν να τον
από την ξηρασία. Καθώς ο βαρύς χειµώνας έδωσε           βγάζει από το αδιέξοδο. Ρωτώντας και ψάχνοντας,
τη θέση του στην άνοιξη, και τα χιόνια άρχισαν          έµαθε ότι µπορούσε να φύγει από το Αφγανιστάν
να γίνονται δροσερά ρυάκια σαν πνοή ζωής µέσα           για άλλα µέρη, πιο πλούσια. Κι έκανε τα πάντα για
στα σκληροτράχηλα εδάφη, η σπορά περίµενε να            να βρει χρήµατα για την οικογένειά του, που, µαζί
µε συγχωριανούς και αγρότες από άλλα χωριά, θα        είχαν κάνει το θαύµα τους. Χιλιάδες φύλλα
έφευγε µακριά, για ένα καλύτερο αύριο.                τρεµόπαιζαν πάνω στο νερό. Κι ο Μπααµπούρ δεν
    Η Ντελµπάρ φρόντιζε τον µικρό Μπααµπούρ.          ξεκολλούσε το βλέµµα του.
 εν είχε λόγο στην απόφαση του άντρα της. Τον              Με ένα µικρό πλοίο πέρασαν τα χρυσαφένια
αγαπούσε και τον εµπιστευόταν. Μια µέρα, ο Αζάρ       φύλλα που σιγά-σιγά χάνονταν µιας κι ο ήλιος
τής είπε να µαζέψει ό,τι υπήρχε από τα λιγοστά        έδινε τη θέση του στη νύχτα. Το σκοτάδι έσβησε
τους ρούχα, κυρίως βαριά, για κρύο. Το ταξίδι για     τα πάντα, κι ο µικρός Μπααµπούρ αποκοιµήθηκε
έναν άλλο κόσµο µόλις άρχιζε.                         στην αγκαλιά της µάνας του έχοντας συντροφιά
    Σαράντα άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και            τη µουσική που έκανε το κύµα καθώς έσκαγε
παιδιά, ξεκίνησαν έναν δρόµο δύσκολο. Έκαναν          πάνω στο µικρό ξύλινο πλοίο.
χιλιάδες χιλιόµετρα,   µέσα σε βουνά και        σε         Ξύπνησε από τη φασαρία. Άντρες µε στολές
πεδιάδες.   Πέρασαν       ποταµούς,     κινδύνεψαν,   τούς φώναζαν, χωρίς να καταλαβαίνει κανένας
αρρώστησαν, πείνασαν.                                 τίποτα.   Τους    είχαν   πιάσει    λιµενοφύλακες.
    Μετά    από   µέρες    πολλές,    έφτασαν   στη   Βρίσκονταν σε ένα νησί στην Ελλάδα. Ήταν όλοι
θάλασσα. Ο Μπααµπούρ ήταν µόλις έξι χρονών. Κι        τους παράνοµοι για το κράτος. Μα δεν µπορούσαν
ήταν η πρώτη φορά που είδε το γαλάζιο του             να τους στείλουν πίσω από τη στιγµή που είχαν
ουρανού να κινείται στα πόδια του, να αφρίζει, να     βγει στην ακτή.
κάνει σχέδια, να έχει ήχο. Η θάλασσα απλωνόταν             Ταλαιπωρηµένοι,      άυπνοι,      διψασµένοι,
µπροστά του σαν πεδιάδα, γεµάτη όχι µε δέντρα         πεινασµένοι. Με την αλµύρα να έχει κολλήσει
παρά µε χρυσαφένια φύλλα. Οι αχτίδες του ήλιου
πάνω τους, τα χείλη τους στεγνά, να αναζητούν            ξανά και ξανά, πάλευαν να κρατήσουν τον κόσµο
µια σταγόνα γλυκού νερού να τα µαλακώσει.                τους ζωντανό. Ήταν ένα παιχνίδι ζωής. Ή θα τα
    Τους πήραν τα στοιχεία και τους άφησαν               κατάφερναν ή θα έχαναν κάθε ελπίδα.
ελεύθερους. Κανονικά, µετά από λίγες µέρες, θα                   Οι κάτοικοι του νησιού είχαν δει πολλές
έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μα κανείς               φορές       ανθρώπους      σε   άθλια      κατάσταση    να
τους δεν ήθελε. Έφυγαν από τα σπίτια τους για να         φτάνουν στον τόπο τους. Τους πρόσφεραν τα
ζήσουν, και δεν είχαν σκοπό να γυρίσουν πίσω όσο         απαραίτητα, λίγο ψωµί, νερό, φαγητό, µερικά
κι αν πονούσαν για τους δικούς τους, για τα              ρούχα σε όσους τα είχαν ανάγκη. Μέχρι να
φτωχικά τους.                                            φύγουν για αλλού. Πάντα όλοι έφευγαν. Ήταν η
    Στις µέρες που πέρασαν, έφυγαν όλοι σχεδόν           πρώτη φορά που κάποιοι παρέµεναν στο µικρό
από το νησί, για αλλού. Σχεδόν, γιατί κάποιοι            νησί.
έµειναν.   Ο    Αζάρ,   η   Ντελµπάρ   κι   ο   µικρός           Ο   Αζάρ    δεν    ήξερε   λέξη     ελληνικά.   Με
Μπααµπούρ ήταν ακόµα εκεί.                               νοήµατα, προσπαθούσε να συνεννοηθεί µε τους
    Ο Αζάρ µαγεύτηκε από τη θάλασσα.            εν την   ντόπιους.        Έψαχνε     δουλειά.    Αυτό   ήταν     το
είχε δει κι αυτός ποτέ στη ζωή του. Κάθε πρωί σαν        µεγαλύτερο πρόβληµά του. Είκοσι µέρες τώρα,
το µικρό παιδί, έβρεχε τα πόδια του στα κύµατα           έµεναν σε µια µικρή αποθήκη και οι γυναίκες του
που έσκαγαν στην ακτή. Έπιανε στα χέρια του την          νησιού, έφτιαχναν ένα πιάτο φαΐ και τους το
άµµο, µαζί του κι ο Μπααµπούρ. Έκαναν σχέδια,            έδιναν.
σαν να δηµιουργούσαν έναν καινούριο κόσµο που                    Πολλοί    από    τους   ντόπιους    φοβόντουσαν.
το κύµα σε δευτερόλεπτα τον διέλυε. Κι εκείνοι           Ξένοι άνθρωποι.         εν ήξεραν ούτε ποιοι είναι, ούτε
αν είναι καλοί ή κακοί. Κι αν φοβόντουσαν τον        σπιτιού, φρόντιζε και τα ζωντανά, και το µποστάνι
Αζάρ ή την Ντελµπάρ, τι να είχαν άραγε να            της µε ό,τι µπορούσε να φυτεύει για κάθε εποχή.
φοβηθούν από τον µικρό Μπααµπούρ;                         Στον Βαγγέλη έφτασε ο Αζάρ µια µέρα, εκεί
     Ο Αζάρ άρχισε να µαθαίνει κάποιες λέξεις        στη θάλασσα, καθώς εκείνος είχε µόλις γυρίσει
µέρα µε τη µέρα. Μα εκείνη που έµαθε πρώτη και       µε τη βάρκα του. Είχε πιάσει λίγα ψάρια, δεν ήταν
την έλεγε συνέχεια, ήταν η λέξη δουλειά. Και τι      καλή µέρα. Όµως, στα µάτια του Αζάρ, φαίνονταν
δουλειά να υπάρχει σε ένα µικρό νησί εκατό           τόσα πολλά, που είχε µείνει για ώρα ακίνητος και
ανθρώπων; Οι περισσότεροι ηλικιωµένοι, εκτός από     τα χάζευε. Έτσι κι αλλιώς ψάρι δεν είχε φάει ποτέ
τρεις οικογένειες. Νέοι που είχαν µείνει στον τόπο   στη ζωή του. Τα είχε δει, µα δεν τα είχε δοκιµάσει.
τους. Γιατί ήθελαν να ζήσουν εκεί µαζί µε τα              Μαζί του κρατούσε και τον Μπααµπούρ. Τα
παιδιά τους. Στη γη των πατεράδων και των            σκούρα µάτια του µικρού περιεργάζονταν τα
παππούδων τους.                                      ψάρια   που   σπαρταρούσαν      ακόµα.   Φαινόταν
     Το νησί µετρούσε όλο κι όλο οκτώ παιδιά.        τροµαγµένος µπροστά στο θέαµα. Μα µετά από
Τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Ο     ηµήτρης, ο     λίγο, ηρέµησε στην αγκαλιά του πατέρα του.
Κωνσταντής κι ο Γρηγόρης. Η Μαρία, η Παναγιώτα,           Ο Βαγγέλης καµώθηκε πως δεν έβλεπε τον
η Ελένη, η Νίκη και η Αγγελική.                      Αζάρ. Έκανε και µια κίνηση να τον αποµακρύνει,
     Ο   µικρότερος   όλων,   ο   ηµήτρης,   οκτώ    σαν να τον ενοχλούσε, καθώς έφτιαχνε τα δίχτυα
χρονών. Ο πατέρας του, ο Βαγγέλης, ήταν ψαράς,       του. O Aζάρ έµεινε λίγο ακόµα µέχρι που κατάλαβε
όπως κι όλοι σχεδόν στο νησί. Η µάνα του είχε ένα    πως ο Βαγγέλης δεν τον ήθελε στα πόδια του.
µαντρί µε κατσίκια. Μαζί µε τις δουλειές του
Την επόµενη όµως, βρισκόταν ξανά στο ίδιο            και τον µικρό γιο του. Οι νύχτες ήταν δύσκολες. Ας
σηµείο. Προσπάθησε επίµονα, επαναλαµβάνοντας         ήταν καλά ο παπάς, που τους έδωσε κουβέρτες.
τη λέξη δουλειά, να κάνει τον Βαγγέλη να             Σκεπάζονταν και οι τρεις µαζί, κι άφηναν µόνο τη
ενδιαφερθεί. Μα εκείνος κοιτούσε µόνο τα δίχτυα      µύτη    τους      απ’   έξω,   να   παίρνουν   ανάσες.
του. Αυτό γινόταν µέρες. Μάταιος κόπος για τον       Κοιµόντουσαν αγκαλιασµένοι προσπαθώντας να
Αζάρ. Καµία σηµασία δεν του έδινε ο Βαγγέλης.        ζεσταθούν, δίνοντας ο ένας στον άλλο όση
        Ο παπάς του χωριού είχε µια αποθήκη. Εκεί    θαλπωρή έβγαζε το ταλαιπωρηµένο τους κορµί.
είχαν βρει στέγη και παρηγοριά ο Αζάρ και η                 Προπαραµονή των Χριστουγέννων. Ο Αζάρ, µε
οικογένειά του. Οι νοικοκυρές τους λυπόντουσαν       τον Μπααµπούρ στην αγκαλιά, κατέβηκε ξανά στο
και τους πήγαιναν φαγητό. Έβλεπαν τη δυστυχία        λιµανάκι, εκεί που ο Βαγγέλης ετοίµαζε τα δίχτυα
τους.     εν τους έκανε καρδιά να τους αφήσουν       του. Ξαφνικά ο          ηµήτρης, ο γιος του ψαρά,
έτσι, νηστικούς και αβοήθητους. Οι άντρες πάλι       πέρασε σβέλτα ανάµεσά τους και µε ένα σάλτο,
ήταν πιο σκληροί.     εν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή.   βρέθηκε όρθιος στη βάρκα του πατέρα του.
Μάλλον ήθελαν να τους δουν να φεύγουν µια ώρα               Ο Αζάρ φώναξε: «δουλειά!». Μα ο Βαγγέλης
αρχύτερα από το νησί τους.                           είχε συνηθίσει πια και δεν του έδινε σηµασία.
        Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Το κρύο είχε γίνει          Ο µικρός     ηµήτρης ρώτησε τον πατέρα του
τσουχτερό. Η υγρασία της θάλασσας το έκανε           τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος, παίρνοντας όµως σαν
ακόµα πιο δυνατό. Περνούσε µέχρι τα κόκκαλα. Ο       απάντηση ένα απότοµο «να µη ρωτάς». Γύρισε και
Αζάρ άναβε µια φωτιά έξω από την αποθήκη και         κοίταξε τον Μπααµπούρ. Οι παιδικές τους µατιές
προσπαθούσε να ζεσταθεί µαζί µε τη γυναίκα του       συναντήθηκαν. Μετά από λίγο, πήδησε έξω από τη
βάρκα και στεκόταν µπροστά στον Αζάρ. Εκείνος                 Ο   ηµήτρης µε την αφέλεια της ηλικίας του,
χαµογέλασε και κατέβασε από την αγκαλιά του            ρώτησε το ξένο παιδί το όνοµά του. Μα ο µικρός
τον Μπααµπούρ. Τα δύο παιδιά είχαν σχεδόν το           Μπααµπούρ απλά τον κοιτούσε και δεν έλεγε
ίδιο ύψος, τα ίδια µαλλιά, τα ίδια µάτια. Μόνο που ο   κουβέντα. Τι να καταλάβει άλλωστε από µια
Μπααµπούρ ήταν πιο σκούρος στο δέρµα. Ο                γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει;
 ηµήτρης πίστεψε πως ήταν από τον ήλιο. Μα του                «Πώς σε λένε; Πώς σε λένε; Εµένα µε λένε
φάνηκε περίεργο      εκέµβρη µήνα. Ρώτησε τον              ηµήτρη. Εσένα;» επέµενε.
πατέρα του.                                                   Ο Αζάρ κατάλαβε µε τα λίγα που είχε αρχίσει
     «Είναι από το Αφγανιστάν» είπε ο Βαγγέλης         να µαθαίνει.
και συνέχισε τη δουλειά του.                                  « ηµήτρη» είπε.
     «Πού είναι το Αφγανιστάν µπαµπά;» ρώτησε ο               « ηµήτρης» φώναξε δυνατά ο µικρός και
 ηµήτρης, που πρώτη φορά άκουγε αυτό το µέρος.         χαµογέλασε.
     «Πολύ µακριά, στην Αραβία» απάντησε ο                    «Εγκώ Αζάρ», και δείχνοντας τον γιο του,
Βαγγέλης.                                              «Μπααµπούρ».
     «Και γιατί ήρθαν εδώ µπαµπά;»                            Ο   ηµήτρης έβαλε τα γέλια. Του φάνηκε πολύ
     «Γιατί εκεί πεινάνε, δεν έχουν δουλειά, έχουν     αστείο το όνοµα.          εν είχε ξανακούσει κάτι
πόλεµο…     Και   πάψε   να    ρωτάς   πολλά»   είπε   τέτοιο. Άρχισε να το λέει συνέχεια, µέχρι που ο
αγριεµένος από τις ενοχλητικές ερωτήσεις ο             πατέρας του έβαλε µια φωνή και τότε σταµάτησε.
Βαγγέλης.                                              Ο     Μπααµπούρ    δεν     είχε    βγάλει   µιλιά.   Απλά
                                                       περιεργαζόταν τον        ηµήτρη.
Το βράδυ στο σπίτι, ο            ηµήτρης άνοιξε το                Ο   ηµήτρης, αφού ρούφηξε όλο το κεφάλαιο
βιβλίο της Γεωγραφίας που είχε η µεγαλύτερη                      για το Αφγανιστάν, έπεσε για ύπνο. Φανταζόταν
αδερφή του, η Αγγελική, και άρχισε να ψάχνει το                  τον Αζάρ µε άσπρη κελεµπία και τουρµπάνι στο
Αφγανιστάν.        εν το έβρισκε στην αρχή, µα κάποια            κεφάλι, επάνω σε µια καµήλα, να ταξιδεύει µέσα
στιγµή, φώναξε: «Nα το!!!!» Ο πατέρας του, η µάνα                σε    µια έρηµο.       ε    χρειάστηκε   πολύ για να
του, η αδερφή του, η γιαγιά µε τον παππού, ήταν                  αποκοιµηθεί. Το διάβασµα τον είχε νυστάξει ήδη.
όλοι εκεί. Κανένας τους όµως δεν έδωσε σηµασία.                        Η   µέρα   που       ξηµέρωσε   ήταν   παραµονή
     Ο µικρός άρχισε να διαβάζει για αυτή την                    Χριστουγέννων.     Το        σπίτι   καθαρισµένο    και
παράξενη και µακρινή χώρα.            εν τα καταλάβαινε          γιορτινό. Φτωχικό, µα ζεστό και όµορφο. Η µητέρα
όλα. Μα η φαντασία του έφτιαχνε διάφορες                         του   ηµήτρη µαζί µε τη γιαγιά είχαν ξυπνήσει από
εικόνες.     ιάβαζε      για   τα    µεγάλα      βουνά,    τα    τα χαράµατα κι έφτιαχναν κουραµπιέδες και
ποτάµια, τους κρύους χειµώνες και τα καυτά                       µελοµακάρονα.
καλοκαίρια. Είχε δει στην τηλεόραση άραβες µε                          Την ώρα που ξύπνησε ο           ηµήτρης, το σπίτι
κελεµπίες,        ερήµους,     καµήλες.     Κάπως         έτσι   µοσχοβολούσε από τα φρεσκοψηµένα γλυκά, κι
φανταζόταν         το   Αφγανιστάν.       Ούτε    µπορούσε       εκείνος έτρεξε και δοκίµασε µε λαιµαργία. Μετά
κάποιος     άλλος       να   του    δώσει   περισσότερες         ντύθηκε και µαζί µε την αδερφή του και τα άλλα
πληροφορίες. Κι οι δικοί του, το δηµοτικό είχαν                  παιδιά, µαζεύτηκαν κι άρχισαν να πηγαίνουν από
βγάλει.    Ό,τι    µάθαιναν,       ήταν   µόνο    από     την    σπίτι σε σπίτι για τα κάλαντα.
τηλεόραση.                                                             Κατά το µεσηµέρι, κι αφού είχε γεµίσει µια
                                                                 σακούλα µε µελοµακάρονα, κουραµπιέδες,
κουλούρια και µπισκότα, γυρνώντας για το σπίτι, ο       τη γλώσσα του άλλου. Ο Αζάρ µόνο, είπε δυο
 ηµήτρης πέρασε µπροστά από τη µικρή αποθήκη            λέξεις: « ουλειά...Φαΐ...».
όπου έµενε η οικογένεια του Αζάρ. Στάθηκε απ’                 Τον κοίταξε ο µικρός         ηµήτρης κι είδε έναν
έξω, όταν είδε τον Αζάρ να βγαίνει.                     άνθρωπο αδύνατο, µε µάτια να κλείνουν από
    « ηµήτρης» του φώναξε.                              κούραση και αδυναµία. Γύρισε και κοίταξε την
    «Αζάρ» αποκρίθηκε κι αυτός.                         Ντελµπάρ      που   καθόταν        κουλουριασµένη   στη
    «Ο Μπααµπούρ;» ρώτησε ο       ηµήτρης.              γωνία και άκουσε τα δόντια της να τρίζουν από το
    Τότε, µε ένα νόηµα, ο Αζάρ τού έδειξε τον           κρύο.
Μπααµπούρ    που   καθόταν   τυλιγµένος      µε   µια         Με µια κίνηση, άνοιξε τη σακούλα κι έβγαλε
κουβέρτα δίπλα στη µάνα του. Στην αρχή ο                από µέσα ένα µελοµακάρονο. Άπλωσε το χέρι του
 ηµήτρης δίστασε, µα σε λίγο, είχε ήδη µπει στη         προς τον Μπααµπούρ και του το έδωσε. Εκείνος
µικρή αποθήκη.                                          τον       κοίταξε    περίεργα,      µα   το   ένστικτο
    Είχε αρχίσει να βρέχει σιγανά. Οι σταγόνες          λειτούργησε.        Μέσα      σε    δευτερόλεπτα,    το
της βροχής ακούγονταν στη σκεπή από λαµαρίνα.           µελοµακάρονο είχε ήδη εξαφανιστεί.
Το κρύο ήταν διαπεραστικό µέσα στην αποθήκη. Ο                Ο      ηµήτρης    έβγαλε       κουραµπιέδες   και
 ηµήτρης κοιτούσε όλο απορία.     εν µπορούσε να        µπισκότα από τη σακούλα. Έδωσε και στον Αζάρ
καταλάβει πώς είχαν βρεθεί στο νησί τους αυτοί          και στην Ντελµπάρ. Ήταν η πρώτη φορά που
οι άνθρωποι από τόσο µακριά. Κι ούτε µπορούσε           έτρωγαν τέτοια γλυκά. Σε λίγο δεν είχε µείνει
να πει κάποια κουβέντα, γιατί δε γνώριζε ο ένας         ούτε ψίχουλο! Κατάλαβε ο             ηµήτρης την πείνα
                                                        τους, αλλά δεν είπε τίποτα. Γύρισε την πλάτη του κι
έτρεξε προς το σπίτι, ενώ η βροχή έπεφτε όλο και             Όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα. Ο πατέρας του
πιο δυνατή.                                             άρχισε να φωνάζει.
     Ο πατέρας του στεκόταν στην πόρτα.                     «Τι     δουλειά είχες εσύ εκεί; Μπορεί να
     «Πού ήσουν τόση ώρα και σε περιµένουµε             κόλλησες καµιά αρρώστια. Αυτοί είναι άπλυτοι.
για φαγητό;»                                            Βρώµικοι.    εν ξέρουµε από πού έχουν έρθει και τι
     O    µικρός      φοβήθηκε    να     του     πει.   κουβαλάνε µαζί τους».
 ικαιολογήθηκε ότι ήταν µε τα άλλα παιδιά και               Τα ίδια άρχισε να λέει και η αδερφή του. Η
ξεχάστηκε.                                              µάνα του δε µίλησε, ούτε η γιαγιά. Ο παππούς
     Κάθισαν   όλοι    στο   τραπέζι.   Μια    ζεστή    όµως προσπάθησε να ηρεµήσει τα πνεύµατα.
ψαρόσουπα µε χόρτα και πατάτες ήταν ό,τι                    «Άνθρωποι          είναι   κι    αυτοί    Βαγγέλη!
καλύτερο µε τέτοιο καιρό. Έκαναν τον σταυρό             Ταλαιπωρηµένοι και δυστυχισµένοι. Σκέψου πώς
τους και ξεκίνησαν να τρώνε. Ο      ηµήτρης όµως        ήµασταν πριν χρόνια κι εµείς. Θυµάσαι πώς ήσουν
δεν µπορούσε να βγάλει από το µυαλό του τον             µικρό   παιδί;    Με   κοντά   παντελόνια     χειµώνα-
µικρό Μπααµπούρ και τους γονείς του. Θυµόταν            καλοκαίρι. Χωρίς πολλά-πολλά.        εν είχαµε ρεύµα.
πως πριν λίγο είχε βρεθεί σε ένα παγωµένο                εν είχαµε τρόφιµα όταν έπιανε φουρτούνα και
δωµατιάκι, µαζί µε τρεις ανθρώπους που έτρεµαν          δεν ερχόταν το καΐκι από απέναντι. Περάσαµε
από το κρύο και πεινούσαν.                              τόσα και τόσα. Μην είσαι σκληρός µε τη δυστυχία
     Ξαφνικά, έβαλε µια φωνή.                           των άλλων».
     «Ήµουν στον Μπααµπούρ!»                                «Και     τι   να    κάνουµε     πατέρα;   Να   τους
                                                        µαζέψουµε όλους εδώ; Και µετά; O Αφγανός
έρχεται κάθε µέρα και µου λέει “δουλειά, δουλειά,        Ο παππούς δε χρειάστηκε παρά µερικά λεπτά
δουλειά”. Κι εγώ ένα µεροκάµατο βγάζω, τι            για να συµφωνήσει.      ικό του ήταν το σπίτι. Με
δουλειά να του δώσω; Nα φύγουν, να πάνε αλλού!       χίλιους κόπους το έφτιαξε.   αρµένος κι αυτός όλα
Εδώ µόνο ψάρεµα υπάρχει. Τίποτα άλλο!» είπε ο        τα χρόνια µέσα στη θάλασσα. Ήξερε πώς είναι να
Βαγγέλης και πήγε να κοιµηθεί.                       σε χτυπά το κύµα, το κρύο, η βροχή. Να µην έχεις
    Ο    ηµήτρης   είχε   στεναχωρηθεί.   Αν   και   τα απαραίτητα να φας. Μεγάλωσε τρία παιδιά µε
µικρός για να νιώσει τι είχαν περάσει οι µεγάλοι,    πολλές δυσκολίες, µα τα κατάφερε. Έβαλε τον
κατάλαβε τα λόγια του παππού του. Κι άρχισε να       µικρό     ηµήτρη στα γόνατά του και του µίλησε µε
καταστρώνει ένα σχέδιο στο µυαλό του. Έπρεπε         έγνοια.
µε κάποιο τρόπο να κάνει κάτι γι’ αυτούς τους            «Όταν ο πατέρας σου θα φύγει για το
ανθρώπους. Ήταν παραµονή Χριστουγέννων. Όλοι         καφενείο, εµείς θα πάµε στην αποθήκη που είναι
στο νησί είχαν το έθιµο να µαζεύονται στα σπίτια.    οι φίλοι σου και θα τους φέρουµε εδώ».
Να τρωγοπίνουν και να γελάνε δίπλα στη ζεστασιά          «Ναιιιιιιι!» φώναξε ο µικρός.
του τζακιού. Μα πιο πολύ σκεφτόταν πως ο µικρός          Ο παππούς τού είπε να ησυχάσει, γιατί
Μπααµπούρ θα κοιµόταν σχεδόν νηστικός µέσα           κινδύνευαν να προδοθούν.
στην παγωµένη αποθήκη.                                   Με λαχτάρα περίµενε ο           ηµήτρης την ώρα
    «Παππού!» είπε ο   ηµήτρης. «Πρέπει να τους      που θα έβλεπε τον πατέρα του να φεύγει.
φέρουµε στο σπίτι απόψε. Να πλυθούν, να φάνε         Παραφύλαγε στη πόρτα του δωµατίου του, µέχρι
µαζί µας και να ζεσταθούν».                          που τον άκουσε να ντύνεται και να βγαίνει. Μόλις
                                                     σιγουρεύτηκε ότι πήγαινε στο καφενείο, ο µικρός
έτρεξε στον παππού. Τότε κίνησαν κι αυτοί για τη              αυτό φοβόντουσαν πιο πολύ. Τι θα γινόταν όταν
µικρή αποθήκη.                                                θα ερχόταν;
    Όταν       έφτασαν,    βρήκαν   και    τους      τρεις,          Η µητέρα του   ηµήτρη ετοίµασε το µπάνιο κι
σκεπασµένους µε τις κουβέρτες κι από ένα                      έτρεξε να βρει καθαρά ρούχα για τους ξένους.
κοµµάτι ψωµί στα χέρια. Ο παππούς ένιωσε ένα                  Έτσι της είπε να κάνει ο πεθερός της, κι εκείνη
σφίξιµο στην καρδιά του. Άρχισε να τους φωνάζει               τον σεβόταν. Μα ήταν κι η ίδια καλός άνθρωπος
να σηκωθούν, µα εκείνοι δεν καταλάβαιναν λέξη.                και καταλάβαινε τι σήµαινε όλο αυτό για τις τρεις
Με τα χίλια ζόρια, τους σήκωσε και µε νοήµατα,                ταλαιπωρηµένες ψυχές.
τους έβαλε να τον ακολουθήσουν.                                      Ο Αζάρ είχε σκύψει το κεφάλι και ντρεπόταν
    Έφτασαν στο σπίτι. Ο Αζάρ κοντοστάθηκε.                   να κοιτάξει γύρω. Το ίδιο κι η γυναίκα του. Ο
 ίσταζε να προχωρήσει. Ήξερε ότι σ’ αυτό το σπίτι             µικρός    Μπααµπούρ     όµως    δεν   είχε    τέτοιες
έµενε     ο    Βαγγέλης.   Φοβήθηκε       ότι   θα    είχε    αναστολές. Η παιδική ψυχή δεν καταλάβαινε από
φασαρίες. Μπορεί να µη γνώριζε την ελληνική                   αυτά.
γλώσσα,       αλλά   καταλάβαινε    τη    γλώσσα       του           Το σπίτι ήταν στολισµένο. Ένα µικρό καράβι,
σώµατος.                                                      όπως     συνήθως στολίζουν      στα νησιά για τα
    Ο παππούς άνοιξε την πόρτα και τους έκανε                 Χριστούγεννα, µάγεψε το ξένο παιδί.           εν είχε
νόηµα να µπουν µέσα. Μία, δύο, τρεις φορές,                   ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όπως δεν είχε ξαναδεί και
µπήκαν τελικά. Όλοι ήταν εκεί, έκπληκτοι και                  χριστουγεννιάτικο     δέντρο.    Γεµάτο      στολίδια,
παράλληλα καχύποπτοι. Μόνο ο Βαγγέλης έλειπε, κι              φωτεινά λαµπιόνια κι από κάτω, κουτιά τυλιγµένα
µε δώρα.   εν πρόλαβε να δει και πολλά, γιατί τους   ενώ είχαν καθίσει ήδη όλοι... και ο Αζάρ και η
οδήγησαν κατευθείαν για µπάνιο.                      Ντελµπάρ και ο Μπααµπούρ.
    Μετά     από    λίγη   ώρα,     καθαροί    και         Ήταν   ένα   τραπέζι    γιορτινό,   φορτωµένο
φρεσκοντυµένοι µε τα ρούχα της οικογένειας,          καλούδια. Ο Βαγγέλης κι όλη η οικογένεια έκαναν
κάθονταν κοντά στο τζάκι για να ρουφήξουν όλη        τον σταυρό τους. Ο Αζάρ και η γυναίκα του απλά
τη ζεστασιά. Μην µπορώντας να πουν κάποια λέξη       κατέβασαν το κεφάλι.         ιαφορετική η θρησκεία
στα ελληνικά, µόνο χαµογελούσαν.                     τους: Μουσουλµάνοι. Ο Βαγγέλης το ήξερε αυτό κι
    Η µητέρα του     ηµήτρη ετοίµαζε το τραπέζι      ήταν σαν το έκανε κάπως επίτηδες. Μα δε δόθηκε
για το βραδινό. Κοτόσουπα. Φρέσκο κοτόπουλο,         συνέχεια.
δικό τους. Μοσχοβολούσε ο τόπος.                           Ξεκίνησαν    να    τρώνε.      Με    νοήµατα,
    Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα. Απόλυτη ησυχία.         κατόρθωσαν να συνεννοηθούν. Στην τηλεόραση
Περίµεναν όλοι την έκρηξη του Βαγγέλη. Εκείνος,      είχε εορταστικό πρόγραµµα µε µπουζούκια. Ο
µόλις είδε τον Αζάρ και την οικογένειά του µέσα      Αζάρ κι η γυναίκα του είχαν χρόνια να ακούσουν
στο σπίτι, άρχισε να κοκκινίζει, να φουσκώνει.       µουσική. Ήταν απαγορευµένη στη χώρα τους. Μα
Ήταν έτοιµος να βάλει τις φωνές, όταν σηκώθηκε       δεν τους φάνηκε κάτι ξένο. Στα αυτιά τους ήταν
ο πατέρας του, τον κοίταξε µε βλέµµα αυστηρό         οικείο. Άρχισαν να γελάνε και να κουνιούνται
και ξανακάθισε. Ο Βαγγέλης δεν είπε λέξη. Πήγε       στον ρυθµό της µουσικής. Ο Βαγγέλης άρχισε να
κατευθείαν στο δωµάτιό του.       ε βγήκε µέχρι να   γελά κι εκείνος µετά από ένα µπουκάλι κρασί που
τον φωνάξουν για φαγητό. Κάθισε στο τραπέζι,         είχε πιει.
Αφού    έφαγαν     όλοι   µέχρι   σκασµού,   ο    σοκολάτα. Έφαγαν λαίµαργα και κάθισαν δίπλα
 ηµήτρης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ και τον            στο τζάκι, συνεχίζοντας να παίζουν.
πήρε από το χέρι. Ο Μπααµπούρ αυτή τη φορά δε             Είχε πάει δώδεκα και µισή.
δίστασε καθόλου. Τον ακολούθησε στο δωµάτιό               «Φέρτε    το    στρώµα        από   την   αποθήκη,
του και κάθισαν κάτω στο ζεστό χαλί. Ο γιος του       καθαρές κουβέρτες και µαξιλάρια να κοιµηθούν
ψαρά έβγαλε όσα παιχνίδια είχε, την µπάλα του,        οι άνθρωποι εδώ απόψε» είπε ο παππούς.
φωτογραφίες της αγαπηµένης του ποδοσφαιρικής              Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Έβαλαν το
οµάδας. Έβγαλε και το µπλοκ ζωγραφικής κι όλους       στρώµα    δίπλα    στο   τζάκι,    καθαρά     σεντόνια,
τους µαρκαδόρους του. Άρχισε να ζωγραφίζει            κουβέρτες και µαξιλάρια. Τα µάτια όλων άρχισαν
θάλασσα και βάρκες. Έδωσε και στον Μπααµπούρ          να κλείνουν. Ένας-ένας πήγαιναν στα δωµάτιά
που χαµογελούσε πλατιά. Χωρίς να τα καταφέρνει        τους για ύπνο. Στο σαλόνι είχαν αποµείνει ο
και τόσο καλά, το ξένο παιδί άρχισε να ζωγραφίζει     παππούς µε τον      ηµητράκη και ο Αζάρ µε την
βουνά, µεγάλα βουνά!                                  οικογένειά του. Ο παππούς τούς φίλησε και έφυγε.
    Γύρισαν µετά από λίγη ώρα στο σαλόνι, µε              Ο    ηµητράκης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ,
τις ζωγραφιές στα χέρια. Τα δυο παιδιά είχαν          του έπιασε το χέρι και του ευχήθηκε «Χρόνια
σµίξει τη γη µε το νερό. Τα ψηλά βουνά µε τη          Πολλά». Ο Μπααµπούρ δεν κατάλαβε τίποτα, µα
βαθιά θάλασσα. Τίποτα δεν τα χώριζε.             εν   δεν τον πείραξε. Ένιωσε ότι κάτι καλό θα ήταν.
υπήρχαν σύνορα γι’ αυτά.                              Χαµογέλασαν όλοι.
    Οι µεγάλοι χαµογέλασαν. Ο παππούς πήρε                Κι ο Αζάρ κι η Ντελµπάρ αισθάνθηκαν µετά
αγκαλιά και τα δύο παιδιά και τους έδωσε από µια      από πολύ καιρό µια κρυφή χαρά. Ήξεραν ότι τίποτα
δεν ήταν εύκολο. Ότι είχαν πολύ δρόµο ακόµα          χτυπούσε η καµπάνα. Κοίταξε ψηλά κι έδειξε µε το
µπροστά τους. Μα ετούτη η χριστουγεννιάτικη          δάχτυλο.
νύχτα, που αγνοούσαν τη σηµασία της, ήταν ίσως              «Ο Θεός!» είπε.
η πιο ζεστή και όµορφη στη ζωή τους. Ξάπλωσαν               «Αλλάχ!» έκανε ο Αζάρ.
και αποκοιµήθηκαν µέσα σε λίγα λεπτά, πιασµένοι             «Θεός!» ξανάπε ο Βαγγέλης.
χέρι-χέρι.                                                  «Κι οι δυο σας», του λέει ο παππούς, «για τον
     Ο µικρός Μπααµπούρ ξάπλωσε κι αυτός, µα         Ίδιο   λέτε.   Κι    οι    δυο    σας       άνθρωποι    είστε,
δεν κοιµήθηκε παρά πολύ αργότερα. Τα µάτια του       φτιαγµένοι από τον Θεό ή τον Αλλάχ. Φτιαγµένοι
έµειναν ανοιχτά να χαζεύουν το καραβάκι από τη       είµαστε για να βοηθάµε ο ένας τον άλλο, για να
µια µεριά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο από        µπορούµε να δίνουµε αγάπη».
την άλλη. Τα φωτεινά λαµπάκια αναβόσβηναν σαν               Ο   Βαγγέλης        κούνησε      το     κεφάλι     του
τρελά. Μέσα στο σκοτεινό δωµάτιο, ήταν ό,τι πιο      συγκαταβατικά.           Μόνο    σε   µια    στιγµή,   καθώς
όµορφο είχε δει µέχρι τώρα.                          έβγαιναν από το σπίτι για την εκκλησία, ψιθύρισε
     Τα ξηµερώµατα, τους ξύπνησε όλους η             στο αυτί του πατέρα του.
καµπάνα της εκκλησίας. Χριστούγεννα!                        «Ξέρεις µε τι νευρίασα περισσότερο πατέρα
     Η   οικογένεια   έβαλε   τα   καλά   της   κι   χθες το βράδυ;»
ετοιµάστηκε για την εκκλησία. Ο Αζάρ πήγε να                «Mε τι;» τον ρώτησε απορηµένος εκείνος.
σηκωθεί, µα ο Βαγγέλης του έδειξε µε νοήµατα                «Που είδα τον Αζάρ να φορά το καλό µου το
να µείνει ξαπλωµένος. Έκανε τον σταυρό του ενώ       πουλόβερ....        εν     το    είχα   φορέσει        ακόµα,
                                                     καινούργιο ήταν να πάρει η οργή!»
Και έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
     Αυτά    τα   Χριστούγεννα    ήταν   πράγµατι
διαφορετικά. Μια αγκαλιά έγιναν όλοι. Ένα σπίτι
άνοιξε και δέχθηκε µε ζεστασιά τρεις ανθρώπους
άγνωστους, µα τελικά ανθρώπους. Και δυο παιδιά,
νίκησαν τις προκαταλήψεις και τους φόβους.
     Ίσως µια µέρα, ο Μπααµπούρ καταλάβει τη
λέξη χαρά στα ελληνικά. Γιατί στη γλώσσα του, τα
αφγανικά, το όνοµά του αυτό σηµαίνει! Και τούτο
το   Χριστουγεννιάτικο   βράδυ    ήταν   πράγµατι
Μπααµπούρ!
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του
2012 µε πρωταρχικό σκοπό τη δηµιουργία ενός χώρου
όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνοµιλούν
άµεσα, δωρεάν και ελεύθερα µε το αναγνωστικό
κοινό.
Μακριά από το κέρδος, την εκµετάλλευση και την
εµπορευµατοποίηση της πνευµατικής ιδιοκτησίας, οι
Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν
τις      σχέσεις       Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη,
καλλιεργώντας     τον    πραγµατικό   διάλογο,    την
αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του
έργου µε τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και
περιορισµούς.

     Ο ισχυρός άνεµος της αγάπης για το βιβλίο,
       το γλυκό αεράκι της δηµιουργικότητας
                           δηµιουργικότητας,
             ο ζέφυρος της καινοτοµίας,
                           καινοτοµίας
              ο σιρόκος της φαντασίας,
                            φαντασίας
              ο λεβάντες της επιµονής
                             επιµονής,
                            οράµατος,
              ο γραίγος του οράµατος
      καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών µας.

    Σας καλούµε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να
               πετάξουν ελεύθερα!
«Αφήνω την πατρίδα µου, γιατί µε αφήνει και αυτή». Αυτά
 µοιάζει να σκέφτεται ο Αζάρ από το Αφγανιστάν καθώς
                        µετανάστης-
 αντικρίζει –παράνοµος µετανάστης- το µικρό ελληνικό
 νησί. Μαζί του η γυναίκα του και ο εξάχρονος γιος τους
 Μπααµπούρ.
 « ουλειά!» ζητάει ο Αζάρ από τον ντόπιο ψαρά Βαγγέλη.
 Μα οι άνθρωποι είναι άλλοι συµπονετικοί και άλλοι
 καχύποπτοι, σκληροί ίσως χωρίς να το θέλουν. Αν όµως η
 καρδιά των µεγάλων είναι πέτρινη, τα παιδιά µιλούν τη
 δική τους γλώσσα. Έτσι, ο ηµήτρης, ο γιος του ψαρά,
 καταστρώνει ένα σχέδιο. Μια χριστουγεννιάτικη έκπληξη
 για τον µικρό Μπααµπούρ και την οικογένειά του.
 Γιατί οι άνθρωποι έχουν πλαστεί για να βοηθούν και να
 αγαπούν ο ένας τον άλλον!




ISBN: 978-618-5040-03-1

More Related Content

What's hot

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣsyrkamidou
 
λαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγια
λαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγιαλαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγια
λαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγιαMaria Nyfoudi
 
παραμύθι
παραμύθιπαραμύθι
παραμύθιsofiasmy
 
τα ελληνακια
τα ελληνακιατα ελληνακια
τα ελληνακιαargiroteach
 
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ gel93525
 
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑKaloussa Nafpaktitou
 
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...jtsiropin
 
Ο Μένιος ο Αγκαθένιος και η Ηλιοφώτιστη
Ο Μένιος ο Αγκαθένιος και η ΗλιοφώτιστηΟ Μένιος ο Αγκαθένιος και η Ηλιοφώτιστη
Ο Μένιος ο Αγκαθένιος και η Ηλιοφώτιστηssuser970bbc
 
μνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμου
μνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμουμνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμου
μνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμουgel93525
 
Oι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτων
Oι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτωνOι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτων
Oι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτωνmagdalinikalatheri
 

What's hot (14)

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΤΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
 
λαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγια
λαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγιαλαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγια
λαμπρινάκου δέσποινα τα ναυάγια
 
παραμύθι
παραμύθιπαραμύθι
παραμύθι
 
TheionOrama
TheionOramaTheionOrama
TheionOrama
 
XristougennaSstinSpilia
XristougennaSstinSpiliaXristougennaSstinSpilia
XristougennaSstinSpilia
 
ParamoniXxristougenna
ParamoniXxristougennaParamoniXxristougenna
ParamoniXxristougenna
 
τα ελληνακια
τα ελληνακιατα ελληνακια
τα ελληνακια
 
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΜΝΗΜΕΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
 
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2018 ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Μ...
 
Ο Μένιος ο Αγκαθένιος και η Ηλιοφώτιστη
Ο Μένιος ο Αγκαθένιος και η ΗλιοφώτιστηΟ Μένιος ο Αγκαθένιος και η Ηλιοφώτιστη
Ο Μένιος ο Αγκαθένιος και η Ηλιοφώτιστη
 
μνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμου
μνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμουμνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμου
μνήμες ναυτικών από τις θάλασσες του κόσμου
 
Oι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτων
Oι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτωνOι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτων
Oι ήρωές μας από το νησί των πυροτεχνημάτων
 
το ψωμί και η λογοτεχνία
το ψωμί και η λογοτεχνίατο ψωμί και η λογοτεχνία
το ψωμί και η λογοτεχνία
 

Similar to To onoma mou einai mpaampour charis v. mikelopoulos (1)

7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf
7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf
7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf7gymnasiokavalas
 
Ο ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
Ο  ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥΟ  ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
Ο ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥjorjios
 
παράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίησηπαράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίησηgina zaza
 
BRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdf
BRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdfBRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdf
BRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdfMariaAthanasopoulou9
 
To νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοσηTo νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοσηB3class
 
Το χωριό του "Όλοι μαζί"
Το χωριό του "Όλοι μαζί"Το χωριό του "Όλοι μαζί"
Το χωριό του "Όλοι μαζί"Αννα Παππα
 
Νίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.com
Νίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.comΝίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.com
Νίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.comHélène Kémiktsi
 
Οι περιπέτειες του Σταγονούλη
Οι περιπέτειες του ΣταγονούληΟι περιπέτειες του Σταγονούλη
Οι περιπέτειες του Σταγονούληhrisgiou
 
To νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοσηTo νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοσηB3class
 
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθωνΓ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθωνELENI EFSTATHIADOU
 
παραμύθι ένας ήρωας του βυθού
παραμύθι  ένας ήρωας του βυθούπαραμύθι  ένας ήρωας του βυθού
παραμύθι ένας ήρωας του βυθούeapdim
 
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙEleni Konstantinidou
 
τα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσαςτα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσαςpanosfilologos
 

Similar to To onoma mou einai mpaampour charis v. mikelopoulos (1) (20)

7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf
7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf
7ο-Γυμνάσιο-Kαβάλας-Σχολική-Εφημερίδα-Πόντος.pdf
 
Ο ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
Ο  ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥΟ  ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
Ο ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΤΟΥ
 
παράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίησηπαράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
 
Parxalina diigimatac
Parxalina diigimatacParxalina diigimatac
Parxalina diigimatac
 
Parxalina diigimataa
Parxalina diigimataaParxalina diigimataa
Parxalina diigimataa
 
BRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdf
BRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdfBRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdf
BRAZIΛΙΑ-ΚΕΝΥΑ-ΙΚΑΡΙΑ.pdf
 
0
00
0
 
To νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοσηTo νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοση
 
Το χωριό του "Όλοι μαζί"
Το χωριό του "Όλοι μαζί"Το χωριό του "Όλοι μαζί"
Το χωριό του "Όλοι μαζί"
 
Istoria2
Istoria2Istoria2
Istoria2
 
φωτα ολοφωτα
φωτα ολοφωταφωτα ολοφωτα
φωτα ολοφωτα
 
Νίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.com
Νίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.comΝίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.com
Νίκος Καζαντζάκης -Οι αδερφοφάδες-http://www.projethomere.com
 
Οι περιπέτειες του Σταγονούλη
Οι περιπέτειες του ΣταγονούληΟι περιπέτειες του Σταγονούλη
Οι περιπέτειες του Σταγονούλη
 
To νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοσηTo νερό στη μυθολογία και την παράδοση
To νερό στη μυθολογία και την παράδοση
 
Η ταξιδιάρα λεμονιά
Η ταξιδιάρα λεμονιάΗ ταξιδιάρα λεμονιά
Η ταξιδιάρα λεμονιά
 
Ο μάγος των επτά χρωμάτων
Ο μάγος των επτά χρωμάτωνΟ μάγος των επτά χρωμάτων
Ο μάγος των επτά χρωμάτων
 
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθωνΓ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
 
παραμύθι ένας ήρωας του βυθού
παραμύθι  ένας ήρωας του βυθούπαραμύθι  ένας ήρωας του βυθού
παραμύθι ένας ήρωας του βυθού
 
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
 
τα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσαςτα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσας
 

More from adam dim

8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού
8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού
8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιούadam dim
 
σχολικές τάξεις του κόσμου
σχολικές τάξεις του κόσμουσχολικές τάξεις του κόσμου
σχολικές τάξεις του κόσμουadam dim
 
πηγαίνοντας σχολείο...
πηγαίνοντας σχολείο...πηγαίνοντας σχολείο...
πηγαίνοντας σχολείο...adam dim
 
Platon (Greece)
Platon (Greece)Platon (Greece)
Platon (Greece)adam dim
 
Tour de france
Tour de franceTour de france
Tour de franceadam dim
 
μαύρο ελάφι
μαύρο ελάφιμαύρο ελάφι
μαύρο ελάφιadam dim
 
Πυρκαγιά Θεσσαλονίκης
Πυρκαγιά ΘεσσαλονίκηςΠυρκαγιά Θεσσαλονίκης
Πυρκαγιά Θεσσαλονίκηςadam dim
 
πασχαλιάτικο γ2
πασχαλιάτικο γ2πασχαλιάτικο γ2
πασχαλιάτικο γ2adam dim
 
αγρόκτημα
αγρόκτημααγρόκτημα
αγρόκτημαadam dim
 
πάρκο δεινοσαύρων
πάρκο δεινοσαύρωνπάρκο δεινοσαύρων
πάρκο δεινοσαύρωνadam dim
 
127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο
127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο
127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυοadam dim
 
Πρόληψη εκφοβισμού
Πρόληψη εκφοβισμούΠρόληψη εκφοβισμού
Πρόληψη εκφοβισμούadam dim
 
Sxolikos ekfowismos
Sxolikos ekfowismosSxolikos ekfowismos
Sxolikos ekfowismosadam dim
 
Michael Marten
Michael MartenMichael Marten
Michael Martenadam dim
 
Chefchaouen
ChefchaouenChefchaouen
Chefchaouenadam dim
 
Πεταλούδες Monarch
Πεταλούδες MonarchΠεταλούδες Monarch
Πεταλούδες Monarchadam dim
 
Σύγχρονες τοιχογραφίες
Σύγχρονες τοιχογραφίεςΣύγχρονες τοιχογραφίες
Σύγχρονες τοιχογραφίεςadam dim
 
Εμπόριον (Ampuria)
Εμπόριον (Ampuria)Εμπόριον (Ampuria)
Εμπόριον (Ampuria)adam dim
 

More from adam dim (20)

8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού
8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού
8ο δημοτικό σχολείο ελευθερίου κορδελιού
 
σχολικές τάξεις του κόσμου
σχολικές τάξεις του κόσμουσχολικές τάξεις του κόσμου
σχολικές τάξεις του κόσμου
 
πηγαίνοντας σχολείο...
πηγαίνοντας σχολείο...πηγαίνοντας σχολείο...
πηγαίνοντας σχολείο...
 
Platon (Greece)
Platon (Greece)Platon (Greece)
Platon (Greece)
 
Tour de france
Tour de franceTour de france
Tour de france
 
The wave
The waveThe wave
The wave
 
μαύρο ελάφι
μαύρο ελάφιμαύρο ελάφι
μαύρο ελάφι
 
Πυρκαγιά Θεσσαλονίκης
Πυρκαγιά ΘεσσαλονίκηςΠυρκαγιά Θεσσαλονίκης
Πυρκαγιά Θεσσαλονίκης
 
πασχαλιάτικο γ2
πασχαλιάτικο γ2πασχαλιάτικο γ2
πασχαλιάτικο γ2
 
αγρόκτημα
αγρόκτημααγρόκτημα
αγρόκτημα
 
πάρκο δεινοσαύρων
πάρκο δεινοσαύρωνπάρκο δεινοσαύρων
πάρκο δεινοσαύρων
 
127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο
127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο
127964389 εκπαιδευτικά-μονοπάτια-στο-διαδίκτυο
 
Πρόληψη εκφοβισμού
Πρόληψη εκφοβισμούΠρόληψη εκφοβισμού
Πρόληψη εκφοβισμού
 
Sxolikos ekfowismos
Sxolikos ekfowismosSxolikos ekfowismos
Sxolikos ekfowismos
 
Michael Marten
Michael MartenMichael Marten
Michael Marten
 
Lac retba
Lac retbaLac retba
Lac retba
 
Chefchaouen
ChefchaouenChefchaouen
Chefchaouen
 
Πεταλούδες Monarch
Πεταλούδες MonarchΠεταλούδες Monarch
Πεταλούδες Monarch
 
Σύγχρονες τοιχογραφίες
Σύγχρονες τοιχογραφίεςΣύγχρονες τοιχογραφίες
Σύγχρονες τοιχογραφίες
 
Εμπόριον (Ampuria)
Εμπόριον (Ampuria)Εμπόριον (Ampuria)
Εμπόριον (Ampuria)
 

To onoma mou einai mpaampour charis v. mikelopoulos (1)

  • 1.
  • 2. Ο Χάρης Β. Μικελόπουλος γεννήθηκε το 1973 στον Πύργο Ηλείας όπου και µεγάλωσε. Η ζωγραφική, το σχέδιο, οι εικόνες, τον οδήγησαν στο να σπουδάσει στο Αkto Αrt&Design College στην Αθήνα, Αρχιτεκτονική και ιακόσµηση Εσωτερικών- Εξωτερικών Χώρων. Μετά τις σπουδές του, επέστρεψε στον Πύργο όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως διακοσµητής µε δικό του γραφείο. Γνωρίζει Αγγλικά από ανάγκη, όπως ο ίδιος δηλώνει, και Ιταλικά από ευχαρίστηση. Η πρώτη του απόπειρα στη συγγραφή µιας παιδικής ιστορίας, αισθάνεται πως είναι ίσως όπως και το ξεκίνηµα ενός µικρού παιδιού. Τα πρώτα βήµατα. Οι εικόνες, η φαντασία, οι σκέψεις έρχονται πια ως λέξεις για να αποτυπωθούν στο χαρτί.
  • 3. ΧΑΡΗΣ Β. ΜΙΚΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΠΑΑΜΠΟΥΡ
  • 4. Χάρης Β. Μικελόπουλος, Το όνοµά µου είναι Μπααµπούρ ISBN: 978-618-5040-03-1 Μάρτιος 2013 Σύνθεση εξωφύλλου-Εικονογράφηση: Χάρης Β. Μικελόπουλος harisvmikelo@yahoo.gr Επιµέλεια, ιορθώσεις: Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη k.charlavani@gmail.com Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαµπαδαρίου http://www.facebook.com/iraklis.lampadariou Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου ιάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Σηµείωση: Η γραµµατοσειρά που χρησιµοποιήσαµε είναι προσφορά του Aka-acid (www.aka-acid.com). Άδεια Creative Commons Αναφορά ηµιουργού – Μη Εµπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύµφωνη γνώµη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, µερική ή περιληπτική, µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανοµή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, µη εµπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν µπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δηµιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριµένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
  • 5.
  • 6.
  • 7. Ο Μπααµπούρ γεννήθηκε σε ένα µικρό χωριό, έρθουν από τον ουρανό οι βροχές. Να µεγαλώσει κάπου τρεις ώρες µακριά από την Καµπούλ, το σιτάρι και για µια ακόµη χρονιά να γίνει πρωτεύουσα του Αφγανιστάν. Μια χώρα µε χρυσάφι στα χέρια του φτωχού Αζάρ. πλούσια ιστορία χιλιάδων χρόνων, όµως φτωχή στα Μα τούτη τη χρονιά οι βροχές δεν ήρθαν, κι η µάτια των σύγχρονων κατοίκων της. Μια χώρα σοδειά καταστράφηκε. Ο Αζάρ µαζί µε τη γυναίκα σταυροδρόµι στο πέρασµα των αιώνων, µε του, την Ντελµπάρ, δεν είχαν τίποτα στα χέρια ιστορική και οικονοµική σηµασία, µα σήµερα τους για να ζήσουν, εκτός από λίγες κατσίκες και βασανισµένη από εισβολές ξένων και εµφύλιους µερικές κότες στο µικρό τους πέτρινο σπίτι. Το ίδιο πολέµους. δράµα ζούσαν χιλιάδες σαν τον Αζάρ και την Ψηλά, αγέρωχα βουνά, κατάλευκα τον Ντελµπάρ. περισσότερο καιρό από τα χιόνια, ποτάµια και Ο καιρός περνούσε και τα πράγµατα εκτάσεις απέραντες που δεν µπορούν να δυσκόλευαν όλο και πιο πολύ. «Τίποτα χειρότερο καλλιεργηθούν. Κι όσες καλλιεργούνται, κυρίως µε από την πείνα», σκεφτόταν ο Αζάρ. Βαθιά σιτάρι, πληγώνονται από την ίδια τη φύση. Έτσι λυπηµένος, δεν έλεγε κουβέντα για πολλές µέρες. είδε κι ο πατέρας του Μπααµπούρ, ο Αζάρ, τη Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει σοδειά του να καταστρέφεται µέσα σε λίγο καιρό την οικογένειά του. Μα τίποτα δε φαινόταν να τον από την ξηρασία. Καθώς ο βαρύς χειµώνας έδωσε βγάζει από το αδιέξοδο. Ρωτώντας και ψάχνοντας, τη θέση του στην άνοιξη, και τα χιόνια άρχισαν έµαθε ότι µπορούσε να φύγει από το Αφγανιστάν να γίνονται δροσερά ρυάκια σαν πνοή ζωής µέσα για άλλα µέρη, πιο πλούσια. Κι έκανε τα πάντα για στα σκληροτράχηλα εδάφη, η σπορά περίµενε να να βρει χρήµατα για την οικογένειά του, που, µαζί
  • 8.
  • 9. µε συγχωριανούς και αγρότες από άλλα χωριά, θα είχαν κάνει το θαύµα τους. Χιλιάδες φύλλα έφευγε µακριά, για ένα καλύτερο αύριο. τρεµόπαιζαν πάνω στο νερό. Κι ο Μπααµπούρ δεν Η Ντελµπάρ φρόντιζε τον µικρό Μπααµπούρ. ξεκολλούσε το βλέµµα του. εν είχε λόγο στην απόφαση του άντρα της. Τον Με ένα µικρό πλοίο πέρασαν τα χρυσαφένια αγαπούσε και τον εµπιστευόταν. Μια µέρα, ο Αζάρ φύλλα που σιγά-σιγά χάνονταν µιας κι ο ήλιος τής είπε να µαζέψει ό,τι υπήρχε από τα λιγοστά έδινε τη θέση του στη νύχτα. Το σκοτάδι έσβησε τους ρούχα, κυρίως βαριά, για κρύο. Το ταξίδι για τα πάντα, κι ο µικρός Μπααµπούρ αποκοιµήθηκε έναν άλλο κόσµο µόλις άρχιζε. στην αγκαλιά της µάνας του έχοντας συντροφιά Σαράντα άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και τη µουσική που έκανε το κύµα καθώς έσκαγε παιδιά, ξεκίνησαν έναν δρόµο δύσκολο. Έκαναν πάνω στο µικρό ξύλινο πλοίο. χιλιάδες χιλιόµετρα, µέσα σε βουνά και σε Ξύπνησε από τη φασαρία. Άντρες µε στολές πεδιάδες. Πέρασαν ποταµούς, κινδύνεψαν, τούς φώναζαν, χωρίς να καταλαβαίνει κανένας αρρώστησαν, πείνασαν. τίποτα. Τους είχαν πιάσει λιµενοφύλακες. Μετά από µέρες πολλές, έφτασαν στη Βρίσκονταν σε ένα νησί στην Ελλάδα. Ήταν όλοι θάλασσα. Ο Μπααµπούρ ήταν µόλις έξι χρονών. Κι τους παράνοµοι για το κράτος. Μα δεν µπορούσαν ήταν η πρώτη φορά που είδε το γαλάζιο του να τους στείλουν πίσω από τη στιγµή που είχαν ουρανού να κινείται στα πόδια του, να αφρίζει, να βγει στην ακτή. κάνει σχέδια, να έχει ήχο. Η θάλασσα απλωνόταν Ταλαιπωρηµένοι, άυπνοι, διψασµένοι, µπροστά του σαν πεδιάδα, γεµάτη όχι µε δέντρα πεινασµένοι. Με την αλµύρα να έχει κολλήσει παρά µε χρυσαφένια φύλλα. Οι αχτίδες του ήλιου
  • 10.
  • 11. πάνω τους, τα χείλη τους στεγνά, να αναζητούν ξανά και ξανά, πάλευαν να κρατήσουν τον κόσµο µια σταγόνα γλυκού νερού να τα µαλακώσει. τους ζωντανό. Ήταν ένα παιχνίδι ζωής. Ή θα τα Τους πήραν τα στοιχεία και τους άφησαν κατάφερναν ή θα έχαναν κάθε ελπίδα. ελεύθερους. Κανονικά, µετά από λίγες µέρες, θα Οι κάτοικοι του νησιού είχαν δει πολλές έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μα κανείς φορές ανθρώπους σε άθλια κατάσταση να τους δεν ήθελε. Έφυγαν από τα σπίτια τους για να φτάνουν στον τόπο τους. Τους πρόσφεραν τα ζήσουν, και δεν είχαν σκοπό να γυρίσουν πίσω όσο απαραίτητα, λίγο ψωµί, νερό, φαγητό, µερικά κι αν πονούσαν για τους δικούς τους, για τα ρούχα σε όσους τα είχαν ανάγκη. Μέχρι να φτωχικά τους. φύγουν για αλλού. Πάντα όλοι έφευγαν. Ήταν η Στις µέρες που πέρασαν, έφυγαν όλοι σχεδόν πρώτη φορά που κάποιοι παρέµεναν στο µικρό από το νησί, για αλλού. Σχεδόν, γιατί κάποιοι νησί. έµειναν. Ο Αζάρ, η Ντελµπάρ κι ο µικρός Ο Αζάρ δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Με Μπααµπούρ ήταν ακόµα εκεί. νοήµατα, προσπαθούσε να συνεννοηθεί µε τους Ο Αζάρ µαγεύτηκε από τη θάλασσα. εν την ντόπιους. Έψαχνε δουλειά. Αυτό ήταν το είχε δει κι αυτός ποτέ στη ζωή του. Κάθε πρωί σαν µεγαλύτερο πρόβληµά του. Είκοσι µέρες τώρα, το µικρό παιδί, έβρεχε τα πόδια του στα κύµατα έµεναν σε µια µικρή αποθήκη και οι γυναίκες του που έσκαγαν στην ακτή. Έπιανε στα χέρια του την νησιού, έφτιαχναν ένα πιάτο φαΐ και τους το άµµο, µαζί του κι ο Μπααµπούρ. Έκαναν σχέδια, έδιναν. σαν να δηµιουργούσαν έναν καινούριο κόσµο που Πολλοί από τους ντόπιους φοβόντουσαν. το κύµα σε δευτερόλεπτα τον διέλυε. Κι εκείνοι Ξένοι άνθρωποι. εν ήξεραν ούτε ποιοι είναι, ούτε
  • 12.
  • 13. αν είναι καλοί ή κακοί. Κι αν φοβόντουσαν τον σπιτιού, φρόντιζε και τα ζωντανά, και το µποστάνι Αζάρ ή την Ντελµπάρ, τι να είχαν άραγε να της µε ό,τι µπορούσε να φυτεύει για κάθε εποχή. φοβηθούν από τον µικρό Μπααµπούρ; Στον Βαγγέλη έφτασε ο Αζάρ µια µέρα, εκεί Ο Αζάρ άρχισε να µαθαίνει κάποιες λέξεις στη θάλασσα, καθώς εκείνος είχε µόλις γυρίσει µέρα µε τη µέρα. Μα εκείνη που έµαθε πρώτη και µε τη βάρκα του. Είχε πιάσει λίγα ψάρια, δεν ήταν την έλεγε συνέχεια, ήταν η λέξη δουλειά. Και τι καλή µέρα. Όµως, στα µάτια του Αζάρ, φαίνονταν δουλειά να υπάρχει σε ένα µικρό νησί εκατό τόσα πολλά, που είχε µείνει για ώρα ακίνητος και ανθρώπων; Οι περισσότεροι ηλικιωµένοι, εκτός από τα χάζευε. Έτσι κι αλλιώς ψάρι δεν είχε φάει ποτέ τρεις οικογένειες. Νέοι που είχαν µείνει στον τόπο στη ζωή του. Τα είχε δει, µα δεν τα είχε δοκιµάσει. τους. Γιατί ήθελαν να ζήσουν εκεί µαζί µε τα Μαζί του κρατούσε και τον Μπααµπούρ. Τα παιδιά τους. Στη γη των πατεράδων και των σκούρα µάτια του µικρού περιεργάζονταν τα παππούδων τους. ψάρια που σπαρταρούσαν ακόµα. Φαινόταν Το νησί µετρούσε όλο κι όλο οκτώ παιδιά. τροµαγµένος µπροστά στο θέαµα. Μα µετά από Τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Ο ηµήτρης, ο λίγο, ηρέµησε στην αγκαλιά του πατέρα του. Κωνσταντής κι ο Γρηγόρης. Η Μαρία, η Παναγιώτα, Ο Βαγγέλης καµώθηκε πως δεν έβλεπε τον η Ελένη, η Νίκη και η Αγγελική. Αζάρ. Έκανε και µια κίνηση να τον αποµακρύνει, Ο µικρότερος όλων, ο ηµήτρης, οκτώ σαν να τον ενοχλούσε, καθώς έφτιαχνε τα δίχτυα χρονών. Ο πατέρας του, ο Βαγγέλης, ήταν ψαράς, του. O Aζάρ έµεινε λίγο ακόµα µέχρι που κατάλαβε όπως κι όλοι σχεδόν στο νησί. Η µάνα του είχε ένα πως ο Βαγγέλης δεν τον ήθελε στα πόδια του. µαντρί µε κατσίκια. Μαζί µε τις δουλειές του
  • 14.
  • 15. Την επόµενη όµως, βρισκόταν ξανά στο ίδιο και τον µικρό γιο του. Οι νύχτες ήταν δύσκολες. Ας σηµείο. Προσπάθησε επίµονα, επαναλαµβάνοντας ήταν καλά ο παπάς, που τους έδωσε κουβέρτες. τη λέξη δουλειά, να κάνει τον Βαγγέλη να Σκεπάζονταν και οι τρεις µαζί, κι άφηναν µόνο τη ενδιαφερθεί. Μα εκείνος κοιτούσε µόνο τα δίχτυα µύτη τους απ’ έξω, να παίρνουν ανάσες. του. Αυτό γινόταν µέρες. Μάταιος κόπος για τον Κοιµόντουσαν αγκαλιασµένοι προσπαθώντας να Αζάρ. Καµία σηµασία δεν του έδινε ο Βαγγέλης. ζεσταθούν, δίνοντας ο ένας στον άλλο όση Ο παπάς του χωριού είχε µια αποθήκη. Εκεί θαλπωρή έβγαζε το ταλαιπωρηµένο τους κορµί. είχαν βρει στέγη και παρηγοριά ο Αζάρ και η Προπαραµονή των Χριστουγέννων. Ο Αζάρ, µε οικογένειά του. Οι νοικοκυρές τους λυπόντουσαν τον Μπααµπούρ στην αγκαλιά, κατέβηκε ξανά στο και τους πήγαιναν φαγητό. Έβλεπαν τη δυστυχία λιµανάκι, εκεί που ο Βαγγέλης ετοίµαζε τα δίχτυα τους. εν τους έκανε καρδιά να τους αφήσουν του. Ξαφνικά ο ηµήτρης, ο γιος του ψαρά, έτσι, νηστικούς και αβοήθητους. Οι άντρες πάλι πέρασε σβέλτα ανάµεσά τους και µε ένα σάλτο, ήταν πιο σκληροί. εν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. βρέθηκε όρθιος στη βάρκα του πατέρα του. Μάλλον ήθελαν να τους δουν να φεύγουν µια ώρα Ο Αζάρ φώναξε: «δουλειά!». Μα ο Βαγγέλης αρχύτερα από το νησί τους. είχε συνηθίσει πια και δεν του έδινε σηµασία. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Το κρύο είχε γίνει Ο µικρός ηµήτρης ρώτησε τον πατέρα του τσουχτερό. Η υγρασία της θάλασσας το έκανε τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος, παίρνοντας όµως σαν ακόµα πιο δυνατό. Περνούσε µέχρι τα κόκκαλα. Ο απάντηση ένα απότοµο «να µη ρωτάς». Γύρισε και Αζάρ άναβε µια φωτιά έξω από την αποθήκη και κοίταξε τον Μπααµπούρ. Οι παιδικές τους µατιές προσπαθούσε να ζεσταθεί µαζί µε τη γυναίκα του συναντήθηκαν. Μετά από λίγο, πήδησε έξω από τη
  • 16.
  • 17. βάρκα και στεκόταν µπροστά στον Αζάρ. Εκείνος Ο ηµήτρης µε την αφέλεια της ηλικίας του, χαµογέλασε και κατέβασε από την αγκαλιά του ρώτησε το ξένο παιδί το όνοµά του. Μα ο µικρός τον Μπααµπούρ. Τα δύο παιδιά είχαν σχεδόν το Μπααµπούρ απλά τον κοιτούσε και δεν έλεγε ίδιο ύψος, τα ίδια µαλλιά, τα ίδια µάτια. Μόνο που ο κουβέντα. Τι να καταλάβει άλλωστε από µια Μπααµπούρ ήταν πιο σκούρος στο δέρµα. Ο γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει; ηµήτρης πίστεψε πως ήταν από τον ήλιο. Μα του «Πώς σε λένε; Πώς σε λένε; Εµένα µε λένε φάνηκε περίεργο εκέµβρη µήνα. Ρώτησε τον ηµήτρη. Εσένα;» επέµενε. πατέρα του. Ο Αζάρ κατάλαβε µε τα λίγα που είχε αρχίσει «Είναι από το Αφγανιστάν» είπε ο Βαγγέλης να µαθαίνει. και συνέχισε τη δουλειά του. « ηµήτρη» είπε. «Πού είναι το Αφγανιστάν µπαµπά;» ρώτησε ο « ηµήτρης» φώναξε δυνατά ο µικρός και ηµήτρης, που πρώτη φορά άκουγε αυτό το µέρος. χαµογέλασε. «Πολύ µακριά, στην Αραβία» απάντησε ο «Εγκώ Αζάρ», και δείχνοντας τον γιο του, Βαγγέλης. «Μπααµπούρ». «Και γιατί ήρθαν εδώ µπαµπά;» Ο ηµήτρης έβαλε τα γέλια. Του φάνηκε πολύ «Γιατί εκεί πεινάνε, δεν έχουν δουλειά, έχουν αστείο το όνοµα. εν είχε ξανακούσει κάτι πόλεµο… Και πάψε να ρωτάς πολλά» είπε τέτοιο. Άρχισε να το λέει συνέχεια, µέχρι που ο αγριεµένος από τις ενοχλητικές ερωτήσεις ο πατέρας του έβαλε µια φωνή και τότε σταµάτησε. Βαγγέλης. Ο Μπααµπούρ δεν είχε βγάλει µιλιά. Απλά περιεργαζόταν τον ηµήτρη.
  • 18.
  • 19. Το βράδυ στο σπίτι, ο ηµήτρης άνοιξε το Ο ηµήτρης, αφού ρούφηξε όλο το κεφάλαιο βιβλίο της Γεωγραφίας που είχε η µεγαλύτερη για το Αφγανιστάν, έπεσε για ύπνο. Φανταζόταν αδερφή του, η Αγγελική, και άρχισε να ψάχνει το τον Αζάρ µε άσπρη κελεµπία και τουρµπάνι στο Αφγανιστάν. εν το έβρισκε στην αρχή, µα κάποια κεφάλι, επάνω σε µια καµήλα, να ταξιδεύει µέσα στιγµή, φώναξε: «Nα το!!!!» Ο πατέρας του, η µάνα σε µια έρηµο. ε χρειάστηκε πολύ για να του, η αδερφή του, η γιαγιά µε τον παππού, ήταν αποκοιµηθεί. Το διάβασµα τον είχε νυστάξει ήδη. όλοι εκεί. Κανένας τους όµως δεν έδωσε σηµασία. Η µέρα που ξηµέρωσε ήταν παραµονή Ο µικρός άρχισε να διαβάζει για αυτή την Χριστουγέννων. Το σπίτι καθαρισµένο και παράξενη και µακρινή χώρα. εν τα καταλάβαινε γιορτινό. Φτωχικό, µα ζεστό και όµορφο. Η µητέρα όλα. Μα η φαντασία του έφτιαχνε διάφορες του ηµήτρη µαζί µε τη γιαγιά είχαν ξυπνήσει από εικόνες. ιάβαζε για τα µεγάλα βουνά, τα τα χαράµατα κι έφτιαχναν κουραµπιέδες και ποτάµια, τους κρύους χειµώνες και τα καυτά µελοµακάρονα. καλοκαίρια. Είχε δει στην τηλεόραση άραβες µε Την ώρα που ξύπνησε ο ηµήτρης, το σπίτι κελεµπίες, ερήµους, καµήλες. Κάπως έτσι µοσχοβολούσε από τα φρεσκοψηµένα γλυκά, κι φανταζόταν το Αφγανιστάν. Ούτε µπορούσε εκείνος έτρεξε και δοκίµασε µε λαιµαργία. Μετά κάποιος άλλος να του δώσει περισσότερες ντύθηκε και µαζί µε την αδερφή του και τα άλλα πληροφορίες. Κι οι δικοί του, το δηµοτικό είχαν παιδιά, µαζεύτηκαν κι άρχισαν να πηγαίνουν από βγάλει. Ό,τι µάθαιναν, ήταν µόνο από την σπίτι σε σπίτι για τα κάλαντα. τηλεόραση. Κατά το µεσηµέρι, κι αφού είχε γεµίσει µια σακούλα µε µελοµακάρονα, κουραµπιέδες,
  • 20.
  • 21. κουλούρια και µπισκότα, γυρνώντας για το σπίτι, ο τη γλώσσα του άλλου. Ο Αζάρ µόνο, είπε δυο ηµήτρης πέρασε µπροστά από τη µικρή αποθήκη λέξεις: « ουλειά...Φαΐ...». όπου έµενε η οικογένεια του Αζάρ. Στάθηκε απ’ Τον κοίταξε ο µικρός ηµήτρης κι είδε έναν έξω, όταν είδε τον Αζάρ να βγαίνει. άνθρωπο αδύνατο, µε µάτια να κλείνουν από « ηµήτρης» του φώναξε. κούραση και αδυναµία. Γύρισε και κοίταξε την «Αζάρ» αποκρίθηκε κι αυτός. Ντελµπάρ που καθόταν κουλουριασµένη στη «Ο Μπααµπούρ;» ρώτησε ο ηµήτρης. γωνία και άκουσε τα δόντια της να τρίζουν από το Τότε, µε ένα νόηµα, ο Αζάρ τού έδειξε τον κρύο. Μπααµπούρ που καθόταν τυλιγµένος µε µια Με µια κίνηση, άνοιξε τη σακούλα κι έβγαλε κουβέρτα δίπλα στη µάνα του. Στην αρχή ο από µέσα ένα µελοµακάρονο. Άπλωσε το χέρι του ηµήτρης δίστασε, µα σε λίγο, είχε ήδη µπει στη προς τον Μπααµπούρ και του το έδωσε. Εκείνος µικρή αποθήκη. τον κοίταξε περίεργα, µα το ένστικτο Είχε αρχίσει να βρέχει σιγανά. Οι σταγόνες λειτούργησε. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το της βροχής ακούγονταν στη σκεπή από λαµαρίνα. µελοµακάρονο είχε ήδη εξαφανιστεί. Το κρύο ήταν διαπεραστικό µέσα στην αποθήκη. Ο Ο ηµήτρης έβγαλε κουραµπιέδες και ηµήτρης κοιτούσε όλο απορία. εν µπορούσε να µπισκότα από τη σακούλα. Έδωσε και στον Αζάρ καταλάβει πώς είχαν βρεθεί στο νησί τους αυτοί και στην Ντελµπάρ. Ήταν η πρώτη φορά που οι άνθρωποι από τόσο µακριά. Κι ούτε µπορούσε έτρωγαν τέτοια γλυκά. Σε λίγο δεν είχε µείνει να πει κάποια κουβέντα, γιατί δε γνώριζε ο ένας ούτε ψίχουλο! Κατάλαβε ο ηµήτρης την πείνα τους, αλλά δεν είπε τίποτα. Γύρισε την πλάτη του κι
  • 22.
  • 23. έτρεξε προς το σπίτι, ενώ η βροχή έπεφτε όλο και Όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα. Ο πατέρας του πιο δυνατή. άρχισε να φωνάζει. Ο πατέρας του στεκόταν στην πόρτα. «Τι δουλειά είχες εσύ εκεί; Μπορεί να «Πού ήσουν τόση ώρα και σε περιµένουµε κόλλησες καµιά αρρώστια. Αυτοί είναι άπλυτοι. για φαγητό;» Βρώµικοι. εν ξέρουµε από πού έχουν έρθει και τι O µικρός φοβήθηκε να του πει. κουβαλάνε µαζί τους». ικαιολογήθηκε ότι ήταν µε τα άλλα παιδιά και Τα ίδια άρχισε να λέει και η αδερφή του. Η ξεχάστηκε. µάνα του δε µίλησε, ούτε η γιαγιά. Ο παππούς Κάθισαν όλοι στο τραπέζι. Μια ζεστή όµως προσπάθησε να ηρεµήσει τα πνεύµατα. ψαρόσουπα µε χόρτα και πατάτες ήταν ό,τι «Άνθρωποι είναι κι αυτοί Βαγγέλη! καλύτερο µε τέτοιο καιρό. Έκαναν τον σταυρό Ταλαιπωρηµένοι και δυστυχισµένοι. Σκέψου πώς τους και ξεκίνησαν να τρώνε. Ο ηµήτρης όµως ήµασταν πριν χρόνια κι εµείς. Θυµάσαι πώς ήσουν δεν µπορούσε να βγάλει από το µυαλό του τον µικρό παιδί; Με κοντά παντελόνια χειµώνα- µικρό Μπααµπούρ και τους γονείς του. Θυµόταν καλοκαίρι. Χωρίς πολλά-πολλά. εν είχαµε ρεύµα. πως πριν λίγο είχε βρεθεί σε ένα παγωµένο εν είχαµε τρόφιµα όταν έπιανε φουρτούνα και δωµατιάκι, µαζί µε τρεις ανθρώπους που έτρεµαν δεν ερχόταν το καΐκι από απέναντι. Περάσαµε από το κρύο και πεινούσαν. τόσα και τόσα. Μην είσαι σκληρός µε τη δυστυχία Ξαφνικά, έβαλε µια φωνή. των άλλων». «Ήµουν στον Μπααµπούρ!» «Και τι να κάνουµε πατέρα; Να τους µαζέψουµε όλους εδώ; Και µετά; O Αφγανός
  • 24. έρχεται κάθε µέρα και µου λέει “δουλειά, δουλειά, Ο παππούς δε χρειάστηκε παρά µερικά λεπτά δουλειά”. Κι εγώ ένα µεροκάµατο βγάζω, τι για να συµφωνήσει. ικό του ήταν το σπίτι. Με δουλειά να του δώσω; Nα φύγουν, να πάνε αλλού! χίλιους κόπους το έφτιαξε. αρµένος κι αυτός όλα Εδώ µόνο ψάρεµα υπάρχει. Τίποτα άλλο!» είπε ο τα χρόνια µέσα στη θάλασσα. Ήξερε πώς είναι να Βαγγέλης και πήγε να κοιµηθεί. σε χτυπά το κύµα, το κρύο, η βροχή. Να µην έχεις Ο ηµήτρης είχε στεναχωρηθεί. Αν και τα απαραίτητα να φας. Μεγάλωσε τρία παιδιά µε µικρός για να νιώσει τι είχαν περάσει οι µεγάλοι, πολλές δυσκολίες, µα τα κατάφερε. Έβαλε τον κατάλαβε τα λόγια του παππού του. Κι άρχισε να µικρό ηµήτρη στα γόνατά του και του µίλησε µε καταστρώνει ένα σχέδιο στο µυαλό του. Έπρεπε έγνοια. µε κάποιο τρόπο να κάνει κάτι γι’ αυτούς τους «Όταν ο πατέρας σου θα φύγει για το ανθρώπους. Ήταν παραµονή Χριστουγέννων. Όλοι καφενείο, εµείς θα πάµε στην αποθήκη που είναι στο νησί είχαν το έθιµο να µαζεύονται στα σπίτια. οι φίλοι σου και θα τους φέρουµε εδώ». Να τρωγοπίνουν και να γελάνε δίπλα στη ζεστασιά «Ναιιιιιιι!» φώναξε ο µικρός. του τζακιού. Μα πιο πολύ σκεφτόταν πως ο µικρός Ο παππούς τού είπε να ησυχάσει, γιατί Μπααµπούρ θα κοιµόταν σχεδόν νηστικός µέσα κινδύνευαν να προδοθούν. στην παγωµένη αποθήκη. Με λαχτάρα περίµενε ο ηµήτρης την ώρα «Παππού!» είπε ο ηµήτρης. «Πρέπει να τους που θα έβλεπε τον πατέρα του να φεύγει. φέρουµε στο σπίτι απόψε. Να πλυθούν, να φάνε Παραφύλαγε στη πόρτα του δωµατίου του, µέχρι µαζί µας και να ζεσταθούν». που τον άκουσε να ντύνεται και να βγαίνει. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι πήγαινε στο καφενείο, ο µικρός
  • 25.
  • 26. έτρεξε στον παππού. Τότε κίνησαν κι αυτοί για τη αυτό φοβόντουσαν πιο πολύ. Τι θα γινόταν όταν µικρή αποθήκη. θα ερχόταν; Όταν έφτασαν, βρήκαν και τους τρεις, Η µητέρα του ηµήτρη ετοίµασε το µπάνιο κι σκεπασµένους µε τις κουβέρτες κι από ένα έτρεξε να βρει καθαρά ρούχα για τους ξένους. κοµµάτι ψωµί στα χέρια. Ο παππούς ένιωσε ένα Έτσι της είπε να κάνει ο πεθερός της, κι εκείνη σφίξιµο στην καρδιά του. Άρχισε να τους φωνάζει τον σεβόταν. Μα ήταν κι η ίδια καλός άνθρωπος να σηκωθούν, µα εκείνοι δεν καταλάβαιναν λέξη. και καταλάβαινε τι σήµαινε όλο αυτό για τις τρεις Με τα χίλια ζόρια, τους σήκωσε και µε νοήµατα, ταλαιπωρηµένες ψυχές. τους έβαλε να τον ακολουθήσουν. Ο Αζάρ είχε σκύψει το κεφάλι και ντρεπόταν Έφτασαν στο σπίτι. Ο Αζάρ κοντοστάθηκε. να κοιτάξει γύρω. Το ίδιο κι η γυναίκα του. Ο ίσταζε να προχωρήσει. Ήξερε ότι σ’ αυτό το σπίτι µικρός Μπααµπούρ όµως δεν είχε τέτοιες έµενε ο Βαγγέλης. Φοβήθηκε ότι θα είχε αναστολές. Η παιδική ψυχή δεν καταλάβαινε από φασαρίες. Μπορεί να µη γνώριζε την ελληνική αυτά. γλώσσα, αλλά καταλάβαινε τη γλώσσα του Το σπίτι ήταν στολισµένο. Ένα µικρό καράβι, σώµατος. όπως συνήθως στολίζουν στα νησιά για τα Ο παππούς άνοιξε την πόρτα και τους έκανε Χριστούγεννα, µάγεψε το ξένο παιδί. εν είχε νόηµα να µπουν µέσα. Μία, δύο, τρεις φορές, ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όπως δεν είχε ξαναδεί και µπήκαν τελικά. Όλοι ήταν εκεί, έκπληκτοι και χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γεµάτο στολίδια, παράλληλα καχύποπτοι. Μόνο ο Βαγγέλης έλειπε, κι φωτεινά λαµπιόνια κι από κάτω, κουτιά τυλιγµένα
  • 27.
  • 28. µε δώρα. εν πρόλαβε να δει και πολλά, γιατί τους ενώ είχαν καθίσει ήδη όλοι... και ο Αζάρ και η οδήγησαν κατευθείαν για µπάνιο. Ντελµπάρ και ο Μπααµπούρ. Μετά από λίγη ώρα, καθαροί και Ήταν ένα τραπέζι γιορτινό, φορτωµένο φρεσκοντυµένοι µε τα ρούχα της οικογένειας, καλούδια. Ο Βαγγέλης κι όλη η οικογένεια έκαναν κάθονταν κοντά στο τζάκι για να ρουφήξουν όλη τον σταυρό τους. Ο Αζάρ και η γυναίκα του απλά τη ζεστασιά. Μην µπορώντας να πουν κάποια λέξη κατέβασαν το κεφάλι. ιαφορετική η θρησκεία στα ελληνικά, µόνο χαµογελούσαν. τους: Μουσουλµάνοι. Ο Βαγγέλης το ήξερε αυτό κι Η µητέρα του ηµήτρη ετοίµαζε το τραπέζι ήταν σαν το έκανε κάπως επίτηδες. Μα δε δόθηκε για το βραδινό. Κοτόσουπα. Φρέσκο κοτόπουλο, συνέχεια. δικό τους. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Ξεκίνησαν να τρώνε. Με νοήµατα, Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα. Απόλυτη ησυχία. κατόρθωσαν να συνεννοηθούν. Στην τηλεόραση Περίµεναν όλοι την έκρηξη του Βαγγέλη. Εκείνος, είχε εορταστικό πρόγραµµα µε µπουζούκια. Ο µόλις είδε τον Αζάρ και την οικογένειά του µέσα Αζάρ κι η γυναίκα του είχαν χρόνια να ακούσουν στο σπίτι, άρχισε να κοκκινίζει, να φουσκώνει. µουσική. Ήταν απαγορευµένη στη χώρα τους. Μα Ήταν έτοιµος να βάλει τις φωνές, όταν σηκώθηκε δεν τους φάνηκε κάτι ξένο. Στα αυτιά τους ήταν ο πατέρας του, τον κοίταξε µε βλέµµα αυστηρό οικείο. Άρχισαν να γελάνε και να κουνιούνται και ξανακάθισε. Ο Βαγγέλης δεν είπε λέξη. Πήγε στον ρυθµό της µουσικής. Ο Βαγγέλης άρχισε να κατευθείαν στο δωµάτιό του. ε βγήκε µέχρι να γελά κι εκείνος µετά από ένα µπουκάλι κρασί που τον φωνάξουν για φαγητό. Κάθισε στο τραπέζι, είχε πιει.
  • 29.
  • 30. Αφού έφαγαν όλοι µέχρι σκασµού, ο σοκολάτα. Έφαγαν λαίµαργα και κάθισαν δίπλα ηµήτρης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ και τον στο τζάκι, συνεχίζοντας να παίζουν. πήρε από το χέρι. Ο Μπααµπούρ αυτή τη φορά δε Είχε πάει δώδεκα και µισή. δίστασε καθόλου. Τον ακολούθησε στο δωµάτιό «Φέρτε το στρώµα από την αποθήκη, του και κάθισαν κάτω στο ζεστό χαλί. Ο γιος του καθαρές κουβέρτες και µαξιλάρια να κοιµηθούν ψαρά έβγαλε όσα παιχνίδια είχε, την µπάλα του, οι άνθρωποι εδώ απόψε» είπε ο παππούς. φωτογραφίες της αγαπηµένης του ποδοσφαιρικής Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Έβαλαν το οµάδας. Έβγαλε και το µπλοκ ζωγραφικής κι όλους στρώµα δίπλα στο τζάκι, καθαρά σεντόνια, τους µαρκαδόρους του. Άρχισε να ζωγραφίζει κουβέρτες και µαξιλάρια. Τα µάτια όλων άρχισαν θάλασσα και βάρκες. Έδωσε και στον Μπααµπούρ να κλείνουν. Ένας-ένας πήγαιναν στα δωµάτιά που χαµογελούσε πλατιά. Χωρίς να τα καταφέρνει τους για ύπνο. Στο σαλόνι είχαν αποµείνει ο και τόσο καλά, το ξένο παιδί άρχισε να ζωγραφίζει παππούς µε τον ηµητράκη και ο Αζάρ µε την βουνά, µεγάλα βουνά! οικογένειά του. Ο παππούς τούς φίλησε και έφυγε. Γύρισαν µετά από λίγη ώρα στο σαλόνι, µε Ο ηµητράκης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ, τις ζωγραφιές στα χέρια. Τα δυο παιδιά είχαν του έπιασε το χέρι και του ευχήθηκε «Χρόνια σµίξει τη γη µε το νερό. Τα ψηλά βουνά µε τη Πολλά». Ο Μπααµπούρ δεν κατάλαβε τίποτα, µα βαθιά θάλασσα. Τίποτα δεν τα χώριζε. εν δεν τον πείραξε. Ένιωσε ότι κάτι καλό θα ήταν. υπήρχαν σύνορα γι’ αυτά. Χαµογέλασαν όλοι. Οι µεγάλοι χαµογέλασαν. Ο παππούς πήρε Κι ο Αζάρ κι η Ντελµπάρ αισθάνθηκαν µετά αγκαλιά και τα δύο παιδιά και τους έδωσε από µια από πολύ καιρό µια κρυφή χαρά. Ήξεραν ότι τίποτα
  • 31.
  • 32.
  • 33. δεν ήταν εύκολο. Ότι είχαν πολύ δρόµο ακόµα χτυπούσε η καµπάνα. Κοίταξε ψηλά κι έδειξε µε το µπροστά τους. Μα ετούτη η χριστουγεννιάτικη δάχτυλο. νύχτα, που αγνοούσαν τη σηµασία της, ήταν ίσως «Ο Θεός!» είπε. η πιο ζεστή και όµορφη στη ζωή τους. Ξάπλωσαν «Αλλάχ!» έκανε ο Αζάρ. και αποκοιµήθηκαν µέσα σε λίγα λεπτά, πιασµένοι «Θεός!» ξανάπε ο Βαγγέλης. χέρι-χέρι. «Κι οι δυο σας», του λέει ο παππούς, «για τον Ο µικρός Μπααµπούρ ξάπλωσε κι αυτός, µα Ίδιο λέτε. Κι οι δυο σας άνθρωποι είστε, δεν κοιµήθηκε παρά πολύ αργότερα. Τα µάτια του φτιαγµένοι από τον Θεό ή τον Αλλάχ. Φτιαγµένοι έµειναν ανοιχτά να χαζεύουν το καραβάκι από τη είµαστε για να βοηθάµε ο ένας τον άλλο, για να µια µεριά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο από µπορούµε να δίνουµε αγάπη». την άλλη. Τα φωτεινά λαµπάκια αναβόσβηναν σαν Ο Βαγγέλης κούνησε το κεφάλι του τρελά. Μέσα στο σκοτεινό δωµάτιο, ήταν ό,τι πιο συγκαταβατικά. Μόνο σε µια στιγµή, καθώς όµορφο είχε δει µέχρι τώρα. έβγαιναν από το σπίτι για την εκκλησία, ψιθύρισε Τα ξηµερώµατα, τους ξύπνησε όλους η στο αυτί του πατέρα του. καµπάνα της εκκλησίας. Χριστούγεννα! «Ξέρεις µε τι νευρίασα περισσότερο πατέρα Η οικογένεια έβαλε τα καλά της κι χθες το βράδυ;» ετοιµάστηκε για την εκκλησία. Ο Αζάρ πήγε να «Mε τι;» τον ρώτησε απορηµένος εκείνος. σηκωθεί, µα ο Βαγγέλης του έδειξε µε νοήµατα «Που είδα τον Αζάρ να φορά το καλό µου το να µείνει ξαπλωµένος. Έκανε τον σταυρό του ενώ πουλόβερ.... εν το είχα φορέσει ακόµα, καινούργιο ήταν να πάρει η οργή!»
  • 34.
  • 35. Και έβαλαν και οι δυο τα γέλια. Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν πράγµατι διαφορετικά. Μια αγκαλιά έγιναν όλοι. Ένα σπίτι άνοιξε και δέχθηκε µε ζεστασιά τρεις ανθρώπους άγνωστους, µα τελικά ανθρώπους. Και δυο παιδιά, νίκησαν τις προκαταλήψεις και τους φόβους. Ίσως µια µέρα, ο Μπααµπούρ καταλάβει τη λέξη χαρά στα ελληνικά. Γιατί στη γλώσσα του, τα αφγανικά, το όνοµά του αυτό σηµαίνει! Και τούτο το Χριστουγεννιάτικο βράδυ ήταν πράγµατι Μπααµπούρ!
  • 36.
  • 37. Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 µε πρωταρχικό σκοπό τη δηµιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνοµιλούν άµεσα, δωρεάν και ελεύθερα µε το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκµετάλλευση και την εµπορευµατοποίηση της πνευµατικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγµατικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου µε τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισµούς. Ο ισχυρός άνεµος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δηµιουργικότητας δηµιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτοµίας, καινοτοµίας ο σιρόκος της φαντασίας, φαντασίας ο λεβάντες της επιµονής επιµονής, οράµατος, ο γραίγος του οράµατος καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών µας. Σας καλούµε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!
  • 38. «Αφήνω την πατρίδα µου, γιατί µε αφήνει και αυτή». Αυτά µοιάζει να σκέφτεται ο Αζάρ από το Αφγανιστάν καθώς µετανάστης- αντικρίζει –παράνοµος µετανάστης- το µικρό ελληνικό νησί. Μαζί του η γυναίκα του και ο εξάχρονος γιος τους Μπααµπούρ. « ουλειά!» ζητάει ο Αζάρ από τον ντόπιο ψαρά Βαγγέλη. Μα οι άνθρωποι είναι άλλοι συµπονετικοί και άλλοι καχύποπτοι, σκληροί ίσως χωρίς να το θέλουν. Αν όµως η καρδιά των µεγάλων είναι πέτρινη, τα παιδιά µιλούν τη δική τους γλώσσα. Έτσι, ο ηµήτρης, ο γιος του ψαρά, καταστρώνει ένα σχέδιο. Μια χριστουγεννιάτικη έκπληξη για τον µικρό Μπααµπούρ και την οικογένειά του. Γιατί οι άνθρωποι έχουν πλαστεί για να βοηθούν και να αγαπούν ο ένας τον άλλον! ISBN: 978-618-5040-03-1